ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΣΤΕ 2010
Περιεχόμενα
– ΣτΕ Ολ. 3218/2010 [Ανέγερση εγκατάστασης χαμηλής όχλησης σε απόσταση 500 μ. από οικισμό προϋφιστάμενο του 1923].
– ΣτΕ Ολ. 3920/2010 [Περιβαλλοντική αδειοδότηση τουριστικού οικισμού κατά παράβαση κατευθύνσεων του οικείου Περιφερειακού Πλαισίου Χ.Σ.Α.Α. και χωρίς σχεδιασμό σε επίπεδο χρήσεων γης].
– Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ 141/2010 [Διακοπή έργων στον Αχελώο].
ΣτΕ Ολ. 3218/2010
[Aνέγερση εγκατάστασης χαμηλής όχλησης σε απόσταση 500 μ. από οικισμό προϋφιστάμενο του 1923]
Πρόεδρος: Παναγιώτης Πικραμμένος
Εισηγητής: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Δικηγόροι: Χρ. Βαρδάκα, Ευθ. Τσάκα
Η ανέγερση οχλουσών εγκαταστάσεων σε απόσταση 500 μέτρων από οικισμούς προϋφιστάμενους της 16.8.1923 απαγορευόταν από τις πολεοδομικές διατάξεις καθ’ ολοκληρία για όλες τις κατηγορίες αυτών, αλλά με νεότερη ρύθμιση της νομοθεσίας για την ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων επιτρέπεται η δυνατότητα αυτή για τις εγκαταστάσεις χαμηλής όχλησης.
Η ρύθμιση όμως αυτή αντίκειται στην συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 Συντ., κατά το μέτρο που εισάγει ρύθμιση η οποία επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος.
Εντούτοις, μπορεί να επιτρέπεται και μέσα στους οικισμούς προ της 16.8.1923 και σε απόσταση 500 μ. από αυτούς η ανέγερση χαμηλής όχλησης εγκαταστάσεων που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του οικισμού, εφόσον έχει προηγουμένως οριοθετηθεί.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της 8256/27.9.2005 αποφάσεως του Νομάρχη Κορινθίας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδας παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου στον οικισμό του Αγίου Βασιλείου του Δήμου Τενέας, β) της από 6.10.2005 θεώρησης από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του Κ. Κ. για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας για την παραπάνω μονάδα και γ) της 20759/23.12.2005 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε η από 26.10.2005 προσφυγή της Μ. και του Α. Τ. κατά της παραπάνω θεώρησης.
3. Επειδή, η υπόθεση είχε αρχικώς εισαχθεί ενώπιον του Ε΄ Τμήματος με επταμελή σύνθεση, το οποίο, με την 3189/2009 απόφασή του, αφού απέρριψε εν μέρει την αίτηση ως εκπρόθεσμη, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 8256/27.9.2005 αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων του Νομάρχη Κορινθίας, δέχθηκε την ασκηθείσα από τον Κ. Κ. παρέμβαση κατά το μέρος αυτό και κατά τα λοιπά έκρινε ότι, ενόψει της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος, αν οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 εδ. γ΄ και 39 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 3325/2005 είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα, η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί προς επίλυση του ως άνω ζητήματος στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, ενώπιον της οποίας, επομένως, νομίμως ήδη εισάγεται η υπόθεση.
4. Επειδή, με τον Α.Ν. 2520/1940 (ΦΕΚ 273Α΄) ορίζεται στο άρθρο 1 ότι «1. Προς προστασίαν της δημοσίας υγείας εν γένει επιτρέπεται η έκδοσις υγειονομικών διατάξεων, ων η εκτέλεσις δύναται να ανατίθεται εις αστυνομικά, υγειονομικά ή άλλα δημόσια όργανα. 2. Τα δι’ υγειονομικών διατάξεων επιβαλλόμενα μέτρα θέλουσιν αποβλέπει ιδίως εις την υγιεινήν εν γένει και καθαριότητα. . . εργοστασίων, καταστημάτων, … την από υγιεινής απόψεως καταλληλότητα των προς βρώσιν τροφίμων …» και στο άρθρο 2 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 2 του Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α΄), ότι «Τις υγειονομικές διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο εκδίδει ο Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις περιπτώσεις που οι διατάξεις αυτές αφορούν και την προστασία του περιβάλλοντος, συνυπογράφονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων». Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η απόφαση Α16/ 8577/1983 του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας «Υγειονομικός έλεγχος των αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος …»(ΦΕΚ 526 Β΄), στο άρθρο 5 της οποίας ορίζεται ότι «1. Καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα καταστήματα, στα οποία γίνεται παρασκευή ή και διάθεση σε πελάτες (καθισμένους, όρθιους, περαστικούς) φαγητών ή γλυκισμάτων ή οποιουδήποτε άλλου παρασκευάσματος τροφίμων ή ποτών ή αποθήκευση ή συντήρηση ή εμπορία κάθε είδους τροφίμων ή ποτών, καθώς και τα καταστήματα προσφοράς υπηρεσιών εξαιτίας των οποίων μπορεί να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις. 2. «Εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος» είναι τα εργαστήρια ή εργοστάσια, στα οποία γίνεται παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία κ.λπ., χειρισμοί τροφίμων και ποτών, χωρίς όμως απευθείας διάθεση των προϊόντων τους στο Καταναλωτικό Κοινό, καθώς και τα εργαστήρια ή εργοστάσια χάρτινων ή πλαστικών ή από οποιοδήποτε άλλο υλικό παρασκευαζόμενων ειδών, τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για μια μόνο φορά ως περιέκτες τροφίμων ή ποτών ή ως μέσα ατομικής υγιεινής, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην παρούσα και στις άλλες Υγειονομικές Διατάξεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 της πιο πάνω αποφάσεως ορίζεται ότι «1. Για τη ίδρυση και λειτουργία καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής, χορηγούμενη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ή, αν δεν προβλέπεται από τον Νόμο τέτοια Επιτροπή, της αρμόδιας Υγειονομικής Υπηρεσίας, ότι πληρούνται οι όροι των σχετικών Υγειονομικών Διατάξεων. 2. Εξαιρούνται από την υποχρέωση αποκτήσεως της ανωτέρω άδειας της Αστυνομικής Αρχής … Επίσης εξαιρούνται από την υποχρέωση αποκτήσεως της ανωτέρω άδειας τα εργαστήρια και εργοστάσια οινοπνευματωδών ποτών … 3. Αν από ειδικές διατάξεις Νόμου ή Δ/γματος προβλέπεται η χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος από άλλον Κρατικό Φορέα, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ή της οικείας Υγειονομικής Υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να αποκτήσει την άδεια της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πριν από την άδεια, που προβλέπουν οι ανωτέρω ειδικές διατάξεις. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στα εργαστήρια και εργοστάσια του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου». Τέλος, στο άρθρο 52 της πιο πάνω αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Εργαστήρια τροφίμων και ποτών», καθορίζονται οι προϋποθέσεις λειτουργίας, από υγειονομική άποψη, των εν λόγω εργαστηρίων. Εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 3325/2005 (ΦΕΚ 68 Α΄) ορίζεται ότι κατά την έννοια του νόμου αυτού νοούνται ως επαγγελματικά εργαστήρια οι τεχνοοικονομικές μονάδες, οι οποίες με μηχανικά, χημικά ή άλλα μέσα διαφοροποιούν τη μορφή ή την ιδιότητα πρώτων υλών ή προϊόντων, προκειμένου αυτά να καταστούν κατάλληλα για χρήση και των οποίων η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα 22 KW ή η θερμική τα 50 KW, στο δε άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι «Απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης της περιπτώσεως β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 καθώς και οι πάσης φύσεως ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών χαμηλής όχλησης που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 3 και διαθέτουν μηχανολογικό εξοπλισμό με κινητήρια ισχύ μέχρι 22 KW και θερμική ισχύ μέχρι 50 KW … Για την έναρξη λειτουργίας των μονάδων αυτών υποβάλλεται στην Αδειοδοτούσα Αρχή ειδική δήλωση, η οποία συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που θα καθοριστούν με την υπουργική απόφαση που αναφέρεται στην παρ. 5 του άρθρου αυτού. Η κατάθεση της δήλωσης βεβαιώνεται σε αντίγραφο από την Αδειοδοτούσα Αρχή, το οποίο υποχρεούται να τηρεί ο φορέας». Μεταξύ δε των δικαιολογητικών που απαιτούνται για τη θεώρηση της ειδικής δήλωσης και τη χορήγηση βεβαιώσεων που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις του ν.3325/2005 για τις μονάδες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εκδοθείσης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 5 του νόμου αυτού, Φ15/οικ.7816/616/14.4.2005 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης (Β΄542), η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Προβλέπεται δε στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 1 αυτής της αποφάσεως ότι «μετά τη συγκέντρωση των εγκρίσεων κ.λπ. ή άλλως μετά την άπρακτη παρέλευση των προβλεπομένων προθεσμιών, η αδειοδοτούσα αρχή διενεργεί αυτοψία και θεωρεί την ειδική δήλωση … Στη περίπτωση μονάδων υγειονομικού ενδιαφέροντος, τίθεται ο όρος «Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της μονάδας είναι ο εφοδιασμός της με βεβαίωση καταλληλότητας από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία» και η αδειοδοτούσα αρχή κοινοποιεί αντίγραφο της θεωρημένης ειδικής δήλωσης στην αρμόδια υγειονομική υπηρεσία». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91) και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης κ.υ.α. 15393/2332/2002 «Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 1650/86, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3010/2002 «Εναρμόνιση του Ν. 1650/86 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ κ.ά. (Α΄ 91)» (Β΄ 1022/5.8.2002), η δραστηριότητα παραγωγής κρασιού υπάγεται στην 9η ομάδα «Βιομηχανικές Εγκαταστάσεις», ΕΣΥΕ 159.3 και εφόσον η δυναμικότητα της εγκατάστασης ως προς το παραγόμενο προϊόν είναι μικρότερη από 2000 τόνους κατ’ έτος, στην κατηγορία δεύτερη, υποκατηγορία 4η. Εξάλλου, κατά την κ.υ.α. 13727/724/24.7.2003 «Αντιστοίχηση των κατηγοριών των βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων με τους βαθμούς όχλησης που αναφέρονται στα πολεοδομικά διατάγματα» (Β΄ 1087/5. 8.2003), η δραστηριότητα αυτή, εφόσον η δυναμικότητα της σχετικής εγκατάστασης δεν υπερβαίνει την προαναφερομένη, ανήκει στις δραστηριότητες χαμηλής όχλησης.
5. Επειδή, εξ άλλου, ο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας που κυρώθηκε με το Π.Δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄) και ίσχυε κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, ορίζει στο άρθρο 24 παρ. 1 περ. ιθ΄ όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2946/ 2001 (ΦΕΚ 224 Α΄), ότι στην αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων ανήκουν «η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων καθορίζονται από υγειονομικές διατάξεις …». Στην παρ. δε 9 του άρθρου 4 του προαναφερομένου Ν. 3325/2005, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, προβλέπεται ότι «Στις μονάδες οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και του άρθρου 41 (περιπτώσεις ιθ΄ και κζ΄) του Ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α΄), όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄), χορηγείται μία μόνο άδεια αποκλειστικά από την Αδειοδοτούσα Αρχή. Ειδικότερα στα εργοστάσια, στα εργαστήρια και τις αποθήκες που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και του άρθρου 52 της υγειονομικής διάταξης ΑΙβ/ 8577/83 (ΦΕΚ 526 Β΄), η πιο πάνω άδεια χορηγείται με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας Υγείας». Τέλος, με την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 2721/1999 (Α΄ 112) προστέθηκε στο άρθρο 1 του Ν. 1406/1983 (Α΄ 182) παράγραφος 3, σύμφωνα με την οποία στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : «α) τη χορήγηση ή την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με αυτά, περιλαμβανομένων και των διαφορών που προκαλούνται από πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση των ανωτέρω αδειών».
6. Επειδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με τις παρατιθέμενες στην τρίτη σκέψη διατάξεις, ιδίως δε εκείνη του άρθρου 5 της Υγειονομικής Διατάξεως Α1β/8577/ 1983, ως «επιχειρήσεις που εξομοιούνται με καταστήματα και επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος», οι πράξεις χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των οποίων υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες όχι μόνο έχουν το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο δραστηριότητας με αυτό των καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παρασκευή, επεξεργασία, συσκευασία, διακίνηση και λοιπούς χειρισμούς προϊόντων τα οποία θέτουν, περαιτέρω, στη διάθεση καταστημάτων ή εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά, επί πλέον, διέπονται, όσον αφορά στην ίδρυση και στη λειτουργία τους, από διατάξεις, εντασσόμενες προεχόντως στην υγειονομική νομοθεσία. Επομένως, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή επιχειρήσεις, για την ίδρυση και λειτουργία των οποίων απαιτείται αδειοδότηση προβλεπόμενη από άλλες διατάξεις που δεν εντάσσονται στην υγειονομική αλλά σε άλλες νομοθεσίες, όπως η βιομηχανική, η πολεοδομική και η νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία επιχειρήσεις για την ίδρυση των οποίων εν όψει των σοβαρών επιπτώσεων που συνεπάγεται για το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον η ίδρυση και λειτουργία τους, λόγω του χαρακτήρα ή του μεγέθους των εγκαταστάσεών τους, ή λόγω της παραγωγής αποβλήτων, ή εκπομπών, ακολουθείται διακεκριμένο στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεως, κατά το οποίο εκδίδονται πράξεις και, συγκεκριμένα, πράξεις προέγκρισης χωροθετήσεως, έγκρισης περιβαλλοντικών όρων που υπάγονται με αίτηση ακυρώσεως στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου, άλλωστε, ότι με την υπαγωγή στο ίδιο δικαστήριο των συναφών διαφορών, που αφορούν στην ίδρυση και στη λειτουργία των εν λόγω μονάδων, εξασφαλίζεται ενιαία κρίση της υποθέσεως και επιτυγχάνεται οικονομία της δίκης (ΣτΕ 601/2008 Ολ.).
7. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή η από 6.10.2005 θεώρηση από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του Κ. Κ. για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας για τη μονάδα παραγωγής και εμφιάλωσης οίνου κινητήριας ισχύος 21,62 ΚW, έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Ν. 3325/2005 και ειδικότερα του προαναφερόμενου άρθρου 5 παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης. Προηγήθηκαν της ως άνω θεώρησης οι από 29.9.2005 και 4.10.2005 αυτοψίες από μηχανικούς του Τεχνικού Τμήματος της Δ/νσης Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας κατά τις οποίες διαπιστώθηκε ο χαρακτήρας της επίμαχης μονάδας ως επαγγελματικού εργαστηρίου κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου (βλ. έγγραφα Φ14.2/29. 9.2005 και Φ14.2/4.10.2005 του ως άνω Τμήματος). Μεταξύ δε των δικαιολογητικών που συνυποβλήθηκαν για την έγκριση της απαλλαγής από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης της επίδικης μονάδας είναι και η συμπροσβαλλόμενη 8256/27.9.2005 πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων αυτής. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η επίμαχη μονάδα παραγωγής και εμφιάλωσης κρασιού είναι μεν εργαστήριο υγειονομικού ενδιαφέροντος, οι προϋποθέσεις λειτουργίας του οποίου, από υγειονομική άποψη, καθορίζονται στο άρθρο 52 της Α16/ 8577/1983 Υγειονομικής Διάταξης, δεδομένου, όμως, ότι η ως άνω απαλλαγή από την υποχρέωση εφοδιασμού της με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν της βιομηχανικής νομοθεσίας και ειδικότερα του άρθρου 5 του Ν. 3325/2005 από τα αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής όργανα της Διοικήσεως, προηγήθηκε δε αυτής στάδιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η ένδικη διαφορά που ανακύπτει από την προσβολή της πράξης θεώρησης της Δ/νσης Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας και της απόφασης της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των αιτούντων κατά της πράξεως αυτής δεν αποτελεί διαφορά ουσίας υπαγόμενη, κατ’ άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά διαφορά ακυρωτική, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο επομένως, νομίμως εισάγεται προς εκδίκαση.
8. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι του οικισμού Αγίου Βασιλείου του Δήμου Τενέας Νομού Κορινθίας, o οποίος ευρίσκεται πλησίον των επιδίκων εγκαταστάσεων, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ 2610/2005).
9. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων ο Κ. Κ., κατόπιν αιτήσεως του οποίου εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές.
10. Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 1 του από 2/13-3-1981 π.δ/τος “περί των ληπτέων υπ’ όψιν στοιχείων και του τρόπου καθορισμού των ορίων των προ της 16-8-1923 υφισταμένων οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ως και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών” (ΦΕΚ 138 Δ΄), είχε απαγορευθεί η ανέγερση οχλουσών επαγγελματικών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, εντός των ορίων των οικισμών αυτών, καθώς και αυτών σε απόσταση τουλάχιστον 500 μέτρων περιμετρικώς των καθοριζομένων ορίων τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 7 παρ. 3 του από 24-4/3-5-1985 π.δ/τος με τίτλο “τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της Χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους” (ΦΕΚ 181 Δ΄) ορίσθηκε ότι, εντός των ορίων των οικισμών και εντός κύκλου ακτίνας 800 μ. από το κέντρο των παραλιακών, τουριστικών, περιαστικών, δυναμικών και αξιολόγων συνεκτικών οικισμών, απαγορεύεται η ανέγερση ή και η επέκταση βιοτεχνικών ή βιομηχανικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής οχλήσεως, ως κέντρο δε του οικισμού ορίσθηκε με το άρθρο 4 του π.δ/τος αυτού, το πρωτεύον κέντρο του, το οποίο συγκεντρώνει τις κύριες κοινωνικές λειτουργίες, όπως πλατεία, εκκλησία, σχολείο, κοινοτικό κατάστημα, εμπορικές εγκαταστάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 3 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ιδίου π.δ/τος, η διάκριση και κατάταξη των οικισμών σε κατηγορίες, τα όρια των οικισμών και η αρτιότητα των γηπέδων, καθορίζονται με απόφαση του οικείου Νομάρχη, κατά δε το άρθρο 9 παρ. 1 αυτού, από τη δημοσίευση της νομαρχιακής απόφασης καθορισμού των ορίων των οικισμών, κατάταξης τους σε κατηγορίες και προσδιορισμού της αρτιότητας των γηπέδων δεν εφαρμόζονται, πλην των άλλων, και οι διατάξεις του ανωτέρω από 2-3-1981 π.δ/τος. Η ως άνω όμως διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του από 24-4/3-5-1985 π.δ/τος, είναι ανίσχυρη, όπως κρίθηκε με την 4996/88 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι επιφέρει, σε σύγκριση με την κανονιστική ρύθμιση του διατάγματος του έτους 1981, επιδείνωση στο οικιστικό περιβάλλον, κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακολούθησε, τέλος, το νεότερο από 25-4/16-5-1989 π.δ/γμα με τίτλο “Τροποποίηση του από 24-4-1985 Π.Δ/τος “Τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της Χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους (Δ΄ 181)” (ΦΕΚ 293 Δ΄), με το άρθρο 1 παρ. 4 του οποίου αντικαταστάθηκε η κριθείσα ανίσχυρη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 7 του διατάγματος του έτους 1985 ως εξής: «3. Απαγορεύεται η ανέγερση βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής όχλησης εντός των εγκεκριμένων ορίων των οικισμών και εντός ζώνης που εκτείνεται περιμετρικά του οικισμού και σε απόσταση 500 μ. από τα όρια του οικισμού, όπως αυτά ισχύουν …». Και η νεότερη αυτή κανονιστική ρύθμιση, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 2133/2002, βλ. και 646/1995, 2769/1998), επιφέρει, όμως, σε σχέση με εκείνη του διατάγματος του 1981, επιδείνωση στο οικιστικό περιβάλλον, κατά παράβαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος διότι εξαιρεί από τη θεσπιζόμενη απαγόρευση τις εγκαταστάσεις χαμηλής οχλήσεως και συνεπώς, και η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του από 25-4/16-5-1989 π.δ/τος δεν θεσπίσθηκε νομίμως και είναι ανίσχυρη.
11. Επειδή με την απόφαση 2133/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της και ήδη αιτούσας Μ. Τ. και ακυρώθηκαν η Φ.14/261/12.5.1999 άδεια του Νομάρχη Κορινθίας για κτιριακή και μηχανολογική εγκατάσταση οινοποιείου από τον παρεμβαίνοντα στον Αγ. Βασίλειο Κορινθίας, η Φ.14/1199/5.10.1999 άδεια της Διεύθυνσης Βιομηχανίας Κορινθίας, για τη λειτουργία του οινοποιείου, η 13179/13.10.1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της πρώτης αιτούσας κατά των ανωτέρω αδειών και η Φ.18/2028/1695/20.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, με τις οποίες απορρίφθηκαν προσφυγές της ιδίας κατά της αποφάσεως του Γ.Γ.Π. Πελοποννήσου, με τη σκέψη αφενός ότι ο ΄Αγιος Βασίλειος Κορινθίας, όπου ευρίσκεται το επίδικο οινοποιείο με μηχανολογική εγκατάσταση κινητηρίου δυνάμεως 96,40 ΗΡ, καθώς και η κατοικία της αιτούσας, αποτελεί οικισμό προϋφιστάμενο του 1923, ο οποίος οριοθετήθηκε με την 6400/12.12.1985 απόφαση του Νομάρχη Κορινθίας και για τον οποίο έχει εφαρμογή και το από 3.5.85 π.δ/γμα (Δ΄ 181) για οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, αλλά οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 3 του από 24.4/3.5.1985 π.δ/τος και 1 παρ. 4 του από 25.4/16.5.1989 π.δ/τος, δυνάμει των οποίων είναι επιτρεπτή η λειτουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως σε οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, είναι ανίσχυρες, ως συνεπαγόμενες επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος κατά παράβαση του Συντάγματος και αφετέρου ότι η απαγόρευση που θεσπίζεται με την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του από 2.3.1981 π.δ/τος δεσμεύει και τις αρχές, στις οποίες ανήκει η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας των βιομηχανικών ή βιοτεχνικών εγκαταστάσεων.
12. Επειδή, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3325/2005, στις διατάξεις του υπάγονται, μεταξύ άλλων, οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, καθώς και τα επαγγελματικά εργαστήρια που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β΄ του νόμου αυτού, η οποία παρατίθεται στην τρίτη σκέψη. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι για την εγκατάσταση ή την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των δραστηριοτήτων του ως άνω νόμου απαιτείται, με την επιφύλαξη του άρθρου 5, άδεια εγκατάστασης, με την παράγραφο 1 δε του τελευταίου αυτού άρθρου η οποία παρατίθεται στην τρίτη σκέψη, προβλέπεται η απαλλαγή από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας των επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης της περίπτωσης β΄ του ως άνω άρθρου 2. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ΄, του παραπάνω νόμου, επετράπη «σε περιοχές εντός οικισμών προϋφισταμένων της 16.8.1923, σύμφωνα με το Π.Δ. 2/13.3.1981 (ΦΕΚ 138 Δ΄), η εγκατάσταση μόνο επαγγελματικών εργαστηρίων και αποθηκών της παρ. 1γ του άρθρου 2, που διαθέτουν για τη λειτουργία τους μηχανολογικό εξοπλισμό του οποίου η κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα είκοσι δύο (22) KW ή η θερμική τα πενήντα (50) KW, … εφόσον οι πιο πάνω δραστηριότητες ανήκουν στη χαμηλή όχληση. Σε απόσταση 500 μέτρων από τα όρια των πιο πάνω οικισμών επιτρέπεται η εγκατάσταση δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης». Τέλος, με το άρθρο 39 παρ. 1 περ. β του ως άνω νόμου καταργήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 9 του από 2.3.1981 π.δ/τος (Δ΄ 138), όπως είχε αντικατασταθεί με το από 5.5.1984 π.δ/γμα (Δ΄ 341).
13. Επειδή, από την αντιπαραβολή της, ήδη καταργηθείσας με το άρθρο 39 παρ. 1β του ν. 3325/2005, διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του από 2/13.3.1981 π.δ/τος (Δ΄ 138) προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3325/2005 προκύπτει ότι, ενώ με το ως άνω διάταγμα απαγορευόταν η ανέγερση οχλουσών εν γένει εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το βαθμό οχλήσεως, δηλαδή και των εγκαταστάσεων χαμηλής οχλήσεως, μέσα στους οικισμούς τους υφισταμένους προ της 16.8.1923 και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων αυτών, με την ως άνω διάταξη του ν. 3325/2005 επετράπη η εγκατάσταση εντός των οικισμών αυτών επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης, κινητήριας ισχύος μέχρι 22 KW ή θερμικής ισχύος μέχρι 50 KW και η εγκατάσταση των λοιπών δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης σε απόσταση 500 μέτρων από τα όρια τους. Δεδομένου, όμως, ότι, όπως έχει παγίως κριθεί (Σ.τ.Ε. 10/88, 1159/89, 645/1995, 2769/1998 κ.ά,) από το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλονται ως κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, την ανάπτυξη και την πολεοδόμηση των οικιστικών περιοχών η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και, πάντως, δεν επιτρέπονται ρυθμίσεις και μέτρα που συνεπάγονται επιδείνωση αυτού, η νέα ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν.3325/2005 συνεπαγομένη επιβάρυνση των ανωτέρω οικισμών από την άποψη χρήσης των ακινήτων επιφέρει επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής επιταγής. Εξυπακούεται όμως ότι με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού μπορούν μετά την οριοθέτησή τους να επιτραπούν και μέσα στους οικισμούς τους υφιστάμενους προ της 16.8.1923 καθώς και σε απόσταση 500 μέτρων περιμετρικώς των ορίων αυτών χρήσεις χαμηλής όχλησης που είναι συμβατές με το χαρακτήρα του οικισμού. Κατά τη γνώμη όμως του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και του Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή στους ως άνω οικισμούς δεν μπορεί να επιτραπεί δια του χωροταξικού σχεδιασμού η ανέγερση οχλουσών εν γένει εγκαταστάσεων, ανεξάρτητα από το βαθμό οχλήσεως.
14. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3325/2005 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τους αιτούντες. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να ακυρωθούν η από 6.10.2005 θεώρηση από τη Διεύθυνση Βιομηχανίας της Ν.Α. Κορινθίας της Φ.14.2/1458/3.10.2005 ειδικής δήλωσης του παρεμβαίνοντος για απαλλαγή του από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας της επίδικης μονάδας και η 20759/23.12.2005 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αιτούντων κατά της ως άνω θεώρησης, να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό η ασκηθείσα παρέμβαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
ΣτΕ Ολ. 3920/2010
[Περιβαλλοντική αδειοδότηση τουριστικού οικισμού κατά παράβαση κατευθύνσεων του οικείου Περιφερειακού Πλαισίου Χ.Σ.Α.Α. και χωρίς σχεδιασμό σε επίπεδο χρήσεων γης]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής: Αικ. Χριστοφορίδου
Με την Σ.τ.Ε. 3920/2010 (Ολομ.) ακυρώθηκε Κ.Υ.Α. με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την ανάπτυξη εκτάσεως στην Κρήτη με χωροθέτηση τουριστικών συγκροτημάτων. Η πράξη ακυρώθηκε διότι αφενός δεν προηγήθηκε χωροταξικός σχεδιασμός δευτέρου επιπέδου αλλά έγινε απευθείας εφαρμογή διατάξεων και χρήση διαδικασιών του τρίτου σταδίου της ατομικής αδειοδοτήσεως και αφετέρου παραβιάστηκαν οι κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Χ.Σ.Α.Α. Κρήτης (α΄ επιπέδου σχεδιασμός) που προβλέπουν για την περιοχή ήπια τουριστική εκμετάλλευση.
Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (5.2.2007) είχε εν πάση περιπτώσει ήδη εγκριθεί το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Κρήτης (Β’ 1486/2003) και, συνεπώς, υπήρχε χωροταξικός σχεδιασμός της συγκεκριμένης Περιφέρειας, έχοντας προηγουμένως κρίνει ότι ο προηγούμενος χωροταξικός σχεδιασμός δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της πραγματοποίησης έργων οικονομικής ανάπτυξης, τα οποία συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στο περιβάλλον. Συγκεκριμένα, ούτε το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία (ν. 2742/1999 και ν. 1650/1986), ούτε και το κοινοτικό δίκαιο, τάσσουν ως αναγκαία προϋπόθεση, για την ανάπτυξη οποιασδήποτε σημαντικής παραγωγικής δραστηριότητας, είτε γενικώς είτε ειδικώς στον τομέα του τουρισμού, η ανάπτυξη του οποίου, ως ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία, συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, την προηγούμενη ένταξή της σε χωροταξικό σχέδιο, γενικό, περιφερειακό ή ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού κατά τους ορισμούς του ν. 2742/1999, χωρίς τούτο, δηλαδή η έλλειψη προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού, να συνιστά έλλειμμα ουσιαστικής προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, κατά την πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Σύνταγμα (άρθρα 24, 79 παρ. 8 και 106) δεν απαγορεύει την πραγματοποίηση σημαντικών έργων οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας, εάν αυτά δεν έχουν προβλεφθεί σε χωροταξικό σχέδιο. Όπως, συγκεκριμένα, κρίθηκε με τις αποφάσεις της Ολομέλειας 4576/1977, 4498/1998 και 3478/2000, κατά το Σύνταγμα, και ειδικότερα τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2, με τις οποίες άλλωστε δεν τάσσεται προθεσμία στο νομοθέτη για την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού της Χώρας, καθώς και των άρθρων του 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1, η πραγματοποίηση των πάσης φύσεως έργων οικονομικής ανάπτυξης, τα οποία συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στο περιβάλλον, όπως είναι η εκτέλεση έργων υποδομών, βιομηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι και οι τουριστικές, καθώς και η κατάρτιση και έγκριση των διαφόρων πολεοδομικών σχεδίων, ή άλλων σχεδίων χρήσεων γης, τα οποία, ως κατ’ εξοχήν ρυθμίσεις που επιτρέπουν παντός είδους σημαντικές επεμβάσεις στο χώρο, πρέπει να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού (βλ. άρθρο 9 του ν. 2742/1999), δεν προϋποθέτουν την προηγούμενη ένταξή τους σε χωροταξικό σχέδιο. Σε πλήρη αρμονία με την ανωτέρω νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 4576/1977 και 4498/1998), στην οποία προφανώς στηρίχθηκε ο κοινός νομοθέτης, ο ν. 2742/1999 ορίζει στο άρθρο 9 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο ότι, έως την έγκριση των ανωτέρω πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού, χωρίς δηλαδή χρονικό περιορισμό, αφού αντίστοιχη χρονική δέσμευση δεν επιβάλλεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος, η έγκριση των ρυθμιστικών σχεδίων, των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών και «ατομικών πράξεων», με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου, γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα. Η ανωτέρω πάγια νομολογία επιβεβαιώνεται με τις μεταγενέστερες αποφάσεις 1569/2005, 705 και 2489/2006 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίνεται ότι, σύμφωνα με τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, «Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια ..», γίνεται, όμως, δεκτό ότι έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εγκρίσεως των χωροταξικών σχεδίων είναι ανεκτός ο μερικός, χωρικός ή τομεακός σχεδιασμός και προγραμματισμός (όπως ο καθορισμός λατομικής περιοχής και ο καθορισμός ζώνης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, κατά το άρθρο 24 του ν. 1650/1986). Εξ άλλου, ούτε το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές (βλ. ιδίως άρθρα 2 και 174 πρώην 130Ρ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) και παράγωγο (Οδηγίες 85/337/ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ), τάσσουν γενικώς ως προϋπόθεση για την πραγματοποίηση έργων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τα έργα αυτά να είναι ήδη ενταγμένα σε χωροταξικό σχέδιο. Πάντως, όπως έκρινε περαιτέρω το Δικαστήριο, η επιβαλλόμενη, από το Σύνταγμα και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εξασφαλίζεται πλήρως, τόσο σε επίπεδο κανόνων εθνικού, όσο και σε επίπεδο κανόνων παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τις γενικές ρυθμίσεις του ν. 1650/1986, όπως ισχύει, των Οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ και των βάσει αυτών κανονιστικών διατάξεων, με τις οποίες, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια (ΣτΕ 3478/2000, Ολ. σκ. 9, κ.άλ.), διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και, γενικότερα, των ορισμών του Συντάγματος και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους οποίους καθιερώνεται, επίσης, η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές (κοινοτικές και εθνικές) εκτελέσθηκαν από το 1990 και εφεξής όλα τα μεγάλα έργα της Χώρας, χωρίς να έχει προηγηθεί χωροταξικός σχεδιασμός είτε εθνικός, είτε περιφερειακός, ο οποίος ολοκληρώθηκε, με τη διαμόρφωση των σχετικών πολιτικών επιλογών του νομοθέτη, το έτος 2008, με την έγκριση από τη Βουλή του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Εξ άλλου, δεν είναι βεβαίως νοητό να θεωρηθεί ότι η τήρηση των κανόνων του πρωτογενούς και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, που δεν επιβάλλουν γενικώς την προηγούμενη ένταξη σε χωροταξικό σχέδιο έργου, που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ως προϋπόθεση για την πραγματοποίησή του, δεν διασφαλίζει πλήρη και αποτελεσματική για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον προστασία. Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε, ερμηνεύοντας, σε συνδυασμό με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος και μεταξύ τους, τις οικείες διατάξεις του ν. 2742/1999 για τον χωροταξικό σχεδιασμό (άρθρα 2 παρ. 1 και 2, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 18 παρ. 5), του ν. 2508/1997 για τον πολεοδομικό σχεδιασμό (άρθρα 1 παρ. 3, 4 παρ. 3, 24 και 5), του ν. 3010/2002 για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρα 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 εδ. α΄ και δ΄, παρ. 6 εδ. β΄ και στ΄ και 6) και της Κ.Υ.Α. ΗΠ 15393/2332/5.8.2002, της Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006, με την οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 2001/42/ΕΚ (άρθρο 10 παρ. 4), όπως και των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 1650/1986, πριν την αντικατάστασή τους από το ν. 3010/2002 και πριν τη συμπλήρωσή τους με τις μη εφαρμοστέες, ως κριθείσες αντισυνταγματικές (Σ.τ.Ε. Ολ. 2489/2006), διατάξεις των άρθρων 18 του ν. 2732/1999 και 18 παρ. 4 του ν. 2742/1999 και του άρθρου 4 της προϊσχύσασας Κ.Υ.Α. 69269/5387/24.10.1990, ότι η πραγματοποίηση έργων ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι επιτρεπτή μόνον σε περιοχές, οι οποίες εκ των προτέρων και με βάση νόμιμα κριτήρια έχουν καθορισθεί ως περιοχές, προοριζόμενες για την ανάπτυξη των εν λόγω συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Τούτο ισχύει, ιδίως, προκειμένου περί σύνθετων και ειδικών έργων μεγάλης κλίμακας, τα οποία, λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων και του είδους και της εντάσεως της λειτουργίας τους, έχουν σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της αντίστοιχης περιοχής. Ο καθορισμός των ανωτέρω περιοχών πρέπει να γίνεται με την έγκριση των νομίμως προβλεπομένων, κατά περίπτωση, σχεδίων χωρικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως είναι, ιδίως, τα Γ.Π.Σ., τα Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., οι Ζ.Ο.Ε., οι ΠΕ.Ρ.ΠΟ., οι Π.Ο.Α.Π.Δ., οι Π.Ο.Τ.Α., οι Π.ΕΧ.Π. κ.λπ. Μετά δε την έγκριση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (Π.Π.Χ.Σ.Α.Α.), τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του ν. 2742/1999 (άρθρο 18 παρ. 5), έχουν εγκριθεί κατά την πρώτη εφαρμογή του, χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένου Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου, τα ανωτέρω σχέδια, με τα οποία προβλέπονται οι επιτρεπόμενες ανά περιοχή χρήσεις γης και οι λοιποί όροι, δια των οποίων καθίσταται κατάλληλη περιοχή για την υποδοχή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, πρέπει να εκπονούνται εντός του πλαισίου του οικείου Π.Π.Χ.Σ.Α.Α. και να είναι σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και προτάσεις αυτού, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, μέσω της βαθμιαίας εξειδίκευσης των ως άνω προβλεπομένων κριτηρίων στα διαδοχικά στάδια του χωροταξικού σχεδιασμού, η τήρηση των γενικών επιλογών του, αλλά και να επιτυγχάνεται η συνεκτική διαχείριση του χώρου με τη λειτουργική ολοκλήρωση των χωροταξικών πλαισίων, ώστε η ανάπτυξη που επιδιώκεται με την πραγμάτωση παραγωγικής δραστηριότητας να παραμένει στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η έκδοση διοικητικών πράξεων, με τις οποίες καθορίζεται θέση συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας κατά παράλειψη του προσήκοντος επιπέδου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, πριν δηλαδή εγκριθεί για την περιοχή το προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία οικείο σχέδιο χρήσεων γης. Τούτο δε ανεξαρτήτως των εφαρμοζομένων επί μέρους μεγεθών και χαρακτηριστικών του έργου, ως και του εύρους, της πληρότητας και της επιστημονικής επάρκειας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνοδεύουν τη σημειακή αυτή χωροθέτηση, διότι αυτές εκπονούνται και αφορούν στο τελικό επίπεδο εφαρμογής, δηλαδή πραγματώσεως του έργου και δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το τυχόν ελλείπον ενδιάμεσο και κρίσιμο, κατά τα ανωτέρω, στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού. Το Δικαστήριο δέχθηκε, περαιτέρω, ότι με την Τ/3522/9.7.1998 (Β΄ 822) κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η οποία εκδόθηκε δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 και με την οποία εγκρίθηκε η 500309/22.4.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ, με τίτλο «Γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης» ορίζονται, στην πραγματικότητα, οι προδιαγραφές των Π.Ο.Τ.Α., ως προς την χάραξη της τουριστικής πολιτικής, καθώς και (ομοφώνως) ότι, όπως συνάγεται από τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, καθώς και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Κρήτης, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες, κατά περίπτωση, διαγραμμίσεις και απεικονίσεις των οικείων χαρτών, η ευρύτερη περιοχή, στην οποία σχεδιάζεται ν’ αναπτυχθεί το επίδικο έργο (ανατολική ακτή, από Σητεία, βόρεια, έως Άμπελο, νότια), προτείνεται μεν ως περιοχή, στην οποία δύναται, κατ’ αρχήν, ν’ αναζητηθούν εκτάσεις, προσφερόμενες προς ήπια τουριστική ανάπτυξη, όπου αυτό κριθεί απόλυτα αναγκαίο, εν όψει όμως της διαπιστωμένης φέρουσας ικανότητας φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της ζώνης αυτής, η εν λόγω περιοχή δεν προτείνεται, πάντως, να αναπτυχθεί μέσω Π.Ο.Α.Δ.Π ή Π.Ε.Χ.Π ή σχεδίων αντίστοιχης προς τις Π.Ο.Α.Δ.Π στοχεύσεως. Τούτο δε διότι οι σχετικές κατευθύνσεις και ειδικότερες προτάσεις περιορίζονται στις βόρειες και νότιες ακτές της Κρήτης, που είναι ανεπτυγμένες τουριστικά και όπου για την ποιοτική αναβάθμιση ή την πρόβλεψη νέων τουριστικών εγκαταστάσεων προτείνεται, συγκεκριμένα, ως μέσο εφαρμογής τούτων, η ενεργοποίηση του άρθρου 29 ν. 2545/1997 (Π.Ο.Τ.Α). Αντίθετα, απουσιάζουν αντίστοιχες προτάσεις (δηλαδή έγκριση Π.Ο.Α.Δ.Π, Π.Ο.Τ.Α) για το ανατολικό τμήμα του νησιού και, ειδικότερα, για τη ζώνη όπου αναπτύσσεται το επίδικο έργο, όπως, άλλωστε, απουσιάζουν αντίστοιχες κατευθύνσεις και προτάσεις για το δυτικό τμήμα. Εν τέλει, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του επίμαχου έργου, την περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής χωροθετήσεώς του (εντός των ορίων Τόπου Κοινοτικής Σημασίας της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, του οποίου καταλαμβάνει το 19% της επιφανείας, Ζώνης Ειδικής Προστασίας της Οδηγίας 79/407/ΕΟΚ, της οποίας καταλαμβάνει το 52% της επιφανείας, σε απόσταση 1.500 μ. από το κηρυγμένο ως αισθητικό δάσος φοινικόδασος του Βάι, που αποτελεί το δεσπόζον προστατευτέο στοιχείο της περιοχής Natura), τις προβλέψεις της εκπονηθείσας για τον Τ.Κ.Σ. Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης και του Ειδικού Διαχειριστικού Σχεδίου, τις κατευθύνσεις και προτάσεις των σχεδίων (εγκεκριμένων: Π.Π.Χ.Σ.Α.Α. Κρήτης και μη: υπό εκπόνηση Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. του Δήμου Ιτάνου και υπό κατάρτιση Ειδικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό) που ελήφθησαν υπόψη από τη Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και τις διατάξεις περί εκτός σχεδίου δομήσεως (π.δ. από 20.1.1988 και από 30.6.1991, για τη δόμηση των εκτός ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός οικισμών γηπέδων και για την ανέγερση τουριστικών εγκαταστάσεων εκτός σχεδίων πόλεως και εκτός ορίων οικισμών, μεταξύ άλλων, της νήσου Κρήτης, αντιστοίχως) κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, έκρινε, κατά πλειοψηφία, κατ’ αποδοχή σχετικών λόγων ακυρώσεως, ότι η πράξη αυτή είναι ακυρωτέα ως μη νόμιμη, με τις εξής ειδικότερες σκέψεις: Τα επίμαχα έργα (εγκαταστάσεις και υποδομές) αποτελούν ένα σύνθετο έργο μεγάλης κλίμακας, το οποίο έχει το χαρακτήρα τουριστικού οικισμού με ιδία συνοχή και οργάνωση, που αποσκοπεί στην ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, καθιστώντας αυτήν ολοκληρωμένο τουριστικό προορισμό, με την πραγμάτωση μεγάλου επενδυτικού σχεδίου και με τα ειδικότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προβλέπονται από το θεσμό των Π.Ο.Τ.Α. και τις διατάξεις του τουριστικού νόμου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίνονται περιβαλλοντικοί όροι για το ως άνω περιγραφόμενο σύστημα έργων και δραστηριοτήτων που αποτελεί το τρίτο και τελικό στάδιο εξειδίκευσης του χωροταξικού σχεδιασμού και ανήκει, ως εκ τούτου, στο επίπεδο εφαρμογής αυτού, το οποίο οφείλει να ερείδεται σε χωροταξικό σχεδιασμό δευτέρου (κατωτέρου) επιπέδου, είτε γενικού (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. κ.λπ.) είτε, εάν αυτός ελλείπει, εξιδιασμένου (Π.Ο.Α.Π.Δ., Π.Ο.Τ.Α. κ.λπ.). Οι ως άνω δε μηχανισμοί εφαρμογής οφείλουν να κινούνται εντός των πλαισίων των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων, τα οποία αποτελούν τα μέσα χωροταξικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου να τηρούν δε τους όρους και περιορισμούς που περιλαμβάνονται στις κατευθύνσεις και προτάσεις αυτών, εξειδικεύοντας και εφαρμόζοντάς τους, μέσω προβλέψεως κυρίως συγκεκριμένων χρήσεων γης και συναφών όρων ρυθμίσεως του χώρου κατά περιοχή. Στην προκείμενη περίπτωση όμως το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Κρήτης περιέχει συγκεκριμένες ειδικές κατευθύνσεις και προτάσεις για την επίμαχη περιοχή, οι οποίες επιβάλλουν τη χωροταξική της μεταχείριση ως φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου, αλλά και ως παράκτιου χώρου, με προσεκτικό σχεδιασμό της μείζονος χωρικής ενότητας και κύρια κατεύθυνσή του την προστασία και ανάδειξη της κληρονομιάς, με εξαίρεση ήπιες τουριστικές χρήσεις, όπου αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Οι ειδικές αυτές κατευθύνσεις χρήζουν εξειδίκευσης από κατάλληλες χωροταξικές ρυθμίσεις του δευτέρου επιπέδου χωροταξικού σχεδιασμού, η θέσπιση των οποίων προϋποθέτει ειδική και τεκμηριωμένη έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υφίσταται σχετική ανάγκη και να προσδιορισθεί ο βέλτιστος τρόπος ικανοποιήσεώς της, με πρόβλεψη των ανεκτών, ενόψει των συνθηκών της περιοχής, χρήσεων γης, καθώς και των λοιπών αναγκαίων όρων και περιορισμών (έντασης χρήσεων, προστατευτικών μέτρων κ.λπ.), ώστε να πραγματωθούν οι κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου. Οι υποχρεωτικές αυτές ρυθμίσεις του κατώτερου χωροταξικού σχεδιασμού, ως εκ της φύσεώς τους και του ειδικού προστατευτικού σκοπού, τον οποίον οφείλουν να υπηρετούν, θέτουν εκποδών την εφαρμογή, στην επίμαχη περιοχή, των γενικών και παγίων διατάξεων περί εκτός σχεδίου δόμησης, η οποία, ούτως ή άλλως, αφορά μεμονωμένη δόμηση κύριων μόνον ξενοδοχειακών καταλυμάτων (άρθρο 173 Κ.Β.Π.Ν.), όχι δε συνδυασμένες χρήσεις, οι οποίες απαιτούν χωροταξικό σχεδιασμό σε διαδοχικά επίπεδα εφαρμογής. Όμως οι αναγκαίες αυτές ρυθμίσεις, οι οποίες οφείλουν να εξειδικεύουν τα ληπτέα μέτρα προστασίας και ανάδειξης του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της περιοχής και τις προδιαγραφές της επιτρεπόμενης τουριστικής ανάπτυξης, αποτελώντας, έτσι, το αναγκαίο νόμιμο έρεισμα για την έκδοση ατομικών πράξεων περιβαλλοντικής ή άλλης αδειοδοτήσεως, δεν έχουν θεσπισθεί εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση δε οι ρυθμίσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτρέπουν την ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της περιοχής τύπου Π.Ο.Τ.Α. Τούτο δε διότι, η τελευταία αποτελεί σύνθετο έργο που δημιουργείται εξαρχής, ώστε να συνιστά πλήρες και αυτόνομο τουριστικό συγκρότημα και συνεπάγεται εκτεταμένες επεμβάσεις σε εκτός σχεδίου εκτενείς, ενιαίες και αξιόλογες περιβαλλοντικά περιοχές, πραγματοποιούμενο με το συνδυασμό χρήσεων γης Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, αντίστοιχων με τις επιμέρους εγκαταστάσεις και υποδομές που το συναποτελούν (ξενοδοχεία, παραθεριστικές κατοικίες, δυνάμενες, περαιτέρω, να πωλούνται ή να εκμισθώνονται μακροχρονίως, συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκόλφ, εμπορικά κέντρα και καταστήματα, εμπορικά εκθεσιακά κέντρα, κέντρα εστίασης και αναψυχής κ.λπ.). Τέτοιας μορφής τουριστική ανάπτυξη όμως, ούτε ήπια είναι, ούτε περιλαμβάνεται στις κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης, το οποίο, προτείνοντας Π.Ο.Τ.Α. για την ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών παράκτιων περιοχών της βόρειας και νότιας ακτής του νησιού, αποκλείει τη μορφή αυτή εντατικής τουριστικής εκμετάλλευσης της ανατολικής παράκτιας και ευαίσθητης περιβαλλοντικά ενότητας, όπου χωροθετείται το επίμαχο έργο. Τούτο δε διότι η εν λόγω μορφή τουριστικής ανάπτυξης συνεπάγεται οικιστική ενεργοποίηση άθικτων εκτός σχεδίου εκτάσεων, οι οποίες, ανεξαρτήτως του ποσοστού δομήσεως και εκμεταλλεύσεώς τους έναντι της συνολικής ευρύτερης περιοχής και εκτός των υποδομών που πρέπει να αποκτήσουν το πρώτον προς το σκοπό αυτόν, καθίστανται, επί μονίμου βάσεως, υποδοχείς μεγάλου αριθμού ανθρώπων που θα διαμένουν, διακινούνται, εργάζονται και χρησιμοποιούν αυτές. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία αποφασίζεται και επιτρέπεται, καθ’ υποκατάσταση του δευτέρου επιπέδου χωροταξικού σχεδιασμού και κατά παράβαση, πάντως, των κατευθύνσεων και προτάσεων του Π.Π.Σ.Χ.Α.Α. (α΄ επιπέδου), η πραγματοποίηση του επίμαχου έργου με απευθείας εφαρμογή των διατάξεων και χρήση των διαδικασιών της περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεώς του, που εντάσσονται στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της ατομικής αδειοδοτήσεως, στη φάση της πραγματώσεώς του, είναι μη νόμιμη. Η διττή αυτή πλημμέλεια δεν δύναται να θεραπευθεί, προσδίδοντας νόμιμο έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, με τη συνεκτίμηση των κατευθύνσεων του, υπό εκπόνηση, Ειδικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, στην οποία προέβη η Διοίκηση, με την έννοια ότι οι κατευθύνσεις αυτές δύνανται να τροποποιούν, ερμηνεύουν ή συμπληρώνουν τις αντίθετες κατευθύνσεις και προτάσεις του εγκεκριμένου Περιφερειακού Πλαισίου. Διότι, πέραν του γεγονότος ότι το Ειδικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό δεν ήταν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εγκεκριμένο, πάντως, οι επιλογές και κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου τούτου λαμβάνονται κατά νόμο υπόψη και εφαρμόζονται (προκειμένου να εναρμονισθούν προς αυτές τα κατωτέρου επιπέδου σχέδια χωρικού σχεδιασμού) μόνον όταν ελλείπουν τα Περιφερειακά Πλαίσια, όχι δε αντιστρόφως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 2742/1999). Εξ άλλου, οι θετικές, σχετικά με το επίμαχο έργο, προβλέψεις του υπό εκπόνηση Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. του Δήμου Ιτάνου δεν μπορούν να παράσχουν νόμιμο έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, προεχόντως διότι το σχέδιο αυτό δεν έχει εγκριθεί, ώστε να αποκτήσει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, ευρισκόμενο δε στο στάδιο της μελέτης, αποτελεί σύνολο συμπερασμάτων και προτάσεων, που είναι άδηλο αν και υπό ποιό τελικώς κανονιστικό περιεχόμενο θα εγκριθούν. Τέλος, οι πλημμέλειες που καθιστούν την προσβαλλομένη πράξη μη νόμιμη, αναγόμενες σε έλλειψη προαπαιτούμενων νομίμων προϋποθέσεων, που έπρεπε να συντρέχουν για την έκδοσή της, δεν είναι θεραπεύσιμες μέσω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που προσδίδουν στο έργο οι περιβαλλοντικές μελέτες, στις οποίες βασίσθηκε η εν λόγω ατομική αδειοδότησή του στο τελευταίο στάδιο εφαρμογής (ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής, με πραγματοποίηση ήπιων μεγεθών σε συνδυασμό με θετικές επιπτώσεις στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και την εθνική οικονομία, μέτρα διαχείρισης της περιοχής ελέγχου του φορέως κ.λπ.). Τούτο δε διότι, οι μελέτες αυτές αφορούν στο τελευταίο επίπεδο πραγματώσεως του έργου και, συνεπώς, δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το ελλείπον και κρίσιμο στάδιο του κατώτερου χωρικού σχεδιασμού, δια του οποίου και μόνο εξειδικεύονται επιτρεπτώς, από πλευράς επιτρεπομένων χρήσεων γης και λοιπών συναφών παραμέτρων, οι κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου για τη συγκεκριμένη περιοχή. Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους ισχυρισμούς των παρεμβαινόντων, σύμφωνα με τους οποίους το επίμαχο έργο πραγματούται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου (σε συνδυασμό και με τα λοιπά υπό εκπόνηση σχέδια), που προβλέπει τη τουριστική χρήση (γενικώς) για τη περιοχή, πραγματώνοντας, περαιτέρω, τις επιλογές του για ήπια τουριστική ανάπτυξη, όπου είναι αναγκαίο, μέσω των περιβαλλοντικών και λοιπών επιστημονικών μελετών που εκπονήθηκαν και του σχεδιασμού του έργου, που προβλέπει ήπια μεγέθη, εντοπισμένη μικρής κλίμακας δόμηση και άλλους όρους και περιορισμούς δόμησης που είναι ηπιότεροι απ’ αυτούς που επιτρέπονται από τις εφαρμοστέες, κατά την αντίληψη των παρεμβαινόντων, διατάξεις της εκτός σχεδίου δόμησης.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την από 17.5.2007 πράξη του Προέδρου, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ζητείται η ακύρωση της 163381/564/5.2.2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Τουριστικής Ανάπτυξης, Πολιτισμού και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι «για την ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της έκτασης του ιδρύματος «Παναγία η Ακρωτηριανή» στην περιοχή Κάβο Σίδερο, Ν. Λασιθίου Κρήτης, με φορέα υλοποίησης του έργου (φορέας αντισυμβαλλόμενος του ιδρύματος και παραχωρησιούχος χρήσης γης για την τουριστική ανάπτυξη και εκμετάλλευση) την εταιρεία «L». Ειδικότερα, το επίμαχο έργο αναπτύσσεται στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης σε έκταση επιφάνειας περίπου 25.000.000 τ.μ., που είναι εντεταγμένη στο κοινοτικό δίκτυο «NATURA 2000», εντός της οποίας χωροθετούνται 6 τουριστικά συγκροτήματα χωριά, μεγίστης συνολικής δυναμικότητας 7.000 κλινών. Η ευρύτερη έκταση επιφανείας 30.000 στρεμμάτων, εξαιρουμένης εκτάσεως 250 στρεμμάτων που καταλαμβάνει το Φοινικόδασος «Βάι», αναγνωρίσθηκε ότι ανήκει κατά κυριότητα στην Ιερά Μονή Τοπλού Σητείας, με την 330/1999 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Κρήτης, μετά από αναπομπή της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο με την 1550/1998 απόφασή του, επί της από 12.2.1985 αγωγής της Ιεράς Μονής κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Ενόσω ήταν εκκρεμής η παραπάνω διαφορά σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής, η Ιερά Μονή Τοπλού, με το υπ’ αριθμ. 8689/7.12.1991 δωρητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Σητείας Βικτωρίας συζ. Γεωργίου Κουνελάκη – Κουτσοδόντη, δώρισε στο υπό σύσταση «Ίδρυμα Παναγία η Ακρωτηριανή», μέρος της παραπάνω εκτάσεως επιφανείας 25.913 στρεμμάτων για την εκπλήρωση των σκοπών του. Ακολούθως, με το από 27.5.1992 π.δ. (Β΄ 395/9.6.1992) εγκρίθηκε η σύσταση του κοινωφελούς Εκκλησιαστικού Ιδρύματος με την επωνυμία «Ίδρυμα Παναγία Ακρωτηριανή» από τον Μητροπολίτη Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, με την υπ’ αριθμ. 8688/7.12.1991 πράξη της αυτής Συμβολαιογράφου και κυρώθηκε ο οργανισμός διοίκησης και διαχείρισης του Ιδρύματος τούτου. Το Ίδρυμα αυτό είναι ν.π.ι.δ., τελεί υπό την εποπτεία των Υπουργών Οικονομικών, Γεωργίας, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Πολιτισμού και έχει εκκλησιαστικούς, φιλεκπαιδευτικούς, λαογραφικούς, φιλανθρωπικούς και άλλους συναφείς σκοπούς. Για την εκπλήρωση των σκοπών του, το Ίδρυμα προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την ανάληψη του έργου της αξιοποίησης της ως άνω δωρηθείσας εκτάσεως. Τελικώς, επελέγη ως ανάδοχος η εταιρεία «Loyalward Ltd», η οποία πρότεινε την τουριστική ανάπτυξη και εκμετάλλευση της εκτάσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην τεχνικοοικονομική της προσφορά. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 108208/2742/Β0011/8.7.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών εγκρίθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 2 του α.ν. 2039/1939 και του β.δ. της 30.11/4.12.1939, η εφαρμογή των οποίων συνιστά άσκηση εποπτείας της διοικήσεως για την κατάρτιση ιδιωτικής συμβάσεως μισθώσεως προς προστασία της περιουσίας των κοινωφελών ιδρυμάτων, η αξιοποίηση της εκτάσεως με την ανέγερση τουριστικών και λοιπών εγκαταστάσεων από την ανάδοχο εταιρεία και την, εν συνεχεία, μακροχρόνια εκμίσθωση του ακινήτου τούτου σ’ αυτήν. Κατόπιν τούτου, συνήφθη η από 14.7.1998 σύμβαση παραχώρησης της χρήσης της εκτάσεως μεταξύ του Ιδρύματος και της αναδόχου εταιρείας, διαρκείας 40 ετών, με δικαίωμα της εταιρείας να παρατείνει τη σύμβαση για άλλα 40 έτη. Ακολούθως, το έτος 2000 κινήθηκε η διαδικασία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου και, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1803/28.5.2002 Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης της Δ/νσης Χωροταξίας του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων.
