ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2010/III
Περιεχόμενα
– ΣτΕ 941/2010 [Νόμιμη απόρριψη αιτήματος χορήγησης άδειας για την εγκατάσταση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας κοντά στη Στεμνίτσα].
– ΣτΕ 886/2010 [Παράνομη επιβολή επιπλέον εισφοράς σε γη μετά τη μετατροπή ΚΧ σε οικοδομήσιμο χώρο].
– ΣτΕ 4525/2009 [Παράνομη οικοδομική άδεια για εκτός σχεδίου ακίνητο στην Αίγινα].
– ΣτΕ 880/2010 [Παράνομη επιβολή προστίμου για διατήρηση αυθαίρετου κτίσματος κατασκευασμένου στον αιγιαλό, πριν από τις 3.10.1994].
– ΣτΕ 4538/2009 [Εκσυγχρονισμός και επέκταση βιομηχανικής μονάδας χαμηλής όχλησης εντός Ζ.Ο.Ε.].
– ΣτΕ 874/2010 [Νόμιμη εντοπισμένη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Καισαριανής για τη μετατροπή περιοχής στο Σκοπευτήριο από χώρο σχολείου σε κοινόχρηστο χώρο].
– ΣτΕ 669/2010 [Παράνομη χωροθέτηση οικοδομικών μονάδων στον περιβάλλοντα χώρο του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος “Αλλατίνη”].
– ΣτΕ 806/2010 [Έγκριση κατά παρέκκλιση όρων δόμησης για την ανέγερση υπεραγοράς τροφίμων σε εκτός σχεδίου περιοχή].
– ΣτΕ 4585/2009 [Αυθαίρετες κατασκευές στο Διόνυσο].
– ΣτΕ 4541/2009 [Νόμιμη ανοικοδόμηση οικοπέδου σε αρχαιολογικό χώρο στο Γαλαξείδι].
ΣτΕ 941/2010
[Νόμιμη απόρριψη αιτήματος χορήγησης άδειας για την εγκατάσταση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας κοντά στη Στεμνίτσα]
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Κ. Κουσούλης
Δικηγόροι: Π. Δημόπουλος
Εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η μικρή απόσταση του σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας από τον παραδοσιακό οικισμό της Στεμνίτσας και περιγράφεται αναλυτικά το μνημειακό περιβάλλον που βλάπτεται από την εγκατάσταση (οι κηρυγμένοι ως προέχοντα βυζαντινά μνημεία ναοί του Προφήτη Ηλία, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Ανδρέα, των Αγίων Αναργύρων και της Παναγίας Μπαφέρω), η απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση σχετικής άδειας εγκατάστασης αιτιολογείται νομίμως.
Η Διοίκηση προέβη σε έρευνα και εκτίμηση για το επιτρεπτό της εγκατάστασης του σταθμού στη θέση που επέλεξε η αιτούσα εταιρεία, χωρίς να υποχρεούται από το νόμο ή από συνταγματική διάταξη ή αρχή να προβεί η ίδια σε έρευνα για την ανεύρεση άλλης κατάλληλης θέσης.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της με αρ. πρωτ. 1782/26-5-2003 πράξης της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία απερρίφθη αίτηση που είχε υποβληθεί από την αιτούσα εταιρεία για την χορήγηση άδειας για την εγκατάσταση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας σε θέση πλησίον του οικισμού Στεμνίτσας/Δημοτικού Διαμερίσματος Στεμνίτσας του Δήμου Τρικολώνων Ν. Αρκαδίας.
2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α του ν. 3028/2002 (Α 153) στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830. Στο άρθρο 10 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους» 1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ιδίου νόμου, «Αρχαιολογικοί χώροι σε οικισμούς Οικισμοί που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους» 1. Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13. Σε μη ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών και αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους, υπό την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, απαγορεύεται η ανέγερση νέων κτιρίων και επιτρέπεται η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, καθώς και η κατεδάφιση εκείνων που έχουν χαρακτηρισθεί ετοιμόρροπα υπό τους όρους των περιπτώσεων β/ και γ/ αντιστοίχως της παραγράφου 2 του παρόντος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται σε αυτούς οι υπόλοιπες διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του παρόντος. 2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή, γ) η κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων, εφόσον δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του συνόλου ή χαρακτηρισθούν ετοιμόρροπα κατά τις διατάξεις του άρθρου 41, δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, ε) η χρήση κτίσματος ή και των ελεύθερων χώρων του, εάν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή τους… 5. Στους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου αυτού ή κοινόχρηστου χώρου χορηγείται άδεια με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου».
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Πελοποννήσου στην από 10-4-2003 συνεδρία του γνωμοδότησε υπέρ της απόρριψης του από 27.11.2001 αιτήματος της αιτούσης εταιρείας για εγκατάσταση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας σε σημείο πλησίον της Στεμνίτας Νομού Αρκαδίας «για λόγους προστασίας των σημαντικών κηρυγμένων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, που βρίσκονται εντός του γειτνιάζοντος οικισμού της Στεμνίτσας και στην περιφέρειά του». Η γνωμοδότηση ελήφθη με βάση το 5924/27.12.2002 έγγραφο της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, σύμφωνα με την οποία «Στην ευρύτερη περιοχή της αιτούμενης εγκατάστασης και σε απόσταση περίπου 1 χλμ. και σε άμεση οπτική επαφή με αυτήν βρίσκεται ο οικισμός της Στεμνίτσας, με σημαντικά μνημεία μεταβυζαντινών χρόνων, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναστηλωθεί και συντηρηθεί με την εποπτεία της Εφορείας μας. Συγκεκριμένα, στον οικισμό και στην περιφέρεια του εντοπίζονται οι ναοί του Προφήτη Ηλία, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Ανδρέα, των Αγίων Αναργύρων, της Παναγίας Μπαφέρω κηρυγμένοι ως προέχοντα βυζαντινά μνημεία (Β.Δ. 26.10.1923, ΦΕΚ 328/14.11.1923). Σημειώνουμε εξάλλου ότι ο οικισμός της Στεμνίτσας έχει χαρακτηριστεί από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ως παραδοσιακός, σύμφωνα με το Π.Δ. 13.10.1987 (ΦΕΚ 908 Δ/13.11.98). Επειδή η τοποθέτηση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας στην αιτούμενη θέση θα προκαλέσει μεγάλη αισθητική βλάβη στο σημαντικό μνημειακό περιβάλλον της Στεμνίτσας, εισηγούμαστε τη μη χορήγηση της ζητούμενης άδειας». Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία, στηριζόμενη στα ανωτέρω στοιχεία, δεν χορήγησε την αιτηθείσα άδεια.
4. Επειδή, προβάλλεται ότι από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης δεν προκύπτει ότι η διοικητική αρχή στάθμισε με τρόπο ορθολογικό και αναλογικό όλα τα νόμιμα στοιχεία, τα οποία ήταν κρίσιμα για την λήψη της απόφασης. Ειδικότερα, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την προσβαλλόμενη πράξη απερρίφθη το αίτημα για εγκατάσταση σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας στη συγκεκριμένη θέση με γενικόλογη αναφορά στο β.δ. του 1923, με το οποίο χαρακτηρίζονται ως προέχοντα βυζαντινά μνημεία Ιεροί Ναοί που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή, και στα άρθρα 10, 14 και 40 του ν. 3028/2002 στα συγκεκριμένα νομοθετήματα, ενώ ήταν επιβεβλημένη η ειδική αναφορά των λόγων για τους οποίους η Διοίκηση εκτίμησε ότι συντρέχει συγκεκριμένος άμεσος ή έμμεσος κίνδυνος για τα χαρακτηρισμένα ως βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της περιοχής, εν όψει του ότι δεν έχει θεσπιστεί για τα συγκεκριμένα μνημεία συγκεκριμένη ζώνη προστασίας, η οποία να καθιστά αυτοδικαίως παράνομη οποιαδήποτε κατασκευή εντός του προβλεπομένου ορίου, η δε κατασκευή δεν βρίσκεται πλησίον κάποιου βυζαντινού μνημείου ή του παραδοσιακού οικισμού της Στεμνίτσας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με βάση τα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτει η μικρή απόσταση του σταθμού από τον παραδοσιακό οικισμό και περιγράφεται αναλυτικά το μνημειακό περιβάλλον που βλάπτεται από την εγκατάσταση (οι κηρυγμένοι ως προέχοντα βυζαντινά μνημεία ναοί του Προφήτη Ηλία, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Ανδρέα, των Αγίων Αναργύρων και της Παναγίας Μπαφέρω), η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς.
5. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση 18 μηνών από την υποβολή του αιτήματος (27.11.2001), κατά παράβαση του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), ο οποίος καθιερώνει προθεσμία εξήντα (60) ημερών για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων των ενδιαφερομένων από τη Διοίκηση. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας δεν επιδρά στη νομιμότητα της εκδοθείσης διοικητικής πράξεως.
6. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης η Διοίκηση δεν έλαβε υπόψη της ότι η εγκατάσταση σταθμού κινητής τηλεφωνίας αφορά την ανάπτυξη δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου απολύτως απαραίτητου για μία περιοχή με αρχαιολογικό ενδιαφέρον προς κάλυψη όχι μόνο των μόνιμων κατοίκων της αλλά και των εκατοντάδων τουριστών. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, σύμφωνα με την αιτούσα, η Διοίκηση όφειλε, κατ’ εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, να υποδείξει πώς ή σε ποιόν χώρο εναλλακτικά έπρεπε να γίνει η εγκατάσταση για να τύχει της έγκρισης της. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η Διοίκηση προέβη, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις που αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, σε έρευνα και εκτίμηση του επιτρεπτού της εγκαταστάσεως του σταθμού στην θέση που επέλεξε η αιτούσα εταιρεία, δεν υποχρεούτο δε από τις ανωτέρω διατάξεις ή από συνταγματική διάταξη ή αρχή να προβεί η ίδια σε έρευνα για την ανεύρεση άλλης κατάλληλης θέσης.
7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣτΕ 886/2010
[Παράνομη επιβολή επιπλέον εισφοράς σε γη
μετά τη μετατροπή ΚΧ σε οικοδομήσιμο χώρο]
Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη
Δικηγόροι: Ν. Παπαστεφανάκας
Απόφαση Νομάρχη, με την οποία διενεργείται τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου σε ένα μόνον Ο.Τ., σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση, χωρίς να επιχειρείται ευρύτερη πολεοδομική ρύθμιση εκδόθηκε αρμοδίως, εφόσον αφορά σε όλως εντοπισμένη τροποποίηση που δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Οι ευνοϊκές για την ακίνητη ιδιοκτησία συνέπειες αξιοποίησης και εκμετάλλευσης λόγω της ένταξης σε πολεοδομικό σχέδιο εξισορροπούν την απώλεια της εισφοράς σε γη, υφίστανται δε και για τις ιδιοκτησίες, στις οποίες αίρεται η ρυμοτομική αναγκαστική απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε με την ένταξη στο σχέδιο αυτό.
Σε περίπτωση ιδιοκτησίας που ρυμοτομήθηκε μόνον εν μέρει και στην οποία αίρεται η απαλλοτρίωση, η εισφορά σε γη υπολογίζεται με βάση το εμβαδόν του τμήματος της ιδιοκτησίας, στο οποίο έχει αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση. Το τμήμα αυτό καθίσταται για πρώτη φορά οικοδομήσιμο κατά το χρονικό σημείο άρσης της απαλλοτρίωσης. Η εισφορά δεν υπολογίζεται με βάση το συνολικό εμβαδόν της ιδιοκτησίας, αφού, ως προς το υπόλοιπο τμήμα αυτής, που ήταν εξαρχής οικοδομήσιμο, δεν συντρέχει περίπτωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (876386 – 89/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου) ζητείται η ακύρωση της 5583/10.5.2005 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας «Τροποποίηση εγκεκριμένου Σχεδίου Πόλεως Πατρών, στο Ο.Τ. 1041 περιοχή Ψαροφάϊ του Δήμου Πατρέων (Ν. Αχαΐας)» (Δ΄ 564/26.5.2005), με την οποία εγκρίνεται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως Πατρών στο Ο.Τ. 1041, που συνίσταται σε μερικό αποχαρακτηρισμό του παραπάνω Ο.Τ. από κοινόχρηστο χώρο σε οικοδομήσιμο, με παράλληλη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων ΚΧ 1041α και 1041β, κατά το μέρος που με την πράξη αυτή επιβάλλεται επιπλέον εισφορά σε γη, εμβαδού 244,45 τ.μ., στο ανωτέρω τμήμα του Ο.Τ. που καθίσταται οικοδομήσιμο και φέρεται να ανήκει στην αιτούσα.
2. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε νομίμως παρότι δεν παρέστη η καθ’ ης Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας εφόσον, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως που υπάρχει στη δικογραφία, αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως και της πράξης του Προέδρου με την οποία ορίσθηκαν εισηγητής και δικάσιμος επιδόθηκαν σε αυτήν νομίμως και εμπροθέσμως.
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση στρέφεται μόνον κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας για την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως. Εν όψει τούτου, παθητικώς νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη μόνον η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας, όχι δε και ο Δήμος Πατρέων, που παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, του οποίου δεν προσβάλλεται πράξη ή παράλειψη και ο οποίος πρέπει, κατά συνέπεια, να αποβληθεί από τη δίκη.
4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) ορίζεται ότι: «Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε πολεοδομούμενες για πρώτη φορά περιοχές υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά σε γη για τη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά την ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983……». Εξάλλου, με την παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3212/2003 (Α΄ 308) προστέθηκε στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου 20 του ν. 2508/1997 περίπτωση ε’ και η εν λόγω παρ. 2 του άρθρου 20 διαμορφώθηκε ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση της παρ. 1 του παρόντος: α) …., β) …., ε) Οι ιδιοκτησίες, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με τις διατάξεις του Ν.Δ. 17.7/16.8.1923 και στις οποίες αίρεται η ρυμοτομική αναγκαστική απαλλοτρίωση, που επιβλήθηκε με την ένταξη στο σχέδιο, σε συμμόρφωση αποφάσεων των αρμοδίων δικαστηρίων, υποχρεούνται σε εισφορά σε γη σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Η εισφορά υπολογίζεται και επιβάλλεται με την πράξη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. Η εισφορά αποτελεί ποσοστό της επιφάνειας της ιδιοκτησίας, όπως αυτή υφίσταται κατά το χρόνο της πράξης τροποποίησης, και διατίθεται ολόκληρη υποχρεωτικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων που θεσμοθετούνται με την τροποποίηση αυτή. Το μέγεθος της εισφοράς μνημονεύεται και απεικονίζεται ως θέση στην πράξη τροποποίησης, είναι αυτοδίκαια εισφερόμενο, τίθεται σε κοινή χρήση μετά τη δημοσίευση της πράξης και δεν απαιτείται σύνταξη της πράξης εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ν. 1337/1983. Εάν με την τροποποίηση του σχεδίου επιβάλλεται για λόγους πολεοδομικούς η δημιουργία κοινόχρηστου χώρου μεγαλύτερου αυτού της εισφοράς σε γη, συντάσσεται πράξη αναλογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 17.7.1923 και του ν. 5269/1931 (ΦΕΚ Α΄ 274) για το επιπλέον τμήμα. Αν η ύπαρξη οικοδομής, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν.Δ. της 17.7.1923, νομίμως υφισταμένης, εμποδίζει τη διάθεση της εισφοράς για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, είναι δυνατόν, κατά την κρίση της υπηρεσίας, να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή. Στην περίπτωση αυτή ο προσδιορισμός της αξίας για την πραγματοποίηση της μετατροπής αυτής γίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2882/2001».Τέλος, στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 20 του ν. 2508/1997 προβλέπεται ότι «Κατά τα λοιπά για την εισφορά σε γη εφαρμόζονται οι παρ. 5 έως και 12 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, όπως ισχύουν και συμπληρώνονται με τις επόμενες παραγράφους και το άρθρο 25 του παρόντος». Περαιτέρω, στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) ορίζονται τα ακόλουθα: «4. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 10%. β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 τ.μ. μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 20%. γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1000 τ.μ. ποσοστό 30%. δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1000 τ.μ. μέχρι 2000 τ.μ. ποσοστό 40%. ε. Με την επιφύλαξη της περιπτώσεως (στ), για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2000 τ.μ. ποσοστό 50%. στ. Για αυτοτελείς ιδιοκτησίες μεγαλύτερες από των 10.000 τ.μ. που ανήκουν σε έναν ιδιοκτήτη, για το τμήμα τους πάνω από 10.000 τ.μ. ποσοστό 60%. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και σε ιδιοκτησίες εξ αδιαιρέτου κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας που αντιστοιχεί σε έκταση γης μεγαλύτερη από 10.000 τ.μ. 5. .Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 10.3.1982. Για την εφαρμογή της παρ. 4, ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνονται στα όρια της προς ένταξη περιοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας. Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10.3.1982».
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το από 22.1.1971 β. δ/μα (ΦΕΚ 37/15.2.1971 τ. Δ) εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως ακίνητο της αιτούσας, εμβαδού 4.398 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Άγιος Γεώργιος των Πατρών» ή «Ψαροφάϊ» του Δήμου Πατρέων. Ειδικότερα, το μεγαλύτερο τμήμα του ακινήτου αυτού απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας για τη δημιουργία δρόμων και πλατείας, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του, εμβαδού 489,60 τ.μ., κατέστη οικοδομήσιμο και εντάχθηκε στο Ο.Τ. 1205. Στη συνέχεια, με την Χ 6274/27.6.1990 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας (ΦΕΚ 332/4.7.1990 τ. Δ), αναθεωρήθηκε το σχέδιο πόλεως στην παραπάνω περιοχή και το ακίνητο της αιτούσας ρυμοτομήθηκε εκ νέου. Αίτηση άρσης της απαλλοτρίωσης, που κοινοποιήθηκε από την αιτούσα στις 11.1.2000 στο Δήμο Πατρέων και στο Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και στις 20.1.2000 στον Υπουργό ΠΕ.Χ.Ω.ΔΕ., απορρίφθηκε σιωπηρά και από τα τρία αυτά όργανα. Κατόπιν τούτου, με την 577/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, ακυρώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να προβεί σε άρση της απαλλοτρίωσης, παρά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς αυτή να έχει συντελεσθεί. Με την 16195/23.12.2004 εισήγηση της προς το ΣΧΟΠ Ν. Αχαΐας, η οποία έγινε δεκτή με το 6/15.4.2005 πρακτικό του οργάνου αυτού, η Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Ν.Α. Αχαΐας πρότεινε να τροποποιηθεί το σχέδιο σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, ειδικότερα δε πρότεινε τον αποχαρακτηρισμό τμήματος του Ο.Τ. 1041, εμβαδού 2084,85 τ.μ., από κοινόχρηστο χώρο και το χαρακτηρισμό του ως οικοδομήσιμου, με πρασιά πλάτους 4 μέτρων, καθώς και τον επαναχαρακτηρισμό του προαναφερόμενου τμήματος του Ο.Τ. 1205, εμβαδού 489,60 τ.μ., ως οικοδομήσιμου, τμημάτων δε συνολικού εμβαδού 1824,45 τ.μ. ως κοινόχρηστων χώρων. Περαιτέρω, στο ίδιο έγγραφο βεβαιώνεται ότι το σύνολο των προτεινόμενων ρυμοτομούμενων τμημάτων ταυτίζεται με την υποχρέωση εισφοράς σε γη, η οποία βαρύνει την ιδιοκτησία της αιτούσας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3212/2003, καθώς και ότι, με την εν λόγω τροποποίηση, επιτυγχάνεται η συνέχεια βασικών οδών του σχεδίου πόλεως, δηλαδή των οδών Αλοννήσου, Δωδώνης και Ακαρνανίας. Εξάλλου, αντίστοιχου περιεχομένου είναι και η 713/26.7.2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πατρέων, όπως και η 89/16.6.2004 πράξη της Επιτροπής Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Κυκλοφοριακής Ρύθμισης του Δήμου Πατρέων. Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία τμήμα του Ο.Τ. 1041, εμβαδού 2084,85 τ.μ. καθίσταται οικοδομήσιμος χώρος, ενώ παράλληλα δημιουργούνται δύο κοινόχρηστοι χώροι, οι ΚΧ 1041α και ΚΧ 1041β. Στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την προσβαλλόμενη πράξη σημειώνονται με διαγράμμιση τα τμήματα του ακινήτου τα οποία αποτελούν την εισφορά σε γη, δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3212/2003. Η εισφορά αυτή, συνολικού εμβαδού 1824,45 τ.μ., έχει υπολογισθεί, σύμφωνα με το ίδιο διάγραμμα, επί της ενιαίας ιδιοκτησίας της αιτούσας, συνολικού εμβαδού 4.398,90 τ.μ. Προσφυγή της αιτούσας κατά της απόφασης του Νομάρχη απορρίφθηκε σιωπηρά από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, όπως προκύπτει από το 19324/2.10.2005 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος.
6. Επειδή, με την περ. β της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3044/2002 μεταβιβάσθηκε στο νομάρχη η αρμοδιότητα τροποποίησης εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών και ο καθορισμός και η τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης σε αυτά. Όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3044/2002, με τις οποίες ανατίθενται αρμοδιότητες πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως η έγκριση και τροποποίηση πόλεως, σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 24 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα. Περαιτέρω, όμως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά διενεργείται μέσα στα πλαίσια ευρύτερου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, όργανα (ΣτΕ 3661/2005 Ολ). Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία εκδόθηκε κατ΄ επίκληση της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3044/2002, διενεργείται τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου σε ένα μόνον Ο.Τ., σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση, και δεν επιχειρείται ευρύτερη πολεοδομική ρύθμιση. Συνεπώς, η απόφαση αυτή αρμοδίως εκδόθηκε από το νομάρχη, εφόσον αφορά σε όλως εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου, η οποία δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό (ΣτΕ 1448/2006).
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1448/2006), η ρύθμιση που εισάγεται με την παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3212/2003, η οποία καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις άρσης ρυμοτομικών απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 3, 4 και 5 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται υποχρέωση των ιδιοκτητών ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά ως οικιστική, εντασσόμενη σε πολεοδομικό σχέδιο, να διαθέτουν χωρίς αντάλλαγμα τμήμα της ιδιοκτησίας τους για τη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων και των χώρων κοινωφελών χρήσεων που προβλέπονται στο πολεοδομικό σχέδιο (ΣτΕ 2058/94 Ολομ., 2380/1991, 3568/1996, 3338/1999). Η κατόπιν δικαστικής απόφασης άρση της απαλλοτρίωσης στις ιδιοκτησίες που εμπίπτουν στην εν λόγω ρύθμιση δεν εξαλείφει και την εισαχθείσα με το παραπάνω άρθρο του Συντάγματος υποχρέωση, δεδομένου ότι οι ευνοϊκές για την ακίνητη ιδιοκτησία συνέπειες αξιοποίησης και εκμετάλλευσης, λόγω της ένταξης σε πολεοδομικό σχέδιο, οι οποίες εξισορροπούν την απώλεια της εισφοράς σε γη, υφίστανται και για τις ιδιοκτησίες, στις οποίες αίρεται η ρυμοτομική αναγκαστική απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε με την ένταξη στο σχέδιο αυτό. Εξ άλλου, η επιβαλλόμενη με την επίμαχη διάταξη υποχρέωση εισφοράς σε γη ανέρχεται σε ποσοστά τα οποία, οριζόμενα, κατά παραπομπή της νέας διάταξης, στο άρθρο 8 του ν. 1337/1983, έχουν κριθεί ως σύμφωνα προς το Σύνταγμα (ΣτΕ 1448/2006, 2058/94 Ολομ., 2380/1991, 3568/1996, 3338/1999). Ενόψει των ανωτέρω, ο καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η παραπάνω διάταξη είναι αντισυνταγματική, διότι ουσιαστικά ακυρώνει και καθιστά ανεφάρμοστη την ακυρωτική δικαστική απόφαση που αποδέσμευσε το οικόπεδο από το ρυμοτομικό βάρος και διέταξε την τροποποίηση του σχεδίου ώστε το οικόπεδο αυτό να καταστεί οικοδομήσιμος χώρος, είναι αβάσιμος.
8. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι μη νομίμως επιβλήθηκε στο επίμαχο ακίνητο της αιτούσας εισφορά σε γη υπολογιζόμενη με βάση την αρχική συνολική επιφάνεια του ακινήτου, εμβαδού 4.398 τ.μ., ενώ έπρεπε κατά το νόμο να μην ληφθεί υπ’ όψιν για τον υπολογισμό της εισφοράς το τμήμα του ακινήτου που εντάχθηκε στο Ο.Τ. 1205 και έχει εμβαδόν 489,60 τ.μ., εφόσον το τμήμα αυτό χαρακτηρίσθηκε ήδη κατά την ένταξη στο σχέδιο ως οικοδομήσιμο, δεν απαλλοτριώθηκε και δεν εμπίπτει στην ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση που εχώρησε με την 577/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, αφού δεν είχε χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος χώρος. Ειδικότερα προβάλλεται ότι ο ανωτέρω μη νόμιμος καθορισμός της εισφοράς σε γη έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλεται παρανόμως στην ιδιοκτησία της αιτούσας εισφορά 1824,45 τ.μ., αντί του ορθού 1579,65, δηλαδή επιπλέον εισφορά σε γη 244,80 τ.μ. Για την εξεύρεση του εμβαδού της εισφερόμενης γης, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 3212/2003 ορίζει ότι «Η εισφορά αποτελεί ποσοστό της επιφάνειας της ιδιοκτησίας, όπως αυτή υφίσταται κατά το χρόνο της πράξης τροποποίησης». Κατά την προφανή έννοια της παραπάνω διάταξης, ενόψει και του σκοπού της επίμαχης ρύθμισης, όπως αυτός αναπτύχθηκε στην προηγούμενη σκέψη, ως ιδιοκτησία νοείται εν προκειμένω η ρυμοτομούμενη ιδιοκτησία. Συνεπώς, σε περίπτωση ιδιοκτησίας που, με την ένταξη στο σχέδιο, ρυμοτομήθηκε μόνον εν μέρει και στην οποία αίρεται η απαλλοτρίωση, η εισφορά σε γη, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, υπολογίζεται με βάση το εμβαδόν του τμήματος της ιδιοκτησίας, στο οποίο έχει αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, εφόσον το τμήμα αυτό καθίσταται για πρώτη φορά οικοδομήσιμο κατά το χρονικό σημείο άρσης της απαλλοτρίωσης, και όχι με βάση το συνολικό εμβαδόν της ιδιοκτησίας, αφού, ως προς το υπόλοιπο τμήμα αυτής, που ήταν εξαρχής οικοδομήσιμο, δεν συντρέχει περίπτωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και δεν αμφισβητείται από τη Διοίκηση, τμήμα του ακινήτου της αιτούσας, εμβαδού 489,60 τ.μ., κατέστη οικοδομήσιμο και εντάχθηκε στο Ο.Τ. 1205 με το από 22.1.1971 β. δ/μα, με το οποίο απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας η υπόλοιπη ιδιοκτησία, στη συνέχεια δε το εν λόγω τμήμα συνυπολογίσθηκε για την εξεύρεση του ποσοστού της εισφερόμενης γης που έγινε με την προσβαλλόμενη πράξη, παρότι δεν συνέτρεχε ως προς αυτό άρση απαλλοτρίωσης, αφού δεν είχε απαλλοτριωθεί. Συνεπώς, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, μη νομίμως προσμετρήθηκε το τμήμα αυτό, εμβαδού 489,60 τ.μ., για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη και ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 5583/10.5.2005 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας κατά το πληττόμενο μέρος της, με το οποίο επιβλήθηκε επιπλέον εισφορά σε γη εμβαδού 244,80 τ.μ. στο ακίνητο της αιτούσας.
ΣτΕ 4525/2009
[Παράνομη οικοδομική άδεια για εκτός σχεδίου ακίνητο στην Αίγινα]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Μ. Ελ. Κωνσταντινίδου
Δικηγόροι: Γ. Κωσταρέλλος, Αθ. Τσιρώνας, Φ. Δεδούσια, Στ. Μανουσάκης
Δεν θεωρούνται οικοδομήσιμα τα ακίνητα που στερούνται προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο, αντίθετη δε εκδοχή θα προσέκρουε στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος. Κατά την έννοια των επιταγών αυτών ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση μπορούν να τροποποιούν τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλουν τους όρους και περιορισμούς δόμησης σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου, με την προϋπόθεση ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις βελτιώνουν και δεν υποβαθμίζουν το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, ούτε συνεπώς τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων.
Θα επέφερε υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος ρύθμιση που προβλέπει ότι τα γήπεδα σε εκτός σχεδίου περιοχές της Αίγινας, τα οποία -προκειμένου να θεωρηθούν ως κατά παρέκκλιση άρτια, έπρεπε, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, να πληρούν ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις τόσο ως προς το εμβαδόν όσο και ως προς το πρόσωπο και το βάθος- θεωρούνται πλέον άρτια και οικοδομήσιμα, με μόνη την προϋπόθεση ότι έχουν ορισμένο ελάχιστο εμβαδόν. Ακόμη δηλαδή και αν στερούνται παντελώς προσώπου, ήτοι κοινού ορίου με κοινόχρηστο χώρο. Δεν συντρέχει, άλλωστε, ανάγκη προστασίας πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν με ευθύνη της Διοικήσεως, δεδομένου ότι η ανάγκη αυτή είχε ικανοποιηθεί με τη θέσπιση σχετικής παρέκκλισης.
Η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, προκειμένου να κρίνει αν γήπεδο, εκτός σχεδίου περιοχές της Αίγινας, για το οποίο ζητείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, πληροί τις προϋποθέσεις της κατά παρέκκλιση αρτιότητας, οφείλει να εξετάζει αν το γήπεδο έχει το προβλεπόμενο ελάχιστο πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο και να προβαίνει σε παρεμπίπτουσα αιτιολογημένη κρίση σχετικά με το χαρακτήρα της έκτασης, στην οποία έχει πρόσωπο το γήπεδο.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 209/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 820/2004 άδειας οικοδομής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών-Πειραιώς.
3. Επειδή, στο άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) ορίζεται ότι: «Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης, της κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των εννόμων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει είτε από την αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη την ανάκληση ή τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας) είτε από την αρχή η οποία προϊσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη την ακύρωση της ιεραρχικής προσφυγής. 2. Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία». Εξ άλλου, στο άρθρο 46 του π. δ/τος 18/1989 ορίζεται ότι: «1. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, εάν ειδικώς δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών… 2. Κάθε διοικητική προσφυγή… καθώς και η απλή αίτηση θεραπείας δι’ αναφοράς στην αρχή που έχει εκδώσει στην πράξη ή στην προϊστάμενη αρχή, διακόπτει την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξεως ή, αν τέτοιο χρονικό διάστημα δεν ορίζεται, για 30 ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοικήσεως εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν παρέλθουν οι προθεσμίες αυτές». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως διακόπτεται από την άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής για 30 ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διακοπή της για μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό ημερών (ΣτΕ 457/2008, 3567/2005, 2683/2003).
4. Επειδή, εν προκειμένω με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι η κατατεθείσα την 7.2.2005 αίτηση ακυρώσεως της αιτούσας κατά της υπ’ αριθ. 820/2004 οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς, είναι εκπρόθεσμη, διότι πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως αποδεικνύεται από 3-12-2004, ημερομηνία υποβολής της υπ’ αριθ. 16917/3.12.2004 αιτήσεως-καταγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας Γ. Κ., προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς με την οποία ο ανωτέρω ζήτησε, «προφανώς με την οποία για λογαριασμός της αιτούσας» να του χορηγηθούν «επίσημα αντίγραφα τόσο του σώματος όσο και των περιεχομένων στον φάκελο της με αριθμ. 820/2004 οικοδομικής αδείας». Η κρίση όμως αυτή δεν είναι νόμιμη, διότι, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, πριν συμπληρωθεί εξηκονθήμερο από την ανωτέρω τεκμαιρόμενη, κατά την κρίση του Διοικητικού Εφετείου, γνώση της οικοδομικής αδείας, ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας υπέβαλε κατά της αδείας αυτής στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιώς την από 30.1.2005 καταγγελία (αριθμ. πρωτ. Π 1441/31.1.2005) η οποία έχει το χαρακτήρα αιτήσεως θεραπείας και της οποίας επομένως, η κατάθεση διέκοψε την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως για 30 ημέρες. Συνεπώς η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως είναι εμπρόθεσμη, η δεχθείσα δε τα αντίθετα εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, κατ΄ αποδοχή της εφέσεως. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου Κ. Μενουδάκου και των Παρέδρων Θ. Αραβάνη και Ο. Παπαδοπούλου, η εκκαλουμένη απόφαση είναι μη νόμιμη και πρέπει να εξαφανισθεί προεχόντως διότι από μόνη την ως άνω από 3.12.2004 αίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας για τη χορήγηση αντιγράφων των στοιχείων του φακέλου της οικοδομικής άδεις δεν συνάγεται γνώση της άδειας αυτής κατά την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αιτήσεως.
5. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Π.Δ. 18/189, να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας.
6. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 820/2004 οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών-Πειραιώς, με την οποία επιτράπηκε στον Κ. Μ. η ανέγερση νέας διώροφης οικοδομής με υπόγειο σε οικόπεδο που βρίσκεται στην εκτός σχεδίου περιοχή Κάτω Λειβάδι της νήσου Αίγινας.
7. Επειδή με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της αδείας με κοινό δικόγραφο ο προαναφερόμενος Κ. Μ. και η Α. Α.-Μ., φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες του ακινήτου, για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια αυτή.
8. Επειδή, η αιτούσα, φερόμενη ως ιδιοκτήτρια ακινήτου γειτονικού προς εκείνο, το οποίο αφορά η προσβαλλομένη οικοδομική άδειας, και ισχυριζόμενη ότι η εκτέλεση της αδείας αυτής συνεπάγεται επιδείνωση του οικιστικού και φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής και επιπλέον αποκλεισμό σχεδόν της θέας από την κατοικία της προς τη θάλασσα, ενόψει του γεγονότος ότι η νέα οικοδομή, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, παρεμβάλλεται διαγωνίως μεταξύ της οπίσθιας πλευράς του ακινήτου, στο οποίο βρίσκεται η κατοικία αυτή, και της θάλασσας, με έννομο συμφέρον επιδιώκει την ακύρωση της ως άνω οικοδομικής αδείας, έστω και αν το ακίνητό της δεν είναι όμορο με εκείνο, το οποίο αφορά η άδεια αυτή.
9. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα διότι το οικοδομούμενο ακίνητο δεν πληροί τους όρους αρτιότητας της περιοχής και δεν είναι οικοδομήσιμο, διότι είναι τυφλό ως μη έχον πρόσοψη σε κοινόχρηστο χώρο πλάτους τουλάχιστον 4 μέτρων, ο οποίος να έχει τεθεί νομίμως σε κοινή χρήση, δεδομένου ότι ο φερόμενος ως κοινόχρηστος δρόμος επί του οποίου έχει πρόσωπο το ακίνητο αυτό αποτελεί, ιδιωτική οδό, χωρίς διέξοδο, που είχε αφεθεί κατά το παρελθόν από τους προκατόχους της μείζονος εκτάσεως για αν εξυπηρετεί μόνον τους παρόδιους ιδιοκτήτες.
10. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 του από 24-9/1-10-1997 π.δ. τιτλοφορουμένου «περί καθορισμού ζώνης δομήσεως και όρων δομήσεως επί οικισμών εκτός σχεδίου εις νήσον Αίγιναν» (Δ΄353) καθορίσθηκε «ζώνη δομήσεως Α» περιλαμβάνουσα ορισμένες εκτός σχεδίου περιοχές της Αίγινας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η περιοχή «Λιβάδι». Με το άρθρο 2 του αυτού διατάγματος καθορίσθηκαν τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων των κειμένων εντός της ανωτέρω ζώνης γηπέδων κατά τον κανόνα και κατά παρέκκλιση. Στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 2 προβλεπόταν, ειδικότερα, ότι «Ως ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων των γηπέδων εντός της δια του άρθρου 1 του παρόντος καθοριζομένης ζώνης … ορίζονται: Ελάχιστο πρόσωπον: είκοσι πέντε (25) μέτρα. Ελάχιστον βάθος: τεσσαράκοντα (40) μέτρα. Ελάχιστον εμβαδόν: τέσσαρες χιλιάδες (4.000) τετρ. μέτρα». Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλεπόταν, εξάλλου, ότι είναι άρτια και οικοδομήσιμα «κατά παρέκκλισιν των ανωτέρω, γήπεδα κείμενα εντός της ζώνης Α, μη έχοντα τα ως άνω καθοριζόμενα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων, πλην όμως ταύτα είχαν κατά τον χρόνον προ της δημοσιεύσεως της υπ΄αριθμ 2658867/12-1-1977 αποφάσεως του Νομάρχου Αττικής «επικύρωσις εν μέρει εκθέσεων επιτροπής αναθεωρήσεως ορίων οικισμών προ του έτους 1923 κ.λπ.» (ΦΕΚ 75 τ. Δ΄), ήτοι την 31ην Μαρτίου 1977, βάσει νομίμων τίτλων, τας δυνάμει του από 15-6-1968 Β. Δ/τος «περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων των κειμένων εντός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών κ.λπ.» (ΦΕΚ 111, τ. Δ΄) καθοριζομένας διαστάσεις αρτιότητος». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του ως άνω, από 15-6-1968 Β.Δ., στο οποίο παρέπεμπε η παρατεθείσα διάταξη, ορίζοντο τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων των οικοπέδων, κατά κανόνα και κατά παρέκκλιση αρτίων, που βρίσκονται εντός οικισμών προϋφισταμένων του 1923. Για όλα τα εν λόγω οικόπεδα απαιτείτο, εκτός του ελάχιστου εμβαδού, ελάχιστο πρόσωπο και ελάχιστο βάθος. Οι όροι και προϋποθέσεις δομήσεως που ορίσθηκαν για τις ανωτέρω, εκτός σχεδίου κείμενες, περιοχές της Αίγινας, με το προαναφερθέν Π.Δ. της 24-9/1-10/1977, 28-7/31-8-1989 Π.Δ. «Τροποποίησης των όρων και περιορισμών δόμησης σε εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχές και εντός οικισμών προ του 1923 της νήσου Αίγινας και καθορισμός χρήσεων γης» (Δ΄539). Με το άρθρο 1 του εν λόγω Διατάγματος καθορίσθηκε «Ζώνη Δ΄», στην οποία περιλαμβάνεται και η εκτός σχεδίου πόλης «Λιβάδια». Οι προϋποθέσεις αρτιότητας των γηπέδων που βρίσκονται εντός της «Ζώνης Δ΄» καθορίσθηκαν, με την περίπτωση IV υποπερίπτωση 2 του ως άνω άρθρου 1, ως εξής: «Το κατώτατο όριο αρτιότητας: α) Για εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 περιοχές ορίζεται σε 20.000 τ.μ. Κατά παρέκκλιση θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα τα γήπεδα i) εφόσον έχουν το ελάχιστο εμβαδόν το προβλεπόμενο κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του από 24-9-1977 Π.Δ/τος (Δ΄353) και ii) εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: να υφίστανται στις 7-7-1983, ημερομηνία δημοσίευσης του από 22-6-1983 Π. Δ/τος (Δ΄282) και να έχουν τα ελάχιστα όρια αρτιότητας κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του από 24-5-1985 Π.Δ/τος (Δ΄270), β) …». Ακολούθως, με το άρθρο 13 παρ. 19 του ν. 3212/2003 «Άδεια δόμησης, πολεοδομικές κ.λπ. διατάξεις…» (ΦΕΚ Α΄308) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «19. Στο τέλος του εδαφίου α΄ της υποπερίπτωσης 2 της περίπτωσης IV του άρθρου 1 του από 29-7/31-8-1989 Π.Δ. (ΦΕΚ 539 Δ΄) προστίθενται εδάφια ως εξής: «Τα κατά παρέκκλιση άρτια γήπεδα της ζώνης Δ είναι οικοδομήσιμα, εφόσον έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο που τίθεται σε κοινή χρήση από τον ιδιοκτήτη, με συμβολαιογραφική πράξη, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται με απόδειξη στον οικείο Ο.Τ.Α. Ο κατά το προηγούμενο εδάφιο παραχωρούμενος σε κοινή χρήση χώρος έχει πλάτος τουλάχιστον τέσσερα (4) μέτρα εφάπτεται σε όλο το μήκος της μιας πλευράς του γηπέδου και προσμετράται για τον υπολογισμό της αρτιότητας και του συντελεστή δόμησής του. Ο παραχωρούμενος χώρος καθορίζεται σε τοπογραφικό διάγραμμα κατάλληλης κλίμακας, το οποίο ελέγχεται και θεωρείται ως προς τη δυνατότητα λειτουργικής σύνδεσής του με το υφιστάμενο δίκτυο των κοινόχρηστων χώρων της περιοχής από την οικεία Πολεοδομική Υπηρεσία». Τέλος, το προμνημονευθέν Π.Δ. της 24-5-1985, με το οποίο θεσπίζονται γενικοί κανόνες περί δομήσεως γηπέδων κειμένων σε περιοχές εκτός σχεδίου, ορίζει στην παράγραφο 2 του άρθρου 1, της οποίας το περιεχόμενο αποδίδεται με το άρθρο 162 παρ. 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ) που εγκρίθηκε με το άρθρο μόνο του από 14/27.7.1999 π. δ/τος (Δ΄ 580), τα εξής: «Κατά παρέκκλιση… θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα τα γήπεδα: α) Τα κείμενα εντός της ζώνης των πόλεων, κωμών και οικισμών, τα οποία είχαν κατά την 24-4-1977, ημέρα δημοσίευσης του από 5-4-1977 π.δ. (ΦΕΚ 133 Δ΄) ελάχιστο εμβαδόν 2000 τ.μ. β) Τα γήπεδα που κατά την ημέρα, δημοσίευσης του παρόντος π. δ/τος έχουν πρόσωπο σε Διεθνείς, Εθνικές, Επαρχιακές, Δημοτικές και Κοινοτικές οδούς, καθώς και σε εγκαταλελειμμένα τμήματα αυτών και σε σιδηροδρομικές γραμμές και εφόσον έχουν: αα) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά την 12-11-1962…. Ελάχιστο πρόσωπο: δέκα (10) μέτρα. Ελάχιστο βάθος δέκα πέντε (15) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν: επτακόσια πενήντα (750) τ.μ. ββ) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά την 12-9-1964… Ελάχιστο πρόσωπο: είκοσι (20) μέτρα. Ελάχιστο βάθος τριάντα πέντε (35) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν: χίλια διακόσια (1200) τ.μ. γγ) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά τη 17-10-1978 … Ελάχιστο πρόσωπο: είκοσι πέντε (25) μέτρα. Ελάχιστο βάθος σαράντα (40) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν: δύο χιλιάδες (2000) τ.μ. δδ) Τα γήπεδα που δημιουργήθηκαν από την 17-10-1978 … μέχρι την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος π. δ/τος ελάχιστο εμβαδόν 4000 τ.μ. Ως δημοτικές ή Κοινοτικές οδοί για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται οι οδοί που ενώνουν οικισμούς του αυτού δήμου ή κοινότητας μεταξύ των ή οικισμούς ομόρων Δήμων ή Κοινοτήτων ή με Διεθνείς Εθνικές ή Επαρχιακές οδούς. Σε περίπτωση που μεταξύ των προαναφερομένων οικισμών υπάρχουν περισσότερες της μιας Δημοτικές ή Κοινοτικές οδοί που συνδέουν αυτούς, οι διατάξεις της παρούσης περίπτωσης έχουν εφαρμογή μόνον σε γήπεδα που έχουν πρόσωπο στην κυριότερη από τις οδούς αυτές…».