3. Επειδή, οι αιτούντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου 44, 60, 109, 110, 130 και 270 παρέστησαν ούτε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκαν οι ίδιοι για να εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου, ούτε τέλος προσεκομίσθη δια της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι τη συζήτηση συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως δικηγόρο. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως προς τους αιτούντες αυτούς, ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
4. Επειδή, εξάλλου, οι αιτούντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου 1 έως και 43, 45 έως και 59, 61 έως και 108, 111 έως και 129, 131 έως και 136, 138 έως και 159, 161 έως και 223, 225 έως και 251, 253 έως και 266, 269 και 275 ασκούν την αίτηση αυτή με έννομο συμφέρον, υπό την ιδιότητά τους ως μονίμων κατοίκων Κρήτης, η οποία αποδεικνύεται από τα στοιχεία που προσεκόμισαν, ισχυριζόμενοι άπαντες ότι το επίμαχο έργο παραβιάζει τις ρυθμίσεις του εγκεκριμένου Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της νήσου Κρήτης και βλάπτει την προστατευόμενη περιοχή του δικτύου NATURA 2000, υποβαθμίζοντας, έτσι, το φυσικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής όχι μόνο του Νομού Λασιθίου, στα διοικητικά όρια του οποίου χωροθετείται το έργο, αλλά και ολόκληρης της νήσου Κρήτης. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Δ. Πετρούλια, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Γ. Τσιμέκα και Β. Καλαντζή, η κρινόμενη αίτηση δεν ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου 213 έως και 222, υπό την ιδιότητά τους ως κατοίκων του Δήμου Αγίου Νικολάου, 223, υπό την ιδιότητά της ως κατοίκου του Δήμου Νεαπόλεως, 225 έως και 249, υπό την ιδιότητά τους ως κατοίκων του Δήμου Ιεράπετρας, 253 έως και 266, υπό την ιδιότητά τους ως κατοίκων Ηρακλείου και 269, υπό την ιδιότητά της ως κατοίκου Χανίων, καθόσον ούτε από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε από τα στοιχεία που προσκομίζουν, προκύπτει επέκταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου (το οποίο εντοπίζεται στο απώτατο βορειοανατολικό άκρο της Νήσου Κρήτης) έξω από τα διοικητικά όρια των Δήμων που αποτελούν ενιαία αναπτυξιακή και οικιστική ενότητα του Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης, δηλαδή του Δήμου Ιτάνου και των όμορων δήμων Σητείας, Λεύκης και Μακρύγιαλου (του Νομού Λασιθίου), κάτοικοι των οποίων είναι οι λοιποί έχοντες έννομο συμφέρον αιτούντες. Δεν θα μπορούσε, άλλως τε, να θεωρηθεί ως ενιαία οικιστική ενότητα ολόκληρη η νήσος Κρήτη, ώστε να αναγνωρισθεί ίδιον έννομο συμφέρον στους κατοίκους όλων των Νομών της (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2274/2000). Περαιτέρω, οι αιτούντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου 160, 271 έως και 274, 276 έως και 288 ασκούν και αυτοί με έννομο συμφέρον την αίτηση, υπό την αποδεικνυόμενη ιδιότητά τους ως μονίμων κατοίκων άλλων περιοχών της Ελλάδας (Πάτρας, Σαντορίνης, Αθηνών και εν γένει Αττικής και Θεσσαλονίκης), εν όψει των ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του επίμαχου έργου, οι επιπτώσεις του οποίου εξέρχονται των ορίων της Νήσου Κρήτης, για την περιφέρεια της οποίας ισχύει το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης νήσου Κρήτης, εξικνούμενες στο ευρύτερο επίπεδο του συνόλου του εθνικού χώρου. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και των Συμβούλων Ε. Γαλανού, Δ. Πετρούλια, Δ. Μαρινάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Γ. Τσιμέκα, Φ. Ντζίμα και Β. Καλαντζή, στην οποία προσχώρησε και η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, οι ανωτέρω αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι περιοχών της Ελλάδος εκτός της Νήσου Κρήτης, δεν προβάλλουν προς δικαιολόγηση του εννόμου συμφέροντός των τις επιπτώσεις του εν λόγω έργου στις περιοχές όπου κατοικούν, αλλά την ύπαρξη ιδιοκτησιών (οικοπέδων, οικιών, καταστημάτων) στην περιφέρεια του Δήμου Ιτάνου, δεν προσκομίζουν, όμως, στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού. Εξάλλου, ούτε τα στοιχεία του φακέλου, ούτε από στοιχεία που προσκομίζουν οι ανωτέρω αιτούντες προκύπτει επέκταση των επιπτώσεων του έργου πέραν της Νήσου Κρήτης και, μάλιστα, στο σύνολο της Ελληνικής επικρατείας, ώστε να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω αιτούντες θεμελιώνουν άμεσο και ίδιον έννομο συμφέρον ως κάτοικοι απομακρυσμένων, εν σχέσει προς το έργο, περιοχών της Χώρας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2274/2000 Ολομ, 2239-2240/1999 Ολομ. κ.ά.). Με την αναγνώριση, άλλωστε, εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης πράξεως σε οποιονδήποτε κάτοικο της ελληνικής επικρατείας, η κρινόμενη αίτηση μεταπίπτει, κατά παράβαση του Συντάγματος και του νόμου (άρθρου 47 παρ. 1 π.δ. 18/1989), σε λαϊκή αγωγή (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1051/1959 Ολομ. κ.ά.). Τέλος, με έννομο συμφέρον ασκούν την αίτηση η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οικολογική Ομάδα Σητείας» (με α/α 137) και τα σωματεία «Οικολογική Ομάδα Ιεράπετρας (με α/α 224), «Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου» (με α/α 252), «Περιβαλλοντικός Σύλλογος Ρεθύμνου» (με α/α 267) και «Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων» (με α/α 268), που έχουν ως καταστατικούς σκοπούς τους την προστασία του περιβάλλοντος στη Κρήτη, καθώς και η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Άμεση Επέμβαση για την Προστασία της Άγριας Φύσης», που έχει ως καταστατικό σκοπό την προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας και κάθε οικοσυστήματος στην Ελλάδα, ισχυριζόμενοι ότι το επίμαχο έργο συνεπάγεται καταστροφή σημαντικών οικοσυστημάτων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
5. Επειδή αντιθέτως, οι αιτούντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου 289, 290, 291, 292 και 293, που ασκούν την αίτηση ως ευρωπαίοι πολίτες – κάτοικοι εξωτερικού (Ζυρίχης Ελβετίας, Γαλλίας και Γερμανίας), δεν έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, διότι δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, στο πρόσωπό τους, ως ευρωπαίων πολιτών, οι προϋποθέσεις εκείνες οικολογικής γειτνιάσεως που θα τους συνέδεαν άμεσα με το έργο και τις επιπτώσεις του, ώστε να μπορούν να θεμελιώσουν ιδία βλάβη, συνισταμένη στην υποβάθμιση της περιοχής που είναι ενταγμένη στο κοινοτικό δίκτυο «NATURA 2000», έστω κι αν αυτό αποτελεί, ως σύνολο, τμήμα της φυσικής κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Συνεπώς, η αίτηση ασκείται απαραδέκτως, ως προς τους αιτούντες αυτούς. Κατά την άποψη όμως των Συμβούλων Ε. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζου, Ε. Σάρπ, Χ. Ράμμου, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρή, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Σ. Μαρκάτη, Δ. Γρατσία, Α. Ντέμσια, Μ. Σταματελάτου – Μπεριάτου, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους ως άνω αιτούντες, υπό την ιδιότητα τους ως ευρωπαίων πολιτών. Τούτο δε διότι, οι ιδιαίτερα δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα επέλθουν εν πρώτοις στο εθνικό τμήμα του δικτύου NATURA 2000 από την πραγμάτωση της μεγάλων διαστάσεων, επίμαχης τουριστικής επένδυσης, θα έχουν, κατά τους ισχυρισμούς των, άμεσο αντίκτυπο στο ενιαίο σύνολο του ευρωπαϊκού δικτύου τούτου, με κίνδυνο διασπάσεως και ανατροπής του προορισμού του, ως φυσικής κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
6. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως η εταιρεία «L», ως φορέας υλοποίησης του έργου. Επίσης, με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν, με κοινό δικόγραφο, α) το Ίδρυμα «Παναγία η Ακρωτηριανή», το οποίο, ως ιδιοκτήτης της εκτάσεως, έχει παραχωρήσει την χρήση της στην παραπάνω εταιρεία για την πραγμάτωση του έργου, β) η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, ως ιδρυτής του παραπάνω Ιδρύματος, στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου συμμετέχει ως Πρόεδρος ο Μητροπολίτης αυτής (άρθρο 4 παρ. 1 του από 27.5.1992 π.δ/τος σύστασης του Ιδρύματος) και γ) η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας της Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου Θεολόγου (Μονή Τοπλού), ως δωρητής της εκτάσεως στο παραπάνω Ίδρυμα, το οποίο έχει ως έδρα του την Μονή (άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος σύστασης του Ιδρύματος) και στο διοικητικό του συμβούλιο συμμετέχει ο εκάστοτε ηγούμενος της Μονής.
7. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως παρεμβαίνουν επίσης: α) ο όμορος Δήμος Σητείας, ο οποίος περιλαμβάνεται στους Δήμους που αποτελούν ενιαία αναπτυξιακή και οικιστική ενότητα, στην οποία χωροθετείται και το επίμαχο έργο, σύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Κρήτης, β) με κοινό δικόγραφο, η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) Ν. Λασιθίου, μέλος της οποίας είναι ο Δήμος Ιτάνου, στα διοικητικά όρια του οποίου χωροθετείται το έργο και η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Σητείας Ν. Λασιθίου, η οποία έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή κάθε είδους βοήθειας στα μέλη της για τη διευκόλυνση και βελτίωση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τη φροντίδα για τη διακίνηση, διαφήμιση και εμπορία των προϊόντων των μελών της, γ) με κοινό δικόγραφο: 1. Ο «Αγροτικός Συνεταιρισμός Παλαικάστρου», ο οποίος έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη των μελών του δια της αναπτύξεως δραστηριοτήτων σε όλο το φάσμα παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, 2. Ο «Οργανισμός Ανάπτυξης Σητείας Α.Ε.», ο οποίος έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της Επαρχίας της Σητείας και των περιοχών εκτός αυτής, την προώθηση της τοπικής ανάπτυξης και τη στήριξη των τοπικών παραγωγικών πρωτοβουλιών, 3. Ο «Εμπορικός Σύλλογος Σητείας», ο οποίος έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την προαγωγή και ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την κοινωνική και επαγγελματική εξύψωση της τάξης των εμπόρων, 4. Το σωματείο «Ένωση Ξενοδοχείων Επαρχίας Σητείας», που έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την προαγωγή των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων των μελών της, 5. Το σωματείο «Αθλητικός Όμιλος “η Ίτανος”», καταστατικός σκοπός του οποίου είναι η ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων και δεξιοτήτων των μελών του, 6. Το σωματείο «Πολιτιστικός Σύλλογος Ρούσσας Εκκλησιάς “ο ΑΞΕΛΟΣ”» που έχει ως καταστατικό σκοπό του την πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής με την οργάνωση καλλιτεχνικών και πνευματικών εκδηλώσεων, 7. Το σωματείο «Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος “η Ίτανος”» που έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μελέτη των προβλημάτων της κοινωνίας του Παλαίκαστρου, την προώθηση των γενικότερων συμφερόντων του τόπου, τη βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου των μελών του, τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ως και 8. Το Σωματείο «Συνταξιούχων Τ.Ε.Β.Ε., Ταμείου Εμπόρων και Τ.Σ.Α.», το οποίο έχει ως καταστατικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων, την προαγωγή των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την πολιτιστική καλλιέργεια και ψυχαγωγία αυτών και των οικογενειών τους. Ο Δήμος Σητείας, ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως, και οι παραπάνω τοπικοί φορείς, ενόψει των καταστατικών σκοπών εκάστου, παρεμβαίνουν στη δίκη έχοντες άπαντες έννομο συμφέρον προς τούτο, ισχυριζόμενοι ότι η πραγμάτωση του επίμαχου τουριστικού έργου θα έχει θετικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές επιπτώσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής των δημοτών και μελών τους.
8. Επειδή, με τις διατάξεις του Συντάγματος, ιδίως με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη του αγαθού αυτού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευόμενων αντίστοιχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 24, καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός ανατίθεται στην Πολιτεία, που οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως). Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια. Τα σχέδια αυτά θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές. Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης αναπτύξεως ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, των οποίων η ανάπτυξη, οικιστική, τουριστική και, γενικώς, οικονομική, πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και να μην παραβιάζει την φέρουσα ικανότητά τους (ΣτΕ 2489/2006 Ολ., 3478/2000 Ολ.). Σύμφωνα με την νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το Σύνταγμα, και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2, με τις οποίες άλλωστε δεν τάσσεται προθεσμία στο νομοθέτη για την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού της Χώρας, καθώς και των άρθρων του 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1, η πραγματοποίηση των πάσης φύσεως έργων οικονομικής ανάπτυξης, τα οποία συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στο περιβάλλον, όπως είναι η εκτέλεση έργων υποδομών, (αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων, γεφυρών, λιμένων, φραγμάτων κλπ), βιομηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι και οι τουριστικές, καθώς και η κατάρτιση και έγκριση των διαφόρων πολεοδομικών σχεδίων, ή άλλων σχεδίων χρήσεων γης, τα οποία, ως κατ’ εξοχήν ρυθμίσεις που επιτρέπουν παντός είδους σημαντικές επεμβάσεις στο χώρο, πρέπει να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού (βλ. άρθρο 9 του Ν. 2742/1999), δεν προϋποθέτουν την προηγούμενη ένταξή τους σε χωροταξικό σχέδιο. Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση 4576/1977, έκρινε, για πρώτη φορά, ότι ούτε το άρθρο 24 παρ. 1, 2 και 6 του Συντάγματος, ούτε άλλη συνταγματική διάταξη επιβάλλουν απαγόρευση της, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ίδρυσης και λειτουργίας μεγάλων βιομηχανικών μονάδων ή εκτέλεσης άλλων τεχνικών έργων πριν από τη σύνταξη γενικώτερης χωροταξικής μελέτης της όλης μείζονος περιοχής, με τη σκέψη ότι η «αντίθετος άποψις θα επέφερε, μέχρι της συντάξεως τοιαύτης μελέτης, οικονομικήν στασιμότητα της Χώρας, όπερ προδήλως δεν έγκειται εις τας προθέσεις του συνταγματικού νομοθέτου». (έκτη σκέψη) Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε το έτος 1998, με την απόφαση 4498/1998 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, (που αφορά το έργο της κατασκευής τριών φραγμάτων στον ποταμό Νέστο με τους αντίστοιχους ταμιευτήρες και σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας), με την οποία κρίθηκε επίσης ότι δεν «απορρέει ευθέως από το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, με το οποίο επιτάσσεται η χωροταξική οργάνωση της Χώρας, ή από τον […] ν. 360/1976 απαγόρευση να πραγματοποιηθούν τα επίμαχα έργα αν δεν είναι ενταγμένα σε χωροταξικό σχέδιο». (σκέψη 10). Και η νομολογία παγιώθηκε το έτος 2000 με την απόφαση 3478/2000 της Ολομέλειας (σκέψη 12), για το ιδιαιτέρως σημαντικό για την εθνική οικονομία και το περιβάλλον έργο του Αχελώου, που επανέλαβε την ανωτέρω κρίση της, η οποία είχε διατυπωθεί στην απόφαση 4498/1998, ότι δηλαδή, από τα άρθρα 24, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν επιβάλλεται η απαγόρευση πραγματοποίησης έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, αν δεν είναι προηγουμένως ενταγμένα σε χωροταξικό σχέδιο. Εξ άλλου, στον κοινό νομοθέτη απόκειται, κατά το Σύνταγμα, να καθορίσει τα όργανα, τις διαδικασίες και τα μέσα άσκησης του χωροταξικού σχεδιασμού. Σύμφωνα δε με τον ισχύοντα Ν. 2742/1999, τα χωροταξικά σχέδια είναι το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, το οποίο καλύπτει όλο τον εθνικό χώρο, τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης και τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για κάθε Περιφέρεια της Χώρας. Σε πλήρη αρμονία με την ανωτέρω νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 4576/1977 και 4498/1998), στην οποία προφανώς στηρίχθηκε ο κοινός νομοθέτης, ο Ν. 2742/1999 ορίζει στο άρθρο του 9 παρ. 1, εδάφιο δεύτερο, ότι, έως την έγκριση των ανωτέρω πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού, χωρίς δηλαδή χρονικό περιορισμό, αφού αντίστοιχη χρονική δέσμευση δεν επιβάλλεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος, η έγκριση των ρυθμιστικών σχεδίων, των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών και «ατομικών πράξεων», με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου, γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα. Αλλά και με τις μεταγενέστερες αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, (ΣτΕ 1569/2005, 705 και 2489/2006), όχι μόνον δεν ανατρέπεται, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνεται η ανωτέρω πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές η Ολομέλεια, αφού κρίνει ότι, κατά τα άρθρα 24, 79 παρ. 8 και 106 του Συντάγματος, «Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια…», στη συνέχεια δέχεται ότι έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εγκρίσεως των χωροταξικών σχεδίων, είναι, ανεκτός ο μερικός, χωρικός ή τομεακός σχεδιασμός και προγραμματισμός. Ως συμβατός δε με το Σύνταγμα σχεδιασμός, έως την έγκριση των προβλεπόμενων πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού, θεωρήθηκε ο καθορισμός λατομικής περιοχής και ο καθορισμός ζώνης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, κατά το άρθρο 24 του Ν. 1650/1986. Ο καθορισμός όμως τόσο των λατομικών περιοχών, όσο και των ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (όπως και τα ρυθμιστικά σχέδια, γενικά τα πολεοδομικά σχέδια και τα λοιπά σχέδια χρήσεων γης) δεν αποτελούν βεβαίως «χωροταξικό σχεδιασμό», δοθέντος ότι τα μέσα χωροταξικού σχεδιασμού είναι τα προβλεπόμενα από τον κοινό νομοθέτη στα άρθρα 6, 7 και 8 του Ν. 2742/1999, δηλαδή το Γενικό Πλαίσιο, τα Ειδικά Πλαίσια και τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Συνεπώς, κατά την πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, το Σύνταγμα (άρθρα 24, 79 παρ. 8 και 106) δεν απαγορεύει την πραγματοποίηση σημαντικών έργων οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας, εάν αυτά δεν έχουν προβλεφθεί σε χωροταξικό σχέδιο. Εξ άλλου, ούτε το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την οποία ένας από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Κοινότητας αποτελεί η αρμονική, ισόρροπη και αειφόρος ανάπτυξη (άρθρο 2), καθώς και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος (άρθρο 174 πρώην 130Ρ), όσο και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο (Οδηγίες 85/337/ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ), τάσσουν γενικώς ως προϋπόθεση για την πραγματοποίηση έργων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τα έργα αυτά να είναι ήδη ενταγμένα σε χωροταξικό σχέδιο. Ανεξαρτήτως πάντως αυτών, η επιβαλλόμενη, από το Σύνταγμα και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εξασφαλίζεται πλήρως, τόσο σε επίπεδο κανόνων εθνικού, όσο και σε επίπεδο κανόνων παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τις γενικές ρυθμίσεις του Ν. 1650/1986, όπως ισχύει, των Οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ και των βάσει αυτών κανονιστικών διατάξεων, με τις οποίες, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια, (ΣτΕ 3478/2000, Ολ. σκ. 9, κ.άλ.), διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και, γενικότερα, των ορισμών του Συντάγματος και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους οποίους καθιερώνεται, επίσης, η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές (κοινοτικές και εθνικές) εκτελέσθηκαν από το 1990 και εφεξής όλα τα μεγάλα έργα της Χώρας, χωρίς να έχει προηγηθεί χωροταξικός σχεδιασμός είτε εθνικός, είτε περιφερειακός, ο οποίος ολοκληρώθηκε, με τη διαμόρφωση των σχετικών πολιτικών επιλογών του νομοθέτη, το έτος 2008, με την έγκριση από τη Βουλή του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Συνεπώς, ούτε το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία (Ν. 2742/1999 και Ν. 1650/1986) (ΦΕΚ Α΄ 128/3.7.2008), ούτε και το κοινοτικό δίκαιο, τάσσουν ως αναγκαία προϋπόθεση, για την ανάπτυξη οποιασδήποτε σημαντικής παραγωγικής δραστηριότητας, είτε γενικώς είτε ειδικώς στον τομέα του τουρισμού, η ανάπτυξη του οποίου, ως ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία, συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, την προηγούμενη ένταξή της σε χωροταξικό σχέδιο, γενικό, περιφερειακό ή ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού κατά τους ορισμούς του Ν. 2742/1999, χωρίς τούτο, δηλαδή η έλλειψη προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού, να συνιστά έλλειμμα ουσιαστικής προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Διότι δεν είναι βεβαίως νοητό να θεωρηθεί ότι η τήρηση των κανόνων του πρωτογενούς και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, που δεν επιβάλλουν γενικώς την προηγούμενη ένταξη σε χωροταξικό σχέδιο έργου, που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ως προϋπόθεση για την πραγματοποίησή του, δεν διασφαλίζει πλήρη και αποτελεσματική για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον προστασία. Εν πάση δε περιπτώσει, εν προκειμένω, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (5.2.2007), είχε ήδη εγκριθεί το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Κρήτης (ΦΕΚ Β΄ 1486/2003) και, συνεπώς, υπήρχε χωροταξικός σχεδιασμός της συγκεκριμένης Περιφέρειας.
9. Επειδή, σε εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό εκδόθηκε αρχικώς ο Ν. 360/1976 (Α΄ 151) και στην συνέχεια ο Ν. 2742/1999 (Α΄ 207), με το άρθρο 18 (παρ.1) του οποίου καταργήθηκε ο ανωτέρω νόμος. Με το νέο αυτό Ν. 2742/1999, ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί να συμβάλει «α. Στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στη διατήρηση των οικολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων και στην προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. β. Στην ενίσχυση της διαρκούς και ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και της ανταγωνιστικής παρουσίας της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό της περίγυρο. γ. Στη στήριξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στο σύνολο του εθνικού χώρου …» (άρθρο 2 παρ.1). Για την εκπλήρωση των στόχων αυτών, κατά την κατάρτιση των χωροταξικών πλαισίων και λοιπών σχεδίων πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι ακόλουθες αρχές: «α. Η εξασφάλιση ισάξιων όρων διαβίωσης και ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης των πολιτών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας … β. Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών και η βελτίωση των υποδομών … γ. Η διατήρηση, ενίσχυση και ανάδειξη της οικιστικής και παραγωγικής πολυμορφίας, καθώς και της φυσικής ποικιλότητας στις αστικές και περιαστικές περιοχές, αλλά και στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στις παράκτιες, νησιωτικές και ορεινές περιοχές, καθώς και στις περιοχές που παρουσιάζουν αυξημένη βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη. δ. Η εξασφάλιση της ισόρροπης σχέσης μεταξύ του αστικού, περιαστικού και αγροτικού χώρου … ε. Η κοινωνική, οικονομική, περιβαλλοντική και πολιτισμική αναζωογόνηση των μητροπολιτικών κέντρων, των πόλεων και των ευρύτερων περιαστικών περιοχών τους … στ. Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, ανάδειξη και προστασία των νησιών, των ορεινών και των παραμεθόριων περιοχών της χώρας και ιδιαίτερα η ενίσχυση του δημογραφικού και πληθυσμιακού τους ισοζυγίου, η διατήρηση και ενθάρρυνση των παραδοσιακών παραγωγικών κλάδων τους και της παραγωγικής πολυμορφίας τους … καθώς και η προστασία των φυσικών και πολιτιστικών τους πόρων. ζ. Η συστηματική προστασία, αποκατάσταση, διατήρηση και ανάδειξη των περιοχών, οικισμών, τοπίων που διαθέτουν στοιχεία φυσικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. η. Η συντήρηση, αποκατάσταση και ολοκληρωμένη διαχείριση των δασών των αναδασωτέων περιοχών και των αγροτικών εκτάσεων. θ. Η ορθολογική αξιοποίηση και η ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων. ι. Ο συντονισμός των δημόσιων προγραμμάτων και έργων που έχουν χωροταξικές επιπτώσεις …» (άρθρο 2 παρ. 2). Μέσα χωροταξικού σχεδιασμού είναι το γενικό, τα περιφερειακά και τα ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης (βλ. άρθρα 6, 7, 8). Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού αποτελεί σύνολο κειμένων ή και διαγραμμάτων, στο οποίο καταγράφονται και αξιολογούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν την μακροπρόθεσμη χωρική ανάπτυξη και διάθρωση του εθνικού χώρου, αποτιμώνται οι χωρικές επιπτώσεις των διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών, προσδιορίζονται, με προοπτική 15 ετών, οι βασικές προτεραιότητες και οι στρατηγικές κατευθύνσεις για την χωρική ανάπτυξη και την αειφόρο οργάνωση του εθνικού χώρου (άρθρο 6 παρ. 1). Το Πλαίσιο αυτό εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 6 παρ. 3). Οι κατευθύνσεις του εξειδικεύονται ή συμπληρώνονται με τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού. Ειδικότερα, τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού αποτελούν σύνολα κειμένων ή και διαγραμμάτων, με τα οποία εξειδικεύονται οι κατευθύνσεις του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που αφορούν στην ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου και, ιδίως, τη χωρική διάρθρωση ορισμένων τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής σημασίας (άρθρο 7 παρ. 1). Εξάλλου, τα Περιφερειακά Πλαίσια (άρθρο 8), που εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, καταρτίζονται για κάθε περιφέρεια της Χώρας, περιλαμβάνουν δε, μεταξύ άλλων, «τις κατευθύνσεις και τα προγραμματικά πλαίσια για τη χωροθέτηση των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και ιδίως τις περιοχές, υπό μορφή εναλλακτικών δυνατοτήτων, στις οποίες θα αναζητηθεί κατά προτεραιότητα ο καθορισμός Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.), καθώς και τις περιοχές για τις οποίες αντίστοιχα απαιτείται ο καθορισμός Περιοχών Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (Π.Ε.Χ.Π.) και Σχεδίων Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (Σ.Ο.Α.Π.)», όπως επίσης τις κατευθύνσεις «για την ισόρροπη και αειφόρο διάθρωση του περιφερειακού οικιστικού δικτύου», και «τις βασικές προτεραιότητες για την προστασία, διατήρηση και ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιφέρειας». Οι δε γενικές κατευθύνσεις και προτάσεις των Περιφερειακών Πλαισίων «εφόσον προκύπτει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από ειδικές οικονομικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούν σε συγκεκριμένες περιφέρειες, μπορούν να εξειδικεύονται περαιτέρω στο επίπεδο των εδαφικών ορίων των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων ή και άλλων γεωγραφικών ενοτήτων της περιφέρειας». Παράλληλα, τα Περιφερειακά Πλαίσια «επιδιώκουν την, σύμφωνα με τις φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας, προώθηση της αειφόρου, ισόρροπης και διαρκούς ανάπτυξης της», επίσης δε «αποτελούν τη βάση αναφοράς για το συντονισμό και την εναρμόνιση των επί μέρους πολιτικών, προγραμμάτων και επενδυτικών σχεδίων του Κράτους, των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή και ανάπτυξη του περιφερειακού χώρου». Εξάλλου, το άρθρο 9 του ως άνω Ν. 2742/1999 με τίτλο «Συνέπειες της έγκρισης των Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» ορίζει ότι «Ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια, σχέδια χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτών πόλεων, σχέδια ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας, ζώνες οικιστικού ελέγχου, περιοχές του άρθρου 24 του ν. 1650/1986 ή άλλα σχέδια χρήσεων γης, που εγκρίνονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων και αν αυτά ελλείπουν προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Μέχρι την έγκριση των ανωτέρω πλαισίων, η έγκριση των ρυθμιστικών σχεδίων, των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών και ατομικών πράξεων, με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου, γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και, ιδίως, αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα (παρ. 1). Εγκεκριμένα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια, ζώνες οικιστικού ελέγχου, σχέδια ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας ή άλλα σχέδια χρήσεων γης επιβάλλεται να τροποποιηθούν ή αναθεωρηθούν με τη διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις που τα διέπουν, προκειμένου να εναρμονισθούν προς τις κατευθύνσεις του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών και Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (παρ. 2)». Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο Δ΄ του ως άνω Ν. 2742/1999 με τίτλο «Μηχανισμοί εφαρμογής, ελέγχου και υποστήριξης του χωροταξικού σχεδιασμού» ορίζονται ως μηχανισμοί εφαρμογής των εγκεκριμένων περιφερειακών πλαισίων, εν πρώτοις, οι Π.Ο.Α.Π.Δ., (αρ. 10 παρ. 1), πρώην Ζώνες ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (Ζ.Ο.Α.Π.Δ.) του τροποποιηθέντος άρθρου 24 του Ν. 1650/1986 (Α΄ 160), ενώ στις παραγράφους 2 και 3 του αυτού άρθρου ορίζονται τα εξής: «Ο χαρακτηρισμός, η οριοθέτηση, η πολεοδόμηση, η οργάνωση και λειτουργία, η εκτέλεση έργων και η εποπτεία των Βιομηχανικών και Επιχειρηματικών Περιοχών (Β.Ε.ΠΕ.) και των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254 Α’) οι οποίες δεν θίγονται από τον παρόντα νόμο (παρ. 2). Οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1428/1984, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2115/1993, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 142 του ν.δ. 210/1973 δεν θίγονται… (παρ. 3)». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του ως άνω Ν. 2742/1999 προβλέπονται ως μηχανισμοί εφαρμογής των ειδικών ή περιφερειακών πλαισίων οι Π.Ε.Χ.Π., στο δε άρθρο 12 προβλέπονται ως μηχανισμοί εφαρμογής του εθνικού και περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού τα Σ.Ο.Α.Π. Τέλος, στο άρθρο 18 παρ. 5 του ως άνω Ν. 2742/1999 ορίζεται ότι «κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού, η κατάρτιση και έγκριση Ειδικών και Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης … μπορεί να διενεργείται και χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένου Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης …». Κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω νόμου έχουν ήδη εγκριθεί Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού για όλες τις Περιφέρειες της Χώρας, πλην της Αττικής, μεταξύ των οποίων το «Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Κρήτης» που εγκρίθηκε με την 25291/25.6.2003 (Β΄ 1486) απόφαση της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.
10. Επειδή, εξάλλου, για τη «βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της Χώρας» εκδόθηκε ο ν. 2508/1997 (Α΄ 124) που ορίζει ότι η οικιστική οργάνωση και ο πολεοδομικός σχεδιασμός εναρμονίζονται με τις αρχές και τις κατευθύνσεις του αναπτυξιακού προγραμματισμού και του χωροταξικού σχεδιασμού (άρθρο 1 παρ. 2). Ως μέσα πολεοδομικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου ο ανωτέρω Ν. 2508/1997 προβλέπει τα ρυθμιστικά σχέδια, τα γενικά πολεοδομικά σχέδια (ΓΠΣ), για τον αστικό και τον περιαστικό χώρο και τα σχέδια χωρικής και οικιστικής οργάνωσης «ανοικτής πόλης» (ΣΧΟΟΑΠ) για τον μη αστικό χώρο (άρθρο 1 παρ. 3). Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ως Ν. 2508/1997, τα ΓΠΣ καθορίζουν α) τις περιοχές ειδικής προστασίας που δεν πρόκειται να πολεοδομηθούν, β) τις περιοχές γύρω από πόλεις ή οικισμούς, για τις οποίες απαιτείται έλεγχος και περιορισμός της οικιστικής εξαπλώσεως, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που καθορίσθηκαν ως ζώνες οικιστικού ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1337/1983, γ) τα ήδη εγκεκριμένα ΓΠΣ, δ) τις πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση περιοχές. Οι προς πολεοδόμηση περιοχές μπορούν να αφορούν κύρια ή δεύτερη κατοικία ή στην εγκατάσταση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, όπως στη δημιουργία παραγωγικών πάρκων ή τουριστικών ζωνών. Επίσης, με το ΓΠΣ μπορεί να προσδιορίζονται περιοχές ειδικά ρυθμιζόμενης πολεοδόμησης (Π.Ε.Ρ.ΠΟ. – ιδιωτική πολεοδόμηση), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 24 του αυτού νόμου, όπως τροποποιηθέν ισχύει. Αντικείμενο δε των ΣΧΟΟΑΠ, κατ’ άρθρο 5 του αυτού Ν. 2508/1997, είναι η οικιστική οργάνωση και ανάπτυξη της «ανοικτής πόλης» (ως «ανοικτή πόλη» νοείται σύνολο γειτονικών οικισμών του μη αστικού χώρου, καθένας από τους οποίους έχει πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους, σύμφωνα με την εκάστοτε τελευταία απογραφή). Για την εκπόνηση και την έγκριση των σχεδίων αυτών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα ΓΠΣ.
11. Επειδή, εξάλλου, με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 3010/2002 (Α΄ 91) «Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε. …» αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 3 και 4 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «…τα δημόσια ή ιδιωτικά έργα και δραστηριότητες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, και κάθε κατηγορία μπορεί να κατατάσσεται σε υποκατηγορίες, καθώς και σε ομάδες κοινές για όλες τις κατηγορίες, ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον…» (άρθρο 3 παρ. 1), ότι «η πρώτη (Α) κατηγορία περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες που λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της έκτασής τους είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον…» (άρθρο 3 παρ. 2), ότι «για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων ή τη μετεγκατάσταση υφισταμένων, τα οποία έχουν καταταγεί στις κατηγορίες που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος ….» (άρθρο 4 παρ. 1 εδαφ. α΄), ότι «για την έκδοση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πρέπει να τηρείται: δα) η διαδικασία της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης του προτεινόμενου έργου ή δραστηριότητας …» (άρθρο 4 παρ. 1 εδαφ. δ΄), ότι «για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη: αα) Οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής, που προκύπτουν από εγκεκριμένα χωροταξικά, ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης. ββ) Η περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής, που ενδέχεται να θιγεί από το έργο ή τη δραστηριότητα. γγ) Τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως το μέγεθος, η πολυπλοκότητα, η ένταση και η έκτασή τους, ο διασυνοριακός χαρακτήρας τους, η διάρκεια, η συχνότητα και η αναστρεψιμότητά τους. δδ) Τα οφέλη για την εθνική οικονομία, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και η εξυπηρέτηση άλλων λόγων δημόσιου συμφέροντος. εε) Οι θετικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μία ευρύτερη περιοχή από εκείνη που επηρεάζεται άμεσα από το έργο ή τη δραστηριότητα» (άρθρο 4 παρ. 6 εδαφ. β΄) και ότι «Προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες, στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία, στις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.) του άρθρου 10 του Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 A΄) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο» (άρθρο 4 παρ. 6 εδαφ. στ΄). Εξάλλου, στο άρθρο 6 του Ν. 3010/2002 ορίζεται ότι «1. Διαδικασίες για την προέγκριση χωροθέτησης ή την έγκριση περιβαλλοντικών όρων που εκκρεμούν μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στην παρ. 10α του άρθρου 4 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαθίστανται με τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος νόμου, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται ως εξής: α) Διαδικασίες Προέγκρισης Χωροθέτησης: Η Προέγκριση Χωροθέτησης συνιστά γνωμοδότηση της αρμόδιας υπηρεσίας κατά την έννοια προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης της πρότασης του έργου ή δραστηριότητας που προβλέπεται στην παρ. 6α του άρθρου 4 του Ν. 1650/ 1986, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. β)…2. Εκκρεμείς υποθέσεις για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται εκείνες για τις οποίες έχει υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο φορέα ή ιδιώτη αίτηση, που συνοδεύεται από τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δικαιολογητικά, στην αρμόδια κάθε φορά υπηρεσία, είτε για προέγκριση χωροθέτησης είτε για έγκριση περιβαλλοντικών όρων». Στην κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002, εκδοθείσα κοινή υπουργική απόφαση Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 (Β΄ 1022), στην 6η Ομάδα «Τουριστικές εγκαταστάσεις – εργασίες πολεοδομίας» τα κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα εκτός σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών άνω των 1000 κλινών κατατάσσονται στην 1η υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας, τα μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα, όπως τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις ή κατοικίες άνω των 100 ατόμων ή κλινών κατατάσσονται στην 2η υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας, εκ των εγκαταστάσεων δε ειδικής τουριστικής υποδομής τα χιονοδρομικά κέντρα, γήπεδα golf, αθλητικές εγκαταστάσεις και οι συνοδευτικές αυτών εγκαταστάσεις κατατάσσονται στην 1η υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας, τα συνεδριακά κέντρα εντός τουριστικών εγκαταστάσεων άνω των 1000 θέσεων κατατάσσονται στην 1η υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας και οι λοιπές εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής κατατάσσονται στην 2η υποκατηγορία της δεύτερης κατηγορίας. Τέλος, οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) κατατάσσονται συνολικά στην 1η υποκατηγορία της πρώτης κατηγορίας, με την παρατήρηση ότι τα περιεχόμενα της ΠΠΕ και της ΜΠΕ θα είναι προσαρμοσμένα στο χαρακτήρα του έργου και στο επίπεδο σχεδιασμού. Εξάλλου, με την Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006 (Β΄ 1225), με την οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (L 197), ορίζεται (άρθρο 10 παρ. 4) ότι οι Π.Ο.Τ.Α. παύουν να υπόκειται, ως προς την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στις διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L 175) και στις διατάξεις των κ.υ.α. η.π. 15393/2332/5.8.2002 και η.π. 11014/703/Φ14/20.3.2003 και υπόκειται πλέον σε διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης (Σ.Π.Ε.), με την οποία εκτιμώνται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις σχεδίων και προγραμμάτων πριν την υιοθέτησή τους. Εξάλλου, οι ρυθμίσεις του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν. 1650/1986, πριν την αντικατάσταση τους από το Ν. 3010/2002 και πριν τη συμπλήρωση τους με τις μη εφαρμοστέες, ως κριθείσες αντισυνταγματικές (ΣτΕ Ολ. 2489/2006), διατάξεις των άρθρων 18 του Ν. 2732/1999 (Α΄ 154) και 18 παρ. 4 του Ν. 2742/1999, όριζαν ότι «Για νέα έργα και δραστηριότητες της πρώτης κατηγορίας απαιτείται προέγκριση που αφορά τη χωροθέτηση … Προέγκριση δεν απαιτείται στις βιομηχανικές περιοχές (ν. 4458/1965, Α΄ 33, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 742/1977, Α΄ 319), και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο ή από τις ζώνες που καθορίζονται στο άρθρο 24 καθώς και στις βιομηχανικές μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα σχετική νομοθεσία». Αντιστοίχως, στο άρθρο 4 της προϊσχύσασας κοινής υπουργικής αποφάσεως 69269/5387/ 24.10.1990 (Β΄ 678), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση και του Ν. 1650/1986 (πριν την έκδοση του Ν. 3010/2002), απαριθμούνταν τα έργα που κατατάσσονταν στην πρώτη κατηγορία, υποδιαιρούμενα σε δύο ειδικότερες ομάδες (ομάδα Ι και ομάδα ΙΙ), μεταξύ δε εκείνων που ανήκαν στην ομάδα ΙΙ, περιλαμβάνονταν στο εδάφιο 11 περ. α΄, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 της κοινής υπουργικής αποφάσεως 1661/5.10.1994 (Β΄ 786), τα κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα σε περιοχές εκτός σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών, ανεξαρτήτως δυναμικότητας και οι εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής.
12. Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγματοποίηση έργων ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι επιτρεπτή μόνον σε περιοχές, οι οποίες εκ των προτέρων και με βάση νόμιμα κριτήρια έχουν καθορισθεί ως περιοχές, προοριζόμενες για την ανάπτυξη των εν λόγω συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Τούτο ισχύει, ιδίως, προκειμένου περί σύνθετων και ειδικών έργων μεγάλης κλίμακας, τα οποία, λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων και του είδους και της εντάσεως της λειτουργίας τους, έχουν σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της αντίστοιχης περιοχής. Ο καθορισμός των ανωτέρω περιοχών πρέπει να γίνεται με την έγκριση των νομίμως προβλεπομένων, κατά περίπτωση, σχεδίων χωρικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως είναι, ιδίως, τα Γ.Π.Σ., τα ΣΧΟΟΑΠ, οι Ζ.Ο.Ε., οι ΠΕ.Ρ.ΠΟ., οι Π.Ο.Α.Π.Δ., οι Π.Ο.Τ.Α., οι Π.ΕΧ.Π. κ.λπ. Μετά δε την έγκριση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (Π.Π.Χ.Σ..Α.Α.), τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του Ν. 2742/1999 (άρθρο 18 παρ. 5), έχουν εγκριθεί κατά την πρώτη εφαρμογή του, χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένου Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου, τα ανωτέρω σχέδια, με τα οποία προβλέπονται οι επιτρεπόμενες ανά περιοχή χρήσεις γης και οι λοιποί όροι, δια των οποίων καθίσταται κατάλληλη περιοχή για την υποδοχή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, πρέπει να εκπονούνται εντός του πλαισίου του οικείου Π.Π.Χ.Σ.Α.Α. και να είναι σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και προτάσεις αυτού, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, μέσω της βαθμιαίας εξειδίκευσης των ως άνω προβλεπομένων κριτηρίων στα διαδοχικά στάδια του χωροταξικού σχεδιασμού, η τήρηση των γενικών επιλογών του, αλλά και να επιτυγχάνεται η συνεκτική διαχείριση του χώρου με τη λειτουργική ολοκλήρωση των χωροταξικών πλαισίων, ώστε η ανάπτυξη που επιδιώκεται με την πραγμάτωση παραγωγικής δραστηριότητας να παραμένει στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η έκδοση διοικητικών πράξεων, με τις οποίες καθορίζεται θέση συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας κατά παράλειψη του προσήκοντος επιπέδου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, πριν δηλαδή εγκριθεί για την περιοχή το προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία οικείο σχέδιο χρήσεων γης. Τούτο δε ανεξαρτήτως των εφαρμοζομένων επί μέρους μεγεθών και χαρακτηριστικών του έργου, ως και του εύρους, της πληρότητας και της επιστημονικής επάρκειας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που συνοδεύουν τη σημειακή αυτή χωροθέτηση, διότι αυτές εκπονούνται και αφορούν στο τελικό επίπεδο εφαρμογής, δηλαδή πραγματώσεως του έργου και δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το τυχόν ελλείπον ενδιάμεσο και κρίσιμο, κατά τα ανωτέρω, στάδιο χωροταξικού σχεδιασμού. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας και Ι. Ζόμπολας, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη: Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 24 παρ. 2 ότι «η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας… υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους…», χωρίς όμως να προσδιορίζει τον τρόπο άσκησης του χωροταξικού σχεδιασμού, με εξαίρεση τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 8, η οποία προβλέπει την έγκριση από την Ολομέλεια της Βουλής των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, στον κοινό νομοθέτη απόκειται, εξειδικεύοντας τη συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 2, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 79 παρ. 8, να καθορίσει τα μέσα, τα όργανα και τις διαδικασίες του χωροταξικού σχεδιασμού. Σε εκτέλεση των συνταγματικών αυτών διατάξεων εκδόθηκε αρχικά ο Ν. 360/1976 και, στη συνέχεια, ο ήδη ισχύων Ν. 2742/1999 με αντικείμενο τον χωροταξικό σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη. Στο κεφάλαιο Γ΄ με τίτλο «ΜΕΣΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ», ο Ν. 2742/1999 προβλέπει ως μέσα χωροταξικού σχεδιασμού : α) το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, που καλύπτει ολόκληρο τον εθνικό χώρο, β) τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που αφορούν ιδίως τη χωρική διάρθρωση ορισμένων τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής σημασίας, των δικτύων και υπηρεσιών τεχνικής, κοινωνικής και διοικητικής υποδομής εθνικού ενδιαφέροντος και ορισμένες ειδικές περιοχές του εθνικού χώρου και γ) τα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, που καταρτίζονται για κάθε περιφέρεια της Χώρας. Αυτά είναι τα μόνα μέσα και αντιστοίχως τα μόνα «επίπεδα» χωροταξικού σχεδιασμού, τα οποία, σε εκτέλεση του Συντάγματος, καθόρισε, κατά την κυριαρχική του εκτίμηση ο κοινός νομοθέτης. Τα προβλεπόμενα δε από την ισχύουσα νομοθεσία σχέδια χωρικού σχεδιασμού περιορισμένης τοπικά κλίμακας, όπως τα ρυθμιστικά σχέδια, τα Γ.Π.Σ., τα Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π, οι Ζ.Ο.Ε. οι ΠΕΡΠΟ, οι Π.Ο.Α.Π.Δ., οι Π.Ε.Χ.Π., τα Σ.Ο.Α.Π., οι Π.Ο.Τ.Α. κλπ. σχέδια χρήσεων γης, δεν αποτελούν, βεβαίως ενδιάμεσο κατώτερο στάδιο, μάλιστα δε και υποχρεωτικό, «χωροταξικού» σχεδιασμού, κατά το Ν. 2742/1999, αλλά ούτε και από τη φύση τους, δηλαδή εν όψει της τοπικής τους κλίμακας, μπορεί να θεωρηθούν «χωροταξικός» σχεδιασμό οποιουδήποτε επιπέδου. Εξ άλλου, από τις παρατιθέμενες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις του Ν. 2742/1999 για τον χωροταξικό σχεδιασμό, του Ν. 2508/1997 για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και του Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, δεν προκύπτει, ούτε μπορεί να συναχθεί κανόνας και μάλιστα γενικός, κατά τον οποίο η πραγματοποίηση, σε εκτός σχεδίου περιοχές, όπως η επίδικη, έργων ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι επιτρεπτή, μόνον εφ’ όσον οι περιοχές αυτές έχουν, εκ των προτέρων, καθορισθεί ως περιοχές για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων με την έγκριση πολεοδομικού ή χωρικού σχεδίου χρήσεων γης. Δεν υπάρχει δε καμία διάταξη στους προαναφερόμενους νόμους, η οποία τάσσει τέτοιο γενικό κανόνα, ο οποίος μάλιστα ισχύει, όπως γίνεται, κατά πλειοψηφία, δεκτό, «ιδίως για σύνθετα και ειδικά έργα μεγάλης κλίμακας», τα οποία λόγω της φύσης των εγκαταστάσεων του είδους και της έντασης της λειτουργίας τους, έχουν σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον της περιοχής. Συγκεκριμένα, ο Ν. 2742/1999 προβλέπει στο άρθρο 9 ότι ρυθμιστικά σχέδια, Γ.Π.Σ., ΣΧΟΑΠ, ΖΟΕ και λοιπά σχέδια χρήσεων οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές και κατευθύνσεις των Περιφερειακών Πλαισίων και αν αυτά ελλείπουν προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις του εγκεκριμένου Γενικού και των εγκεκριμένων Ειδικών Πλαισίων Χ.Σ.Α.Α. και ότι έως την έγκριση των ανωτέρω Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού, η έγκριση των ρυθμιστικών σχεδίων των Γ.Π.Σ. και των λοιπών σχεδίων χρήσεων γης, «καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών και ατομικών πράξεων με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου», γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα». Δεν επιβάλλει όμως, ο Ν. 2742/1999 με το άρθρο του 9 ή με άλλη διάταξη, γενικό κανόνα ότι η εγκατάσταση των πάσης φύσεως έργων, «ιδίως» δε των ειδικών και συνθέτων έργων μεγάλης κλίμακας με σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον, γίνεται, σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή πριν από την έγκριση των Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού είτε μετά την έγκρισή τους, μόνον σε προκαθορισμένες με χωρικό σχέδιο χρήσεων γης περιοχές. Τέτοιο γενικό κανόνα δεν προβλέπουν και οι διατάξεις του Ν. 2508/1997. Τέλος, και κυρίως, ούτε οι διατάξεις του Ν. 1650/1986, που έχουν θεσπισθεί, σε συμμόρφωση προς το Σύνταγμα και το κοινοτικό δίκαιο για την προστασία του περιβάλλοντος και με βάση τις οποίες έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, τάσσουν γενικό κανόνα ότι, για την έγκριση της πραγματοποίησης έργων οποιασδήποτε κατηγορίας, ειδικώς δε των τουριστικών εγκαταστάσεων, απαιτείται ο προηγούμενος «χωροταξικός» σχεδιασμός δευτέρου επιπέδου, κατώτερου του Περιφερειακού Πλαισίου Χ.Σ.Α.Α., δηλαδή η ένταξή τους μόνον σε περιοχή που έχει, εκ των προτέρων, καθορισθεί για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, με την έγκριση σχεδίου «χωρικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού». Συγκεκριμένα, ο Ν. 1650/1986 στην παρ. 6 περ. β του άρθρου 4, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του Ν. 3010/02, ο Ν. 1650/1986 προβλέπει ότι για την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση (Π.Π.Ε.Α.) των έργων της πρώτης κατηγορίας, λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπ’ όψη «οι γενικές και ειδικές κατευθύνσεις της χωροταξικής πολιτικής που προκύπτουν από εγκεκριμένα, χωροταξικά, ρυθμιστικά, πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης» (αα), χωρίς ωστόσο να επιβάλλει την πραγματοποίηση των έργων αυτών μόνον σε περιοχές, στις οποίες έχουν προηγουμένως εγκριθεί σχέδια χωρικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού. Άλλωστε, αν ο Ν. 1650/1986 έτασσε τέτοιο γενικό κανόνα, δεν θα όριζε, στην περ. στ΄ της παραγρ. 6, ότι Π.Π.Ε.Α. δεν απαιτείται στις θεσμοθετημένες βιομηχανικές περιοχές και ζώνες, στις βιοτεχνικές περιοχές και πάρκα, στις ναυπηγοεπισκευαστικές περιοχές, στις περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (άρθρ. 10 Ν. 2742/99), στις καθορισμένες μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές, στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών και ορυκτών και βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων (άρθρ. 12 Ν. 2837/2000) και στις περιπτώσεις που η χωροθέτηση προβλέπεται από νόμο ή εγκεκριμένο χωροταξικό ή πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, αλλά δεν θα προέβλεπε καν την Π.Π.Ε.Α., αφού κάθε έργο θα ήταν υποχρεωτικά ενταγμένο σε σχέδιο χωρικού σχεδιασμού, προωρισμένο για την χωροθέτηση της συγκεκριμένης κατηγορίας έργων ή χωροθετημένο με ειδική διάταξη νόμου. Συνεπώς, από τις διατάξεις των προαναφερόμενων ειδικών, για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την προστασία του περιβάλλοντος, νόμων, δεν προκύπτει γενικός κανόνας, κατά τον οποίο η πραγματοποίηση των πάσης φύσεως έργων ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ιδίως δε έργων «σύνθετων και ειδικών μεγάλης κλίμακας τα οποία, λόγω της φύσεως των εγκαταστάσεων και του είδους και της εντάσεως της λειτουργίας τους, έχουν σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον…», επιτρέπεται μόνον σε περιοχές, οι οποίες έχουν, εκ των προτέρων καθορισθεί, με την έγκριση σχεδίων χωρικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ως περιοχές προοριζόμενες για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Όπου ο νομοθέτης θέλησε να επιβάλλει έναν τέτοιο περιορισμό, το προέβλεψε ρητώς με ειδική διάταξη (βλ. π.χ. το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1428/1984 για την εκμετάλλευση λατομείων αδρανών υλικών, κατ’ αρχήν, μόνον σε προκαθορισμένες με νομαρχιακή απόφαση λατομικές περιοχές – βλ. και Ν. 2115/1993). Περαιτέρω δε ούτε το κοινοτικό δίκαιο, -δηλαδή τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την οποία είναι από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Κοινότητας αποτελεί η αρμονική, ισόρροπη και αειφόρος ανάπτυξη (άρθρο 2) καθώς και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος (άρθρο 174 πρώην 130P), όσο και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο (Οδηγίες 85/337ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ)- επιβάλλει ως γενικό κανόνα ότι η πραγματοποίηση έργων δημόσιων ή ιδιωτικών, που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, είναι επιτρεπτή μόνο σε περιοχές εκ των προτέρων καθορισμένες, με την έγκριση τοπικού σχεδίου χρήσεων γης. Άλλωστε, δεν μπορεί να συναχθεί τέτοιος κανόνας, καθ’ ερμηνεία των προαναφερόμενων διατάξεων υπό το φως του άρθρου 24 του Συντάγματος. Πρώτον, διότι για την θέσπιση ενός τόσο σοβαρού περιορισμού απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση, με την οποία θα καθορίζονται, κατά τρόπο συγκεκριμένο και με αντικειμενικά κριτήρια, ποιά έργα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Εάν, δηλαδή, πρόκειται για όλα τα έργα και των τριών κατηγοριών του άρθρου 3 του Ν. 1650/1986 ή για τα έργα μόνον της πρώτης κατηγορίας ή για ορισμένα από αυτά. Η γενική, αόριστη και μάλιστα ενδεικτική αναφορά («ιδίως») σε «σύνθετα και ειδικά έργα μεγάλης κλίμακας», με σημαντικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον της περιοχής, προκαλεί νομική αβεβαιότητα που δεν συμβιβάζεται με την ασφάλεια δικαίου, η οποία είναι αναγκαίος όρος για την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων, κρίσιμων για την οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη της Χώρας και δεύτερον, η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εξασφαλίζεται πλήρως με τις γενικές ρυθμίσεις του Ν. 1650/1986, των Οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 2001/42/ΕΚ και των συναφών κανονιστικών διατάξεων, με τις οποίες, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου (ΣτΕ 3478/2000 Ολομ. σκ. 9), σε χρονική μάλιστα περίοδο, κατά την οποία δεν είχαν καν εγκριθεί Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού, ούτε Περιφερειακά ούτε το Εθνικό Πλαίσιο, διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και γενικότερα των ορισμών του Συντάγματος και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους οποίους καθιερώνεται επίσης η αρχή της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος. Κατά μείζονα δε λόγο όταν, κατά την έκδοση της πράξης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του πραγματοποιούμενου έργου, έχει ήδη εγκριθεί το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, με το Π.Π.Χ.Σ.Α.Α. της Κρήτης, το οποίο περιέχει σαφή και συγκεκριμένη χωροταξική κατεύθυνση για την περιοχή πραγματοποιήσεως του επίδικου έργου. Συνεπώς, νομίμως, εν όψει των προεκτεθέντων, καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 1650/1986 που προβλέπουν την προέγκριση χωροθέτησης έργων ή δραστηριοτήτων και ήδη την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση και την έγκριση περιβαλλοντικών όρων, η θέση συγκεκριμένου έργου σε εκτός σχεδίου περιοχή, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, με την τήρηση, κατά τα λοιπά, των διατάξεων που αφορούν την εκτός σχεδίου δόμηση, χωρίς να απαιτείται, ως προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 1650/1986, η προηγούμενη έγκριση χωρικού σχεδίου χρήσεων γης στην περιοχή χωροθέτησης του έργου.