11. Επειδή, η παρατεθείσα διάταξη της παραγράφου 19 του άρθρου 13 του ν. 3212/2003 που συμπλήρωσε το εδάφιο α΄ της υποπερίπτωσης 2 της περίπτωσης IV του άρθρου 1 του από 28-7/31-8-1989 Π.Δ. ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της, δεν έτυχε εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι θεωρήθηκε ότι το επίδικο οικόπεδο έχει πρόσωπο σε ήδη υφιστάμενο δρόμο, ο οποίος «έχει τεθεί εν τοις πράγμασι σε κοινή χρήση…» και για το λόγο αυτό, άλλωστε, δεν κρίθηκε αναγκαία για την έκδοση της προσβαλλομένης άδειας η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη συμβολαιογραφική πράξη παραχωρήσεως σε κοινή χρήση χώρου πλάτους τουλάχιστον 400 μέτρων, όπως βεβαιώνεται με το υπ’ αριθ. Π. 2630/191/22-2-2005 έγγραφο της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς. Είναι, συνεπώς, αλυσιτελής ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 13 παρ. 19 του ν. 3212/2003.
12. Επειδή, όπως συνάγεται από τις παρατεθείσες, σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με το π. δ/γμα της 24-9/1-10-1977 θεσπίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως για τις αναφερόμενες, στο άρθρο 1 αυτού εκτός σχεδίου κείμενες περιοχές της Αίγινας, μεταξύ των οποίων η περιοχή «Λιβάδι», στην οποία βρίσκεται το επίμαχο ακίνητο. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του δ/τος αυτού, ορίσθηκαν οι προϋποθέσεις (ελάχιστο εμβαδόν, ελάχιστο βάθος και ελάχιστο πρόσωπο) της κατά τα κανόνα αρτιότητας των ανωτέρω γηπέδων, αναφερόμενες τόσο στο ελάχιστο εμβαδόν όσο και στο ελάχιστο πρόσωπο και βάθος του οικοπέδου, ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι θεωρούνται ως κατά παρέκκλιση άρτια τα γήπεδα, τα οποία εστερούντο μεν των προϋποθέσεων της κατά κανόνα αρτιότητας, είχαν όμως, την 31-3-1977 τις «διαστάσεις αρτιότητας», δηλαδή το ελάχιστο εμβαδόν, και το ελάχιστο πρόσωπο και ελάχιστο βάθος που έτασσαν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του από 15-6/2-7-1968 β. δ/τος, το οποίο διείπε τη δόμηση επί οικοπέδων κειμένων εντός των ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923 και στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Η θέσπιση ευνοϊκοτέρων όρων δομήσεως για τα εκτός σχεδίου γήπεδα, στα οποία αφορά η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του από 24-9/1-10-1977 π. δ/τος, δια της εξομοιώσεώς τους, από πλευράς όρων και περιορισμών δομήσεως, προς τα οικόπεδα τα κείμενα εντός ορίων οικισμού προϋφισταμένου του 1923, εδικαιολογείτο, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 2901/1991), από το γεγονός ότι ενώ κατά τα έτη 1966-1968 οι οικισμοί που βρίσκονται στις ως άνω εκτός σχεδίου περιοχές είχαν αναγνωρισθεί ως προϋφιστάμενοι του 1923, στη συνέχεια, το έτος 1977, η σχετική πράξη αναγνωρίσεως ανακλήθηκε, με αποτέλεσμα να παραστεί ανάγκη προστασίας των πραγματικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν από μακρού χρόνου με ενέργειες της Διοικήσεως. Ακολούθως, με το από 28-7/31-8-1989 π. δ/γμα τροποποιήθηκαν οι όροι δόμησης που είχαν καθορισθεί με το ανωτέρω από 24-9/1-10-1977 π. δ/γμα. Συγκεκριμένα, με το νεότερο αυτό νομοθέτημα, το οποίο αφορά τις ίδιες με το αρχικό π. δ/γμα περιοχές, καθορίσθηκαν τέσσερις ζώνες, από τις οποίες η ζώνη Α΄ περιλαμβάνεις τις περιοχές αρχαιολογικών χώρων, η ζώνη Β΄ περιλαμβάνει την περιοχή που περιβάλλει τον αρχαιολογικό χώρο «Κολώνες», η ζώνη Γ΄ που εκτείνεται από τον παραλιακό δρόμο έως τη θάλασσα και η ζώνη Δ΄, στην οποία εμπίπτει το λοιπό τμήμα των περιοχών, τις οποίες αφορά το εν λόγω π. δ/γμα. Ως προς την τελευταία αυτή ζώνη ορίσθηκε σε 20.000 τ.μ. το κατά κανόνα ελάχιστο όριο αρτιότητας κατά τροποποίηση του προβλεπόμενου στο π. δ/γμα της 24-9/1-10-1977 ελάχιστου εμβαδού 4.000 τ.μ., και, περαιτέρω, με τις διατάξεις της περίπτωσης IV υποπερίπτωσης 2 εδ. α΄ ορίσθηκε για τη ζώνη αυτή, στην οποία εμπίπτει το επίμαχο ακίνητο, κατά παρέκκλιση αρτιότητας ως προς το εμβαδόν. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων εν όψει και του κατά την πολεοδομική νομοθεσία ισχύοντος, με ορισμένες μόνον εξαιρέσεις, κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο δεν θεωρούνται οικοδομήσιμα τα ακίνητα που στερούνται προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο. Αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε άλλωστε στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια του οποίου ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση μπορούν κατ’ αρχήν να τροποποιούν τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλουν τους υφιστάμενους όρους και περιορισμούς, υπό τους οποίους είναι επιτρεπτή η δόμηση σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου, με τον όρο όμως ότι οι εισαγόμενες εκάστοτε ρυθμίσεις βελτιώνουν τις συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων και δεν επιδεινώνουν, δια της υποβαθμίσεως του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος, τις συνθήκες αυτές. Δεδομένου ότι θα επέφερε υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος ρύθμιση προβλέπουσα ότι τα γήπεδα που κείνται στις επίμαχες εκτός σχεδίου περιοχές της Αίγινας, τα οποία, προκειμένου να θεωρηθούν ως κατά παρέκκλιση άρτια, έπρεπε, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, να πληρούν ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις τόσο ως προς το εμβαδόν όσο και ως προς το πρόσωπο και το βάθος, θεωρούνται πλέον άρτια και οικοδομήσιμα, με μόνη την προϋπόθεση ότι έχουν ορισμένο ελάχιστο εμβαδόν, ακόμη δηλαδή και αν στερούνται παντελώς προσώπου, ήτοι κοινού ορίου με κοινόχρηστο χώρο. Δεν συντρέχει, άλλωστε, ανάγκη προστασίας πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν με ευθύνη της Διοικήσεως, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η ανάγκη αυτή είχε ικανοποιηθεί με τη θέσπιση σχετικής παρέκκλισης με το από 24-9/1-10-1977 π. δ/γμα (ΣτΕ 521/2000). Εν όψει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια για την έκδοση οικοδομικών αδειών υπηρεσία, προκειμένου να κρίνει αν γήπεδο, ευρισκόμενο σε μια από τις ανωτέρω εκτός σχεδίου περιοχές της Αίγινας, για το οποίο ζητείται η έκδοση οικοδομικής αδείας, πληροί τις προϋποθέσεις της κατά παρέκκλιση αρτιότητας, οφείλει να εξετάζει αν το γήπεδο έχει το κατά τις ανωτέρω διατάξεις προβλεπόμενο ελάχιστο πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο και να προβαίνει σε παρεμπίπτουσα αιτιολογημένη κρίση σχετικά με το χαρακτήρα της έκτασης, στην οποία έχει πρόσωπο το γήπεδο.
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η πολεοδομική αρχή εξέδωσε την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια χωρίς να προκύπτει ότι προέβη στην ανωτέρω παρεμπίπτουσα κρίση περί του χαρακτήρα της κρίσης της εκτάσεως, στην οποία έχει πρόσωπο το επίμαχο γήπεδο, αλλά στηρίχθηκε προδήλως στις υπ’ αριθ. 10399/6-11-02 και 7773/30-7-2003 βεβαιώσεις του Δημάρχου Αίγινας, σύμφωνα με τις οποίες το γήπεδο έχει πρόσωπο σε δρόμο κοινόχρηστο δημοτικό που υφίσταται προ του έτους 1977, και των οποίων το περιεχόμενο επαναλαμβάνεται και στην μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης αδείας 13377/23-12-2004 βεβαίωση του ιδίου Δημάρχου, χωρίς να αξιολογήσει τις βεβαιώσεις αυτές προκειμένου να διαπιστώσει αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις αρτιότητας. Εν όψει τούτου, η προσβαλλόμενη άδεια πρέπει να ακυρωθεί κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου ακυρώσεως, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου η ανωτέρω αρχή να ελέγξει αν ο χώρος, επί του οποίου φέρεται να έχει πρόσωπο το επίμαχο οικόπεδο, αποτελεί κοινόχρηστη οδό, νομίμως υφιστάμενη υπό την εκτεθείσα έννοια.
14. Επειδή, μετά την αποδοχή της αιτήσεως για τον ανωτέρω λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, είναι δε απορριπτέα η ασκηθείσα παρέμβαση.
ΣτΕ 880/2010
[Παράνομη επιβολή προστίμου για διατήρηση αυθαίρετου κτίσματος κατασκευασμένου στον αιγιαλό, πριν από τις 3.10.1994]
Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: O. Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Π. Παπαδάκης, Δ. Ποντικάκης
Η διοικητική ποινή του προστίμου, που επιβάλλεται, βάσει της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του α.ν. 2344/1940, αποσκοπεί στη συμμόρφωση των διοικουμένων προς τις διατάξεις περί αιγιαλού και παραλίας. Ενόψει του πρόδηλου δημόσιου σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο σχετικός διοικητικός έλεγχος, οι διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης επιβολής του προστίμου είναι διοικητικές διαφορές. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να διαπιστώσει τη διάπραξη ή μη της επίδικης παράβασης, καθώς και το είδος και τις συνθήκες τέλεσής τους και να κρίνει για το ύψος του επιβλητέου προστίμου. Οι διαφορές, συνεπώς αυτές συνιστούν ουσιαστικές διοικητικές διαφορές, η εκδίκαση των οποίων ανήκε προσωρινά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ήδη δε ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Αυθαίρετα κτίσματα και κατασκευές, ανεγειρόμενα εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικά, ενώ υποχρεωτικά αίρονται και οι οποιασδήποτε άλλης μορφής αυθαίρετες επεμβάσεις. Οι διατάξεις αυτές, είναι ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαίρετων κατασκευών, αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία του αιγιαλού, της παραλίας και του θαλασσίου χώρου και επιβάλλουν την αποκατάσταση της μορφής τους. Η επιβολή, όμως, από την οικεία λιμενική αρχή του προστίμου στους παραβάτες επιτρέπεται, για παραβάσεις συντελεσθείσες μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2242/1994, στις 3.10.1994. Το ανωτέρω πρόστιμο δεν χαρακτηρίζεται ούτε οργανώνεται από το νόμο, ιδίως σε σχέσει με τον τρόπο επιμέτρησής του ως διοικητική κύρωση για διατήρηση αυθαίρετων κατασκευών και επεμβάσεων.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, που ασκείται κατά νόμον ατελώς, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 111/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 60/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσιβλήτου κατά της υπ’ αριθμ. 14/1999 πράξεως του Κεντρικού Λιμενάρχη Χανίων, περί επιβολής εις βάρος της προστίμου, ύψους 2.500.000 δραχμών, για παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994.
2. Επειδή, η παράγραφος 2 του άρθρου 24 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνω, α.ν. 2344/1940 (Α΄154), όπως τροποποιηθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του α.ν. 263/1968 (Α΄ 12) ορίζει ότι «Ο άνευ αδείας ή καθ’ υπέρβασιν ταύτης ή και ο δυνάμει αδείας, κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος νόμου εκδιδομένης, επιφέρων επί του αιγιαλού ή της παραλίας ή λοιπών χώρων οιανδήποτε μεταβολήν δια κατασκευής ή τροποποιήσεως ή καταστροφής των έργων ή του εδάφους δια λήψεως χώματος, λίθων ή άμμου ή άλλως πως, αδιάφορον αν εκ τούτου επήλθεν ή μη ζημία εις την παραλίαν, αιγιαλόν ή λοιπούς χώρους, τιμωρείται, διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως, δια φυλακίσεως τουλάχιστον έξ (6) μηνών … και δια χρηματικής ποινής τουλάχιστον εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών». Η δε παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του ν. δ/τος 393/1974 (Α΄ 110), ορίζει ότι «Τα άνευ αδείας ανεγερθέντα, ανεξαρτήτως χρόνου ανεγέρσεως, ή ανεγρθησόμενα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα επί του αιγιαλού ή παραλίας κατεδαφίζονται, ανεξαρτήτως εάν ταύτα κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται». Εξ άλλου η παράγραφος 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994 (Α΄162), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβληθείσης με την προσφυγή της αναιρεσιβλήτου πράξεως, ήτοι προ της τροποποιήσεώς της με την παράγραφο 4 του άρθρου 27 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), ορίζει ότι «Στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του α.ν. 2344/1940 … ανεξαρτήτως των συντρεχουσών ποινικών ευθυνών, επιβάλλεται από την οικεία Λιμενική Αρχή πρόστιμο ύψους τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών και μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές κατά τη διαδικασία του άρθρου 157 του ν. δ/τος 187/1973. Σε σοβαρές περιπτώσεις παράνομων προσχώσεων και αλλοιώσεων του αιγιαλού και της παραλίας ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, ύστερα από πρόταση της οικείας Λιμενικής Αρχής. Σε περιπτώσεις που εκ των παράνομων προσχώσεων προκαλείται ευρείας εκτάσεως οικολογική καταστροφή… το παραπάνω πρόστιμο δύναται να ανέλθει μέχρι του ποσού των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών…. Η αποκατάσταση της γενόμενης μεταβολής του φυσικού περιβάλλοντος υπό του υπαιτίου και οπωσδήποτε προς της επιβολής του προστίμου συνιστά ελαφρυντική περίπτωση…. Ο υπαίτιος αλλοιώσεως του αιγιαλού και της παραλίας, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούται σε άμεση αποκατάσταση αυτών στην προτέρα κατάσταση. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως, στην αποκατάσταση προβαίνει η αρμόδια υπηρεσία… και η σχετική δαπάνη καταλογίζεται σε βάρος του υπόχρεου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος, στην προτέρα κατάσταση, καθώς και ο τρόπος καταλογισμού της σχετικής δαπάνης σε βάρος του υποχρέου, στην περίπτωση που η αποκατάσταση γίνεται από την αρμόδια υπηρεσία».
3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η διοικητική ποινή του προστίμου, που επιβάλλεται, βάσει της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του α.ν. 2344/1940, αποσκοπεί στη συμμόρφωση των διοικουμένων προς τις διατάξεις περί αιγιαλού και παραλίας. Ενόψει δε του προδήλου δημοσίου σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο σχετικός διοικητικός έλεγχος, οι διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως επιβολής του προστίμου είναι διοικητικές διαφορές. Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973, Α΄261), κατά την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών το δικαστήριο είναι αρμόδιο, κατά την ουσιαστική του κρίση, να διαπιστώσει τη διάπραξη ή μη της επίδικης παραβάσεως και το είδος και τις συνθήκες τελέσεώς τους και να κρίνει για το ύψος του επιβλητέου προστίμου. Οι διαφορές, συνεπώς αυτές συνιστούν ουσιαστικές διοικητικές διαφορές, η εκδίκαση των οποίων ανήκε προσωρινά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 37 παρ. 2 ν.δ. 187/1973), ήδη δε, μετά την ισχύ του ν. 1406/1083 (Α΄) ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Συνεπώς, η κρινόμενη αναφορά αρμοδίως εκδικάσθηκε ως διαφορά ουσίας από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση (βλ. ΣΕ 3626/2004).