13. Επειδή, ειδικότερα, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 2742/1999, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 24 του ν. 1650/1986 περί ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, ως Π.Ο.Α.Π.Δ. χαρακτηρίζονται θαλάσσιες εκτάσεις, καθώς και χερσαίες περιοχές, που είναι πρόσφορες, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, για την ανάπτυξη παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα, οι οποίες μπορεί να εξειδικεύονται κατά κλάδο δραστηριότητας ή τομέα παραγωγής ή είδος και προορισμό λειτουργίας και να διακρίνονται σε ζώνες αποκλειστικής χρήσης, στις οποίες απαγορεύεται κάθε άλλη δραστηριότητα, εκτός από εκείνη στην οποία αποβλέπει ο χαρακτηρισμός τους και σε περιοχές κύριας χρήσης, όπου επιτρέπονται και άλλες δραστηριότητες υπό όρους, ορίζεται δε ότι ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση γίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, μετά από αίτηση φορέα, οποιασδήποτε νομικής μορφής, σε εδαφική έκταση που πρέπει να ανήκει στην κυριότητά του ή να έχει παραχωρηθεί σ’ αυτόν κατά χρήση με μακροχρόνια μίσθωση, για δε τις χερσαίες εκτάσεις προβλέπεται η δυνατότητα πολεοδόμησης για τους σκοπούς της Π.Ο.Α.Π.Δ. Εξάλλου, οι Π.Ο.Τ.Α., που αποτελούν ειδικό μηχανισμό χωροθετήσεως τουριστικών δραστηριοτήτων και εν σχέσει προς τις οποίες, όπως, άλλωστε, εν σχέσει και προς τις Β.Ε.Π.Ε. και τις λατομικές και μεταλλευτικές ζώνες, ο συγγενής και παρεμφερής θεσμός των Π.Ο.Α.Π.Δ. λειτουργεί συμπληρωματικά, προβλέφθησαν αρχικώς με το άρθρο 1 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 2234/1994 (Α΄ 142), με το οποίο προσετέθη παρ. 4 στο άρθρο 3 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), στο οποίο ορίσθηκαν τα εξής: «Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μετά από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Τουρισμού, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Γεωργίας μπορεί να καθορίζονται για την τουριστική εν γένει ανάπτυξη της χώρας, Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) για την εγκατάσταση σε αυτές ξενοδοχειακών μονάδων κάθε μορφής, καθώς και επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών του τουριστικού τομέα, εφόσον πρόκειται για περιοχές που είναι κατάλληλες για ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη και δεν διαθέτουν αναπτυγμένη τουριστική υποδομή…». Ακολούθως, με το άρθρο 29 του ν. 2545/1997 (Α΄ 254), και υπό τον τίτλο «Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.)», ορίσθηκαν τα εξής: «1. α. Ως Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) κατά την έννοια…του άρθρου 1 του ν. 2234/1994…χαρακτηρίζονται δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, εκτός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923 και εκτός ορίων οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων, όπου δημιουργείται ένα σύνολο τουριστικών εγκαταστάσεων αποτελούμενο από ξενοδοχεία διαφόρων λειτουργικών μορφών, εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993…, καθώς και συμπληρωματικές εγκαταστάσεις αναψυχής, άθλησης και γενικά υπηρεσιών διάθεσης του ελεύθερου χρόνου των τουριστών. β…2. Στις Π.Ο.Τ.Α. επιτρέπεται να περιλαμβάνονται όλες οι χρήσεις του άρθρου 8 του από 23.2.1987 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 166), όπως συμπληρώθηκε από την παρ. 18α του άρθρου 6 του ν. 2160/1993, πλην καζίνο. 3. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση των Π.Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από αίτηση φυσικών ή νομικών προσώπων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και ύστερα από γνώμη του οικείου νομαρχιακού συμβουλίου, σε εφαρμογή εγκεκριμένου χωροταξικού σχεδίου, εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου ή τομεακής αναπτυξιακής – χωροταξικής μελέτης και εναρμονίζεται με τις χρήσεις και λειτουργίες της ευρύτερης περιοχής και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους… Εάν δεν υφίσταται εγκεκριμένο χωροταξικό σχέδιο ή τομεακή αναπτυξιακή χωροταξική μελέτη πριν το χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση με την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση μιας περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α. απαιτείται η σύνταξη και έγκριση γενικών κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο… 4. Με την παραπάνω κοινή απόφαση χαρακτηρισμού και οριοθέτησης Π.Ο.Τ.Α. καθορίζονται και εγκρίνονται τα εξής: α. Οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης στα πλαίσια εφαρμογής της διάταξης της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και οι πρόσθετοι περιορισμοί που αποσκοπούν στον έλεγχο της έντασης κάθε χρήσης. β. Οι ειδικότεροι όροι και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από την ίδρυση και λειτουργία της Π.Ο.Τ.Α.. γ. Η Γενική Διάταξη των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων και η μέγιστη ανά χρήση εκμετάλλευση και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής…δ. Ο φορέας ίδρυσης και εκμετάλλευσης της Π.Ο.Τ.Α. Η μεταβολή της έκτασης των ορίων της Π.Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μόνον εφόσον τηρηθούν αναλόγως οι διαδικασίες, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου για την ίδρυσή της. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. 5 α. Εάν η έκταση της Π.Ο.Τ.Α. δεν πολεοδομείται, επιτρέπεται η σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών επί των τυχόν εγκρινόμενων μη αμιγώς τουριστικών εγκαταστάσεων, όλες δε οι επιτρεπόμενες να εγκατασταθούν σε αυτή χρήσεις υπόκεινται στους όρους και περιορισμούς της εκτός σχεδίου δόμησης τουριστικών εγκαταστάσεων του από 20.1.1988 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 61). Για τον υπολογισμό της μέγιστης εκμετάλλευσης και των λοιπών όρων και περιορισμών δόμησης, οι εκτάσεις της Π.Ο.Τ.Α. νοούνται ως ενιαίο σύνολο. β…γ. Σε περίπτωση που η Π.Ο.Τ.Α. περιλαμβάνει εκτάσεις ή τμήματα εκτάσεων που υπάγονται σε ειδικό νομικό καθεστώς (π.χ. δασικές εκτάσεις, αρχαιολογικούς χώρους κλπ.) εφαρμόζονται επ’ αυτών οι οικείες διατάξεις. 6…7. Οι τυχόν εγκρινόμενες κατά τις διαδικασίες των προηγούμενων παραγράφων μη αμιγώς τουριστικές εγκαταστάσεις των Π.Ο.Τ.Α. δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 20% της συνολικής κατά περίπτωση νόμιμης εκμετάλλευσης. 8… 9… 10…». Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. Τ/3522/9.7.1998 (Β΄ 822) κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία εγκρίνεται η υπ’ αρ. 500309/22.4.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ, με τίτλο «Γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης» ορίζονται, στην πραγματικότητα, οι προδιαγραφές των Π.Ο.Τ.Α., ως προς την χάραξη της τουριστικής πολιτικής. Κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή, ο μαζικός τουρισμός κατά το ελληνικό πρότυπο έχει φθίνουσα πορεία και παρατηρείται σταδιακή στροφή σε πιο εξειδικευμένα τουριστικά προϊόντα που ενσωματώνουν τους αξιόλογους φυσικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς πόρους του τόπου των διακοπών με ενεργό συμμετοχή του τουρίστα. Προτείνεται δε εναλλακτικά η στροφή σε νέες ή θεματικές μορφές τουρισμού, οι οποίες μπορούν να εξυπηρετηθούν από μονάδες που δημιουργούνται εξ αρχής, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να συνιστούν πλήρεις και αυτόνομες αγορές, προσανατολισμένες από τα πρώτα στάδια του σχεδιασμού τους σε ζήτηση υψηλής στάθμης και ειδικών μορφών τουρισμού. Ως τέτοιοι διαφοροποιημένοι προορισμοί διακοπών αναφέρονται οι ΠΟΤΑ, οι οποίες είναι σύνολα τουριστικών εγκαταστάσεων, αποτελούμενα από ξενοδοχεία διαφόρων λειτουργικών μορφών, εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής, δηλαδή συνεδριακά κέντρα κ.λπ., συνοδευτικές αυτών εγκαταστάσεις, όπως καταλύματα και χώρους αθλητικών τουριστικών εγκαταστάσεων, κέντρα εστίασης και αναψυχής και συμπληρωματικές εγκαταστάσεις αναψυχής, άθλησης και, γενικά, υπηρεσιών διάθεσης του ελεύθερου χρόνου των τουριστών. Για τη δημιουργία ΠΟΤΑ απαιτούνται, σύμφωνα με την παραπάνω Κ.Υ.Α., μεγάλες ενιαίες εκτάσεις σε περιοχές που διαθέτουν αξιόλογους φυσικούς, πολιτιστικούς και ανθρώπινους πόρους για την προσέλκυση διεθνούς τουριστικής ζήτησης και η ύπαρξη σοβαρού επενδυτικού σχεδίου από επιχειρηματίες με εμπειρία στην οργάνωση και λειτουργία τουριστικών επιχειρήσεων. Το επενδυτικό σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει τουριστικά καταλύματα (κύρια και μη κύρια ξενοδοχειακά) διαφόρων λειτουργικών μορφών και τάξεων ΑΑ και Α, τουλάχιστον 1500 συνολικά κλινών, κέντρα εστίασης – αναψυχής διαφόρων λειτουργικών μορφών, δύο τουλάχιστον εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής (όπως π.χ. συνεδριακό κέντρο, γήπεδο γκολφ, χιονοδρομικό κέντρο κ.λπ.), εμπορικό κέντρο ή και ολοκληρωμένο συγκρότημα παραδοσιακής βιοτεχνίας, λουτρικές εγκαταστάσεις, αν η έκταση είναι παραθαλάσσια, αθλητικές εγκαταστάσεις και προαιρετικά οικιστικό συγκρότημα. Οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας υπεστήριξαν την εξής γνώμη: Με το ειδικό νομικό πλαίσιο, που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 2545/1997 και των βάσει αυτών εκδιδομένων κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων, ορίζονται, σε αρμονία και προς την νομολογία της Ολομελείας, (ΣτΕ 1569/2006, 705/2006 και 2489/2006 Ολ.), οι κανόνες που διέπουν τον μερικό, τομεακό και χωρικό, σχεδιασμό των ΠΟΤΑ, κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986 για τον καθορισμό ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, με πρόσθετες μάλιστα απαιτήσεις, αφού η δημιουργία των ΠΟΤΑ γίνεται βάσει των γενικών κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής για την ίδρυση ΠΟΤΑ, δηλαδή βάσει προκαθορισμένων χωροταξικών κριτηρίων. Επίσης, η χωροθέτηση μιας ΠΟΤΑ διενεργείται βάσει και περιβαλλοντικών κριτηρίων, ύστερα από την εκτίμηση της συμβατότητας της ΠΟΤΑ προς την ανάγκη προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής, στην οποία η δημιουργία της ΠΟΤΑ μπορεί να έχει επιπτώσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 2545/1997, εκδιδόμενη κοινή υπουργική απόφαση για τα απαιτούμενα για τη δημιουργία της δικαιολογητικά και διαδικασία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις του πέμπτου κεφαλαίου της Τ.3522/1998 απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με εξαίρεση τις προϋποθέσεις που αφορούν το ελάχιστο κόστος του σχεδίου (20 δισ. δρχ.), και την οικονομική και πιστοληπτική ικανότητα και εμπειρία των ενδιαφερομένων και το περιεχόμενο του επενδυτικού προγράμματος της ΠΟΤΑ, όλοι οι λοιποί όροι και κριτήρια, αποτελούν χωροταξικά κριτήρια που καθορίζουν το πλαίσιο χωροθέτησης των ΠΟΤΑ : συμβατότητα με τα κριτήρια της χωροταξικής, πολεοδομικής και περιβαλλοντικής πολιτικής και καταλληλότητα του χώρου, απαγόρευση δημιουργίας ΠΟΤΑ σε ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές, δημογραφικά κριτήρια, (όπως μεταξύ άλλων : μείωση ή περιορισμένη αύξηση – όχι άνω του 5% – του πληθυσμού, προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, ύπαρξη έντονης αστικής πόλωσης), κριτήρια σχετικά με την απασχόληση, (όπως μείωση απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, αυξητική τάση του ποσοστού ανεργίας), ύπαρξη τεχνικής υποδομής, και κριτήρια τουριστικής ανάπτυξης (όπως υφιστάμενο μέγεθος του τουριστικού τομέα κατώτερο των δυνατοτήτων που διαγράφουν οι τουριστικοί πόροι της περιοχής). Τα κριτήρια αυτά, είναι προεχόντως χωροταξικά, αφού με αυτά επιδιώκεται η μείωση της αναπτυξιακής υστέρησης ορισμένων περιοχών με αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών τους αποθεμάτων και ταυτόχρονα η βιώσιμη διαχείριση των πόρων στις ήδη ανεπτυγμένες περιοχές, με την μη υπέρβαση των ορίων αντοχής τους, δηλαδή η ενίσχυση της διαρκούς και ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Χώρας στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Από το όλο περιεχόμενο της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης και εν όψει των όσων ορίζονται στα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2742/1999 για τους στόχους και τις κατευθυντήριες αρχές του χωροταξικού σχεδιασμού, καθίσταται σαφές ότι με την απόφαση αυτή θεσπίζονται, σε αρμονία προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, κατευθύνσεις και χωροταξικού σχεδιασμού στον ειδικό αυτό τομέα του τουρισμού σε εθνικό επίπεδο και όχι απλώς προδιαγραφές των ΠΟΤΑ προς την χάραξη της τουριστικής πολιτικής. Το ειδικό νομικό καθεστώς για την ίδρυση ΠΟΤΑ συμπληρώνεται με την, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 2545/1997, εκδοθείσα κοινή απόφαση Τ/751/10.2.1998 (ΦΕΚ τ. Β΄ 149/1998) των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία ορίσθηκαν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διαδικασία για τον χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση μιας ΠΟΤΑ. Σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης, μεταξύ των δικαιολογητικών αυτών περιλαμβάνονται η έκθεση συνοπτικής παρουσίασης της περιοχής, η περιγραφή της προτεινόμενης για τη δημιουργία της ΠΟΤΑ έκτασης και της ευρύτερης περιοχής, η έκθεση του προγράμματος τουριστικής αξιοποίησης και η «έκθεση κατ’ αρχήν αξιολόγησης των χωροταξικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την ίδρυση και λειτουργία της ΠΟΤΑ». Στην τελευταία αυτή έκθεση, όπως ρητώς ορίζεται, εξετάζονται, μεταξύ άλλων, οι αναμενόμενες επιπτώσεις : στον πληθυσμό, στο οικιστικό δίκτυο, στο φυσικό περιβάλλον και στην πολιτιστική κληρονομιά. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον από την ίδρυση και λειτουργία της ΠΟΤΑ, εξετάζονται «οι αναμενόμενες επιπτώσεις στο έδαφος, τον αέρα, τη χλωρίδα, στην πανίδα, στους λοιπούς φυσικούς πόρους (με ιδιαίτερη έμφαση στην επάρκεια των υδάτινων πόρων της περιοχής και τη χωρητικότητα των ακτών προκειμένου για ΠΟΤΑ, που έχουν ως πόλο έλξης τη θάλασσα) και στην αισθητική του τοπίου. Η αξιολόγηση της αντοχής των φυσικών πόρων θα πρέπει να συνεκτιμά όχι μόνο την επιβάρυνση από τη δημιουργία της ΠΟΤΑ, αλλά και την τυχόν επιβάρυνση της περιοχής από τη βελτίωση της προσπελασιμότητας και των εξυπηρετήσεων». Όσον δε αφορά τις επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά, «εξετάζεται η συμβατότητα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης με την ανάγκη της προστασίας του τοπίου σε περίπτωση γειτνίασης με αρχαιολογικούς χώρους, παραδοσιακούς οικισμούς κ.λπ., αλλά και οι επιπτώσεις από την αναμενόμενη αύξηση των επισκεπτών στους παραπάνω τουριστικούς πόρους». Προβλέπεται δε η «εξαγωγή συνθετικών συμπερασμάτων» όσον αφορά τις επιπτώσεις από την ίδρυση και λειτουργία της ΠΟΤΑ και προτείνονται μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό ή και την εξουδετέρωση των δυσμενών συνεπειών. Περαιτέρω δε ορίζεται στο δεύτερο κεφάλαιο της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, που προβλέπει τη διαδικασία χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της ΠΟΤΑ, ότι, αν με το κοινό πρακτικό της Διεύθυνσης Χωροταξίας και της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του ΠΕΧΩΔΕ και του ΕΟΤ, δεν διαπιστώνεται συμβατότητα της επένδυσης με τα χωροταξικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, η διαδικασία «διακόπτεται», χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επανόδου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την διαδικασία χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της ΠΟΤΑ, γίνεται εκτίμηση των επιπτώσεων της δημιουργίας της ΠΟΤΑ στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και περαιτέρω κρίνεται αν αυτή είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με τη συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος. Συνεπώς, με το ειδικό νομικό πλαίσιο που διέπει την ίδρυση και χωροθέτηση των Π.Ο.Τ.Α., καθώς και με τις σχετικές για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων διατάξεις του Ν. 1650/1986 και των βάσει αυτού εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων, διασφαλίζεται πλήρως η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τη Συνθήκη για την Ε.Ε. προστασία του περιβάλλοντος, με κριτήρια χωροταξικά και περιβαλλοντικά.
14. Επειδή, εξάλλου, ο Ν. 2160/1993 (Α΄ 118) που περιέχει τις αναγκαίες για την οργάνωση και εφαρμογή της τουριστικής πολιτικής ρυθμίσεις στο άρθρο 2, υπό τον τίτλο «Τουριστικές επιχειρήσεις», ορίζει (παρ. 1) ότι τουριστικά καταλύματα είναι «οι τουριστικές επιχειρήσεις που υποδέχονται τουρίστες και παρέχουν σε αυτούς διαμονή και άλλες συναφείς προς τη διαμονή υπηρεσίες, όπως εστίαση, ψυχαγωγία, αναψυχή, άθληση» και ότι τα τουριστικά καταλύματα διακρίνονται, σε δύο βασικές κατηγορίες: Α. «Κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα», ήτοι: «α. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου. β. Ξενοδοχεία τύπου ΜΟΤΕΛ. γ. Ξενοδοχεία τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων. δ. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου και επιπλωμένων διαμερισμάτων. ε… Β. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2741/1999, Α΄ 199, και συμπληρώθηκε με το άρθρο 40 παρ. 10 του Ν. 3105/2003 Α΄ 29] «Μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα», ήτοι: «α. Τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις ή κατοικίες β. Ενοικιαζόμενα δωμάτια σε συγκρότημα μέχρι 10 δωματίων γ. Ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα. Γ…». Ακολούθως, στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ως άνω Ν. 2160/1993 υπό τον τίτλο «εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής» ορίζεται ότι «Κάθε μορφή τουρισμού, όπως ο συνεδριακός, ο θαλάσσιος, ο αθλητικός, ο αγροτικός, ο πολιτιστικός, ο θεραπευτικός ή άλλο, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ε.Ο.Τ. Οι εγκαταστάσεις για συνεδριακά κέντρα, χιονοδρομικά κέντρα, κέντρα ιππικού τουρισμού, αεροθεραπευτήρια και υδροθεραπευτήρια, συνοδευτικές αυτών εγκαταστάσεις, όπως καταλύματα, χώροι αθλητικών τουριστικών εγκαταστάσεων, κέντρα εστίασης και αναψυχής, ως και εγκαταστάσεις οποιασδήποτε μορφής, καθώς και γραφεία εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής υπάγονται στην εποπτεία του Ε.Ο.Τ.», ενώ στην παρ. 7 του αυτού άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 39 του Ν. 3105/2003 (Α΄ 29), ορίζεται ότι «Δεν θεωρούνται τουριστικά καταλύματα τα ακίνητα, τα οποία αποδεδειγμένα εκμισθώνονται εν όλω ή εν μέρει για προσωρινή διαμονή του ίδιου του μισθωτή με μίσθωμα που ορίζεται κατά μήνα, είτε συνολικά για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εφόσον η μίσθωση υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. Η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) επί τουριστικών καταλυμάτων τα οποία ανεγείρονται και λειτουργούν επί εκτάσεων, την κυριότητα ή τη διοίκηση και διαχείριση των οποίων έχει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.” και β) επί ενιαίων εκτάσεων άνω των τριακοσίων στρεμμάτων. Τα τουριστικά καταλύματα της παρούσας διάταξης δεν μπορεί να υπερβαίνουν το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της συνολικά δομούμενης επιφάνειας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, καθορίζεται το ποσοστό των καταλυμάτων αυτών που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται, καθώς και θέματα που αφορούν τη μεταβίβαση του δικαιώματος χρήσης ή κυριότητας από τους χρήστες ή κυρίους των καταλυμάτων αυτών…». Κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993, εκδόθηκε το π.δ. 250/2003 (Α΄ 226), το οποίο, στο άρθρο 1, ορίζει τα εξής : «Τα τουριστικά καταλύματα της παρ. 13 του άρθρου 39 του Ν. 3105/2003 (Α` 29) υπάγονται κατά παρέκκλιση στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 (Α` 4) και του Ν.Δ 1024/1971 (Α`232) και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Είναι τουριστικά καταλύματα της περίπτ. Β της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.2160/1993. β) Ανεγείρονται σε συνδυασμό με κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα (ξενοδοχεία) της περίπτ. Α της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993, κατηγορίας πέντε (5*) και τεσσάρων (4 *) αστέρων ή / και με εγκαταστάσεις ειδικής Τουριστικής υποδομής της παρ.3 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, κατά τους ισχύοντες για κάθε κατηγορία τουριστικής εγκατάστασης ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης. γ) Αποτελούν ποσοστό έως 35% της συνολικά δομούμενης επιφάνειας». Εξάλλου, με το από 23.2.1987 π.δ. «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» (Δ΄ 166), στο οποίο παραπέμπει η προαναφερθείσα παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 2545/1995 περί ΠΟΤΑ, καθορίσθηκαν, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1561/1985 (Α΄ 148), οι κατηγορίες και το περιεχόμενο των χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων. Στο άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος αυτού καθορίζονται οι κατηγορίες χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων, αφενός μεν σύμφωνα με τη γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α) μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατηγορία χρήσεως «τουρισμός – αναψυχή» (αρ. 8) αφ’ ετέρου δε σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Β). Στα επόμενα άρθρα (2-10) καθορίζεται το περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών χρήσεων, με την περιοριστική απαρίθμηση των χρήσεων γης κατά την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία, που επιτρέπεται να αποτελέσουν περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών. Στο άρθρο 8 του αυτού προεδρικού διατάγματος, με τίτλο «Περιεχόμενο τουρισμού – αναψυχής», ορίζεται ότι: «Στις περιοχές τουρισμού – αναψυχής επιτρέπονται μόνο: 1. Ξενώνες, ξενοδοχεία και λοιπές εγκαταστάσεις 2. Κατοικία. 3. Εμπορικά καταστήματα. 4. Εστιατόρια. 5. Αναψυκτήρια. 6. Κέντρα διασκέδασης, αναψυχής. 7. Χώροι συνάθροισης κοινού. 8. Πολιτιστικά κτίρια και εν γένει πολιτιστικές λειτουργίες. 9. Κτίρια κοινωνικής πρόνοιας. 10. Θρησκευτικοί χώροι. 11. Κτίρια, γήπεδα στάθμευσης. 12. Πρατήρια βενζίνης. 13. Αθλητικές εγκαταστάσεις. 14. Εγκαταστάσεις μέσων μαζικών μεταφορών». Ακολούθως, με την παρ. 18 του άρθρου 6 του προαναφερθέντος Ν. 2160/1993 που περιέχει τις εκτεθείσες ρυθμίσεις για τον τουρισμό ορίσθηκε ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 8 του π.δ. της 23.2.1987 «προστίθενται νέες περιπτώσεις 15, 16, 17, 18, 19 ως ακολούθως: ‘‘15. Συνεδριακά κέντρα. 16. Ελικοδρόμια. 17. Καζίνα. 18. Γήπεδα γκολφ. 19. Τουριστικοί λιμένες’’», ενώ με τη παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3139/2003 (Α΄ 100) προσετέθη στο άρθρο 8 του από 23.2.1987 π.δ. περίπτωση 20 «εγκαταστάσεις εμπορικών εκθέσεων – εκθεσιακά κέντρα».