4. Επειδή, περαιτέρω, από τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 24 του α.ν. 2344/1940 συνάγεται ότι αυθαίρετα κτίσματα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόμενα εν μέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς, ενώ υποχρεωτικώς αίρονται και οι οποιασδήποτε άλλης μορφής αυθαίρετες επεμβάσεις. Οι διατάξεις αυτές, ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία του αιγιαλού, της παραλίας και του θαλασσίου χώρου και επιβάλλουν την αποκατάσταση της μορφής τους, η οποία έχει αλλοιωθεί με την χωρίς άδεια ανέγερση πάσης φύσεως τεχνικού έργου, κτίσματος ή κατασκευάσματος ή με άλλης μορφής αυθαίρετη επέμβαση. Δεν επηρεάζουν δε τη νομιμότητα του εκδιδόμενου, δυνάμει των διατάξεων αυτών, πρωτοκόλλου κατεδαφίσεως, άρσεως ή απομακρύνσεως των αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων εν γένει, ούτε ο χρόνος κατασκευής των αυθαιρέτων κτισμάτων ή λοιπών εγκαταστάσεων και συντελέσεως των αυθαίρετων επεμβάσεων ούτε ο μόνιμος ή μη χαρακτήρας τους ούτε, τέλος, το στοιχείο της υπαιτιότητας του κατασκευαστή (βλ. ΣΕ 826/2009, 1931/2008 κ.ά.). Η επιβολή, όμως, από την οικεία λιμενική αρχή της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου στους παραβάτες του άρθρου 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, επιτρέπεται, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, για παραβάσεις του άρθρου 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940 συντελεσθείσες μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2242/1994, ο οποίος δημοσιευθείς στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 3.10.1994 άρχισε να ισχύει, δυνάμει του άρθρου 8 αυτού από την ημερομηνία εκείνη, όχι δε για παραβάσεις συντελεσθείσες σε προγενέστερο χρόνο (βλ. ΣτΕ 3626/2004), καθόσον το ανωτέρω πρόστιμο δεν χαρακτηρίζεται ούτε οργανώνεται από το νόμο, ιδίως εν σχέσει προς τον τρόπο επιμετρήσεώς του ως διοικητική κύρωση για διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, οποτεδήποτε συντελεσθεισών εντός αιγιαλού ή παραλίας, ως κύρωση, δηλαδή, που επιβάλλεται για την μη κατεδάφιση, άρση ή απομάκρυνση των αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου συντελέσεώς τους. Εξ άλλου, με την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, δεν προβλέπεται επιβολή προστίμου για την χρήση, απλώς, αυθαιρέτων κατασκευών.
5. Επειδή, εν προκειμένω, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται τα ακόλουθα: Κατόπιν αυτοψίας, διενεργηθείσης από την υπάλληλο της Κτηματικής Υπηρεσίας Χανίων Ε. Ζ., συνετάγη η από 8.4.1998 τεχνική έκθεση της εν λόγω υπαλλήλου. Από την έκθεση αυτή, σε συνδυασμό με την από 10.9.1998 έκθεση για βεβαίωση παραβάσεως του σημαιοφόρου του Λιμενικού Σώματος Μ. Β., προκύπτουν τα εξής: Κατά την αυτοψία της ως άνω υπαλλήλου διαπιστώθηκε ότι στην παραθαλάσσια περιοχή «Βραχάκια» του Κάτω Γαλατά του Δήμου Νέας Κυδωνίας, στην οποία οι οριογραμμές του αιγιαλού έχουν καθορισθεί με την υπ’ αριθμ. 13241/1974 απόφαση του Νομάρχη Χανίων (Δ΄ 235), επί ακινήτου εμβαδού 142,00 τ.μ., εντός του αιγιαλού, υφίσταται μονώροφο κτίσμα, μέτριας κατασκευής με στέγη από κεραμίδια, εμβαδού 50,00 τ.μ., που χρησιμοποιείται από την ήδη αναιρεσίβλητο για θερινή διαμονή. Βορείως και δυτικά του κτίσματος υπάρχει περιβάλλων χώρος εμβαδού 92,00 τ.μ., με περίφραξη σε επαφή με τη θάλασσα, χρησιμοποιούμενος ως αυλή. Με βάση της διαπιστώσεις αυτές, με την 3117/65/17.9.1998 πράξη του Κεντρικού Λιμενάρχη Χανίων η αναιρεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία, για παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940. Η εν λόγω, με το σχετικό απολογητικό της υπόμνημα, ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, στο οποίο υπάρχει παλαιά οικία, ηλικίας άνω των 150 ετών, το απέκτησε εκ κληρονομίας από τον πατέρα της στις 20.12.1970. Ο Κεντρικός Λιμενάρχης Χανίων, με την υπ’ αριθμ. 14/1999 πράξη του, επέβαλε στην αναιρεσίβλητο πρόστιμο, ύψους 2.500.000 δραχμών για παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του α.ν. 2344/1940, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994, την πράξη δε αυτή προσέβαλε η αναιρεσίβλητος, με προσφυγή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου ισχυριζόμενη ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, συνεκτιμώντας τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε τα προσκομισθέντα, υπ’ αριθμ.4227/1984 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και υπ΄ αριθμ. 888/1978, 3350/1982 και 586/1998 πρωτόκολλα επιβολής αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση του αιγιαλού, έκρινε ότι η επίδικη, εντός του χώρου του αιγιαλού, κατασκευή υφίστατο προ της ενάρξως ισχύος του ν. 2242/1994. Περαιτέρω, έκρινε ότι η προσβληθείσα ενώπιόν του πράξη επιβολής προστίμου ήταν παράνομη, καθόσον δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 23 του νόμου αυτού, δεν δύναται να επιβάλλεται πρόστιμο για κτίσματα ανεγερθέντα προ της ενάρξεως ισχύος του. Έφεση του Δημοσίου κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε, εν πρώτοις, ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994 δεν επιβάλλεται για παραβάσεις τελεσθείσες προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού. Περαιτέρω, κατ’ εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητος κληρονόμησε το επίδικο ακίνητο, ως έχει, από τον πατέρα της το έτος 1970 και δεν προέβη η ίδια σε καμμία πράξη αλλοιώσεως του αιγιαλού, αλλά χρησιμοποιούσε το υφιστάμενο ήδη κτίσμα και τον αύλειο χώρο του, όπως είχαν διαμορφωθεί από τον πατέρα της και τους προκατόχους του. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, καθώς και την ίδια την προσβληθείσα υπ΄αριθμ. 74/1999 πράξη επιβολής προστίμου, με την οποία, όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη, «δεν καταλογίζεται στην [αναιρεσίβλητο] οποιαδήποτε πράξη αλλοιώσεως του αιγαλού (ούτε συντηρήσεως ή βελτιώσεως των επίμαχων χώρων), αλλά μόνο καταπάτηση», συνιστάμενη στη χρήση του επίδικου κτίσματος και του αύλειου χώρου του, η αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες κατασκευές έγιναν προ της ενάρξεως ισχύος του ν. 2242/1994 και, συνεπώς, δεν δύναται να επιβληθεί διοικητική κύρωση, δυνάμει του νόμου αυτού, ούτε για την ανέγερσή του ούτε για την απλή χρήση τους.
6. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το προβλεπόμενο στην παρ. 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994 πρόστιμο επιβάλλεται επί αλλοιώσεως του αιγιαλού ή της παραλίας, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ανεξαρτήτως του χρόνου συντελέσεως της παραβάσεως, εφόσον μετά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού διατηρείται πάντως η αυθαίρετη κατασκευή που επέφερε τη μεταβολή ή αλλοίωση του αιγιαλού ή της παραλίας, και ότι η αναιρεσιβαλλομένη, δεχθείσα διαφορετική ερμηνεία της προαναφερθείσης διατάξεως, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Όπως έγινε δεκτό σε προηγούμενη σκέψη η επιβολή της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του α.ν. 2344/1940, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, επιτρέπεται για παραβάσεις συντελεσθείσες μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2242/1994, όχι δε για παραβάσεις αναγόμενες σε προγενέστερο χρόνο, καθόσον το ανωτέρω πρόστιμο δεν αποτελεί κύρωση για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, οποτεδήποτε συντελεσθεισών, ούτε κύρωση για τη χρήση, απλώς, αυθαιρέτων κατασκευών. Επομένως, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση, στο σύνολό της.
ΣτΕ 4538/2009
[Εκσυγχρονισμός και επέκταση βιομηχανικής μονάδας
χαμηλής όχλησης εντός Ζ.Ο.Ε.]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αγγ. Θεοφιλόπουλος
Δικηγόροι: Μ. Χαϊνταρλής, Χρ. Διβάνη, Γ. Τατάγια, Χρ. Πολίτης
Νομίμως εγκρίθηκε ο εκσυγχρονισμός των υφισταμένων εγκαταστάσεων παραγωγής ζωοτροφών, συνεπαγόμενος αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος της μονάδας, αφού η αύξηση της ισχύος της υφιστάμενης και λειτουργούσας μονάδας δεν υπερβαίνει το όριο, μέχρι του οποίου η δραστηριότητα εντάσσεται στη χαμηλή όχληση.
Επέκταση των εγκαταστάσεων είναι επίσης νόμιμη αν και η εγκατεστημένη ισχύς της μονάδας αυξάνεται, εφόσον οι νέες εγκαταστάσεις παραγωγής κατατάσσονται στις βαθμίδες όχλησης με άλλη βάση και, συγκεκριμένα, με βάση τη δυναμικότητα αυτών ως προς τη χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, και δεδομένου ότι η επέκταση αυτή είναι κατώτερη από που αποτελεί το ανώτατο όριο των μονάδων χαμηλής όχλησης.
Βασικές σκέψεις
3. Επειδή, η υπόθεση αυτή εισάγεται προς συζήτηση μετά την 3593/2007 παραπεμπτική απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 14 του π. δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α).
4. Επειδή, ο αιτών Δήμος Μπιζανίου, εντός των διοικητικών ορίων του οποίου εμπίπτει η πιο πάνω βιομηχανική μονάδα παραγωγής ζωοτροφών, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση προβάλλοντας ότι η εγκατάσταση αυτής θα προκαλέσει περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής λόγω της έντονης δυσοσμίας και των λοιπών υγειονομικών κινδύνων, τους οποίους αυτή συνεπάγεται.
5. Επειδή, η εταιρεία «Θ. Ν. Α.Β.Ε.Ε.», δικαιούχος της χορηγηθείσας άδειας εγκαταστάσεως, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη.
6. Επειδή, στα άρθρα 69 και 70 του π.δ. 30/1996 («Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», Α’ 21) -στα οποία κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 12 και 13, αντιστοίχως, του άρθρου 18 του ν. 2218/ 1994 (Α’ 90)- ορίζονται τα εξής: «Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη επιτρέπεται, σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, προσφυγή για παράβαση νόμου στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή αν η απόφαση δεν δημοσιεύεται από την κοινοποίηση ή διαφορετικά αφότου έλαβε γνώση. Η προσφυγή κατατίθεται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ή στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας με απόδειξη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 περί διοικητικής αποκεντρώσεως, όπως ισχύει κάθε φορά …» (άρθρο 69). «Κατά των……κατά το άρθρο 69 αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στον καθ’ ύλη αρμόδιο υπουργό, για παράβαση νόμου, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 περί διοικητικής αποκεντρώσεως, όπως ισχύει κάθε φορά» (άρθρο 70). Αντίστοιχη ρύθμιση περιλαμβάνει και το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2503/1997 (Α’ 107), σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, οι σχετικές προσφυγές δε ασκούνται ενώπιον του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3200/1955 (Α’ 97), «Κατά των αποφάσεων του Νομάρχου, επιτρέπεται εις πάντα ενδιαφερόμενον προσφυγή διά παράβασιν νόμου ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως ή εάν η απόφασις δεν δημοσιεύεται από της κοινοποιήσεως ή άλλως αφ’ ης έλαβε γνώσιν» (παρ. 1). Η προσφυγή αυτή κατατίθεται είτε στη Νομαρχία είτε στο αρμόδιο Υπουργείο (παρ. 2), ο αρμόδιος δε υπουργός οφείλει να αποφασίζει επ’ αυτής μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την υποβολή της σε αυτόν (παρ. 3).
7. Επειδή, με την εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής του άρθρου 8 του Ν. 3200/1955, η οποία συνεπάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας της υποκείμενης στην προσφυγή πράξεως, διακόπτεται η κατά το άρθρο 46 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής. Ειδικότερα, όπως έχει κριθεί, στις περιπτώσεις καταθέσεως της προσφυγής στο Υπουργείο, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της νομαρχιακής πράξεως κινείται εκ νέου την επομένη της παρόδου της τασσομένης στον Υπουργό εξηκονθήμερης προθεσμίας αποφάνσεως, η οποία έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα, από την ίδια δε ημέρα αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου κατά της σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής, η οποία τεκμαίρεται με την πάροδο απράκτου του εξηκονθημέρου, ή κατά της σχετικής ρητής υπουργικής αποφάσεως που τυχόν εκδόθηκε πριν συμπληρωθεί το εξηκονθήμερο, εκτός εάν εκείνος που άσκησε την προσφυγή έλαβε γνώση της ρητής υπουργικής αποφάσεως σε προγενέστερο χρόνο, οπότε η προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της νομαρχιακής και της υπουργικής αποφάσεως αρχίζει από την ημερομηνία της γνώσεως. Εάν, όμως, η προσφυγή έχει κατατεθεί στη Νομαρχία και δεν προκύπτει γνώση από τον προσφεύγοντα του χρόνου περιελεύσεώς της στο Υπουργείο, η προθεσμία προσβολής της νομαρχιακής και της υπουργικής αποφάσεως ή της τυχόν σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής αρχίζει από την κοινοποίηση ή την με οποιονδήποτε τρόπο γνώση της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής από τον Υπουργό. Αλλά, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεδομένου ότι η ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής είναι, εν πάση περιπτώσει, γνωστή στον προσφεύγοντα, η πάροδος ευλόγου χρόνου από την κατάθεση της προσφυγής στη Νομαρχία, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του προσφεύγοντος, δύναται να δημιουργήσει τεκμήριο γνώσεως της απορρίψεως της προσφυγής και πριν από την κοινοποίηση ή την κατ’ άλλο τρόπο γνώση της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως (βλ. ΣΕ 3732/05, 3054/00, 1359/00, 1708/00, 2863/85 Ολομ. κ.ά.). Τα ανωτέρω ισχύουν, αναλόγως, και για τις προσφυγές που ασκούνται δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 69 και 70 του π.δ. 30/1996 (ΣτΕ 3732/2005, 3014/01).
8. Επειδή, κατά της 228/Φ.14.906/8.4.2004 αποφάσεως, με εντολή Νομάρχη, του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου, της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ιωαννίνων, ο αιτών Δήμος υπέβαλε την από 5.5.2004 προσφυγή (αρ. κατ. Περιφερείας Ηπείρου 9199/ 6.5.2004), με την άσκηση της οποίας διακόπηκε η προθεσμία προσβολής της αποφάσεως αυτής του νομαρχιακού οργάνου με αίτηση ακυρώσεως. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την 12619/23.6.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου, που εκδόθηκε εντός του τασσόμενου με τις ως άνω διατάξεις εξηκονθημέρου και περιήλθε στον αιτούντα Δήμο στις 25.6.2004 (αρ. πρωτ. Δήμου Μπιζανίου 2930/25.6.2004). Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2.8.2004 ασκείται εμπροθέσμως ως προς αμφότερες τις ως άνω αποφάσεις. Περαιτέρω, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση στον αιτούντα ή γνώση της 4295/23.7.2001 αποφάσεως του Νομάρχη Ιωαννίνων περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, παρά την πάροδο περίπου τριών ετών από την έκδοση της, εμπροθέσμως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση.
9. Επειδή, με την 10537/18.2.1993 κοινή απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ 139 Β711.3.1993) καθορίστηκε η αντιστοιχία της κατατάξεως των βιομηχανικών-βιοτεχνικών δραστηριοτήτων που ορίζονται στην Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990 (ΦΕΚ 678 Β725.10.1990) με την αναφερόμενη στις πολεοδομικές ή και σε άλλες διατάξεις διάκριση των δραστηριοτήτων σε χαμηλή, μέση και υψηλή όχληση και, ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι οι δραστηριότητες της χαμηλής όχλησης αντιστοιχούν με τις δραστηριότητες της Β κατηγορίας της Κ.Υ.Α. 69269/90 (άρθρο 1 παρ. 3). Ακολούθως, με βάση σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α’), εκδόθηκαν η Η.Π. 15393/2332/5.8.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ 1022 Β’), με την οποία τα έργα και δραστηριότητες κατατάχθηκαν σε κατηγορίες και η 13727/724/24.7.2003 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ 1087 Β΄/5.8.2003), με την οποία καθορίστηκε η αντιστοίχηση των κατηγοριών των βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων με τους βαθμούς όχλησης που αναφέρονται στα πολεοδομικά διατάγματα. Στο άρθρο 3 της απόφασης αυτής ορίζεται ότι: «Προσαρτάται και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης Παράρτημα βιομηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων σε αντιστοίχηση σε βαθμούς όχλησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Άρθρο 1 του Ν. 3010/02 (ΦΕΚ 91/Α/2002)» και στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 4 αυτής προβλέπεται ότι: «Νόμιμα υφιστάμενες και λειτουργούσες, κατά τη δημοσίευση της παρούσας, εγκαταστάσεις χαμηλής όχλησης, που σύμφωνα με το Άρθρο 3 κατατάσσονται στη μέση όχληση εξακολουθούν να παραμένουν στη χαμηλή όχληση». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας απόφασης από την έναρξη της ισχύος της καταργήθηκε η Κ.Υ.Α. 10537/1993. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η κατάταξη, βάσει της Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003, στις δραστηριότητες που προκαλούν μέση όχληση εγκαταστάσεως, υφιστάμενης κατά τη δημοσίευση της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως, η οποία βάσει των διατάξεων της προϊσχύουσας Κ.Υ.Α. 10537/18.2.1993 υπαγόταν στις χαμηλής όχλησης δραστηριότητες και λειτουργούσε νομίμως σε περιοχή, στην οποία δεν ήταν επιτρεπτή η λειτουργία μονάδων μέσης, αλλά μόνο χαμηλής όχλησης, δεν έχει μεν ως συνέπεια την υποχρέωση απομάκρυνσης της δραστηριότητας αυτής, και τη διακοπή της λειτουργίας της, δεν επιτρέπεται, όμως, η περαιτέρω επέκταση της ή η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ή της δυναμικότητας της. Δεν αποκλείεται, πάντως η επέκταση της με προσθήκη νέας δραστηριότητας ο βαθμός όχλησης της οποίας, κατά την ανωτέρω Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003, υπολογίζεται με άλλη βάση με συνέπεια να μη καθίσταται δυνατή, για την εφαρμογή των διατάξεων της Κ.Υ.Α. αυτής, η συσχέτιση με την υφιστάμενη μονάδα, η επέκταση, όμως, αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. αυτή, η νέα δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως χαμηλής όχλησης. Επίσης, δεν αποκλείεται εκσυγχρονισμός της εγκαταστάσεως, επιβαλλόμενος κατά νόμο ή για λόγους περιβαλλοντικούς, έστω και αν προϋποθέτει αύξηση της ισχύος της, υπό τον όρο όμως ότι η προστιθέμενη ισχύς δεν υπερβαίνει το κατά τη νέα Κ.Υ.Α. ανώτατο όριο των δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης, δεδομένου ότι με το προαναφερόμενο άρθρο 3 της Κ.Υ.Α. αυτής, με το οποίο αποσκοπείται η μη εφαρμογή των συνεπειών της νέας αυστηρότερης αντιστοιχίας στις υφιστάμενες και λειτουργούσες νομίμως εγκαταστάσεις προκειμένου να μη διακοπεί η λειτουργία τους λόγω της μεταβολής της αντιστοιχίας και μόνον, ο κανονιστικός νομοθέτης προδήλως δεν ηθέλησε να αποκλείσει τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων αυτών. Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου και των Παρέδρων Θ. Αραβάνη και Όλ. Παπαδοπούλου η κατάταξη, βάσει της Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003, στις δραστηριότητες που προκαλούν μέση όχληση υφιστάμενης κατά τη δημοσίευση της εγκαταστάσεως, η οποία βάσει των διατάξεων της προϊσχύουσας Κ.Υ.Α. 10537/18.2.1993 υπαγόταν στις χαμηλής όχλησης δραστηριότητες και λειτουργούσε νομίμως σε περιοχή, στην οποία δεν ήταν επιτρεπτή η λειτουργία μονάδων μέσης, αλλά μόνο χαμηλής όχλησης, δεν έχει μεν ως συνέπεια την υποχρέωση απομάκρυνσης της δραστηριότητας αυτής, και τη διακοπή της λειτουργίας της, είναι δε επιτρεπτός και ο εκσυγχρονισμός της εγκαταστάσεως, επιβαλλόμενος κατά νόμο ή για λόγους περιβαλλοντικούς, έστω και αν προϋποθέτει αύξηση της ισχύος της, υπό τον όρο ότι η προστιθέμενη ισχύς δεν υπερβαίνει το κατά τη νέα Κ.Υ.Α. ανώτατο όριο των δραστηριοτήτων χαμηλής όχλησης, αποκλείεται, όμως, η οποιαδήποτε περαιτέρω επέκταση της με προσθήκη νέας δραστηριότητας, ακόμη και στην περίπτωση που ο βαθμός όχλησης αυτής, κατά την ανωτέρω Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003, υπολογίζεται με άλλη βάση.
10. Επειδή, με το άρθρο 2 παρ. 2 της 22943/5.6.2003 κοινής αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης και των Υφυπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας (ΦΕΚ 649 Δ725.6.2003) η περιφέρεια του Δήμου Μπιζανίου, εντός της οποίας περιλαμβάνεται το Δημοτικό Διαμέρισμα Πεδινής, εντάχθηκε στην Περιφερειακή Ζώνη Προστασίας της περιοχής Οικοανάπτυξης της λίμνης Παμβώτιδας. Στην ζώνη αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. ΣΤ της ίδιας Κ.Υ.Α., όπως τροποποιήθηκε με την 46003/19.11.2003 κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Γεωργίας (ΦΕΚ 1250 Δ726.11. 2003), και ειδικότερα στο τμήμα της που εμπίπτει στην Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), η οποία έχει καθορισθεί με το από 5.5.1989 π.δ/γμα (ΦΕΚ 297 Δ΄/17.5.1989), όπως τροποποιήθηκε με το από 30.3.1993 π.δ/γμα (ΦΕΚ 389 Δ721.4.1993), ισχύουν οι χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δόμησης που καθορίζονται με τα προεδρικά αυτά διατάγματα. Και ναι μεν οι ως άνω κοινές υπουργικές αποφάσεις ακυρώθηκαν, κατ’ αποδοχήν αιτήσεως ακυρώσεως του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Ιωαννίνων» (αριθμ. καταθ. Ε. 6868/2003), με απόφαση του Δικαστηρίου, στις περιοχές, όμως, που εμπίπτουν στη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), ανεξαρτήτως της ως άνω ακυρώσεως, ισχύουν ευθέως οι περιορισμοί στις χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως που ορίζονται με τα προαναφερόμενα π.δ/γματα. Ειδικότερα, η θέση «Φτέρη» του Δημοτικού Διαμερίσματος Πεδινής, του αιτούντος Δήμου Μπιζανίου, στην οποία είναι εγκατεστημένη η μονάδα της παρεμβαίνουσας εταιρείας, περιλαμβάνεται στην περιοχή με το στοιχείο «Χ» της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), στην οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3.Α.3 α του ως άνω από 5.5.1989 π.δ/τος, απαγορεύονται, μεταξύ άλλων, οι χρήσεις βιομηχανικών εγκαταστάσεων μέσης και υψηλής όχλησης (βλ. και 10399/22.12. 2003 έγγραφο Ν.Α. Ιωαννίνων).
11. Επειδή, οι δραστηριότητες παραγωγής ζωοτροφών και παραγωγής σκυλοτροφών – γατοτροφών, εντάσσονταν, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 10537/1993, στην χαμηλή όχληση, διότι αντιστοιχούσαν σε δραστηριότητες της Β’ Κατηγορίας κατά το άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990 εφόσον δεν είχαν περιληφθεί στον πίνακα του άρθρου 4 της τελευταίας αυτής Κ.Υ.Α., αλλά για την εγκατάσταση και λειτουργία τους ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής αδείας. Ήδη, σύμφωνα με τις ως άνω Κ.Υ.Α. Η.Π. 15393/ 2332/5.8.2002 και 13727/724/24.7.2003, η παραγωγή παρασκευασμένων ζωοτροφών για ζώα που εκτρέφονται σε αγροκτήματα (Κωδικός Ε.Σ.Υ.Ε. 157.1) κατατάσσεται στις δραστηριότητες της 3ης Υποκατηγορίας της Δεύτερης Κατηγορίας εάν η εγκατεστημένη ισχύς της μονάδας είναι από 20-200 ΚW και στη χαμηλή όχληση αν η εγκατεστημένη ισχύς της μονάδας είναι κατώτερη ή ίση με 200 ΚW, στις δραστηριότητες δε της 2ης Υποκατηγορίας της Πρώτης Κατηγορίας και στη μέση όχληση εάν υπερβαίνει τις 200 ΚW. Η παραγωγή παρασκευασμένων ζωοτροφών για κατοικίδια ζώα (Κωδικός Ε.Σ.Υ.Ε. 157.2) κατατάσσεται στις δραστηριότητες της 3ης Υποκατηγορίας της Δεύτερης Κατηγορίας εάν η δυναμικότητα της εγκαταστάσεως ως προς την ποσότητα της πρώτης ύλης είναι κατώτερη ή ίση με 10 τόννους/ημέρα, στην 2η Υποκατηγορία της Πρώτης Κατηγορίας αν η δυναμικότητα είναι πάνω από 10 και μέχρι 100 τόννους/ημέρα και στην 1η Υποκατηγορία της Πρώτης Κατηγορίας αν η δυναμικότητα είναι ανώτερη από 100 τόννους/ημέρα, στη χαμηλή δε όχληση αν η δυναμικότητα είναι κατώτερη ή ίση με 10 τόννους/ημέρα και στη μέση όχληση αν είναι ανώτερη των 10 τόννων/ημέρα.
12. Επειδή, με την ΒΜ.129/Φ.14.906/4.2.1994 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Βιομηχανίας της Νομαρχίας Ιωαννίνων χορηγήθηκε στην εταιρεία «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ και Σια Ο.Ε.» άδεια λειτουργίας, πενταετούς διάρκειας, εργοστασίου παραγωγής ζωοτροφών και ξηραντηρίου αραβοσίτου, ισχύος 1370 ΗΡ, στην περιφέρεια της τότε Κοινότητας Πεδινής. Μετά την έγκριση, με την προσβαλλόμενη 4295/23.7.2001 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων, των περιβαλλοντικών όρων για τον εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου τμήματος παραγωγής ζωοτροφών, δυναμικότητας 10 τόννων/ώρα, καθώς και για την επέκταση της μονάδας με τμήμα παραγωγής σκυλοτροφών – γατοτροφών, δυναμικότητας 2 – 3 τόννων/ώρα, χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα εταιρεία «Θ. ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ Α.Β.Ε.Ε.», με την ΔΒΕΑ/1348/Φ.Λ.23.906/15.10.2001 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου της Ν.Α. Ιωαννίνων, άδεια λειτουργίας του υφιστάμενου εργοστασίου παραγωγής ζωοτροφών, με κινητήρια ισχύ 1370 ΗΡ. Ακολούθως, με την συμπροσβαλλόμενη 228/Φ. 14.906/8.4.2004 απόφαση, με εντολή Νομάρχη, του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ιωαννίνων χορηγήθηκε στην παρεμβαίνουσα εταιρεία άδεια εγκαταστάσεως, τριετούς διάρκειας, για τον εκσυγχρονισμό εργοστασίου παραγωγής ζωοτροφών και την επέκταση του με νέα γραμμή σκυλοτροφών-γατοτροφών συνολικής ισχύος 3012 ΗΡ (ήδη λειτουργούσα: 1370 ΗΡ, εκσυγχρονισμού: 241 ΗΡ, επέκτασης: 1401 ΗΡ). Η υφιστάμενη εγκατάσταση της παρεμβαίνουσας παραγωγής ζωοτροφών και ξηραντηρίου αραβοσίτου ισχύος 1370 ΗΡ (=1013,8 ΚW), αν και λόγω της εγκατεστημένης ισχύος αυτής, η οποία υπερβαίνει τις 200 KW, χαρακτηρίζεται βάσει της Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003 ως δραστηριότητα μέσης όχλησης, για την εφαρμογή των σχετικών πολεοδομικών διατάξεων εξακολουθεί να θεωρείται βάσει του άρθρου 4 της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως δραστηριότητα χαμηλής όχλησης διότι είχε λάβει την ΔΒΕΑ/1348/Φ.Λ.23.906/15.10.2001 άδεια λειτουργίας του υφιστάμενου εργοστασίου παραγωγής ζωοτροφών, ως δραστηριότητα της Β’ Κατηγορίας κατά το άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990, δηλαδή ως δραστηριότητα χαμηλής όχλησης, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα Κ.Υ.Α. 10537/18.2.1993 και, συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 9, δεν επιβάλλεται η απομάκρυνση της, μολονότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 3.Α.3α του από 5.5.1989 π.δ/τος, όπως τροποποιήθηκε με το από 30.3.1993 π.δ/γμα, στην περιοχή του Δ.Δ. Πεδινής απαγορεύονται οι χρήσεις βιομηχανικών εγκαταστάσεων μέσης όχλησης. Περαιτέρω, νομίμως καταρχήν, εγκρίθηκε ο εκσυγχρονισμός των υφισταμένων εγκαταστάσεων παραγωγής ζωοτροφών, συνεπαγόμενος αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος της μονάδας της παρεμβαίνουσας κατά 241 ΗΡ, δηλαδή 178,34 ΚW, αφού η αύξηση για το σκοπό αυτό της ισχύος της υφιστάμενης και λειτουργούσας μονάδας δεν υπερβαίνει το όριο των 200 ΚW, μέχρι του οποίου η δραστηριότητα εντάσσεται στη χαμηλή όχληση. Τέλος, η εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη άδεια επέκταση των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας καταρχήν είναι επίσης νόμιμη αν και η εγκατεστημένη ισχύς της μονάδας αυξάνεται κατά 1401 ΗΡ, δηλαδή 1036,74 ΚW, εφόσον οι νέες εγκαταστάσεις παραγωγής σκυλοτροφών-γατοτροφών κατατάσσονται στις βαθμίδες όχλησης με άλλη βάση και, συγκεκριμένα, με βάση τη δυναμικότητα αυτών ως προς τη χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, και δεδομένου ότι η επέκταση αυτή είναι κατώτερη των 10 τόννων/ημέρα, που αποτελεί κατά την Κ.Υ.Α. 13727/724/24.7.2003 το ανώτατο όριο των μονάδων χαμηλής όχλησης. Κατά την εκτεθείσα στη σκέψη 9 ως άνω γνώμη, όμως, της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου και των Παρέδρων Θ. Αραβάνη και Ολ. Παπαδοπούλου η ως άνω επέκταση των εγκαταστάσεων της παρεμβαίνουσας με τις νέες εγκαταστάσεις παραγωγής σκυλοτροφών- γατοτροφών δεν είναι νόμιμη.
13. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση της μονάδας της παρεμβαίνουσας δεν απαγορεύεται από τις διατάξεις της Ζ.Ο.Ε., η οποία έχει καθορισθεί με το από 5.5.1989 π.δ/γμα (ΦΕΚ 297 Δ717.5.1989), όπως τροποποιήθηκε με το από 30.3.1993 π.δ/γμα (ΦΕΚ 389 Δ721.4.1993), είναι δε απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως. Τέλος, και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η δραστηριότητα της παραγωγής σκυλοτροφών-γατοτροφών, ως διαθέτουσα λειτουργική αυτοτέλεια, έπρεπε να αδειοδοτηθεί αυτοτελώς και κεχωρισμένως από τη δραστηριότητα της παραγωγής ζωοτροφών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από τις διατάξεις του ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 3010/2002, και του ν. 2526/1967 δεν αποκλείεται η ενιαία αδειοδότηση των δραστηριοτήτων που αφορούν την ίδια επιχείρηση.
14. Επειδή, κατόπιν των ήδη εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
ΣτΕ 874/2010
[Νόμιμη εντοπισμένη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Καισαριανής για τη μετατροπή περιοχής στο Σκοπευτήριο από χώρο σχολείου σε κοινόχρηστο χώρο]
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Κ. Κουσούλης
Δικηγόροι: Αθηνά Αλεφάντη
Η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Καισαριανής στην περιοχή του «Σκοπευτηρίου» με τον αποχαρακτηρισμό έκτασης από χώρο για ανέγερση σχολείου σε κοινόχρηστο χώρο είναι νόμιμη, ενόψει του ότι από το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Καισαριανής η εν λόγω περιοχή χαρακτηρίζεται ως «ιστορικός τόπος», όπου προτείνεται η δημιουργία μουσείου Εθνικής Αντιστάσεως με αξιοποίηση μερικών εκ των υφισταμένων κτιρίων, κατόπιν μελέτης για τη διαμόρφωση του όλου χώρου. Επίσης, σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας η περιοχή του «Σκοπευτηρίου» εντάσσεται στο σύστημα των μεγάλων υπερτοπικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικών λειτουργιών για ολόκληρη την πόλη.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία κατατέθηκε στις 6.2.2003, ζητείται η ακύρωση του από 15-10-2002 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ Δ 961/6-11-2002), με το οποίο τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Καισαριανής Ν. Αττικής. Ειδικότερα με την πράξη αυτή στην περιοχή του Σκοπευτηρίου, που έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικός τόπος με την ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ72376/15202/7.2.1984 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄193), όπως συμπληρώθηκε με την ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑ11/173239/ 53065/ 9.10.1995 όμοια απόφαση (Β΄949), τμήμα, το οποίο με την Γ5379/463/4.12.1978 κοινή απόφαση των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Γεωργίας (Δ΄ 214) είχε καθορισθεί για την ανέγερση σχολείου, μετετράπη σε κοινόχρηστο χώρο.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η αίτηση από το αιτούν σωματείο, το οποίο επικαλείται δικαιώματα κυριότητας επί της ανωτέρω εκτάσεως.
4. Επειδή, προκειμένου περί εντοπισμένων τροποποιήσεων ρυμοτομικού σχεδίου, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως, με την οποία εγκρίνεται η τροποποίηση, δεν αρχίζει ως προς τους θιγόμενους ιδιοκτήτες από τη δημοσίευση της πράξεως, αλλά από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση αυτής. Εξάλλου, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως είναι, κατ΄ αρχήν, εντοπισμένη όταν αφορά είτε ένα ακίνητο είτε μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων, έστω και εάν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα (βλ. ΣτΕ 3589/2007, 2399/2001, 463/2001 κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, η οποία αφορά ένα ακίνητο, είναι εντοπισμένη. Συνεπώς, η κατά τα άρθρα 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) εξηκονθήμερη προθεσμία για άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής από το αιτούν αρχίζει από την κοινοποίηση ή τη γνώση της πράξεως εκ μέρους του. Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση της προσβαλλομένης πράξεως ούτε τεκμαίρεται γνώση αυτής από το αιτούν σε χρόνο απώτερο των 60 ημερών από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Επομένως, εμπροθέσμως ασκείται η κρινόμενη αίτηση.
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί η (ΣτΕ 3117/2004 επταμ. κ.ά.). κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρηθέν ισχύει (βλ. Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, Α 8) και των άρθρων 3 παρ. 7 και 29 παρ. 5 και 9 του ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, Α΄ 17), όπως τροποποιήθηκε με το εδάφιο γ’ του άρθρου 1 του Ν. 2985/2002 (Α΄18), η κήρυξη απαλλοτριώσεων βάσει της πολεοδομικής νομοθεσίας για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων δεν υπάγεται στην κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 2882/2001 υποχρέωση να δικαιολογείται ειδικώς στην απόφαση κηρύξεως της απαλλοτριώσεως η δυνατότητα καλύψεως της δαπάνης που απαιτείται για τη συντέλεση της. Εξ άλλου, η υποχρέωση να προκύπτει πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης συντρέχει κατά τη νομολογία (βλ. ΣτΕ 3935/2006 κ.α.) όταν επιχειρείται επανεπιβολή ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή βάρος ακινήτου. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι εσφαλμένως αναφέρεται στο προοίμιό της ότι από τις κανονιστικές διατάξεις του διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α., δεδομένου ότι η εν λόγω έκταση είναι ιδιωτική και ανήκει κατά κυριότητα στο αιτούν σωματείο, εν όψει του ότι ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, στον οποίο είχε αυτή μεταβιβασθεί, δεν εκπλήρωσε την αίρεση που απαιτείτο για να του περιέλθει η κυριότητα, η επιβολή δε οποιασδήποτε απαλλοτριώσεως προϋποθέτει, ενόψει της ρητής συνταγματικής κατοχυρώσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, τη βεβαίωση του οικείου Ο.Τ.Α. ότι διαθέτει τα απαιτούμενα για τις σχετικές αποζημιώσεις χρηματικά κονδύλια, η οποία σε περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, όπως εν προκειμένω δεδομένου ότι είχε προηγηθεί χαρακτηρισμός ως χώρου σχολείων, απαιτείται να αναγράφεται κεχωρισμένα στον προϋπολογισμό του νομικού προσώπου.
6. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 έως 3 και 70 του από 17.7/16.8.1923 ν. δ/τος, (Α΄ 228), τα οποία αποδίδονται στα άρθρα 152 επ. του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), που κυρώθηκε με το από 14/27.7.1999 π. δ/γμα (Δ 580), και των άρθρων 19 παρ. 3 και 21 παρ. 2 του από 3/22.4.1929 π. δ/τος (Α 155), που αποδίδονται στα άρθρα 153 και 154 του Κ.Β.Π.Ν., διατηρηθέντων σε ισχύ με το άρθρο 31 παρ. 3 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ν. 1577/1985, ΦΕΚ 210 Α’), που αποβλέπουν στη λειτουργικότητα των οικισμών και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως πρέπει να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλεως, από άποψη υγιεινής, ασφαλείας, οικονομίας και αισθητικής και στην αρτιότερη διαρρύθμιση της, στην επιδίωξη δε αυτή συμβάλλει, προεχόντως, η δημιουργία και επαύξηση κοινοχρήστων χώρων. Ειδικότερα η πρόβλεψη κοινόχρηστων χώρων πρέπει να συνάπτεται προς πολεοδομικά κριτήρια που να αναφέρονται στην ορθολογική διάταξη μεταξύ οικοδομήσιμων και κοινόχρηστων χώρων, στην εξυπηρέτηση των κυκλοφοριακών και εν γένει οικιστικών αναγκών και στην αισθητική προβολή της περιοχής. Περαιτέρω, οι τροποποιήσεις ρυμοτομικών σχεδίων επιβάλλεται να αιτιολογούνται με βάση πολεοδομικά κριτήρια, η αιτιολογία δε αυτή, η οποία πρέπει να είναι ειδικότερη επί εντοπισμένης τροποποιήσεως, μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2086/2006, βλ. και ΣτΕ 2005/2003 Ολομ. 413/2005, 1512/2003, 3440/2002, 2979/2000, 3443/1999, 2124/1999, κ.ά.).