15. Επειδή, από το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Νήσου Κρήτης προκύπτουν τα εξής: Το Πλαίσιο καταγράφει και αξιολογεί τη θέση της Περιφέρειας στο διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και διάρθρωση του χώρου, προσδιορίζοντας με προοπτική 15 ετών τις βασικές προτεραιότητες και τις στρατηγικές επιλογές για την ολοκληρωμένη και αειφόρο ανάπτυξη (άρθρο 1), σύμφωνα με τις φυσικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητές της, παρέχοντας δε το κατευθυντήριο πλαίσιο για τα κατώτερα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Π.Ε.Ρ.ΠΟ., Ζ.Ο.Ε., Π.Ο.Α.Π.Δ.) για την εξασφάλιση της συνεκτικής διαχείρισης του χώρου. Στοχεύει δε στην εξειδίκευση και συμπλήρωση των βασικών προτεραιοτήτων ως επιλογών των χωρικών κατευθύνσεων αναφορικά με τις περιοχές, στις οποίες θα ενεργοποιούνται τα εργαλεία και οι μηχανισμοί του Ν. 2742/1999, ειδικότερα δε οι Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων, τα Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων και τέλος οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (άρθρο 2). Κατά την αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης και των προοπτικών στο επίπεδο της Περιφέρειας (άρθρο 3, ενότητα Β, Χάρτης Β4.α., Β4.β.), δίδεται η γενική κατεύθυνση ότι τα συστατικά πολιτιστικά στοιχεία του νησιού (ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φυσικού και δομημένου/ιστορικού περιβάλλοντος της Κρήτης) πρέπει να τύχουν ολοκληρωμένης διαχειρίσεως, που οφείλει να προωθηθεί κατά προτεραιότητα, με στόχο τα στοιχεία αυτά να ενταχθούν λειτουργικά σε συστήματα χωρικών συνόλων, δικτύων και διαδρομών (υποενότητα Β.1). Περαιτέρω, στην υποενότητα Β.2.1 «Αστικός χώρος-Ζώνες οικιστικής χρήσης» αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η μέχρι σήμερα ανάπτυξη της Περιφέρειας, στηρίχθηκε κυρίως στον βόρειο λειτουργικό άξονα και φυσικά στην περιοχή του έχουν συσσωρευτεί τα μεγαλύτερα και συνθετότερα προβλήματα συγκρούσεων χρήσεων γης και αντιφατικών δραστηριοτήτων, φαινόμενα τα οποία μπορεί να αντιμετωπισθούν με δυσκολία και με έντονες και συντονισμένες προσπάθειες. Αλλά και σε εκτεταμένες ζώνες του νότιου άξονα η κατάσταση δεν είναι ενθαρρυντική. Όμως, οι επιλογές της περιφερειακής ανάπτυξης της Κρήτης αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, προσέγγιση με τις άλλες περιφέρειες της Ένωσης, ανάπτυξη ποιοτικού τουρισμού, στήριξη της ερευνητικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας, κ. ά. μπορεί να υποστηριχθούν μόνον με την ποιότητα του χώρου, σε όλα τα πεδία, τόσο στο χωροταξικό, όσο και σε εκείνο του αστικού, του περιαστικού και του παράκτιου χώρου». Στη συνέχεια, στην υποενότητα Β.2.2 «Παράκτιος χώρος», διαπιστώνονται δισεπίλυτα χωροταξικά θέματα που λειτουργούν ανασχετικά, ως προς τις αναπτυξιακές επιλογές. Τα προβλήματα αυτά εντοπίζονται στο βόρειο άξονα και σε όλες τις τουριστικά αναπτυσσόμενες περιοχές, ιδιαίτερα δε στις παράκτιες ζώνες (με εγκατάσταση στις ίδιες περιοχές μεγάλων τουριστικών μονάδων, δίπλα στους μικρότερους και ανάπτυξη συγχρόνως δεύτερης κατοικίας σε γραμμικούς παράλληλους με την ακτογραμμή άξονες). Επισημαίνονται επίσης ως προβλήματα η μη θεσμοθέτηση των Ζ.Ο.Ε και των Ειδικών Χωροταξικών Μελετών που έχουν εκπονηθεί, καθώς και το γεγονός ότι στο βόρειο άξονα και στις παράκτιες περιοχές συγκεντρώνονται οι εκτάσεις των Οικοδομικών Συνεταιρισμών και των Εταιρειών Ιδιωτικών Πολεοδομήσεων (με ένταση, μεταξύ άλλων, στην περιοχή της Σητείας). Εν όψει δε των προβλημάτων αυτών, «που παρουσιάζει ο ιδιαίτερα ευαίσθητος οικισμένος και ο παράκτιος χώρος της Κρήτης», προτείνονται επείγουσες παρεμβάσεις (θεσμοθετήσεις και εφαρμογές) στην πολεοδομική ή στη μικρή χωροταξική κλίμακα, με δραστική αντιμετώπιση της νόμιμης «εκτός σχεδίου δόμησης». Περαιτέρω, (άρθρο 3, υποενότητα Β.2.4), παρατίθενται τα δίκτυα φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος που δύνανται να οργανωθούν στις μεγάλες ενότητες χώρου που διαμορφώνονται εκ των πραγμάτων σε κάθε νομό της Περιφέρειας. Ειδικότερα, στο Νομό Λασιθίου περιλαμβάνονται πέντε μεγάλες ενότητες χώρου ευαίσθητων προστατευόμενων περιοχών, εκ των οποίων οι τρεις αποτελούν χερσονήσους και μικρά διακριτά μεταξύ τους νησιωτικά συμπλέγματα, η μια είναι ορεινή ημιορεινή περιοχή και η τελευταία αποτελεί την μεγάλη χωρική ενότητα του Οροπεδίου και της Δίκτης. Για όλα δε τα εκτεταμένα αυτά χωρικά σύνολα (που εντοπίζονται και στους άλλους νομούς) προτείνεται η ολοκληρωμένη αντιμετώπισή τους. Η πρόταση του Πλαισίου για το Πρότυπο Χωρικής Ανάπτυξης της Νήσου (άρθρο 3, ενότητα Γ, υποενότητα Γ.1., Χάρτης Δ.1.1.) αναφέρει ότι το πρότυπο αυτό πρέπει να υποστηρίζει και να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες, αντίστοιχα, ώστε να αναδεικνύονται νέες μορφές ανάπτυξης με δράσεις και πρωτοβουλίες που κατευθύνονται, μεταξύ άλλων, προς τη διατύπωση συνολικής στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη με έμφαση στην ανάπτυξη των δύο συνεργαζόμενων τομέων του Τουρισμού και της Γεωργίας με την αξιοποίηση των τοπικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων και με κατάλληλα μέτρα χωροταξικής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Ειδικότερα, ως προς τη συνολική χωρική δομή και τις χρήσεις γης, οι δράσεις θα προσανατολίζονται προς την ανάπτυξη των επιλεγμένων νέων αστικών κέντρων και θα δημιουργούνται νέοι άξονες και πόλοι ανάπτυξης, με προγραμματισμό και σχεδιασμό και με χαρακτηριστικά συμπληρωματικής, συνθετικής και ενιαίας λειτουργίας τους, προς το εσωτερικό και τα νότια της Κρήτης, ώστε, μεταξύ άλλων, : α) να δημιουργούνται σταδιακά προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη των σημερινών πόλων ανάπτυξης, ανάσχεση των έντονων φαινομένων μονοσήμαντης ανάπτυξης του βόρειου άξονα και των σημερινών πόλων ανάπτυξης, καθώς και για σχετικά ισόρροπη κατανομή των τουριστικών εγκαταστάσεων αναβαθμισμένου τύπου σε όλον τον χώρο της Νήσου, με κλασικές μορφές στις παράκτιες περιοχές και ήπιες στα ορεινά και ημιορεινά χωρικά σύνολα, β) να λαμβάνονται και να εφαρμόζονται τα κατάλληλα θεσμικά μέτρα κατά μήκος όλων των προβληματικών παράκτιων ζωνών με σύγκρουση χρήσεων γης και πίεση αστικοποίησης, με θεσμοθέτηση ορισμένων από τις προωθημένες ΖΟΕ ή ΕΧΜ, με αναθεώρηση, όπου απαιτείται, της Απόφασης 16/81 του Ε.Σ.Χ.Π. και των παλαιών ΓΠΣ, με προώθηση ρυθμίσεων των Νόμων 2508/97 για τη «Βιώσιμη ανάπτυξη, κλπ» και 2742/99 για τον «Χωροταξικό Σχεδιασμό κλπ» (Ρυθμιστικά Σχέδια/ΠΕΡΠΟ/ΓΠΣ/ΣΧΟΑΠ), με τις οποίες αντιμετωπίζεται μερικώς η νόμιμη «εκτός σχεδίου» δόμηση, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη των ξενοδοχειακών και λοιπών τουριστικών εγκαταστάσεων, γ) να οριοθετηθούν οριστικά με τη ισχύουσα νομοθεσία και να αναγνωρισθούν ως σημαντικής προτεραιότητας οι «ζώνες υψηλής προστασίας» (αρχαιολογικοί χώροι, τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και δίκτυο NATURA 2000), ενώ, παραλλήλως, θα αναλαμβάνονται χωρικές δράσεις για την προστασία και ανάδειξη του ενιαίου φυσικού και πολιτιστικού χώρου, από τις οποίες θα αναδεικνύεται η άρρηκτη σχέση της φυσικής και πολιτισμικής προσωπικότητας του καθέκαστα χώρου, καθώς και το διαχρονικό ιστορικό βάθος του και δ) να αναλαμβάνονται ποιοτικές παρεμβάσεις για την αναβάθμιση του αστικού, του περιαστικού χώρου και του χώρου της υπαίθρου. Εν συνεχεία, παρουσιάζεται η Χωροταξική Οργάνωση (άρθρο 3, ενότητα Γ3, χάρτες Π.1) και, ειδικότερα, η διάρθρωση του περιφερειακού οικιστικού δικτύου και η διοικητική και κοινωνική υποδομή (υποενότητα Γ.3.1, χάρτης Π.2.). Όσον αφορά στην οικιστική ανάπτυξη, αναφέρεται ότι η επέκταση της οικιστικής χρήσης σε νέες περιοχές σε βάρος γεωργικών, δασικών ή και άλλων προστατευόμενων εκτάσεων θα πρέπει να εξορθολογισθεί. Ειδικότερα, προτείνονται τα εξής: α) για τις ανάγκες α’ κατοικίας και για τα οικιστικά κέντρα 1ου, 2ου και 3ου επιπέδου, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2508/97 και των μηχανισμών που προβλέπει (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ κλπ.). Επίσης, θα πρέπει να προωθηθούν νέου τύπου μορφές ολοκληρωμένης οικιστικής ανάπτυξης (πιλοτική δημόσια πολεοδόμηση, ΠΕΡΠΟ), με την ενεργό συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα, που μπορεί να λειτουργήσουν παραδειγματικά προσφέροντας νέα πρότυπα οικιστικής ανάπτυξης, μειώνοντας, ταυτόχρονα, τις κερδοσκοπικές πιέσεις στην αγορά πολεοδομημένης γης, και β) για τις ανάγκες β’ κατοικίας, θα πρέπει επίσης να υιοθετηθεί η ίδια αρχή, με φροντίδα για κάλυψη των αναγκών κατά προτεραιότητα στους υπάρχοντες πολυπληθείς οικισμούς, προκειμένου να αναζωογονηθούν, καθώς και εντός των προβλεπόμενων περιοχών για τουριστική και για ήπια τουριστική ανάπτυξη τόσο στους ορεινούς όγκους, όσο και σε επιλεγμένες παράκτιες περιοχές. Στην υποενότητα Γ.3.3 του άρθρου 3 με τίτλο «Κατευθύνσεις για την προστασία και την ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι περιοχές με «φέρουσα ικανότητα φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου» συγκροτούν ενότητες, στις οποίες εντάσσονται και όλα τα νησιωτικά σύνολα, μικρότερα ή μεγαλύτερα. Η οικεία ενότητα για το νομό Λασιθίου ορίζεται ως εξής: «ΝΟΜΟΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ: (1) ενιαία ζώνη στα ανατολικά, αρχίζοντας από τα Περιβολάκια και τον Άγιο Γιώργη έως και βόρεια στο ακρωτήρι Σίδερο και τους Διονυσάδες και (2) εκτεταμένη ζώνη, από νότο προς βορρά, αρχίζοντας από τον Κουτσουρά, προς την Παχειά Άμμο, τον Άγιο Νικόλα ως τη Μίλατο και προς τα δυτικά, στην περιοχή του Κριτσά έως τον ορεινό όγκο της Δίκτης. Περιλαμβάνονται και οι νήσοι Χρυσή και Κουφονήσι». Για τις ζώνες αυτές (όλων των νομών) προβλέπεται κατά προτεραιότητα: η άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής για την προστασία και την ανάδειξη των στοιχείων του πολιτιστικού και του φυσικού περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων, στις χαρακτηρισμένες ζώνες και τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλους, η, κατά προτεραιότητα, προώθηση των διαχειριστικών σχεδίων στις ζώνες ΝΑTURΑ και SPA, η θέσπιση ειδικών χρηματοδοτικών κινήτρων για τη διατήρηση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων με οικολογική προσέγγιση και διαχείριση, η λήψη ειδικών μέτρων για την μη συνέχιση της αποψίλωσης των δασών και η άσκηση πολιτικών για τη φυσική επέκταση και ανανέωσή τους, όπως η άμεση θεσμική προστασία της “φυσικής” κληρονομιάς -δάση, χλωρίδα, πανίδα – και των τοπίων και η ανάληψη δράσεων αναβάθμισης και αποτελεσματικών μέτρων προστασίας (διάβρωση εδαφών, αποψίλωση δασών, φαινόμενα ερημοποίησης, υφαλμύρωσης κ.λπ.) και, επιπλέον, αναφέρεται ότι εντός των περιοχών αυτών ή σε επαφή χωροθετούνται οι προτεινόμενες “ζώνες αναζήτησης ήπιας τουριστικής ανάπτυξης”, σε ορεινούς ή ημιορεινούς όγκους. Ακολούθως, καταγράφονται οι κατευθύνσεις του Πλαισίου στις ευρύτερες ανθρωπογεωγραφικές ενότητες (αγροτικός, παράκτιος, μικρός νησιωτικός και ορεινός χώρος) (άρθρο 3, υποενότητα Γ.3.4.). Ειδικότερα, ο παράκτιος χώρος (υποενότητα Γ.3.4.2), του οποίου σημαντικές εκτάσεις περιλαμβάνονται εντός του δικτύου “Φύση 2000” και ο οποίος διαθέτει σημαντικό τμήμα από το πολιτιστικό απόθεμα του νησιού, συντίθεται από πέντε διακεκριμένες ενότητες: α) αυτήν της βόρειας ακτής, από Κίσσαμο, δυτικά, έως Παχειά Άμμο, ανατολικά, η οποία είναι οικιστικά (α’ και Β’ κατοικία) και τουριστικά υπεραναπτυγμένη και όπου περιλαμβάνονται όλα τα σημαντικά οικιστικά κέντρα του νησιού, με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, πλην της Ιεράπετρας και της Σητείας. Στη βόρεια ακτή περιλαμβάνονται και όλες οι ξενοδοχειακές μονάδες άνω των 500 κλινών, πλην μιας στη νότια ακτή του Νομού Ρεθύμνης, β) αυτήν της νότιας ακτής, από Γούδουρα, ανατολικά έως Μύρτο, δυτικά και από Μάταλα, ανατολικά, έως Φραγκοκάστελο, δυτικά, όπου υπάρχει σημαντική εγκατάσταση Β’ κατοικίας και έχουν εμφανισθεί σχετικά έντονες πιέσεις τουριστικής ανάπτυξης, με μονάδες σαφώς μικρότερης κλίμακας από την προηγούμενη, γ) αυτήν της δυτικής ακτής, από ανατολικά της Παλαιοχώρας, έως Κίσσαμο, βόρεια, όπου παρατηρούνται πιέσεις τουριστικής ανάπτυξης, ενώ υπάρχει διάσπαρτη εγκατάσταση Β’ κατοικίας, δ) αυτήν της ανατολικής ακτής, από Σητεία, βόρεια, έως Άμπελο, νότια, όπου χωροθετείται το επίδικο έργο και όπου πλην εξαιρέσεων στην ίδια τη Σητεία και σε κοντινές της αποστάσεις, δεν παρατηρείται ιδιαίτερη οικιστική δραστηριότητα, πλην αυτής της Β’ κατοικίας, που ασκείται στους υφιστάμενους οικισμούς και ε) της λοιπής, ιδιαίτερα ορεινής ακτής (Λασιθιώτικα όρη, βόρεια, Δίκτη, Αστερούσια, Ίδη, νότια, όπου εν τούτοις έχουν δημιουργηθεί πυρήνες άναρχης οικιστικής ανάπτυξης. Για τις ζώνες, που εντάσσονται στις τρεις πρώτες χωρικές ενότητες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η ζώνη όπου χωροθετείται το επίδικο έργο, αναφέρεται ότι έχουν ανατεθεί και εκπονηθεί ΕΧΜ, οι οποίες όμως δεν θεσμοθετήθηκαν, πλην της ΖΟΕ Ρεθύμνου και Επισκοπής Γεωργιούπολης. Αναφέρεται επίσης ότι βρίσκονται σε προωθημένη διαδικασία θεσμοθέτησης οι ΕΧΜ νοτίων ακτών Ν. Ρεθύμνης, Παλαιόχωρας Κουντούρας και δυτικών ακτών Ν. Χανίων. Εν συνεχεία, αναφέρεται ότι η ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, στην προοπτική της αειφόρου ανάπτυξης, προϋποθέτει τον εξειδικευμένο φυσικό χωροταξικό σχεδιασμό του συνόλου των παρακτίων περιοχών με σαφή κατεύθυνση την καταλληλότητα και την συμβατότητα των χρήσεων, που θα προταθούν, με την προστασία και ανάδειξη των στοιχείων του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, ως προς τις τρεις πρώτες χωρικές ενότητες προτείνονται α) η υιοθέτηση των αρχών της συμπαγούς πόλης και η ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση της εκτός σχεδίου δόμησης, όπως αναφέρεται στο οικείο κεφάλαιο 3.3.1., β) η ενίσχυση του ποιοτικού τουρισμού, που αποτελεί το δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα της νήσου, με ισόρροπη κατανομή των, αναβαθμισμένου τύπου, τουριστικών εγκαταστάσεων σε επιλεγμένους χώρους σε όλη την νήσο, γ) η ποιοτική αναβάθμιση του υπεραναπτυγμένου τουριστικά βόρειου άξονα με ισχυρά κίνητρα ποιοτικής αναβάθμισης των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και πρόβλεψη νέων, σύμφωνα με την Απόφαση 22488/91 (ΦΕΚ 30 Β’) και το Ν.2545/1997, άρθρο 29, δ) η ενίσχυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών παροχής υπηρεσιών στην ενότητα της νότιας ακτής, σύμφωνα με την Απόφαση 22488/91 και το Ν.2545/97, άρθρο 29 και τη θεσμοθέτηση ΕΧΜ Νοτίων Ακτών Ν.Ρεθύμνης και ε) η άμεση προώθηση της θεσμοθέτησης της ΕΧΜ στις δυτικές ακτές του Ν. Χανίων, και αυτής της νότιας ακτής από Παλαιοχώρα έως Ακρωτήρι Κριός. Ως προς τις άλλες δύο χωρικές ενότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ενότητα, στην οποία χωροθετείται το επίδικο έργο (ανατολική ακτή, από Σητεία, βόρεια, έως Άμπελο, νότια), που καλύπτονται σχεδόν στο σύνολό τους από περιοχές του δικτύου «Φύση 2000» και αρχαιολογικούς χώρους, προτείνεται ο προσεκτικός σχεδιασμός με κύρια κατεύθυνση την προστασία και ανάδειξη της κληρονομιάς, καθώς και την αναγνώριση και την εξυγίανση της υπάρχουσας κατάστασης και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, εκεί όπου θα κριθεί απόλυτα αναγκαίο. Περαιτέρω, τίθενται τα προγραμματικά πλαίσια χωροθέτησης των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και καθορίζονται οι περιοχές για αναζήτηση Π.Ο.Α.Π.Δ. (άρθρο 3, υποενότητα Γ.3.7.), όπου, ειδικότερα, ως προς τον τριτογενή τομέα/Τουρισμό (υποενότητα Γ.3.7.3.), προβλέπονται τα εξής: Στόχοι για την ανάπτυξη του τουρισμού θα πρέπει να είναι η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουρισμού, και η βελτίωση των τουριστικών υποδομών. Ειδικότερα, στις περιοχές για τις οποίες ισχύει το καθεστώς κορεσμού ή και ελέγχου τουριστικής ανάπτυξης προτείνεται η ενθάρρυνση της βελτίωσης της παροχής υπηρεσιών και των τουριστικών υποδομών με παράλληλα μικρές αυξήσεις της δυναμικότητας. Προς τη κατεύθυνση αυτή είναι δυνατό να έχουν εφαρμογή τα εργαλεία των άρθρων 10 και 11 του Ν.2742/99 με στόχο την ανάπτυξη παραγωγικών και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών ιδιωτών, για την αναβάθμιση υφισταμένων ή τη δημιουργία νέων καταλυμάτων παραμονής επισκεπτών (ξενοδοχειακών και συναφών επιχειρήσεων), με κατεύθυνση την ποιοτική αναβάθμιση της δραστηριότητας. Προβλέπεται η ανάπτυξη ειδικών μορφών τουρισμού (συνεδριακός, εσωτερικός, ορεινός, χειμερινός, θαλάσσιος, κοινωνικός, αγροτικός και αθλητικός, κλπ), για επέκταση της περιόδου και για μείωση των εντάσεων που ασκούνται από την σημερινή μορφή του κατά τη θερινή περίοδο και μόνον στον παράκτιο χώρο. Η αναβάθμιση και διεύρυνση του Τομέα, θα πρέπει να συνδυάζεται με τα δίκτυα πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και με αντιπροσωπευτικά και πιλοτικά ολοκληρωμένα προγράμματα ανάδειξης περιοχών (έργα ενέργειες ανάδειξης/προστασίας, αλλά και υποδοχής ξενάγησης διαχείρισης επισκεπτών), ώστε να λειτουργήσουν ως βασικοί πόλοι έλξης των επισκεπτών. Ειδικότερα, προσδιορίζονται ως περιοχές αναζήτησης Περιοχές Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.) ή Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (ΠΕΧΠ): α) στις παράκτιες ζώνες και ειδικότερα i) «στις σημειούμενες στον χάρτη Π1 ζώνες της βόρειας ακτής, για δραστηριότητες αναβάθμισης των υφισταμένων ξενοδοχειακών/τουριστικών μονάδων» και ii) «στις σημειούμενες στον χάρτη Π1 ζώνες της νότιας ακτής, για δραστηριότητες ξενοδοχειακών/τουριστικών μονάδων» και β) «στις ζώνες των ορεινών και ημιορεινών όγκων και ειδικότερα στις σημειούμενες στον χάρτη Π1 περιοχές ήπιας τουριστικής ανάπτυξης σε ορεινούς και ημιορεινούς όγκους …». Eν συνεχεία, καθορίζονται οι περιοχές για περαιτέρω εφαρμογές των διατάξεων του Ν.2508/97 και του Ν.2742/99 (άρθρο 3, υποενότητα Γ.3.8.) και, ειδικότερα, για την εκπόνηση Ρυθμιστικών Σχεδίων, Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (υποενότητα Γ.3.8.1.). Ειδικότερα, ως προς τις περιοχές των μικρότερων οικιστικών κέντρων, αναφέρεται ότι θα πρέπει να εκπονηθούν Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., αναλόγως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2508/97 και, βεβαίως, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του παρόντος και συνυπολογίζοντας τον χαρακτήρα του συνόλου της εδαφικής έκτασης των αναπτυξιακών ενοτήτων υποενοτήτων, στις οποίες ανήκουν. Τέλος, στο χάρτη Δ.1.1 «Πρότυπο Χωρικής Ανάπτυξης» οριοθετείται με γαλάζια διαγράμμιση, η οποία σημαίνει, κατά τους όρους του χάρτη, ότι οριοθετείται ως περιοχή ήπιας τουριστικής ανάπτυξης μέρος της ενότητας αυτής, όπου χωροθετείται το επίδικο έργο, ενώ στο χάρτη Π.1 «Χωροταξική οργάνωση» ουδεμία αντίστοιχη διαγράμμιση σημειώνεται, παρά μόνον αυτές που αντιστοιχούν σε περιοχές με φέρουσα ικανότητα φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και σε περιοχές Natura 2000. Από τις ανωτέρω εκτεθείσες γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, καθώς και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες, κατά περίπτωση, διαγραμμίσεις και απεικονίσεις των οικείων χαρτών συνάγεται ότι η ευρύτερη περιοχή, στην οποία σχεδιάζεται ν’ αναπτυχθεί το επίδικο έργο, προτείνεται μεν ως περιοχή, στην οποία δύναται, κατ’ αρχήν, ν’ αναζητηθούν εκτάσεις, προσφερόμενες προς ήπια τουριστική ανάπτυξη, όπου αυτό κριθεί απόλυτα αναγκαίο, εν όψει όμως της διαπιστωμένης φέρουσας ικανότητας φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της ζώνης αυτής, η εν λόγω περιοχή δεν προτείνεται, πάντως, ν’ αναπτυχθεί μέσω Π.Ο.Α.Δ.Π ή Π.Ε.Χ.Π ή σχεδίων αντίστοιχης προς τις Π.Ο.Α.Δ.Π στοχεύσεως. Τούτο δε διότι οι σχετικές κατευθύνσεις και ειδικώτερες προτάσεις περιορίζονται στις βόρειες και νότιες ακτές της Κρήτης, που είναι ανεπτυγμένες τουριστικά και όπου για την ποιοτική αναβάθμιση ή την πρόβλεψη νέων τουριστικών εγκαταστάσεων προτείνεται, συγκεκριμένα, ως μέσο εφαρμογής τούτων, η ενεργοποίηση του άρθρου 29 ν. 2545/1997 (Π.Ο.Τ.Α). Αντίθετα, απουσιάζουν αντίστοιχες προτάσεις (δηλαδή έγκριση Π.Ο.Α.Δ.Π, Π.Ο.Τ.Α) για το ανατολικό τμήμα του νησιού και, ειδικότερα, για τη ζώνη όπου αναπτύσσεται το επίδικο έργο, όπως, άλλωστε, απουσιάζουν αντίστοιχες κατευθύνσεις και προτάσεις για το δυτικό τμήμα.
16. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το επίμαχο έργο αναπτύσσεται στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης, σε έκταση επιφάνειας περίπου 25.000.000 τ.μ., που έχει κατανεμηθεί από τη Διοίκηση σε 5 γήπεδα κατά Γ.Ο.Κ, εντός των οποίων χωροθετούνται 6 τουριστικά συγκροτήματα-χωριά, μεγίστης συνολικής δυναμικότητας 7.000 κλινών, που περιλαμβάνουν κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα 5 αστέρων κλασικού τύπου και τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων, καθώς και μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα (τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες), εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής, καθώς και άλλα απαραίτητα έργα υποδομής. Η συνολική επιφάνεια των γηπέδων, αφού αφαιρεθούν οι εκτάσεις που αφορούν στη ζώνη αιγιαλού-παραλίας και άλλες εκτάσεις που έχουν εξαιρεθεί από την ανάπτυξη, ανέρχεται σε 22.172.000 τ.μ. Οι επιφάνειες εκάστου γηπέδου ορίσθηκαν ως εξής: α) Γήπεδο Ι-εμβαδό 5.039.258 τ.μ., β) Γήπεδο ΙΙ-εμβαδό 7.578.651 τ.μ., γ) Γήπεδο ΙΙΙ-εμβαδό 5.178.160 τ.μ., δ) Γήπεδο IV-εμβαδό 3.215.763 τ.μ. και ε) Γήπεδο V-εμβαδό 1.160.417 τ.μ. Συγκεκριμένα, το έργο περιλαμβάνει: Α. Ξενοδοχειακά καταλύματα μέγιστης δυναμικότητας 7.000 κλινών, κατανεμημένα ως εξής: 1) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Γκολφ», που αναπτύσσεται στο γήπεδο Ι, μέγιστης δυναμικότητας 2.100 κλινών, 2) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Γκράντες», που αναπτύσσεται στο γήπεδο ΙΙ, μέγιστης δυναμικότητας 1.300 κλινών, 3) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Λευκή Άμμος», που αναπτύσσεται στο γήπεδο ΙΙΙ, μέγιστης δυναμικότητας 1.600 κλινών, 4) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Πόρτο Σίδερο», που αναπτύσσεται στο γήπεδο V, μέγιστης δυναμικότητας 1.040 κλινών, 5) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Κρύσταλλο», που αναπτύσσεται στα γήπεδα ΙΙ και ΙV, μέγιστης δυναμικότητας 1.000 κλινών, 6) τουριστικό συγκρότημα-χωριό με την επωνυμία «Μαγατζές», που αναπτύσσεται στο γήπεδο ΙΙ, μέγιστης δυναμικότητας 300 κλινών. Β. Έργα ειδικής τουριστικής υποδομής: 1) τρία γήπεδα γκολφ, εκ των οποίων δύο 18 οπών και ένα 9 οπών και κτίριο εξυπηρέτησης αυτών, 2) συνεδριακό κέντρο δυναμικότητας 1.190 συνέδρων. Γ. Λοιπά έργα και δραστηριότητες: 1) δύο μονάδες επεξεργασίας λυμάτων (Μ.Ε.Λ. 1 και 2), 2) κέντρο προσωρινής αποθήκευσης ανακυκλώσιμων υλικών, 3) δύο μονάδες κομποστοποίησης, 4) σταθμός μεταφοράς απορριμμάτων (ΣΜΑ), 5) μονάδα αφαλάτωσης, 6) γεωτρήσεις άντλησης θαλασσινού νερού, 7) αθλητικό και διοικητικό κέντρο, 8) πολιτιστικό και περιβαλλοντικό κέντρο, 9) μετεωρολογικό σταθμό, 10) δεξαμενές ύδρευσης και συλλογής ομβρίων, 11) εσωτερική οδοποιία και εσωτερικά δίκτυα υποδομών (δίκτυο ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, αποχέτευσης), 12) γήπεδα αθλοπαιδιών (βόλεϊ, μπάσκετ, ποδοσφαίρου κ.λπ.) και απαραίτητες εγκαταστάσεις (αποδυτήρια κ.λπ.), 13) εστιατόρια, αναψυκτήρια, εμπορικά καταστήματα και χώρους στάθμευσης, 14) λοιπές βοηθητικές κτιριακές εγκαταστάσεις, 15) μονοπάτια, περίπτερα πληροφόρησης και βοτανικό κήπο, 16) πιεζομετρικές γεωτρήσεις παρακολούθησης κ.λπ. Η ευρύτερη περιοχή του έργου είναι ενταγμένη στο ενιαίο ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Η έκταση δε που αντιστοιχεί στα γήπεδα κατά Γ.Ο.Κ βρίσκεται εντός των ορίων του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας (Τ.Κ.Σ) «Βορειοανατολικό Άκρο Κρήτης: Διονυσάδες, Ελάσα και Χερσόνησος Σίδερο (Άκρα Μαυροβούνι-Βάι-Άκρα Πλάκος) και θαλάσσια ζώνη», με κωδικό GR 4320006, που εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Ιουλίου 2006, και καταλαμβάνει περίπου 19% της επιφάνειας αυτού (ιδίως μεγάλο τμήμα της χερσαίας του έκτασης), ενώ τα πέντε από τα έξι τουριστικά χωριά (Μαγατζές, Κρύσταλο, Πόρτο Σίδερο, Γκράντες, Λευκή Άμμος και συνοδές υποδομές) χωροθετούνται εντός των ορίων της Ζώνης Ειδικής Προστασίας (Ζ.Ε.Π) «Βορειοανατολικό άκρο Κρήτης» με κωδικό GR 4320009, που έχει ταξινομηθεί και οριοθετηθεί από το έτος 1995 κατά τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, καταλαμβάνουν δε περίπου το 52% της συνολικής της επιφάνειας. Στην ευρύτερη περιοχή του έργου και, ειδικότερα, σε απόσταση 1500 μέτρων από το τουριστικό χωριό Γκράντες περιλαμβάνεται το φοινικόδασος του Βάι, που έχει κηρυχθεί αισθητικό δάσος με το π.δ. 121/1973 (Α΄170), και είναι το δεσπόζον προστατευτέο στοιχείο της περιοχής Natura. Για τον ανωτέρω Τ.Κ.Σ με κωδικό GR 4320006 έχουν εκπονηθεί Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (Ε.Π.Μ) (ΥΠΕΧΩΔΕ, Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, Δεκέμβριος 1998), συνοδευόμενη από σχέδιο Προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό ζωνών προστασίας της περιοχής, το οποίο δεν έχει ακόμη εκδοθεί, καθώς και «Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο» από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (Ε.Κ.Β.Υ) του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη ενός συνολικού χωροταξικού σχεδιασμού που θα αντιμετωπίσει συνολικά την ανάπτυξη της περιοχής με τη σύνταξη Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης και αντιτίθεται στις μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις, όπως το προταθέν «πρόγραμμα αξιοποίησης των εκτάσεων Μονής Τοπλού» (κεφάλαιο 3.2, σελ. 196). Σύμφωνα δε με το προτεινόμενο άρθρο 3 (σελ. 9) του σχεδίου προεδρικού διατάγματος, στη ζώνη ΙΙΙ (Περιφερειακή Περιοχή Προστασίας της φύσης), εντός της οποίας χωροθετείται το επίμαχο έργο, προτείνεται να επιτραπούν πέραν των δραστηριοτήτων του πρωτογενούς τομέα που ήδη ασκούνται στην περιοχή και χρήσεις και δραστηριότητες που συμβάλλουν στη διατήρηση και ενίσχυση ειδικών μορφών τουρισμού (αγροτουρισμός, οικοτουρισμός κλπ.). Οι προτάσεις αυτές υποστηρίζονται και τεκμηριώνονται από τα δεδομένα της περιοχής, ως προς την υφιστάμενη φυσική της κατάσταση, τη βλάστηση, την αισθητική του τοπίου, την ήπια διαμόρφωση του αναγλύφου κλπ., σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες των κατοίκων στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία), που της προσδίδουν το χαρακτηριστικό περιοχής ανεπηρέαστης από ανθρωπογενείς επιδράσεις δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα παραγωγικών δραστηριοτήτων. Εξάλλου, για την έγκριση του επίμαχου έργου εκδόθηκε η 1803/28-5-2002 θετική γνωμοδότηση της Διεύθυνσης Χωροταξίας του ΥΠΕΧΩΔΕ για την Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση του έργου (Π.Π.Ε.Α) (υπ’αρ. 39 προοιμίου προσβαλλόμενης πράξης). Επίσης, ελήφθησαν υπόψη: α) οι κατευθύνσεις του υπό εκπόνηση Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π) του Δήμου Ιτάνου, που, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ευρίσκετο στο Β1 στάδιο (υπ’αρ. 22 και 68 στοιχεία προοιμίου προσβαλλόμενης πράξης), β) οι κατευθύνσεις και προτάσεις του εγκεκριμένου Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Κρήτης, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν από τη Διεύθυνση Χωροταξίας του ΥΠΕΧΩΔΕ (υπ’αρ. πρωτ. 24887/13-6-06 έγγραφο) και γ) οι κατευθύνσεις του υπό κατάρτιση Ειδικού Πλαισίου για τον Τουρισμό (υπ’αρ. 67 στοιχείο προοιμίου). Ειδικότερα, ως προς το υπό εκπόνηση ΣΧΟΟΑΠ, ελήφθη υπόψη ότι το επίμαχο έργο είχε περιληφθεί στις «προγραμματιζόμενες τουριστικές και οικιστικές επενδύσεις των ιδιωτικών φορέων» που αναφέρονται σε αυτό, υπό την έννοια ότι είναι ήδη εγκεκριμένο και δεδομένο βάσει της Π.Π.Ε.Α και γι’ αυτό δεν μελετάται η δυνατότης πραγματοποιήσεώς του υπό τα συγκεκριμένα μεγέθη και χαρακτηριστικά του (σελ. 8, 13, 15, 16, 26, 31, 33, 51). Περαιτέρω, εν όψει της διαπιστώσεως από τη Διεύθυνση Χωροταξίας του ΥΠΕΧΩΔΕ (βλ. ως άνω έγγραφο) ότι η έκταση, στην οποία σχεδιάζεται να αναπτυχθεί και λειτουργήσει το επίδικο έργο, δεν διέπεται από σχεδιασμό σε επίπεδο χρήσεων γης (Γ.Π.Σ, Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π, Ζ.Ο.Ε κ.α) και, κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει σχετική με την εγκατάσταση και λειτουργία του πρόβλεψη, αξιοποιήθηκαν για την κρίση της Διοικήσεως, σχετικά με το επιτρεπτό του έργου, οι κατευθύνσεις του Π.Π.Χ.Σ.Α.Α, (για την σχετικά ισόρροπη κατανομή τουριστικών εγκαταστάσεων αναβαθμισμένου τύπου σε όλο το χώρο της Κρήτης, για τη δημιουργία νέων αξόνων και πόλων ανάπτυξης με προγραμματισμό και σχεδιασμό και με χαρακτηριστικά συμπληρωματικής, συνθετικής και ενιαίας λειτουργίας τους, για την ανάπτυξη ειδικών μορφών τουρισμού, για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, μέσω εξειδικευμένου φυσικού χωροταξικού σχεδιασμού, για τον προσεκτικό σχεδιασμό και ήπια τουριστική ανάπτυξη, εφόσον κριθεί αναγκαίο, στις περιοχές με «φέρουσα ικανότητα φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου», στις οποίες περιλαμβάνεται η υπόψη επένδυση και ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης περιοχής στον Χάρτη Δ.1.1:Πρότυπο Χωρικής Ανάπτυξης ως παράκτια ζώνη ήπιας τουριστικής ανάπτυξης), σε συνδυασμό με αυτές του υπό κατάρτιση Ειδικού πλαισίου για τον Τουρισμό (για τη λειτουργία του ανατολικού τμήματος του Νομού Λασιθίου ως αυτόνομου τουριστικού προορισμού με τη δημιουργία ολοκληρωμένων τουριστικών αναπτύξεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι αξιοποιούμενοι περιβαλλοντικοί όροι παραμένουν αναλλοίωτοι στο σύνολό τους, καθώς και για τη θετική αντιμετώπιση επενδυτικών σχεδίων με ανάλογα χαρακτηριστικά), προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, βάσει του συνδυασμού των κατευθύνσεων, εγκεκριμένων και μη, που λαμβάνονται υπόψιν, ότι «οι κατευθύνσεις αυτές συνάδουν με τον χαρακτήρα του επίμαχου έργου, υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν υπόψη τα απαραίτητα μέτρα περιβαλλοντικής διαχείρισης ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της περιοχής». Εξάλλου, σχετικά με το έργο, εκδόθηκε και «Έγκριση καταλληλότητας γηπέδων για ανέγερση πέντε (5) ξενοδοχείων, ενός (1) συνεδριακού κέντρου και τριών (3) γηπέδων γκολφ στην περιοχή Κάβο Σίδερο Ν.Λασιθίου Κρήτης» (υπ’αρ. 501823/18-12-2003 έγγραφο του ΕΟΤ), κατ’επίκληση των διατάξεων του π.δ. 43/2002 (Α΄43), η έγκριση δε αυτή δεν περιλαμβάνει τις τουριστικές κατοικίες (υπ’ αρ. 6 και 46 στοιχεία προοιμίου). Τέλος, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων του από 20/1/1988 π.δ. (Δ΄ 61) «Τροποποίηση του από 6/10/78 π.δ. περί καθορισμού των όρων και των περιορισμών δομήσεως των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός των ορίων των νομίμως υφιστάμενων προ του 1923 οικισμών» (Δ΄538) (ήδη άρθρο 173 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), καθώς και των διατάξεων του από 30/6/1991 π.δ. (Δ΄ 474) «Καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης για την ανέγερση τουριστικών εγκαταστάσεων σε γήπεδα εκτός σχεδίων πόλεως και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 καθώς και εκτός ορίων οικισμών κάτω των 2000 κατοίκων, καθορισθέντων βάσει του από 24/4/1988 π.δ. (181 Δ΄) ως ισχύει, των νήσων Κρήτης, Ρόδου και Κέρκυρας καθώς και του Νομού Χαλκιδικής».
17. Επειδή, υπό τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα, τα επίμαχα έργα (εγκαταστάσεις και υποδομές) αποτελούν ένα σύνθετο έργο μεγάλης κλίμακας, το οποίο έχει το χαρακτήρα τουριστικού οικισμού με ιδία συνοχή και οργάνωση, που αποσκοπεί στην ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, καθιστώντας αυτήν ολοκληρωμένο τουριστικό προορισμό, με την πραγμάτωση μεγάλου επενδυτικού σχεδίου και με τα ειδικώτερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προβλέπονται από το θεσμό των Π.Ο.Τ.Α. και τις διατάξεις του τουριστικού νόμου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίνονται περιβαλλοντικοί όροι για το ως άνω περιγραφόμενο σύστημα έργων και δραστηριοτήτων που αποτελεί, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 12, το τρίτο και τελικό στάδιο εξειδίκευσης του χωροταξικού σχεδιασμού και ανήκει, ως εκ τούτου, στο επίπεδο εφαρμογής αυτού, το οποίο οφείλει να ερείδεται σε χωροταξικό σχεδιασμό δευτέρου (κατωτέρου) επιπέδου, είτε γενικού (Γ.Π.Σ., ΣΧΟΟΑΠ κ.λπ.) είτε, εάν αυτός ελλείπει, εξιδιασμένου (ΠΟΑΠΔ, ΠΟΤΑ κ.λπ.). Οι ως άνω δε μηχανισμοί εφαρμογής οφείλουν να κινούνται εντός των πλαισίων των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων, τα οποία αποτελούν τα μέσα χωροταξικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου να τηρούν δε τους όρους και περιορισμούς που περιλαμβάνονται στις κατευθύνσεις και προτάσεις αυτών, εξειδικεύοντας και εφαρμόζοντάς τους, μέσω προβλέψεως κυρίως συγκεκριμένων χρήσεων γης και συναφών όρων ρυθμίσεως του χώρου κατά περιοχή. Στην προκείμενη περίπτωση όμως το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Κρήτης περιέχει συγκεκριμένες ειδικές κατευθύνσεις και προτάσεις για την επίμαχη περιοχή, οι οποίες επιβάλλουν τη χωροταξική της μεταχείριση ως φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου, αλλά και ως παράκτιου χώρου, με προσεκτικό σχεδιασμό της μείζονος χωρικής ενότητας και κύρια κατεύθυνσή του την προστασία και ανάδειξη της κληρονομιάς, με εξαίρεση ήπιες τουριστικές χρήσεις, όπου αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Οι ειδικές αυτές κατευθύνσεις χρήζουν εξειδίκευσης από κατάλληλες χωροταξικές ρυθμίσεις του δευτέρου επιπέδου χωροταξικού σχεδιασμού, η θέσπιση των οποίων προϋποθέτει ειδική και τεκμηριωμένη έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υφίσταται σχετική ανάγκη και να προσδιορισθεί ο βέλτιστος τρόπος ικανοποιήσεώς της, με πρόβλεψη των ανεκτών, ενόψει των συνθηκών της περιοχής, χρήσεων γης, καθώς και των λοιπών αναγκαίων όρων και περιορισμών (έντασης χρήσεων, προστατευτικών μέτρων κ.λπ.), ώστε να πραγματωθούν οι κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου. Οι υποχρεωτικές αυτές ρυθμίσεις του κατώτερου χωροταξικού σχεδιασμού, ως εκ της φύσεως τους και του ειδικού προστατευτικού σκοπού, τον οποίον οφείλουν να υπηρετούν, θέτουν εκποδών την εφαρμογή, στην επίμαχη περιοχή, των γενικών και παγίων διατάξεων περί εκτός σχεδίου δόμησης, η οποία, ούτως ή άλλως, αφορά μεμονωμένη δόμηση κύριων μόνον ξενοδοχειακών καταλυμάτων (βλ. αρ. 173 ΚΒΠΝ), όχι δε συνδυασμένες χρήσεις, οι οποίες απαιτούν, κατά τα προεκτεθέντα, χωροταξικό σχεδιασμό σε διαδοχικά επίπεδα εφαρμογής. Όμως οι αναγκαίες αυτές ρυθμίσεις, οι οποίες οφείλουν να εξειδικεύουν τα ληπτέα μέτρα προστασίας και ανάδειξης του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της περιοχής και τις προδιαγραφές της επιτρεπόμενης τουριστικής ανάπτυξης, αποτελώντας, έτσι, το αναγκαίο νόμιμο έρεισμα για την έκδοση ατομικών πράξεων περιβαλλοντικής ή άλλης αδειοδοτήσεως, δεν έχουν θεσπισθεί εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση δε οι ρυθμίσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτρέπουν την ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη της περιοχής τύπου ΠΟΤΑ. Τούτο δε διότι, η τελευταία, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 13, αποτελεί σύνθετο έργο που δημιουργείται εξαρχής, ώστε να συνιστά πλήρες και αυτόνομο τουριστικό συγκρότημα και συνεπάγεται εκτεταμένες επεμβάσεις σε εκτός σχεδίου εκτενείς, ενιαίες και αξιόλογες περιβαλλοντικά περιοχές, πραγματοποιούμενο με το συνδυασμό χρήσεων γης Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, αντίστοιχων με τις επιμέρους εγκαταστάσεις και υποδομές που το συναποτελούν (ξενοδοχεία, παραθεριστικές κατοικίες, δυνάμενες, περαιτέρω, να πωλούνται ή να εκμισθώνονται μακροχρονίως, συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκόλφ, εμπορικά κέντρα και καταστήματα, εμπορικά εκθεσιακά κέντρα, κέντρα εστίασης και αναψυχής κ.λπ.). Τέτοιας μορφής τουριστική ανάπτυξη όμως, ούτε ήπια είναι, ούτε περιλαμβάνεται στις κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης, το οποίο, προτείνοντας Π.Ο.Τ.Α. για την ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών παράκτιων περιοχών της βόρειας και νότιας ακτής του νησιού, αποκλείει τη μορφή αυτή εντατικής τουριστικής εκμετάλλευσης της ανατολικής παράκτιας και ευαίσθητης περιβαλλοντικά ενότητας, όπου χωροθετείται το επίμαχο έργο. Τούτο δε διότι η εν λόγω μορφή τουριστικής ανάπτυξης συνεπάγεται οικιστική ενεργοποίηση άθικτων εκτός σχεδίου εκτάσεων, οι οποίες, ανεξαρτήτως του ποσοστού δομήσεως και εκμεταλλεύσεώς τους έναντι της συνολικής ευρύτερης περιοχής και εκτός των υποδομών που πρέπει να αποκτήσουν το πρώτον προς το σκοπό αυτόν, καθίστανται, επί μονίμου βάσεως, υποδοχείς μεγάλου αριθμού ανθρώπων που θα διαμένουν, διακινούνται, εργάζονται και χρησιμοποιούν αυτές. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία αποφασίζεται και επιτρέπεται, καθ’ υποκατάσταση του δευτέρου επιπέδου χωροταξικού σχεδιασμού και κατά παράβαση, πάντως, των κατευθύνσεων και προτάσεων του Π.Π.Σ.Χ.Α.Α. (α΄ επιπέδου), η πραγματοποίηση του επίμαχου έργου με απευθείας εφαρμογή των διατάξεων και χρήση των διαδικασιών της περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεώς του, που εντάσσονται στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της ατομικής αδειοδοτήσεως, στη φάση της πραγματώσεώς του, είναι μη νόμιμη. Η διττή αυτή πλημμέλεια δεν δύναται να θεραπευθεί, προσδίδοντας νόμιμο έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, με τη συνεκτίμηση των κατευθύνσεων του, υπό εκπόνηση, Ειδικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, στην οποία προέβη η Διοίκηση, με την έννοια ότι οι κατευθύνσεις αυτές δύνανται να τροποποιούν, ερμηνεύουν ή συμπληρώνουν τις αντίθετες κατευθύνσεις και προτάσεις του εγκεκριμένου Περιφερειακού Πλαισίου. Διότι, πέραν του γεγονότος ότι το Ειδικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό δεν ήταν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εγκεκριμένο, πάντως, οι επιλογές και κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου τούτου λαμβάνονται κατά νόμον υπόψιν και εφαρμόζονται (προκειμένου να εναρμονισθούν προς αυτές τα κατωτέρου επιπέδου σχέδια χωρικού σχεδιασμού) μόνον όταν ελλείπουν τα Περιφερειακά Πλαίσια, όχι δε αντιστρόφως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 2742/1999). Εξάλλου, οι θετικές, σχετικά με το επίμαχο έργο, προβλέψεις του υπό εκπόνηση ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου Ιτάνου δεν μπορούν να παράσχουν νόμιμο έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, προεχόντως διότι το σχέδιο αυτό δεν έχει εγκριθεί, ώστε να αποκτήσει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, ευρισκόμενο δε στο στάδιο της μελέτης, αποτελεί σύνολο συμπερασμάτων και προτάσεων, που είναι άδηλο αν και υπό ποιό τελικώς κανονιστικό περιεχόμενο θα εγκριθούν. Τέλος, οι πλημμέλειες που καθιστούν την προσβαλλομένη πράξη μη νόμιμη, αναγόμενες σε έλλειψη προαπαιτούμενων νομίμων προϋποθέσεων, που έπρεπε να συντρέχουν για την έκδοσή της, δεν είναι θεραπεύσιμες μέσω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που προσδίδουν στο έργο οι περιβαλλοντικές μελέτες, στις οποίες βασίσθηκε η εν λόγω ατομική αδειοδότησή του στο τελευταίο στάδιο εφαρμογής (ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής, με πραγματοποίηση ήπιων μεγεθών σε συνδυασμό με θετικές επιπτώσεις στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και την εθνική οικονομία, μέτρα διαχείρισης της περιοχής ελέγχου του φορέως κ.λπ.). Τούτο δε διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι μελέτες αυτές αφορούν στο τελευταίο επίπεδο πραγματώσεως του έργου και, συνεπώς, δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το ελλείπον και κρίσιμο στάδιο του κατώτερου χωρικού σχεδιασμού, δια του οποίου και μόνο εξειδικεύονται επιτρεπτώς, από πλευράς επιτρεπομένων χρήσεων γης και λοιπών συναφών παραμέτρων, οι κατευθύνσεις και προτάσεις του Περιφερειακού Πλαισίου για τη συγκεκριμένη περιοχή. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των παρεμβαινόντων, σύμφωνα με τους οποίους το επίμαχο έργο πραγματούται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου (σε συνδυασμό και με τα λοιπά υπό εκπόνηση σχέδια), που προβλέπει τη τουριστική χρήση (γενικώς) για τη περιοχή, πραγματώνοντας, περαιτέρω, τις επιλογές του για ήπια τουριστική ανάπτυξη, όπου είναι αναγκαίο, μέσω των περιβαλλοντικών και λοιπών επιστημονικών μελετών που εκπονήθηκαν και του σχεδιασμού του έργου, που προβλέπει ήπια μεγέθη, εντοπισμένη μικρής κλίμακας δόμηση και άλλους όρους και περιορισμούς δόμησης που είναι ηπιώτεροι απ’ αυτούς που επιτρέπονται από τις εφαρμοστέες, κατά την αντίληψη των παρεμβαινόντων, διατάξεις τις εκτός σχεδίου δόμησης. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλομένη πράξη είναι ακυρωτέα ως μη νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως του αρχικού δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και με τον τρίτο λόγο του πρώτου δικογράφου προσθέτων λόγων, ενώ αποβαίνει αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη των Συμβούλων Δ. Μαρινάκη και Γ. Παπαγεωργίου, η προσβαλλομένη πράξη είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα εκ μόνου του λόγου ότι η μνημονευθείσα ειδική κατεύθυνση του Περιφερειακού Πλαισίου για τη μείζονα περιοχή, εντός της οποίας χωροθετείται το επίμαχο έργο, ότι δηλαδή, επιτρέπεται η ήπια τουριστική ανάπτυξη όπου κριθεί απόλυτα αναγκαίο, μη δυναμένη να έχει, ως εκ της φύσεως και της διατυπώσεώς της, άμεσες νομικές συνέπειες και να τύχει άμεσης εφαρμογής, έχρηζε εξειδικεύσεως από τη Διοίκηση με έγκριση χωρικού σχεδίου κατωτέρου επιπέδου, πριν την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου με την προσβαλλομένη ατομική πράξη. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη: Σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά από την μειοψηφήσασα γνώμη στη σκέψη 12, νομίμως εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, βάσει των διατάξεων του Ν. 1650/1986 και των διατάξεων του άρθρου 173 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, οι οποίες θεσπίζουν ειδικές και αναλυτικές ρυθμίσεις για την κατασκευή τουριστικών εγκαταστάσεων σε περιοχές εκτός σχεδίου, η πραγματοποίηση των επίδικων τουριστικών εγκαταστάσεων, αφού ελήφθησαν υπ’ όψη οι κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Κρήτης, χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, ως έρεισμα για την, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1650/1986, έκδοση της πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, η προηγούμενη έγκριση (τοπικού) σχεδίου χρήσεων γης στην περιοχή χωροθέτησης του έργου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Κρήτης, η περιοχή, στην οποία χωροθετείται το επίμαχο έργο τουριστικών εγκαταστάσεων, χαρακτηρίζεται ως «παράκτια ζώνη ήπιας τουριστικής ανάπτυξης». Η κρίση δε για το εάν οι επίδικες τουριστικές εγκαταστάσεις είναι συμβατές προς την συγκεκριμένη και σαφή χωροταξική κατεύθυνση του Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης για την περιοχή, αν δηλαδή αποτελούν τουριστικό θέρετρο ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, συνιστά ουσιαστική εκτίμηση, η οποία μάλιστα στηρίζεται σε Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που εκπονείται από ειδικούς επιστήμονες. Πρόκειται συνεπώς για τεχνική, επιστημονική κρίση, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Το Δικαστήριο, συνεπώς, δεν προβαίνει, σε πρωτογενή κρίση για τον ήπιο ήδη χαρακτήρα της επιχειρούμενης τουριστικής ανάπτυξης, κρίνοντας δηλαδή αν αυτή, είναι, κατά τη δική του εκτίμηση, συμβατή με τη χωροταξική κατεύθυνση του Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης · άλλως, θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως τη Διοίκηση στο έργο της. Περιορίζεται μόνον να ελέγξει την επάρκεια της αιτιολογίας και εάν, σε ακραία περίπτωση, η Διοίκηση, αξιολογώντας το έργο, ως έργο ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, έχει προβεί σε καταφανώς εσφαλμένη εκτίμηση. Εξάλλου, η αξιολόγηση του ήπιου ή μη χαρακτήρα του έργου γίνεται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που αναφέρονται στα ειδικά χαρακτηριστικά των τουριστικών εγκαταστάσεων και τις αναμενόμενες επιπτώσεις, αρνητικές και θετικές, στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθησία της περιοχής (πρβλ. άρθρ. 4 παρ. 6 του Ν. 1650/1986). Ειδικότερα, η κρίση αυτή συνάπτεται με τη θέση και τα μεγέθη του έργου (όπως ποσοστού κάλυψης και δόμησης, ύψη κτιρίων, είδος, οργάνωση και ποιότητα των τουριστικών εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων), την αρμονική ένταξή του στην περιβαλλοντικά ευαίσθητη περιοχή και τα χαρακτηριστικά και τη σοβαρότητα των αναμενομένων επιπτώσεων σ’ αυτήν, σε συνδυασμό με τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων της. Η Διοίκηση, εκτιμώντας τα εν λόγω στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο έργο είναι συμβατό με την κατεύθυνση του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Κρήτης, το οποίο χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη περιοχή ως ζώνη ήπιας τουριστικής ανάπτυξης. Η εκτίμηση αυτή της Διοίκησης, η οποία αιτιολογείται με αναφορά στη ΜΠΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται προκειμένου να κριθεί μη νόμιμη, εν όψει της έκτασης του ασκούμενου ακυρωτικού ελέγχου, αν ληφθεί ιδίως υπ’ όψη ότι, σύμφωνα με τη ΜΠΕ : α) η τουριστική ανάπτυξη εντοπίζεται σε συγκεκριμένα, περιορισμένα σημεία της περιοχής του έργου, με αποτέλεσμα το 90% της περιοχής να διατηρεί την ενδημική φυτοκάλυψή της, β) η πραγματοποιούμενη δόμηση ανέρχεται σε ποσοστό μόλις 10% του γενικώς επιτρεπόμενου, από το άρθρο 173 του ΚΒΠΝ, συντελεστή δόμησης. γ) η πραγματοποιούμενη κάλυψη φθάνει μόλις το 0,7% του συνόλου των 22.172 στρεμμάτων της περιοχής του έργου, δ) αντί της διασποράς των τουριστικών καταλυμάτων στο σύνολο της έκτασης, κατασκευάζονται έξι μικρά τουριστικά χωριά, κατά τα πρότυπα των τυπικών οικισμών σε παρόμοιες γεωγραφικές θέσεις, ε) οι κτιριακές εγκαταστάσεις εναρμονίζονται με το υφιστάμενο τοπίο, κατά τρόπο ώστε να μην είναι ορατές από τις θέσεις ενδιαφέροντος όπως το Βάϊ, την αρχαία Ίτανο, τη Μονή Τοπλού και στ) λαμβάνονται μέτρα για την προστασία και ανάδειξη του φυσικού πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου της περιοχής. Κατόπιν των όσων προεκτέθηκαν, δεν συντρέχουν οι ανωτέρω αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη πράξη πλημμέλειες : Πρώτον, διότι οι διατάξεις του Συντάγματος, της κοινής νομοθεσίας και του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλουν γενικώς ως αναγκαία προϋπόθεση για την, βάσει των διατάξεων του Ν. 1650/1986, έγκριση πραγματοποίησης έργων ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων, ειδικώς δε για την δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, τον προηγούμενο πολεοδομικό ή χωρικό σχεδιασμό της περιοχής χωροθέτησης του έργου, όταν μάλιστα υπάρχει συγκεκριμένη και σαφής χωροταξική κατεύθυνση από το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού. Και δεύτερον, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης για τον ήπιο χαρακτήρα της επιχειρούμενης τουριστικής ανάπτυξης είναι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εσφαλμένη και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται προκειμένου να κριθεί η σχετική εκτίμηση μη νόμιμη, εν όψει της, κατά την πάγια νομολογία, έκτασης του ασκούμενου με την αίτηση ακυρώσεως, δικαστικού ελέγχου. Ούτε άλλωστε, είναι δυνατή η εξομοίωση των επίδικων τουριστικών εγκαταστάσεων με τη δημιουργούμενη, βάσει των ειδικών διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 2545/1997 Περιοχή Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), (που δεν αποτελεί βεβαίως, κατά νόμον, την μοναδική και υποχρεωτική διαδικασία χωροθέτησης τουριστικών εγκαταστάσεων), προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η χωροθέτηση των επίμαχων τουριστικών εγκαταστάσεων δεν επιτρέπεται από το Περιφερειακό Πλαίσιο Χ.Σ.Α.Α. Κρήτης, αφ’ ενός μεν διότι τούτο δεν προβλέπει τη δημιουργία ΠΟΤΑ στην περιοχή αυτή, αφ’ ετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, η δημιουργία ΠΟΤΑ συνιστά, εξ ορισμού, εντατική τουριστική εκμετάλλευση, η οποία δεν συμβιβάζεται με την χωροταξική κατεύθυνση του Περιφερειακού Πλαισίου για ήπια τουριστική ανάπτυξη. Και τούτο διότι, ο ήπιος ή μη χαρακτήρας της επιδιωκομένης τουριστικής ανάπτυξης στην παράκτια ζώνη της ανατολικής Κρήτης κρίνεται αποκλειστικά και μόνον με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του επίδικου έργου και τις αναμενόμενες επιπτώσεις του στο περιβάλλον της περιοχής, κατ’ εκτίμηση των οποίων η Διοίκηση έκρινε ότι το έργο αυτό είναι συμβατό με την προβλεπόμενη στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χ.Σ.Α.Α. της Κρήτης, χωροταξική κατεύθυνση της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης. Συνεπώς, οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι.
18. Επειδή, κατόπιν τούτων, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή και να απορριφθούν οι παρεμβάσεις.
Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ 141/2010
[Διακοπή έργων στον Αχελώο]
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος
Εισηγητής: Αικ. Σακελλαροπούλου
Δικηγόροι: Ν. Αλιβιζάτος, Ελ. Κιουσοπούλου, Μ. Ασημακοπούλου, Γ. Χριστοφορίδης, Β. Δωροβίνης, Φ. Κατρέλλης, Χρ. Παπαδόπουλος, Χρ. Μητκίδης
Με την 141/2010 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών κρίθηκε ότι πρέπει να διαταχθούν, κατ’ άρθρ. 52 παρ. 8 π.δ. 18/1989, ως πρόσφορα μέτρα: α) η άμεση διακοπή όλων των εργασιών που διενεργούνται και αποσκοπούν στην κατασκευή του έργου της μερικής εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία, καθώς και η αποχή από κάθε υλική ενέργεια που κατατείνει στην ολοκλήρωση και λειτουργία των έργων που συνδέονται με το εγχείρημα της εκτροπής, β) η μη λειτουργία όσων εκ των έργων χρήσης και αξιοποίησης υδάτων έχουν ολοκληρωθεί. Ειδικότερα: η Επιτροπή Αναστολών επελήφθη αιτήσεως περί αναστολής εκτελέσεως α) της 567/14.9.2006 πράξεως της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων (Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε.) του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία δόθηκε εντολή, δυνάμει του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006, στον ανάδοχο του έργου «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» να συνεχίσει τις εργασίες που είχαν διακοπεί λόγω της 1186/2006 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, γ) των αδειών κατασκευής, αποπεράτωσης και λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και έργων της Δ.Ε.Η. που αφορούν σε έργα της κατά τα ανωτέρω εκτροπής ή σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και δ) της εγκρίσεως του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. σχεδίου διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού. Οι υπό β) έως και γ) προσβαλλόμενες είχαν περιβληθεί το ένδυμα τυπικού νόμου και συγκεκριμένα των διατάξεων των παρ. 3, 4 και 2, αντιστοίχως, του άρθρου 13 του ν. 3481/2006. Είχε προηγηθεί η έκδοση της 3053/2009 αποφάσεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί της συναφούς αιτήσεως ακυρώσεως. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι το προσβαλλόμενο έγγραφο της Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε. είναι εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως, διότι επήγετο μεταβολή στο νομικό κόσμο, αφού επέφερε τη δυσμενή για τους αιτούντες συνέπεια της, δυνάμει των προβλέψεων του νόμου και των εγκριθέντων με αυτόν περιβαλλοντικών όρων, συνεχίσεως της εκτελέσεως του συνόλου του έργου της εκτροπής. Κρίθηκε δε, ειδικότερα, ότι παρότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται σε τμήμα του επίμαχου έργου, ήτοι στο φράγμα της Συκιάς, εφόσον με αυτή καθίσταται δυνατή η εκτέλεση και λειτουργία του συνόλου του έργου της εκτροπής κατά τα ανεκτέλεστα τμήματά του, αντικείμενο της δίκης αποτελεί η νομιμότητα του ενιαίου έργου της εκτροπής του ποταμού Αχελώου.
Εξ άλλου, επί της ουσίας κρίθηκε αναγκαία η διατύπωση προς το Δ.Ε.Κ. συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με τη συμβατότητα των άρθρων 9 και 13 του ν. 3481/2006 προς τις εφαρμοστέες εν προκειμένω κοινοτικές οδηγίες, ένα εκ των οποίων αφορά στο κατ’ αρχήν επιτρεπτό του έργου με βάση τις διατάξεις της οδηγίας περί υδάτων (2000/60/ΕΚ). Με την εξεταζόμενη απόφαση η Επιτροπή Αναστολών δέχεται την αίτηση αναστολής και διατάσσει τα προαναφερθέντα κατάλληλα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας και του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως (άρθρα 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος), που συνεπάγεται προστασία περιλαμβάνουσα και τη λήψη του μέτρου που κρίνεται κατάλληλο για να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το ως άνω ένδικο βοήθημα και αφετέρου την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να διατάσσουν τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ.Ε.Κ. που πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων. Ειδικότερα, ισχυρισμός του Δημοσίου και της Δ.Ε.Η. Α.Ε., σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας, η βλάβη δε της οποίας γίνεται επίκληση προκαλείται από το νόμο και ότι, πάντως, εφόσον η πράξη αυτή αφορά μόνο το φράγμα της Συκιάς, η τυχόν χορηγούμενη αναστολή θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στο τμήμα αυτό, απορρίπτεται εν όψει των κριθέντων με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, και παρότι με την 999/2007 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών είχε απορριφθεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως της 375/ΚΕ1900/18.3.2005 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας για το έργο «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» και κατακυρώσεως του έργου αυτού, που επανήλθε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006, με την αιτιολογία ότι η βλάβη της οποίας γινόταν επίκληση προκαλείτο από την εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως τυπικού νόμου. Έτερος ισχυρισμός, κατά τον οποίο η εν λόγω βλάβη έχει ήδη επέλθει, απορρίπτεται με την αιτιολογία ότι μεγάλο τμήμα του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο, η δε συνέχιση των εργασιών και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων επιμέρους έργων θα επιφέρει περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή περαιτέρω αλλοίωση της μορφής του τοπίου, κλονισμό του ποταμίου και των παραποταμίων οικοσυστημάτων του Αχελώου και επιβάρυνση του υδατικού δυναμικού του ποταμού, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικότερο, τέλος, αίτημα που προέβαλαν το Δημόσιο και η Δ.Ε.Η. Α.Ε. για απόρριψη της αιτήσεως αναστολής όσον αφορά το ήδη κατασκευασθέν και δυνάμενο να αυτονομηθεί από τα λοιπά έργα της εκτροπής φράγμα της Μεσοχώρας νομού Τρικάλων, ώστε να επιτραπεί η πλήρωση του ταμιευτήρα και η λειτουργία του σχετικού υδροηλεκτρικού έργου, απορρίπτεται με την αιτιολογία ότι δεν θα μπορούσε η Επιτροπή Αναστολών, καθ’ υποκατάσταση του έργου της Διοικήσεως, να αυτονομήσει το εν λόγω υποέργο, το οποίο αποτελεί μέρος του ενιαίου εγχειρήματος της μερικής εκτροπής, έχει δε σχεδιασθεί και μελετηθεί από τη Διοίκηση διαχρονικά ως τέτοιο, και να επιτρέψει την ολοκλήρωση και λειτουργία του αυτοτελώς, τούτο δε πέραν της εκ της κατακλύσεως μεγάλου μέρους του οικισμού της Μεσοχώρας ανεπανόρθωτης βλάβης.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναστολή εκτελέσεως α) της 567/14.9.2006 πράξεως της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων (Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε.) του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία δόθηκε εντολή, δυνάμει της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 3481/2006, στον ανάδοχο του έργου «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» να συνεχίσει τις εργασίες που είχαν διακοπεί λόγω της 1186/2006 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, η οποία περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3481/2006, γ) των αδειών κατασκευής, αποπεράτωσης και λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και έργων της Δ.Ε.Η. που αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου προς τη Θεσσαλία ή σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες περιβλήθηκαν το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006 και δ) της εγκρίσεως του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, η οποία περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παρ. 2 του ν. 3481/2006. Κατά των ανωτέρω πράξεων το αιτούν Ίδρυμα έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, η οποία συνεκδικάσθηκε με δύο άλλες αιτήσεις ακυρώσεως, εκδοθείσης τελικώς της 3053/2009 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία το Δικαστήριο ανέβαλε την οριστική κρίση του επί της υποθέσεως εν όψει της διατυπώσεως προδικαστικών ερωτημάτων προς το Δ.Ε.Κ. σχετικά με τη συμβατότητα των ανωτέρω ρυθμίσεων του ν. 3481/2006 με το κοινοτικό δίκαιο.
3. Επειδή, την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως ζητούν με υπομνήματα τους η ανώνυμη εταιρεία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού» (Δ.Ε.Η.), η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας, οι Τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Τρικάλων, Λάρισας και Καρδίτσας και το Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας του Τ.Ε.Ε., που έχουν παρέμβει στην ακυρωτική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση (3053/2009) της Ολομελείας.
4. Επειδή, περιβαλλοντικοί όροι για επιμέρους τεχνικά έργα, εντασσόμενα στο συνολικό σχέδιο εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία, (σήραγγα διοχέτευσης υδάτων, φράγματα και ταμιευτήρες, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο φράγμα Συκιάς), είχαν εγκριθεί αρχικά με κοινές υπουργικές αποφάσεις (61414/21.4.1992 και 16058/9.10.1991). Οι αποφάσεις αυτές ακυρώθηκαν, ύστερα από αίτηση που άσκησαν, μεταξύ άλλων, οι ήδη αιτούντες, με τις αποφάσεις 2759/1994 και 2760/1994 του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι δεν είχαν στηριχθεί σε συνθετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το σύνολο των επιμέρους έργων, ώστε να καταστεί δυνατό να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η συνολική επίδραση στο περιβάλλον από την αλλοίωση του υδρολογικού ισοζυγίου μεταξύ Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας και να εκτιμηθούν σε όλη τους την έκταση οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροπής. Στη συνέχεια, εγκρίθηκαν νέοι περιβαλλοντικοί όροι (κοινή απόφαση 23271/15.12.1995) νια την κατασκευή και λειτουργία έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία προς το σκοπό της ενίσχυσης του αρδευτικού δυναμικού και, κατ επέκταση, της παραγωγικής ικανότητας της θεσσαλικής πεδιάδας, οι οποίοι όμως ακυρώθηκαν με την 3478/2000 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι δεν είχαν εξετασθεί εναλλακτικές λύσεις, ως προς τον τρόπο κατασκευής, τη διάρθρωση και το μέγεθος των επίμαχων έργων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκτροπή του Αχελώου κατά τρόπο, ώστε να αποτραπεί η καταστροφή, τουλάχιστον των περισσότερο αξιόλογων από τα μνημεία της περιοχής των έργων, μεταξύ των οποίων το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυρόφυλλου Τρικάλων (στην περιοχή του φράγματος Συκιάς), εκκλησίες και τοξωτά γεφύρια και να μειωθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις από τα έργα αυτά, η πλημμέλεια δε αυτή ήταν κρίσιμη για το συνολικό σχεδιασμό των έργων. Η Διοίκηση επανήλθε και εξέδωσε νέους περιβαλλοντικούς όρους για τα επίμαχα έργα (κοινή υπουργική απόφαση Α.Π. 131957/19.3.2003), οι οποίοι ακυρώθηκαν και πάλι με την 1688/2005 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε, ενόψει των ισχυουσών, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατάξεων του ν. 1739/1987, υπό το φως της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327), ότι σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων, ουσιώδους στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, η εκτέλεση έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων επιτρέπεται, μόνον εφόσον αυτό εντάσσεται σε πρόγραμμα αναπτύξεως υδατικών πόρων, τα δε επίμαχα έργα, παρά το ότι αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υδρολογική λεκάνη δύο ποταμών, του Αχελώου και του Πηνειού, καθώς και στα χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα της περιοχής, ουδέποτε εντάχθηκαν σε πρόγραμμα διαχείρισης υδατικών πόρων, το οποίο, όπως άλλωστε προέκυπτε, δεν είχε καταρτισθεί. Με την ίδια απόφαση η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για να κρίνει, εάν εμμένει στην εκτέλεση του έργου, ενόψει των νέων πραγματικών και νομικών δεδομένων (είχε ήδη δημοσιευθεί ο ν. 3199/2003 για τη μεταφορά της ως άνω Οδηγίας) που ισχύουν για το επίδικο έργο, κατ’ εκτίμηση των υδατικών αναγκών της Θεσσαλίας και της Δυτικής Στερεάς ως και της προβλεπόμενης μορφής ανάπτυξης των περιοχών αυτών, στο πλαίσιο πάντοτε της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Ενόψει της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως, με την 1186/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. 375/Κ.Ε 1900Γ/18.3.2005 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία εγκρίθηκε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας για το έργο «Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς» και ανατέθηκε η κατασκευή του στην εταιρεία «ΜΗΧΑΝΙΚΗ Α.Ε.», διότι μετά την ακύρωση της πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων εξέλιπε η νόμιμη προϋπόθεση διενέργειας του διαγωνισμού και αναθέσεως της εκτελέσεως του επίμαχου έργου. Μετά την ακυρωτική απόφαση, η Διοίκηση με το με αρ. πρωτ. 415/28.6.2006 έγγραφο της Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε. διέταξε τον ανάδοχο του εν τω μεταξύ εκτελούμενου έργου να διακόψει όλες τις εκτελούμενες εργασίες. Ακολούθησε ο ν. 3481/2006 (Α’ 162/2.8.2006), με το άρθρο 9 του οποίου τροποποιήθηκαν οι ρυθμίσεις του άρ. 7 του ν. 3199/2003 και προβλέφθηκε ότι μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της Χώρας και των Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών, μπορούν να εγκρίνονται Σχέδια Διαχείρισης των υδάτων συγκεκριμένης λεκάνης απορροής και επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη, τα σχέδια δε αυτά, προκειμένου για έργα μεγάλης κλίμακας ή εθνικής σημασίας, εγκρίνονται με νόμο. Με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, τα έργα μερικής εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία χαρακτηρίσθηκαν ως έργα μεγάλης κλίμακας και εθνικής σημασίας με σκοπό, κατά την αιτιολογική έκθεση, όχι μόνο την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών της θεσσαλικής πεδιάδας, αλλά και των αναγκών ύδρευσης συγκεκριμένων αστικών συγκροτημάτων της Θεσσαλίας, την ενίσχυση της παροχής στον ποταμό Πηνειό προς αναβάθμιση των οικοσυστημάτων του και την υλοποίηση του περιβαλλοντικού έργου της επαναδημιουργίας της λίμνης Κάρλας. Με τις διατάξεις του ίδιου ως άνω άρθρου εγκρίθηκαν αφ’ ενός το Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού και αφ΄ ετέρου οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία των επίμαχων έργων, ενώ με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού ορίσθηκαν τα εξής: «… 4. Δημόσια έργα, καθώς και έργα της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), τα οποία δημοπρατήθηκαν και κατασκευάσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής και αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς Θεσσαλία και έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπεται να λειτουργήσουν ή να ολοκληρωθεί η κατασκευή τους σύμφωνα με το εγκρινόμενο σχέδιο διαχείρισης και τους εγκρινόμενους κατά την προηγούμενη παράγραφο περιβαλλοντικούς όρους». Ενόψει της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε το με αρ. πρωτ. 567/14.9.2006 έγγραφο της Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε., με το οποίο κλήθηκε η ανάδοχος εταιρεία να προβεί στη συνέχιση των εργασιών που είχαν διακοπεί προσωρινά μετά την μνημονευθείσα, 1186/2006, ακυρωτική απόφαση.
5. Επειδή, εξ άλλου, αίτηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, των Δήμων Μεσολογγίου και Αιτωλικού και της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Αιτωλοακαρνανίας (οι οποίοι είχαν ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως κατά των και ήδη προσβαλλόμενων πράξεων, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, συνεκδικάσθηκε με αυτήν του ήδη αιτούντος Ιδρύματος) για την αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθ. 375/ΚΕ1900/18.3.2005 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας που επανήλθε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006 και κατακυρώσεως του έργου «αποπεράτωση φράγματος Συκιάς» απερρίφθη με την απόφαση 999/2007 της Επιτροπής Αναστολών, με την αιτιολογία ότι η βλάβη, την οποία ισχυρίζονται ότι υφίστανται οι αιτούντες, προκαλείται από την εφαρμογή διατάξεως τυπικού νόμου (άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006) και συνεπώς, ενόψει του απαραδέκτου της προσβολής τυπικού νόμου με αίτηση ακυρώσεως, δεν είναι επιτρεπτή ούτε η αναστολή εκτελέσεως πράξεως της νομοθετικής λειτουργίας, αλλά ούτε και η επιβολή σχετικού κατάλληλου μέτρου. Επακολούθησε, όμως, η απόφαση 3053/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι το με αρ. πρωτ. 567/14.9.2006 έγγραφο της Ε.Υ.Δ.Ε. Ο.Σ.Υ.Ε. είναι εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως, διότι επήγετο μεταβολή στο νομικό κόσμο, αφού επέφερε τη δυσμενή για τους αιτούντες συνέπεια της, δυνάμει των προβλέψεων του νόμου και των εγκριθέντων με αυτόν περιβαλλοντικών όρων, συνεχίσεως της εκτελέσεως του συνόλου του επίμαχου έργου της εκτροπής. Περαιτέρω, αφού ελήφθη υπ’ όψιν ότι το εγχείρημα της εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου, καίτοι αποτελείται από επιμέρους έργα, πάντως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχεδιάστηκε και μελετήθηκε από τη Διοίκηση κατά τρόπο συνολικό και ενιαίο, κρίθηκε με την ίδια απόφαση ότι, παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται σε τμήμα του επίμαχου έργου, ήτοι στο φράγμα της Συκιάς, εφ’ όσον με αυτή καθίσταται δυνατή η εκτέλεση και λειτουργία του συνόλου του έργου της εκτροπής κατά τα ανεκτέλεστα τμήματα του, αντικείμενο της δίκης αποτελεί η νομιμότητα του ενιαίου έργου της εκτροπής του ποταμού Αχελώου. Με βάση τα ανωτέρω, η Ολομέλεια έκρινε ότι ασκήθηκαν παραδεκτώς οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις ακυρώσεως, κατά την εξέταση δε των υποθέσεων στην ουσία τους κρίθηκε αναγκαία η διατύπωση προς το Δ.Ε.Κ. συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με τη συμβατότητα των άρθρων 9 και 13 του ν. 3481/2006 με το κοινοτικό δίκαιο και δη με τις οδηγίες 2000/60/ΕΚ «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων», 85/337/ΕΟΚ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» ως τροποποιηθείσα ισχύει, 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» και 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας». Ειδικότερα, ένα εκ των διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων αφορά στο εάν είναι επιτρεπτή με βάση τις διατάξεις της οδηγίας περί υδάτων η εκτροπή ύδατος από μία Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού σε άλλη και, σε καταφατική περίπτωση, εάν σκοπός της μεταφοράς μπορεί να είναι μόνο η κάλυψη αναγκών υδρεύσεως ή και άλλων αναγκών (άρδευση, παραγωγή ενέργειας), αφορά δηλαδή στο κατ’ αρχήν επιτρεπτό του συνολικού έργου.
6. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας και το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως αντιστοίχως, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την δυνατότητα εννόμου προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Η προστασία αυτή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν αφορά μόνο στην οριστική επίλυση της ενδίκου διαφοράς, δηλαδή στην έκδοση οριστικής αποφάσεως επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία, δηλαδή την λήψη του μέτρου, το οποίο κρίνεται κατάλληλο για να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως. Εξ άλλου, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα που θα διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του Δ.Ε.Κ. που πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 13.3.2007, C-432/2005, Unibet Ltd., της 11.1.2001, C-226/1999, Siples και της 19.6.1990, C-213/1989, Factortame).
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων και ρυθμίσεων θα έχει ως αποτέλεσμα α) να κλονισθεί ανεπανόρθωτα η φέρουσα ικανότητα του Αχελώου (αφού οι υδροταμιευτήρες της Μεσοχώρας και της Συκιάς κατασκευάζονται και θα λειτουργήσουν στον άνω ρου του ποταμού, δηλαδή στην κρίσιμη περιοχή, όπου τελούνται οι φυσικές διεργασίες εμπλουτισμού και ενδυνάμωσης του υδάτινου στοιχείου), β) να αλλάξει λόγω της δημιουργίας τεχνητών λιμνών το κλίμα από υποαλπικό σε λιμναίο με συνέπεια τη μείωση των χιονοπτώσεων και εν γένει ‘την αλλαγή των ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων που καθορίζουν το υδατικό δυναμικό του ποταμού με επιπτώσεις στο Δέλτα και τη Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, γ) να αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα το κοιλαδικό και φαραγγιακό τοπίο της Νότιας Πίνδου σε στάσιμες υδάτινες επιφάνειες με έντονη πτώση της στάθμης και αντίστοιχη αποκάλυψη νεκρής ζώνης κατά τη θερινή περίοδο, δ) να υποβαθμισθεί η βιοποικιλότητα της Πίνδου, ε) να εκλείψει ολόκληρος ο οικισμός της Μεσοχώρας και τμήματα πολλών άλλων παρόχθιων οικισμών, στ) να αφανισθούν δάση και δασικές εκτάσεις επιφανείας 17.510 στρεμμάτων από την αποψίλωση που θα διενεργηθεί για την πλήρωση των ταμιευτήρων και να προκληθούν έντονες επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού Αχελώου, ζ) να υποβαθμισθεί το Μνημείο του Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων και η) να αφανισθεί πλήθος άλλων πολιτιστικών αγαθών.
8. Επειδή, οι και ήδη παρεμβαίνοντες στην κύρια δίκη με τα υπομνήματα τους ζητούν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, προβάλλοντας ότι η πρώτη προσβαλλόμενη στερείται εκτελεστότητας ή, εν πάση περιπτώσει έχει εκτελεσθεί, ότι το αιτούν Ίδρυμα στερείται εννόμου συμφέροντος καθ’ όσον δεν υφίσταται βλάβη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι, εν πάση περιπτώσει, η βλάβη της οποίας γίνεται επίκληση προκαλείται από το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 3481/2006 και ότι, πάντως, εφ’ όσον η προσβαλλόμενη πράξη αφορά στο φράγμα της Συκιάς η τυχόν χορηγούμενη αναστολή θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στο τμήμα αυτό. Όπως, όμως, αναφέρθηκε πιο πάνω, με την απόφαση 3053/2009 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις ακυρώσεως, μεταξύ των οποίων και αυτή που ασκήθηκε από το αιτούν Ίδρυμα, κρίθηκαν παραδεκτές τόσο από απόψεως εννόμου συμφέροντος όσο και από απόψεως εκτελεστότητας της πράξης, η οποία, παρ’ όλο που αφορά στο φράγμα της Συκιάς είχε, κατά τα κριθέντα, ως έννομη συνέπεια τη συνέχιση των εργασιών στο σύνολο του έργου της εκτροπής κατά το ανεκτέλεστο μέρος του. Κατόπιν αυτού, όλα τα ανωτέρω περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη έχουν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό κατά τρόπο ώστε η βλάβη που επικαλείται το αιτούν να έχει ήδη επέλθει. Ειδικότερα, το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η συνέχιση των εργασιών στα τμήματα του έργου που βρίσκονται σε εξέλιξη, ήτοι στο φράγμα της Συκιάς και στη σήραγγα εκτροπής, ουδεμία δυσμενή επίπτωση θα έχει στο περιβάλλον, αφού στο μεν πρώτο έχουν ολοκληρωθεί κατά 95% οι εκσκαφές και απομένει μόνο η ανέγερση του φράγματος στην κοίτη του ποταμού, η οποία θα απορροφήσει τα υλικά εκσκαφών που έχουν εναποτεθεί στην κοίτη, ενώ το δεύτερο είναι έργο στήριξης των πρανών της ήδη διανοιγμένης σήραγγας αναγκαίο για την ευστάθεια της που επιβάλλεται να ολοκληρωθεί ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση των τοιχωμάτων της, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος αποκατάστασης της σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Ακόμη, το Δημόσιο προβάλλει ότι ενδεχόμενη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής και διακοπή των εργασιών της εν εξελίξει εργολαβίας κατασκευής του φράγματος της Συκιάς θα επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες σε βάρος του Δημοσίου λόγω διάλυσης της σύμβασης ανερχόμενες περίπου στο ένα (1) εκ. ευρώ. Τέλος, με τα κατατεθέντα υπομνήματα τους τόσο η Δ.Ε.Η. Α.Ε. όσο και το Δημόσιο ζητούν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η μη λειτουργία του ήδη κατασκευασθέντος φράγματος της Μεσοχώρας, διότι το έργο αυτό θα συμβάλει σημαντικά στην παραγωγή πράσινης ενέργειας, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της Δ.Ε.Η., μπορεί να αυτονομηθεί από τα λοιπά έργα της εκτροπής.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το συνολικό έργο της εκτροπής περιλαμβάνει τα εξής επιμέρους έργα: α) φράγμα, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μεσοχώρας Νομού Τρικάλων, β) σήραγγα μήκους 7.400 μέτρων από Μεσοχώρα έως την περιοχή Γλύστρας και υδροηλεκτρικό σταθμό Γλύστρας, γ) φράγμα, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Συκιάς, σε θέση που εμπίπτει στις περιφέρειες των Νομών Αρτας και Καρδίτσας, δ) σήραγγα εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία μήκους 17.400 μέτρων και υδροηλεκτρικό σταθμό στην έξοδο της σήραγγας και ε) αναρρυθμιστική δεξαμενή και υδροηλεκτρικό σταθμό στην περιοχή Μαυρομματίου Νομού Καρδίτσας. Από τα έργα αυτά, το υποέργο της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το υποέργο του φράγματος της Συκιάς έχει προχωρήσει σημαντικά, υπολείπεται όμως σημαντικό μέρος εργασιών για την ολοκλήρωση του. Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. το με αρ. πρωτ. 3421/Κ. Ε. 1900.Γ/20.11.2009 έγγραφο απόψεων της Ε.Υ.Δ.Ε./Ο.Σ.Υ.Ε. προς το Δικαστήριο), οι εργασίες αυτές περιλαμβάνουν περαιτέρω εκσκαφές, αλλά και επεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού Αχελώου για τη θεμελίωση του πυρήνα του φράγματος. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι στο υποέργο της σήραγγας εκτροπής έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες διάνοιξης και υπολείπονται οι εργασίες επένδυσης με σκυρόδεμα, ενώ τα λοιπά υποέργα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μεγάλο τμήμα του έργου της εκτροπής είναι ακόμη ανεκτέλεστο, η δε συνέχιση των εργασιών και τυχόν λειτουργία των κατασκευασθέντων επιμέρους έργων θα επιφέρει περαιτέρω επιδείνωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή περαιτέρω αλλοίωση της μορφής του τοπίου, κλονισμό του ποταμίου και των παραποτάμιων οικοσυστημάτων του Αχελώου και επιβάρυνση του υδατικού δυναμικού του ποταμού, μη δυνάμενη να επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι το φράγμα της Μεσοχώρας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη, κατά το μέρος αυτό, της κρινομένης αιτήσεως, ώστε να επιτραπεί η πλήρωση του ταμιευτήρα και η λειτουργία του σχετικού υδροηλεκτρικού έργου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το έργο αυτό αποτελεί μέρος του ενιαίου εγχειρήματος της μερικής εκτροπής και έχει σχεδιασθεί και μελετηθεί από τη Διοίκηση διαχρονικά ως τέτοιο, η δε Επιτροπή Αναστολών δεν θα μπορούσε, καθ’ υποκατάσταση του έργου της Διοίκησης, να το αυτονομήσει και να επιτρέψει την ολοκλήρωση και λειτουργία του αυτοτελώς. Πέραν όμως αυτού, η αναγκαία νια τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού έργου πλήρωση του ταμιευτήρα θα έχει ως συνέπεια την κατάκλυση μεγάλου μέρους του οικισμού της Μεσοχώρας, ήτοι βλάβης η οποία δεν δύναται να επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Για το λόγο αυτό και κατόπιν σταθμίσεως των λόγων δημοσίου συμφέροντος και της οικονομικής βλάβης που επικαλείται το Δημόσιο και η Δ.Ε.Η. από τη διακοπή των εργασιών και του γεγονότος ότι η συνέχιση των εργασιών στις εν εξελίξει εργολαβίες θα καταστήσει έτι δυσχερέστερη και οικονομικά πιο δαπανηρή την επαναφορά του χώρου στην πρότερα κατάσταση σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή και να διαταχθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8), μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, ως πρόσφορα μέτρα: α) η άμεση διακοπή όλων των εργασιών που διενεργούνται και αποσκοπούν, αμέσως ή εμμέσως, στην κατασκευή του έργου της εκτροπής, καθώς και η αποχή από κάθε υλική ενέργεια που κατατείνει στην ολοκλήρωση και λειτουργία των έργων που συνδέονται με το επίμαχο εγχείρημα της εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού και β) η μη λειτουργία όσων εκ των έργων χρήσης και αξιοποίησης υδάτων έχουν ήδη ολοκληρωθεί.