7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την από 21.3.1996 εισήγηση της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος προς το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος προτάθηκε η τροποποίηση του από 4.12.1978 εγκεκριμένου σχεδίου στην περιοχή «Σκοπευτηρίου» με τον αποχαρακτηρισμό έκτασης υπό στοιχεία Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Η,Ο,Π,Ρ,Σ,Τ,Υ,Ε από χώρο για ανέγερση σχολείου σε κοινόχρηστο χώρο, ενόψει του ότι υπό του εγκεκριμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Καισαριανής (ΦΕΚ 343 Δ71989) η εν λόγω περιοχή του “Σκοπευτηρίου” χαρακτηρίζεται ως “ιστορικός τόπος”, όπου προτείνεται η δημιουργία μουσείου Εθνικής Αντιστάσεως με αξιοποίηση μερικών εκ των υφισταμένων κτιρίων, κατόπιν μελέτης για την διαμόρφωση του όλου χώρου, ενώ υπό του ν. 1515/85 “Περί ρυθμιστικού σχεδίου και προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας” η περιοχή του “Σκοπευτηρίου” εντάσσεται στο σύστημα των μεγάλων υπερτοπικών πόλων αναψυχής, αθλητισμού και πολιτιστικών λειτουργιών για ολόκληρη την πόλη. Στη συνέχεια ύστερα από την από 28.3.1996 σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος και τις 109/1993, 61/1994, 5/1997 και 164/2000 γνωμοδοτήσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Καισαριανής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.
8. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, διότι δεν σκοπεί στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολεοδομικών αναγκών, αλλά στην αποστέρηση του αιτούντος από την ιδιοκτησία του επί της εκτάσεως, στην οποία είναι ανεπτυγμένες οι σκοπευτικές εγκαταστάσεις του σε συνδυασμό με το ότι οι ανάγκες αναψυχής των κατοίκων της Καισαριανής καλύπτονται από δασική έκταση ιδιοκτησίας του αιτούντος εμβαδού 350 στρεμμάτων και από το αισθητικό δάσος της Καισαριανής εμβαδού άνω των 2000 στρεμμάτων. Επίσης προβάλλεται ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση δεν αιτιολογείται, γιατί δεν εκτίθενται οι συγκεκριμένες πολεοδομικές ανάγκες, τις οποίες έχει ως σκοπό να καλύψει η προσβαλλομένη πράξη και με ποιο ειδικότερο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί η έκταση. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, η επίμαχη τροποποίηση του σχεδίου στηρίζεται σε πολεοδομικά κριτήρια και αιτιολογείται νομίμως,
9. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί de facto απαλλοτρίωση του ακινήτου, για την οποία δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία της απαλλοτριώσεως και για την οποία δεν προβλέπεται η καταβολή αποζημιώσεως, με συνέπεια να αντίκειται στα άρθρα 17 και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι αφενός σύμφωνα με την πολεοδομική νομοθεσία (άρθρο 276 επομ. Κ.Β.Π.Ν.) μετά τη δημοσίευση του σχεδίου πόλεως η Διοίκηση οφείλει να μεριμνήσει για τη συντέλεση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων με τη σύνταξη της οικείας πράξεως αναλογισμού, τον προσδιορισμό (δικαστικό ή εξώδικο) της σχετικής αποζημιώσεως και την καταβολή της στους δικαιούχους (πρβλ. ΣτΕ 843/2009), και αφετέρου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3908/2007 7μ.), εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων, ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο, όταν δε οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση το αιτούν αναφέρει στο δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι έχει ήδη ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της Διοικήσεως να άρει τη συνολικώς άνω των 23 ετών διαδοχική δέσμευση του ακινήτου.
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα.
ΣτΕ 669/2010
[Παράνομη χωροθέτηση οικοδομικών μονάδων στον περιβάλλοντα χώρο του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος “Αλλατίνη”]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αντ. Ντέμσιας
Δικηγόροι: Ελ. Ιωαννίδου, Φ. Σπυρόπουλος, Χρ. Πολίτης, Μ. Ασημακοπούλου, Π. Δημόπουλος
Πράξη με την οποία παρέχεται έγκριση εκτέλεσης εργασιών πλησίον μνημείου δεν είναι δημοσιευτέα στην ΕτΚ και τυχόν δημοσίευσή της δεν ασκεί επιρροή για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως. Δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η άρση περιορισμών της ιδιοκτησίας που έχουν υποβληθεί χάριν της προστασίας πολιτιστικού αγαθού, για να αποκατασταθούν οι εξουσίες ιδιοκτητών που θίγονται από αυτούς.
Περιορισμοί επιβληθέντες κατά το άρθρο 24 παρ. 6 Συντ. δεν επιτρέπεται να αναιρούνται μετά την άρση παραλλήλως υφιστάμενων περιορισμών της ίδιας ιδιοκτησίας, άσχετων προς την προστασία του μνημείου. Κατά τη διαδικασία έκδοσης ειδικών πράξεων με τις οποίες εγκρίνεται η εκτέλεση έργων πλησίον μνημείου πρέπει, ενόψει και του ενιαίου της Διοίκησης, να εξετάζεται αν οι προτεινόμενες εργασίες είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτές βάσει των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων, περιλαμβανομένου του Σ.Δ. που αποτελεί βασικό όρο δόμησης εντός ακινήτου.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/20520/588/18.4.2006 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η χωροθέτηση έξι νέων οικοδομικών μονάδων στον περιβάλλοντα χώρο του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος «Αλευρόμυλοι Αλλατίνη» στη Θεσσαλονίκη, β) της ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/49539/1390/19.6.2006 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 891/12.7.2006), με την οποία, κατ’ «αποσαφήνιση» της πρώτης προσβαλλομένης, τροποποιήθηκε η διαληφθείσα σε εκείνη ρύθμιση ως προς τη χρήση του κτηρίου 24 του επίμαχου βιομηχανικού συγκροτήματος και γ) της 2297/27.10.2006 οικοδομικής αδείας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας (Τμήμα Χορήγησης Αδειών) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, με την οποία επετράπη στις εταιρείες «Εταιρεία Δ.Β.Ε. ΑΒΕΕ», «Α.Α.Θ. ΑΕ» και «Θ. ΑΕ» η κατασκευή στο χώρο του ως άνω διατηρητέου συγκροτήματος υπογείου σταθμού αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως.
3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν, με κοινό δικόγραφο παρεμβάσεως, οι προαναφερθείσες εταιρείες «Ε.Δ.Β.Ε. ΑΒΕΕ», «Α.Α.Θ. ΑΕ» και «Θ. ΑΕ», οι οποίες φέρονται ως συνιδιοκτήτριες εξ αδιαιρέτου, κατά 50% η πρώτη και κατά 25% οι λοιπές, του ακινήτου στο οποίο αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Οι εν λόγω εταιρείες (εφεξής παρεμβαίνουσες) είχαν υποβάλει την εγκριθείσα με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, μελέτη χωροθετήσεως των νέων κτηρίων και εν γένει αναπλάσεως του επίμαχου συγκροτήματος, είναι δε συνδικαιούχον της τρίτης προσβαλλομένης, υπ’ αριθμ. 2297/2006 οικοδομικής αδείας. Ενόψει των ανωτέρω, με πρόδηλο έννομο συμφέρον επιδιώκουν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
4. Επειδή, με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου υπέβαλαν παραίτηση από το δικόγραφο της αιτήσεως οι πρώτος (Ν.Κ.), δεύτερος (Δ.Κ.), πέμπτη (Μ.Τ.), έκτη (Δ.Π.), έβδομη (Μ-Λ.Κ.), όγδοος (Ι.Δ.), δεκάτη έκτη (Δ.Κ.) και δέκατος έβδομος (Δ.Τ.) των αιτούντων. Επομένως, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ως προς τους παραπάνω αιτούντες, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 π.δ. 18/1989 (Α’ 8). Εξάλλου, από τους αιτούντες η Κ.Δ. (12η αιτούσα) δεν νομιμοποίησε την υπογράφουσα την υπό κρίση αίτηση δικηγόρο με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 τρόπους. Κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς την ανωτέρω αιτούσα ως απαράδεκτη.
5. Επειδή, οι δύο πρώτες, και χρονικώς προγενέστερες, προσβαλλόμενες αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και, συγκεκριμένα, της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 4 του αναφερόμενου στο προοίμιο αυτών ν. 3028/2002, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ειδικότερα, του Ε΄ Τμήματος (άρθρο 5 παρ. 1 περ. β π.δ/τος 361/2001). Εξάλλου, η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, η οποία υπάγεται κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του ν. 702/1977 (Α’ 268), όπως τελικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 (Α’ 222), στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου έχει, ως έρεισμα τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, οι οποίες, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 3028/2002, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε εργασία, ή επέμβαση σε ακίνητα μνημεία, προηγούνται δε, κατά την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, από τις άδειες άλλων αρχών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, κατ’ άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), να κρατηθεί στο σύνολο της η υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς εκδίκαση, λόγω της συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων και για λόγους οικονομίας της δίκης (ΣΕ 1427/2008, 3824/2007, 2128/2006 7μ κ.α).
6. Επειδή, τα εκ των αιτούντων φυσικά πρόσωπα, ως προς τα οποία δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης ή απορρίψεως της αιτήσεως λόγω μη νομιμοποιήσεως του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 4, φέρονται ως κάτοικοι Θεσσαλονίκης και δη της περιοχής, στην οποία ευρίσκεται το επίμαχο βιομηχανικό συγκρότημα «Α», υποστηρίζουν δε, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, ότι με τις προσβαλλόμενες ανατρέπεται η ιστορική αξία του ως άνω μνημείου και με τον τρόπο αυτό θίγεται το δικαίωμα τους προς απόλαυση της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλεως τους και, περαιτέρω, ότι από τη δυνάμει των πράξεων αυτών λειτουργία στο ως άνω συγκρότημα υπογείου χώρου σταθμεύσεως 400 θέσεων θα επέλθει συγκοινωνιακός φόρτος και πλήρης αποψίλωση του, κατά τους ισχυρισμούς τους, διάσπαρτου με δένδρα περιβάλλοντος χώρου του μνημείου. Εξάλλου, οι εκ των αιτούντων σωματείο με την επωνυμία «Ο.Κ.Θ.» και αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Θ. των Πολιτών και της Ο.», επικαλούνται ομοίως την εκ των προσβαλλόμενων πράξεων βλάβη στη πολιτιστική κληρονομιά της πόλεως της Θεσσαλονίκης και στο οικιστικό κεκτημένο της περιοχής. Όπως προκύπτει δε από τα προσκομιζόμενα καταστατικά τους, μεταξύ των σκοπών τους περιλαμβάνονται, ως προς το ως άνω σωματείο, «η ανάπτυξη οικολογικής και περιβαλλοντικής συνείδησης, ο σεβασμός προς τη φύση και την πολιτιστική κληρονομιά .. η παρέμβαση στα προβλήματα της πόλης και της τοπικής αυτοδιοίκησης .. η καλλιέργεια πολιτιστικού και μορφωτικού επιπέδου» (βλ. άρθρο 2 από 14.1.1998 καταστατικού), ως προς δε την ως άνω αστική εταιρεία «1) Η πραγματοποίηση κάθε ενδεδειγμένης ενέργειας για την προστασία, ανάδειξη και σωστή διαχείριση του φυσικού, δομημένου και πολιτιστικού περιβάλλοντος της πόλης, η απόκρουση κάθε απειλής .. σ’ αυτό 2) Η απόκρουση ενεργειών ή παραλείψεων .. που θα μπορούσαν να προσβάλουν, ρυπάνουν ή αλλοιώσουν το περιβάλλον της πόλης ή να παραμορφώσουν την ιστορική φυσιογνωμία και πολιτιστική ταυτότητα της .. 3) Η προσπάθεια ανάδειξης και αξιοποίησης των στοιχείων του περιβάλλοντος, της ιστορίας, του πολιτισμού .. της πόλης ..» (βλ. άρθρο 2 από 24.2.2003 καταστατικού, κατατεθέντος με αρ. 816/4.3.2003 και δημοσιευθέντος στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης). Με τα δεδομένα αυτά, οι ως άνω αιτούντες ασκούν με έννομο συμφέρον την υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς δε ομοδικούν προβάλλοντες λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή νομική και πραγματική βάση.
7. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε, δια καταθέσεως στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στις 4.10.2007, ενώ οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν στις 18.4.2006, 19.6.2006 και 27.10.2006, αντιστοίχως. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, από τις οποίες η πρώτη συνιστά έγκριση μελέτης και χορήγηση αδείας για την επέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο διατηρητέου μνημείου και την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών προς ανέγερση συγκεκριμένων κτισμάτων, καθώς και έγκριση των καθοριζομένων στην οικεία μελέτη χρήσεων των συγκεκριμένων αυτών κτισμάτων και η δεύτερη συμπληρώνει την πρώτη ως προς τη χρήση τμήματος ενός εκ των επίμαχων νέων οικοδομικών μονάδων έχουν, ενόψει του περιεχομένου τους αυτού, ατομικό χαρακτήρα (βλ. ΣΕ 2540/2005). Εξάλλου, δεν προβλέπεται από το νόμο δημοσίευση των πράξεων αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διότι οι διατάξεις του ν. 3028/2002, κατ’ επίκληση του οποίου εκδόθηκαν, επιβάλλουν τη δημοσίευση μόνον των πράξεων του Υπουργού Πολιτισμού περί χαρακτηρισμού ακινήτου ως μνημείου (άρθρο 6 παρ. 4), όχι δε και των πράξεων με τις οποίες παρέχεται η έγκριση εκτελέσεως εργασιών πλησίον μνημείου, όπως εν προκειμένω (άρθρο 10 παρ. 4). Ενόψει των ανωτέρω, η δημοσίευση, ως εκ περισσού, της δεύτερης προσβαλλομένης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Β’ 891/12.7.2006), δεν ασκεί επιρροή για την έναρξη της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως (ΣΕ 2540/2005, ΣΕ 1358/2001 ως προς τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 50 και 52 του ν. 5351/1932 -Α’ 275 και 1 έως 5 του ν. 1469/1950 – Α΄ 169), είναι δε απορριπτέος ο προβαλλόμενος με το υπ1 αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΔΙΝΣΑΚ/107973/2944/7.4.2007 έγγραφο απόψεων της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού προς το Συμβούλιο της Επικρατείας ισχυρισμός ότι η προθεσμία προσβολής των ανωτέρω πράξεων κινήθηκε από τη δημοσίευση της δεύτερης από αυτές στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση προς τους αιτούντες των εν λόγω πράξεων ούτε της συμπροσβαλλόμενης οικοδομικής αδείας, δεν τεκμαίρεται δε εκ μέρους τους γνώση αυτών σε χρόνο απώτερο των εξήντα ημερών πριν από την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως. Ειδικότερα, το μικρό χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε από την είσοδο μηχανημάτων στον περιβάλλοντα χώρο του συγκροτήματος «Α.Α.» και την έναρξη των σχετικών εργασιών, που, όπως ισχυρίζονται και οι αιτούντες, έλαβε χώρα στα μέσα Ιουνίου 2007, αλλά και η πάροδος χρονικού διαστήματος δεκαοκτώ, δεκαέξι και έντεκα, περίπου, μηνών, αντιστοίχως, από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων έως την προαναφερόμενη ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως δεν θεμελιώνουν τεκμήριο γνώσεως των αποφάσεων αυτών από τους αιτούντες σε χρόνο που να καθιστά εκπρόθεσμη την υπό κρίση αίτηση, αν ληφθεί υπόψη και η αναστολή της σχετικής προθεσμίας κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, παρά το έντονο ενδιαφέρον που επέδειξαν για την υπόθεση ορισμένοι από αυτούς. Ενόψει των προαναφερθέντων, η υπό κρίση αίτηση ασκείται εμπροθέσμως καθ’ όλων των προσβαλλόμενων πράξεων.
8. Επειδή, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας … 6. Τα μνημεία . . . προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων αναλλοίωτων στο διηνεκές, καθώς και την προστασία του αναγκαίου για την ανάδειξη τους περιβάλλοντος χώρου (Ολ ΣΕ 1682/2002, ΣΕ 3221/2006 7μ, 903/2005, 4007/ 2004 κ.ά.). Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευομένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου (πρβλ. Ολ ΣΕ 3279/2003, 3454/2004, 676/2005, ΣΕ 2175/2004, 1100, 2540/2005, 3224/2006, 3824/2007, 2224, 2437, 886/2008 κ.α.). Οι πράξεις δε των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως, με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται ή, πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο ούτε ο περιβάλλων χώρος του (πρβλ. Ολ ΣΕ 1682/2002, ΣΕ 2540/2005). Εξάλλου, τα περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, που θεσπίζονται και επιβάλλονται με βάση το άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος, δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη, κατά την παρ. 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος (πρβλ. Ολ ΣΕ 3146/1986, ΣΕ 2231/2006 7μ, 3050/2004 7μ, 1712/2002, 2540/2005). Δεν είναι, όμως, συνταγματικώς ανεκτή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο άρση των περιορισμών της ιδιοκτησίας που έχουν επιβληθεί χάριν της προστασίας των ανωτέρω πολιτιστικών αγαθών, με μοναδικό σκοπό να αποκατασταθούν εν όλω ή εν μέρει οι εξουσίες των ιδιοκτητών που θίγονται από τους περιορισμούς, οι δε νομίμως επιβαλλόμενοι, κατά το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, περιορισμοί δεν εξαλείφονταν ούτε είναι επιτρεπτό να αναιρούνται μετά την τυχόν εκπλήρωση υποχρεώσεως της Διοικήσεως να άρει παραλλήλως υφισταμένους περιορισμούς της αυτής ιδιοκτησίας, επιβληθέντες στο πλαίσιο του άρθρου 17 του Συντάγματος, άσχετους προς την προστασία του μνημείου (ΣΕ 2540/2005). Τέλος, κατά την έκδοση των ειδικών πράξεων των αρμόδιων οργάνων, με τις οποίες εγκρίνεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, πρέπει, ενόψει και της του ενιαίου της Διοικήσεως, να εξετάζεται αν οι προτεινόμενες εργασίες είναι καταρχήν επιτρεπτές βάσει των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και οι αναφερόμενες στο συντελεστή δόμησης, που αποτελεί βασικό όρο δόμησης των κινητών κάθε περιοχής. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής των ειδικών αυτών πράξεων, παραδεκτώς προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναφερόμενοι στις πολεοδομικές αυτές ρυθμίσεις. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α. Ράντος, ο οποίος διατύπωσε την γνώμη ότι, εν όψει και της θεμελιώδους οργανωτικής αρχής του Κράτους για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ οργανωτικών μονάδων (υπουργείων), καθεμία από τις οποίες ασκεί κλάδο διακεκριμένων αρμοδιοτήτων, προβλεπομένων από το Σύνταγμα και τον νόμο, οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, εξετάζοντας το επιτρεπτό διενεργείας εργασιών πλησίον αρχαίου, ζήτημα για το οποίοι έχουν αποκλειστική, κατά το Σύνταγμα, αρμοδιότητα, περιορίζονται, κατ’ αρχήν, στην εξέταση του ζητήματος αυτού από την άποψη της εφαρμογής της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν, βεβαίως, να συνεκτιμούν και το κατ’ αρχήν επιτρεπτό διενεργείας των εργασιών αυτών από την άποψη εφαρμογής νομοθεσιών αρμοδιότητος άλλων υπουργείων, εφ’ όσον από τα στοιχεία του σχετικού φακέλου προκύπτει ότι οι καθ’ ύλην, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, αρμόδιες υπηρεσίες των άλλων αυτών υπουργείων έχουν ήδη επιληφθεί του σχετικού ζητήματος, διατυπώνοντας την αντίστοιχη κρίση, ή εφ’ όσον, εν πάση περιπτώσει, η λύση του σχετικού ζητήματος προκύπτει, χωρίς την ανάγκη ειδικής έρευνας, από την απλή και ευθεία εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων, σε ζητήματα που δεν εμφανίζουν πολύπλοκο ή τεχνικό χαρακτήρα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, τα όργανα που εφαρμόζουν την αρχαιολογική νομοθεσία υπόκεινται και αυτά στον κανόνα ότι περιορίζονται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, στην εξέταση των ζητημάτων, για τα οποία είναι ειδικώς αρμόδια και έχουν τις προς τούτο ειδικές γνώσεις. Η αντιμετώπιση δε ζητημάτων, σχετικών με την εκτέλεση εργασιών πλησίον αρχαίου, που ανακύπτουν από την εφαρμογή άλλης, πλην της αρχαιολογικής, νομοθεσίας απόκειται στα όργανα των καθ’ ύλην αρμοδίων υπουργείων. Τούτο, πολλώ μάλλον ισχύει εν όψει του ότι, όπως παγίως έχει κριθεί, σε περίπτωση αρνήσεως της αρχαιολογικής υπηρεσίας να παράσχει την προβλεπόμενη από τον νόμο έγκριση για λόγους προστασίας μνημείου, δεν είναι δυνατή η εκτέλεση οποιασδήποτε σχετικής εργασίας, έστω και αν αυτή θα ήταν, κατ’ εφαρμογή των άλλων νομοθεσιών, επιτρεπτή, με συνέπεια για την, κατά συνταγματική επιταγή προστασία των αρχαιοτήτων, να αρκεί η τυχόν άρνηση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, χωρίς να είναι αναγκαία η εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας. Ειδικώς δε σε περίπτωση οικοδομικών εργασιών πλησίον αρχαίου σε εντός σχεδίου περιοχή, το επιτρεπτό των εργασιών από την άποψη εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας, και ιδίως σε τεχνικά και πολύπλοκα ζητήματα, όπως είναι το ζήτημα της εξαντλήσεως ή μη του οικείου συντελεστή δομήσεως, ανήκει αποκλειστικώς στα πολεοδομικά όργανα, που ασκούν, μάλιστα, από την άποψη αυτή, αρμοδιότητα αποκλειστικώς ανατεθειμένη σε αυτά από το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Δεν μπορεί δε η αρχαιολογική υπηρεσία, χωρίς να εξετάσει τα ζητήματα της αρμοδιότητος της, να απορρίψει σχετικό αίτημα κατ’ επίκληση ειδικών διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας. Συνεπώς, δεν είναι παράνομη απόφαση της υπηρεσίας αυτής, που περιορίζεται στην εξέταση του αιτήματος από πλευράς εφαρμογής της αρχαιολογικής νομοθεσίας, χωρίς να εξετάσει, αφού δεν υποχρεούται προς τούτο, ζητήματα από την εφαρμογή ειδικών πολεοδομικών διατάξεων, είναι δε απαράδεκτοι, αφού δεν πλήττουν σκέψεις της προσβαλλομένης πράξεως ούτε ανάγονται σε ζητήματα που η αρχαιολογική υπηρεσία υπεχρεούτο να εξετάσει, λόγοι ακυρώσεως αντλούμενοι από την εφαρμογή ειδικής πολεοδομικής νομοθεσίας. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή μπορεί, εκτός άλλων προβλημάτων, να οδηγήσει στο άτοπο αποτέλεσμα να απαγορευθεί, κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, από τα αρχαιολογικά όργανα, που δεν θα έχουν, μάλιστα, ασκήσει την συνταγματική τους αρμοδιότητα εξετάσεως του ζητήματος από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, οικοδομική εργασία, που ενδέχεται να κριθεί επιτρεπτή από τα συνταγματικώς καθ’ ύλην αρμόδια πολεοδομικά όργανα.
9. Επειδή, περαιτέρω, στην Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α’ 61), ορίζεται ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομιά» κατά την έννοια της Συμβάσεως, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών … κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά» (άρθρο 1), καθώς και ότι «Στο χώρο ο οποίος περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων …, κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος» (άρθρο 7). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου, και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως το μνημείο ή το αρχιτεκτονικό σύνολο ή τον περιβάλλοντα χώρο τους (ΣΕ 2231/2006 7μ, 2540/2005 -βλ. και ΣΕ 887/2008). Τέλος στο άρθρο 11 της Συμβάσεως προβλέπεται ότι κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να ενθαρρύνει: α) τη χρήση των προστατευόμενων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και β) την προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις. Στις ρυθμίσεις αυτές της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως διαπιστώνεται η ανάγκη να προστατευθούν τα ιστορικά σύνολα και το περιβάλλον τους, να ενσωματωθεί η διατήρηση τους στον πολεοδομικό ιστό, και να ενταχθεί η αρχιτεκτονική κληρονομιά στην οικονομική και κοινωνική ζωή κάθε χώρας, με την προσαρμογή των χρήσεων των διατηρητέων μνημείων (ΣΕ 1100/2005, 3050/2004 7μ, 3611/2007).
10. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α’ 153), στο πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται, κατά το άρθρο 73 παρ. 10 αυτού, και πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα κατά τις διατάξεις της προϊσχυούσης νομοθεσίας, τα οποία εφεξής προστατεύονται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, εναρμονιζόμενος με τις ήδη εκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Διεθνούς Συμβάσεως της Γρανάδας, ορίζει ότι «στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους» (άρθρο 2, περ. γγ), ότι «η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χωράς συνίσταται κυρίως …. β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της … στ) στην ανάδειξη και την ένταξη της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή …» (άρθρο 3 παρ. 1), ότι «ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και … τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού» (άρθρο 6 παρ. 2), ότι «η απόφαση χαρακτηρισμού ακινήτου μνημείου … μπορεί να ανακληθεί μόνο για πλάνη περί τα πράγματα …» (άρθρο 6 παρ. 9), ότι «… η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του (κατά τα άρθρα 49 και 50 αρμοδίου) Συμβουλίου» (άρθρο 10 παρ. 4) και ότι «οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση … η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση ή σε φιλοξενία χρήσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητας τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του (αρμοδίου) Συμβουλίου …» (άρθρο 40 παρ. 1).
11. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/Δ1ΛΑΠ/Γ/4034/ 54306/22.11.1991 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 1001) χαρακτηρίσθηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία δέκα τέσσερα κτίρια του βιομηχανικού συγκροτήματος Α., στην Θεσσαλονίκη, με τον περιβάλλοντα χώρο τους, ο οποίος, κατά την απόφαση, συνέπιπτε με τα όρια της ιδιοκτησίας, συνολικού εμβαδού 27 περίπου στρεμμάτων, για τον λόγο ότι «το βιομηχανικό συγκρότημα Α. αποτελεί την πρώτη βιομηχανική εγκατάσταση της Θεσσαλονίκης που έχει συνδεθεί με την ιστορική φυσιογνωμία και την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας της στα τέλη του 19ου αι. και επί πλέον τα κτίρια του αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα εκλεκτικισμού που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αι.». Όπως προκύπτει από την σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (πρακτικό 24/ 17.10.1991), στην οποία αναφέρεται ρητώς, πέραν των ανωτέρω, ότι τα ως άνω διατηρητέα κτίσματα «έχουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία», τον «συνολικό χαρακτηρισμό του συγκροτήματος» (αντί του χαρακτηρισμού ορισμένων κτιρίων και ζώνης 15 μ πέριξ ενός εξ αυτών, υπέρ του οποίου είχε γνωμοδοτήσει το Συμβούλιο με το πρακτικό 3/18.1.1990), είχε ζητήσει η ίδια η ιδιοκτήτρια εταιρεία, εκπρόσωποι της οποίας, επί πλέον, δήλωσαν κατά την συνεδρίαση της 17.10.1991 ότι τα μεταλλικά σιλό και οι υπόλοιπες πρόχειρες κατασκευές θα κατεδαφισθούν, προκειμένου να καθαρισθεί ο χώρος και να αναδειχθούν τα αξιόλογα και σημαντικά κτίρια, δεσμεύθηκαν δε ότι «η εταιρεία σε καμμία περίπτωση δεν θα ζητήσει για τον οποιοδήποτε λόγο τον αποχαρακτηρισμό κάποιου ή κάποιων από τα κτίρια που θα διατηρηθούν». Ακολούθως, η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ72522/46233/ 30.9.1992 της Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 618), με την οποία αποχαρακτηρίσθηκε ένα κτίριο αποθηκών, κατ με την όμοια απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3131/Π.Ε.23416/7.5.2001 (Β’ 610), με τη οποία αποχαρακτηρίσθηκε το εσωτερικό τριών και τμήματα άλλων τεσσάρων κτιρίων, χαρακτηρίσθηκαν δε ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία τρία επί πλέον κτίρια καθώς και ο μηχανολογικός εξοπλισμός του συγκροτήματος, στο σύνολο του, «διότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα και μαρτυρία της λειτουργικής εξέλιξης του συγκροτήματος». Εξάλλου, μετά από αίτηση της εκ των παρεμβαίνουσών εταιρειών Ε.ΔΗ.Β.Ε. ΑΒΕΕ, εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1628/1989 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία βεβαιώθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 11 και 29 του ν. δ/τος 797/1971, η αυτοδίκαια ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως προς δημιουργία χώρου κοινοχρήστου πρασίνου, η οποία είχε επιβληθεί στο γήπεδο του εν λόγω βιομηχανικού συγκροτήματος δυνάμει του από 25.6.1971 β. δ/τος (Δ’ 172). Με το από 15.6.2001 π. δ/γμα (Δ’ 550), που εξεδόθη εις εκτέλεση της ως άνω δικαστικής αποφάσεως, ενεκρίθη η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Θεσσαλονίκης στον υπ’ αριθ. 130 κοινόχρηστο χώρο, ο οποίος συμπίπτει με το γήπεδο του επιμάχου συγκροτήματος, και μετετράπη σε οικοδομήσιμο το τμήμα του κοινοχρήστου χώρου που δεν ήταν καλυμμένο από τα υφιστάμενα διατηρητέα κτίρια. Εν συνεχεία, οι παρεμβαίνουσες εταιρείες, ενδιαφερόμενες για την οικοδομική εκμετάλλευση του ακινήτου, υπέβαλαν στο Υπουργείο Πολιτισμού πρόταση μελέτης, η οποία προέβλεπε την ανέγερση επτά πολυώροφων κτιρίων στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου, με χρήσεις γραφείων και κατοικίας, υπόγειο χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων υπερτοπικής σημασίας, μέχρι 400 θέσεων, κάτω από τον χώρο των νέων ή μη διατηρητέων κτιρίων και κάτω από ακάλυπτο χώρο, χρήσεις για τα διατηρητέα κτίρια (ξενοδοχείο ή κατοικία για το κεντρικό κτίριο, χρήσεις εμπορικές, κατοικίας, πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.λπ. για τα υπόλοιπα), καθώς και διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3692ΠΕ/8402/6.2.2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Δ’ 254/18.3.2003) εγκρίθηκε η υποβληθείσα μελέτη, με ορισμένες τροποποιήσεις που αφορούσαν το ύψος των κτιρίων και κατάργηση τμήματος ενός κτιρίου (Ζ2), επιτραπείσης, ειδικώτερα, της ανεγέρσεως πέντε εξαώροφων κτιρίων με μέγιστο ύψος 18 μ., ενός κτιρίου με ύψος 13,50 μ. και ενός με μέγιστο ύψος 7,50 μ.. Η απόφαση, ωστόσο, αυτή ακυρώθηκε με την 2540/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας. Περαιτέρω, ακυρωθείσης της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, απώλεσε το νόμιμο έρεισμα της και ακυρώθηκε για το λόγο αυτό, με την 2541/2005 απόφαση του ΣτΕ, η από 28.3.2003 απόφαση του τμήματος εκδόσεως αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε προεγκριθεί, κατά το άρθρο 332 παρ. 1 του Κ.Β.Π.Ν. (π.δ/μα της 14/27.7.1999 – Δ΄ 580), η οικοδομική άδεια ανεγέρσεως επτά νέων οικοδομικών μονάδων, καθώς και η κατασκευή υπογείου χώρου σταθμεύσεως στον ως άνω χώρο. Ακολούθως, οι ήδη παρεμβαίνουσες, με την από 20.10.2005 αίτησή τους προς τη Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (εφεξής: ΔΙΝΕΣΑΚ) της Γενικής Διευθύνσεως Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού, υπέβαλαν προς έγκριση «νέα χωροταξική μελέτη ανάδειξης και ενσωμάτωσης του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος «Α» στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης». Οι επί της ανωτέρω μελέτης, καθ’ ο μέρος αφορά την χωροθέτηση νέων οικοδομικών μονάδων, απόψεις της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας προς την ΔΙΝΕΣΑΚ, διατυπούμενες στο υπ’ αρ. πρωτ. 2883/9.12.2005 έγγραφο της Προϊσταμένης της Εφορείας αυτής, ήταν οι εξής: «λαμβάνοντας υπόψη όλη την προϊστορία της υπόθεσης, σας ενημερώνουμε για τα εξής: Εφόσον ο έλεγχος της μελέτης αφορά την ανταποδοτικότητα και βιωσιμότητα του ιδιωτικού εγχειρήματος, δεν υπάρχουν παρατηρήσεις από την πλευρά μας. Σε ανάλογα παραδείγματα μεγάλων ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων της πόλης (ΦΙΞ, Μύλος Χατζηγιαννάκη-Αλτιναλμάζη) θα έπρεπε να ισχύουν οι αρχές της αειφόρου και ολιστικής ανάπτυξης (σύμφωνα με εγκυκλίους του ΥΠΠΟ) αλλά με επίκεντρο την προστασία των μνημείων. Εφόσον ο έλεγχος της μελέτης αφορά τη συνθετική και πολεοδομική διαχείριση του χώρου, ο προβληματισμός μας εντοπίζεται στην έλλειψη κλιμάκωσης του ύψους των νέων κατασκευών (ενιαίο ύψος 18,00 μέτρα) και ειδικότερα της μονάδας Ε΄ και της ΣΤ΄ (εγκεκριμένης στις προγενέστερες προτάσεις). Οι βελτιώσεις της παρούσας πρότασης ως προς τη μείωση της δόμησης και την αύξηση των αποστάσεων από τα διατηρητέα κτίρια του συγκροτήματος, αποτελούν θετικές παραμέτρους της χωροθέτησης των νέων κατασκευών. Τέλος, οι επεμβάσεις στα διατηρητέα κτίρια με αρ. 17 και 22 με βάση τα στοιχεία τεκμηρίωσης που καταγράφονται, ενδεχομένως θα πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο της μελέτης αποκατάστασης των διατηρητέων κτιρίων». Περαιτέρω, το θέμα της εγκρίσεως της ανωτέρω χωροταξικής μελέτης, μετά και το από 1.11.2005 ενημερωτικό-εισηγητικό σημείωμα ΔΙΝΕΣΑΚ, εισήχθη ενώπιον του Κ.Σ.Ν.Μ., με θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της εν λόγω Διευθύνσεως Αρχιτέκτονος Μηχανικού Α.Θ., στην οποία διελαμβάνετο, μεταξύ άλλων, ότι «Στη νέα χωροταξική μελέτη προβλέπονται κάποιες αλλαγές-βελτιώσεις σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη, η οποία είχε μεν εγκριθεί από το ΥΠΠΟ, αλλά ακυρωθεί από το Σ.τ.Ε. Οι αλλαγές αυτές έγιναν υπό το πρίσμα των ευαισθησιών των περιοίκων και των θέσεων που περιέχονται στην ακυρωτική απόφαση 2540/2005 του Σ.τ.Ε.» και ότι «… ο σχεδιασμός των νέων κτιρίων έγινε με κριτήρια βιοκλιματικού σχεδιασμού (εξοικονόμηση ενέργειας, προσαρμογής στα κλιματικά δεδομένα του τόπου). Ο ίδιος ο σχεδιασμός των κτιρίων ευνοεί τον φυσικό αερισμό και φωτισμό ενώ η χωροθέτησή τους προσφέρει προστασία, από τους επικρατούντες βορείους ανέμους. Τέλος χρησιμοποιούνται μέθοδοι εξωτερικής σκίασης και δίνεται έμφαση στη φύτευση του ακαλύπτου χώρου ο οποίος λειτουργεί ως ενισχυτικό στοιχείο της ποιότητας του Δημοσίου χώρου. Επίσης στη νέα μελέτη, όπως και στην προηγούμενη, προβλέπεται η κατασκευή υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, διαμόρφωση των ελεύθερων χώρων, αποκατάσταση των διατηρητέων κτιρίων και συμπλήρωση-αποκατάσταση στην αρχική μορφή και έκταση των κτισμάτων 17 και 22». Ο Προϊστάμενος της ΔΙΝΕΣΑΚ, αφού εν τέλει επεσήμανε ότι «η όλη φιλοσοφία της πρότασης ακολουθεί ένα καταξιωμένο πρότυπο αστικού σχεδιασμού, ενδεδειγμένο για την περίπτωση αντιμετώπισης του προβλήματος διατήρησης και αποκατάστασης, απαξιωμένων συγκροτημάτων, εντός των ορίων του αστικού ιστού», στο πλαίσιο της οποίας «ο στόχος της διατήρησης και ανάδειξης διατηρητέων κελυφών κτιρίων σε συνδυασμό με την αρμονική συνύπαρξη τους με νέες κατασκευές, επιτυγχάνεται με μεθόδους απόλυτα φιλικές προς το περιβάλλον και σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας», εισηγήθηκε την έγκριση της μελέτης χωροθετήσεως των νέων κτιρίων και της γενικής διαμόρφωσης του ελεύθερου χώρου, καθώς και της κατασκευής, μετά από σύμφωνη γνώμη των Εφορειών Αρχαιοτήτων, υπογείου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, υπό την προϋπόθεση αφ’ ενός τα νέα κτίρια Α, Β, Γ, Δ, Ε να έχουν μέγιστο ύψος 6 ορόφων (18 μ.), το ίδιο και το νέο κτίριο ΣΤ, εκτός από το τμήμα αυτού που το συνδέει με το διατηρητέο κτίριο της Διοίκησης (2), το οποίο θα πρέπει να είναι διώροφο με μέγιστο ύψος 7,5 μ., αφ’ ετέρου δε να υποβληθούν προς έγκριση από το Κ.Σ.Ν.Μ. οι σχετικές με την αποκατάσταση των διατηρητέων μνημείων και την ανέγερση νέων κατασκευών και προσθηκών στα εξ αυτών κτίρια 17 και 22 μελέτες. Το Κ.Σ.Ν.Μ., μετά από διαλογική συζήτηση, κατά την οποία παρέστησαν και ανέπτυξαν τις απόψεις τους, μεταξύ άλλων, η πληρεξούσια δικηγόρος των περιοίκων, η οποία υπέβαλε και σχετικό υπόμνημα, καθώς και, εκ μέρους των παρεμβαινουσών εταιρειών, ο πολιτικός μηχανικός Ι.Μ. και οι αρχιτέκτονες Α.Τ. και Δ.Μ., με το υπ’ αρ. 1/12.1.2006 πρακτικό του, αναφερόμενο εκ παραδρομής ως υπ’ αρ. 8/1.3.2006 πρακτικό στο προοίμιο της πρώτης προσβαλλομένης, όπως διευκρινίζεται στο ως άνω έγγραφο απόψεων του ΥΠ.ΠΟ. προς το ΣτΕ, γνωμοδότησε ομοφώνως υπέρ της εγκρίσεως της μελέτης χωροθετήσεως των νέων οικοδομικών μονάδων, αλλά με ορισμένους όρους που διασφαλίζουν ότι «το μνημείο δεν βλάπτεται άμεσα ή έμμεσα, αλλά, αντιθέτως, προστατεύεται και αναδεικνύεται» και, συγκεκριμένα, με τους εξής όρους: «Τα κτίρια Δ και Ε να απομειωθούν και να διευρυνθεί περαιτέρω η πρασιά κατά 4 μέτρα και στις δύο μεριές της διασταύρωσης των οδών Παπανδρέου και Σοφούλη, έτσι ώστε να γίνει πιο ήπια η διάβαση και να ελαφραίνει η επαφή με τον δρόμο. Το κτίριο Δ να μετακινηθεί ελαφρά προς την κατεύθυνση του διατηρητέου κτιρίου 10 (πρώην οικία Διευθυντή) αφήνοντας μια πρασιά 4 μέτρων και το Ε να απομειωθεί κατά το ίδιο. Το κτίριο 24 να γίνει Μουσείο Βιομηχανικής Ιστορίας της πόλης της Θεσσαλονίκης, διότι με την δημιουργία του συνοψίζεται η ιστορία του εν λόγω βιομηχανικού συγκροτήματος, διατηρείται ακέραια η μνήμη του παρελθόντος του και αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο το μνημείο. Σχετικά με την ένταξη του νέου κτιρίου Ζ με το γειτονικό διατηρητέο (πρώην κτίριο Διοίκησης), να μειωθεί η διατομή (πλάτος) του «λαιμού» που ενώνει τα δύο κτίρια κι η ένωση να γίνει με μια ελαφρά κατασκευή σε απόσταση από το μνημείο για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα εμβολισμού του υπάρχοντος διατηρητέου για λόγους ασφαλείας. Οι μελέτες και τα σχέδια πλήρους διαμόρφωσης των νέων κτιρίων, καθώς και εργασιών και επεμβάσεων στα διατηρητέα μνημεία να κατατεθούν σε δεύτερη φάση στο ΥΠ.ΠΟ.». Επακολούθησε η έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποίαν ο Υπουργός Πολιτισμού, αποδεχόμενος την ανωτέρω γνωμοδότηση, λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν και την ως άνω εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ και την πρόταση της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, ενέκρινε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, «τη μελέτη χωροθέτησης νέων οικοδομικών μονάδων στον περιβάλλοντα χώρο του διατηρητέου συγκροτήματος “Α.Α.”» με τους όρους που είχε προτείνει το Κ.Σ.Ν.Μ., αιτιολόγησε δε εν κατακλείδι την κρίση του αυτή ως εξής: «Με την προτεινόμενη μελέτη και τις παρατηρήσεις αυτές, το μνημείο δεν βλάπτεται άμεσα ή έμμεσα, αλλά, αντιθέτως, προστατεύεται και αναδεικνύεται». Στη συνέχεια, με το υπ’ αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΔΙΝΕΣΑΚ/ 47266/1329/30.5.2006 έγγραφό του, ο Υπουργός Πολιτισμού ανέπεμψε το θέμα στο Κ..Σ.Ν.Μ. για την κατά νόμο γνωμοδότηση προκειμένου να αποσαφηνισθεί, σε σχέση με το κτίριο 24, η πρώτη προσβαλλομένη διότι, ύστερα από προσεκτική εξέταση των πρακτικών της οικείας συνεδριάσεως του Κ.Σ.Ν.Μ., διαπιστώθηκε ότι στην τελική διατύπωση της γνωμοδότησης δεν αναφέρεται με σαφήνεια αν η χρήση βιομηχανικού μουσείου προβλέπεται για ολόκληρο το παραπάνω κτίριο ή μόνον για ορισμένο τμήμα του. Το Κ.Σ.Ν.Μ. γνωμοδότησε ομοφώνως, με το υπ’ αρ. 17/31/5/2006 πρακτικό, να «αποσαφηνισθεί» το επίμαχο σημείο της πρώτης προσβαλλομένης ως εξής: «Το κτήριο 24 και σε βάθος 3 φατνωμάτων, με πρώτο φάτνωμα εκείνο που γειτνιάζει προς την περιοχή της θάλασσας, να γίνει εκθεσιακός χώρος-«Μουσείο της Ιστορίας του Βιομηχανικού Συγκροτήματος Α.» με πληροφοριακά στοιχεία για την εν γένει βιομηχανική ανάπτυξη της πόλης της Θεσσαλονίκης και συνοδευτικό φωτογραφικό υλικό για τις απαρχές αυτής της βιομηχανικής ανάπτυξης. Το υπόλοιπο μέρος του κτηρίου θα έχει τις χρήσεις οι οποίες έχουν δοθεί για το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα. Το υπόλοιπο μέρος της Υπουργικής Απόφασης παραμένει το ίδιο». Ακολούθως, εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλομένη ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/49539/1390/19.6.2006 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 891/12.7.2006), με την οποία υιοθετήθηκε η ανωτέρω γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ. Εξ άλλου, κατόπιν της από 1.8.2006 (αρ. πρωτ. 44418/2.8.2006) αιτήσεως των παρεμβαινουσών εταιρειών, εκδόθηκε η 2297/27.10.2006 οικοδομική άδεια του Τμήματος Χορηγήσεως Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία επετράπη σε αυτές η κατασκευή στο επίδικο ακίνητο υπογείου σταθμού αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως, ολικής επιφανείας 15.987,60 τ.μ. και καλυπτόμενης επιφανείας 12.186,68 τ.μ.. Ο σταθμός αυτός, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. πρωτ. οικ 75009/Φ.6707/26.7.2006 άδεια ιδρύσεως του Τμήματος Αδειών Λειτουργίας Εγκαταστάσεων της Δ/νσεως Μεταφορών και Επικοινωνιών Δυτικής Θεσσαλονίκης της Γενικής Δ/νσεως Ποιότητας Ζωής της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, έχει χωρητικότητα 392 θέσεων επιβατηγών αυτοκινήτων (μεγάλου μεγέθους) και είσοδο-έξοδο από τις οδούς Θάλητος και Μητροπολίτη Κυδωνιών. Υπέρ της κατασκευής του εν λόγω σταθμού γνωμοδότησε η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας με το υπ’ αρ. πρωτ. 2087/31.8.2006 έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται ότι το έργο πρόκειται να εκτελεστεί στην ευαίσθητη περιοχή ενός από τα πλέον σημαντικά νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης και με το οποίο τίθενται όροι για την πραγματοποίηση του ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των διατηρητέων κτισμάτων κατά τη διενέργεια των εκσκαφών και να καθίσταται εφικτή η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη φυτοκάλυψη του χώρου. Ομοίως, την άδεια εκσκαφής στον επίμαχο χώρο ενέκρινε από πλευράς αρχαιολογικού νόμου και η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων με την υπ’ αρ. πρωτ. 1547/5.2.2007 πράξη της και υπό τους τιθέμενους στην πράξη αυτή όρους.
12. Επειδή, εξάλλου, η έκταση στην οποία ευρίσκεται το επίμαχο βιομηχανικό συγκρότημα εντάχθηκε στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως το 1925 με το από 27.1.1925 π.δ/μα (Α΄ 24). Με το από 25.6.1971 β.δ/μα (Δ΄ 172) τροποποιήθηκε το σχέδιο της περιοχής και καθορίσθηκε το ως άνω οικόπεδο ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου. Μετά από αίτηση της εκ των παρεμβαινουσών εταιρειών Ε.ΔΗ.Β.Ε. ΑΒΕΕ, εκδόθηκε, ως προελέχθη, η υπ’ αριθ. 1628/1989 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία βεβαιώθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 11 και 29 του ν. δ/τος 797/1971, η αυτοδίκαιη ανάκληση της κατά τα ανωτέρω επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, λόγω παρόδου από της επιβολής της χρονικού διαστήματος πλέον της οκταετίας άνευ συντελέσεως αυτής. Περαιτέρω, με την 1059/1996 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κηρύχθηκε καταργημένη δίκη ανοιγείσα υπό των ιδιοκτητών της ως άνω εκτάσεως, με αίτημα την αυτοδίκαιη ανάκληση της προαναφερθείσας απαλλοτριώσεως, καθ’ όσον μετά την έκδοση της ως άνω 1628/1989 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης εξέλιπε το αντικείμενο της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκης. Με την από 31.3.1993 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Δ΄420/27.4.1993) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Θεσσαλονίκης, με το οποίο καθορίσθηκε σε 2,4 ο μέσος συντελεστής δομήσεως της πολεοδομικής ενότητας στην οποία ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο (Π.Ε. 86), όπως επιβεβαιώνεται με το υπ’ αριθ. πρωτ. 652/16.3.2009 έγγραφο Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με το από 15.6.2001 π. δ/γμα (Δ’ 550), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ως άνω δικαστικής αποφάσεως, εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Θεσσαλονίκης στον υπ’ αριθ. 130 κοινόχρηστο χώρο, στον οποίο βρίσκεται το γήπεδο του επιμάχου συγκροτήματος που μετετράπη σε οικοδομήσιμο. Όπως αναφέρεται στη σχετική υπ’ αριθ. 329/30.12.1999 γνωμοδότηση του Κ.Σ.Χ.Ο.Π., με το από 18.8.1979 π. δ/μα (Δ’ 440) ο επίμαχος χώρος είχε περιληφθεί στον τομέα IV για τον οποίο προβλέπονται έξι όροφοι, ισχύοντες και κατά το χρόνο που διατυπώθηκε η ως άνω γνωμοδότηση, ο δε συντελεστής δομήσεως εξάγεται εμμέσως και είναι 4,2 (6 όροφοι Χ 70% κάλυψη). Της ως άνω τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου είχε προηγηθεί η έγκριση, με το προαναφερθέν από 12.9.1992 π.δ/μα (Δ’ 961), μεταφοράς συντελεστού δομήσεως από το ακίνητο, στο οποίο ευρίσκεται το διατηρητέο βιομηχανικό συγκρότημα «Α», καθώς και της χορήγησης σχετικού τίτλου μεταφοράς συντελεστού δομήσεως στην πρώτη εκ των παρεμβαίνουσα)ν εταιρειών «Ε.Δ.Β.Ε. Α.Β.Ε.Ε.» ως κυρία του ακινήτου για συνολικό εμβαδόν μεταφερόμενης δομήσιμης επιφάνειας 70.349,24 τ.μ. Όπως αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 427/25.6.1992 γνωμοδότηση του Κ.Σ.Χ.Ο.Π., κατ’ υιοθέτηση της οποίας προεγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 37378/24.8.1992 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., μνημονευόμενη υπ’ αριθ. 8 στο προοίμιο του ως άνω από 12.9.1992 π.δ/τος, και στη σχετική τεχνική μελέτη που είχε υποβληθεί από την ως άνω παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 εδ. β’ του ν. 880/1979 και 2 (παρ. 2 α’) και 3 του π.δ/τος 510/1979, προκειμένου να εγκριθεί η μεταφορά συντελεστού δομήσεως, η επιτρεπόμενη δόμηση στο ακίνητο, που χαρακτηρίζεται ως «οικόπεδο», υπολογίσθηκε βάσει συντελεστή δομήσεως 4,2 και κάλυψης επιφανείας 70%, (27.057,40 τ.μ. Χ 4,2 = 113.641,08 τ.μ.) και κατόπιν αφαιρέσεως από αυτήν της υπάρχουσας δομήσεως και της αντιστοιχούσας σε μελλοντική επέκταση που υπολογίσθηκαν σε 43.291,84 τ.μ., βάσει συντελεστού δομήσεως 1,6, προέκυψε η ως άνω μεταφερόμενη δομήσιμη επιφάνεια, εκ της οποίας 4.912 τ.μ. από ισόγειο και 65.436,24 τ.μ. από ορόφους. Η προαναφερθείσα γνωμοδότηση του Κ.Σ.Χ.Ο.Π παραπέμπει, ως προς τους ισχύοντες όρους δομήσεως του ακινήτου, στο υπ’ αριθ. 50583/1559/6.4.1992 έγγραφο της Δ/νσεως Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με θέμα «Όροι δομήσεως στο Ο.Τ. Γ 130 της Θεσ/νίκης», στο οποίο, απευθυνόμενο στην εταιρεία «Α» σε απάντηση σχετικής αιτήσεως της, αναφέρεται ότι κατόπιν της ως άνω 1628/1989 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης ο χαρακτηρισθείς ως κοινόχρηστος επίμαχος χώρος έχει αποδεσμευθεί και ότι, εφαρμοζομένων των όρων δομήσεως της γύρω περιοχής, «στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύουν οι καθορισθέντες με τα από 256.1971 (ΦΕΚ Ι72Δ/71)και 18.8.1979 (ΦΕΚ 440Δ/79) διατάγματα σύμφωνα μετά οποία η ιδιοκτησία .. περιελήφθηκε στον τομέα υψών IV για τον οποίο προβλέπονται 6 όροφοι. Ο σ.δ. εξάγεται έμμεσα δοθέντος ότι ο υπόψη χώρος δεν έχει περιληφθεί σε τομέα σ.δ. όπως προκύπτει και από το υπ’ αριθ. 18862/3035/10.8.1987 έγγραφο της Δ/νσης Τοπογραφικών Εφαρμογών», ως προς δε το ποσοστό καλύψεως αναφέρεται ότι σύμφωνα με το ως άνω π.δ/μα του έτους 1971 ήταν 100%, βάσει, όμως, του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1577/1985, έχει μειωθεί σε 70%. Από τα ως άνω έγγραφα υπ’ αριθ. 50583/1559/6.4.1992 της Δ/νσεως Νομοθετικού Έργου και υπ1 αριθ. 18862/3035/10.8.1987 της Δ/νσης Τοπογραφικών Εφαρμογών, βάσει των οποίων είχε καθορισθεί ο εμμέσως συναγόμενος συντελεστής δομήσεως του επίδικου ακινήτου εν όψει εκδόσεως του ως άνω π.δ/τος περί εγκρίσεως μεταφοράς συντελεστού, όπως προκύπτει από την ως άνω 427/1992 γνωμοδότηση Κ.Σ.Χ.Ο.Π. και επιβεβαιώνεται από το ως άνω υπ’ αριθ. πρωτ. 9700/16.3.2009 έγγραφο Τμήματος ΜΣΔ Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το Κ.Σ.Χ.Ο.Π. συνήγαγε τον συντελεστή δομήσεως του επίδικου ακινήτου και προκειμένης της εκδόσεως του ως άνω από 15.6.2001 π. δ/τος περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου στον έως τότε υπ’ αριθ. 130 κοινόχρηστο χώρο και μετατροπής του, κατά τα ανωτέρω, σε οικοδομήσιμο, τα έγγραφα δε αυτά μνημονεύονται υπό στ΄, ζ’ και η’, αντιστοίχως, στο προοίμιο της υπ’ αριθ. 329/1999 γνωμοδοτήσεως του ως άνω Συμβουλίου, στην οποία στηρίζεται το τελευταίο αυτό π. δ/γμα και στην οποία μνημονεύεται επίσης, υπό στ. ε’, το από 12.9.1992 π.δ/μα.
13. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 880/1979 «περί καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως, εισαγωγής του θεσμού μεταφοράς συντελεστού δομήσεως και ετέρων τινών διαρρυθμίσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας» (Α’ 58) προβλέπεται ότι: «Ορισμός ανωτάτου συντελεστή δόμησης στα 2,4. 1. Κατά τον, κατά τας κειμένας διατάξεις, μετά την ισχύν του παρόντος, καθορισμόν όρων δομήσεως καθ΄ άπασαν την χώραν δεν επιτρέπεται να ορίζηται συντελεστής δομήσεως ανώτερος του αριθμού 2,4 .. Οι συντελεσταί ούτοι νοούνται ως ορίζονται εις τας παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 8/1973 “περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού”. Ο διά τον συντελεστήν δομήσεως .. καθοριζόμενος ως άνω περιορισμός ισχύει και διά τας περιπτώσεις κατά τας οποίας οι συντελεσταί ούτοι δεν ορίζονται αριθμητικώς αλλά συνάγονται εμμέσως. 2. .. 3. Όπου κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος ισχύουν ή συνάγονται συντελεσταί μείζονες των εν παραγράφω 1 οριζομένων ανωτάτων ορίων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται ούτοι, επιτρεπομένης μόνον της μειώσεως των κατά τας κειμένας διατάξεις».
14. Επειδή, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη σκέψη 12, κατά τη δημοσίευση του ανωτέρω ν. 880/1979 (22.3.1979), κατά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ίδιου νόμου, άρχισε η ισχύς του, ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το επίμαχο βιομηχανικό συγκρότημα, αποτελούσε, κατά το τότε ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο, κοινόχρηστο χώρο και στη συνέχεια, μετά τη δημοσίευση της προαναφερόμενης απόφασης 1628/1989 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατέστη πολεοδομικώς αρρύθμιστος χώρος έως τη δημοσίευση του από 15.6.2001 π. δ/τος, δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί (ΣΕ 3908/2007 7μ, 604/2008 Ολ., 3232/2008 κ.α.), με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση της τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή κατά την έναρξη ισχύος του ν. 880/1979 ο παραπάνω χώρος δεν είχε το χαρακτήρα οικοδομήσιμου χώρου, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 880/1979, κατά την οποία συντελεστές μεγαλύτεροι του 2,4, προβλεπόμενοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξακολουθούν να εφαρμόζονται και ως εκ τούτου ο χώρος αυτός δεν υπήγετο στον εμμέσως συναγόμενο, βάσει του από 3/18.9.1956 β.δ/τος «Περί ύψους οικοδομών και μεγίστου αριθμού ορόφων εν Θεσσαλονίκη», όπως τροποποιήθηκε με το από 21.10.1961 β.δ/μα (Δ’ 130), συντελεστή δομήσεως 4,2. Ο ως άνω συντελεστής δομήσεως δεν δύναται, εξ άλλου, να συναχθεί ούτε επί τη βάσει των από 25.6.1971 και 18.8.1979 π.δ/των διότι με το πρώτο το επίδικο ακίνητο χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος και το δεύτερο εκδόθηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο ίσχυε ο εν λόγω χαρακτηρισμός. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, εφόσον το εν λόγω π.δ/μα είναι μεταγενέστερο του ν. 880/1979 κατ’ επίκληση, άλλωστε, του οποίου εκδόθηκε, δεν θα ήταν επιτρεπτό να οριστεί συντελεστής δομήσεως, έστω και εμμέσως συναγόμενος, μεγαλύτερος του ανωτάτου κατ’ αρχήν επιτρεπομένου κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω νόμου 2,4, ο οποίος, άλλωστε, είναι και ο ισχύων μέσος σ. δ. για την οικεία πολεοδομική ενότητα, βάσει του Γ.Π.Σ. του έτους 1993. Είναι ως εκ τούτου αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των παρεμβαίνουσα)ν ότι στον επίμαχο χώρο ισχύει συντελεστής δόμησης 4,2 βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 και 5 του από 3/18.9.1956 β.δ/τος, όπως τροποποιήθηκε με το από 21.10.1961 β.δ/μα, ενόψει και του γεγονότος ότι κατά την έναρξη ισχύος του ν. 880/1979 η ρυμοτομική απαλλοτρίωση του ακινήτου τους δεν είχε συντελεστεί. Μη νομίμως, επομένως, η Διοίκηση υπολαμβάνει ότι στον επίμαχο χώρο, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως οικοδομήσιμος βάσει του από 15.6.2001 π.δ/τος, ίσχυε συντελεστής δομήσεως 4,2, εμμέσως συναχθείς, όπως προκύπτει από τη σχετική γνωμοδότηση του Κ.Σ.Χ.Ο.Π. και τα μνημονευόμενα σε αυτήν στοιχεία, κατ’ επίκληση και του από 18.8.1979 π.δ/τος, με το οποίο ο ως άνω χώρος υπήχθη στον τομέα υψών IV, όπου επιτρέπονται έξι όροφοι, ο αριθμός δε αυτός ορόφων, όπως υπέλαβε η Διοίκηση, πολλαπλασιαζόμενος με το κατά Γ.Ο.Κ. ποσοστό καλύψεως 70%, αποδίδει τον ως άνω συντελεστή δομήσεως 4,2, ο οποίος, μάλιστα θεωρήθηκε ως ισχύων και κατά την έκδοση του από 12.9.1992 π.δ/τος, περί εγκρίσεως μεταφοράς τμήματος του ως άνω συντελεστού.
15. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, με τις οποίες εγκρίθηκε η χωροθέτηση οικοδομικών μονάδων στο επίμαχο οικοδομικό τετράγωνο βάσει σχετικής μελέτης που, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στηρίζεται στην εκδοχή ότι στο χώρο αυτό ισχύει συντελεστής δόμησης 4,2 και υπολογίστηκε η επιτρεπόμενη δόμηση με βάση το συντελεστή αυτόν και αφαίρεση της δομήσιμης επιφάνειας, για την οποία είχε εγκριθεί μεταφορά συντελεστή, χωρίς να εξεταστεί κατά τη διαδικασία εκδόσεως των αποφάσεων αυτών αν η υποβληθείσα μελέτη ήταν σύμφωνη με τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, είναι μη νόμιμες, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο λόγο της υπό κρίση αίτησης. Επομένως, πρέπει να ακυρωθούν οι αποφάσεις αυτές, ακυρωτέα δε κατόπιν αυτού καθίσταται και η συμπροσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, εφόσον, με την ακύρωση των εγκριτικών πράξεων του Υπουργού Πολιτισμού, απώλεσε το νόμιμο έρεισμα της. Κατά την γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, που διατυπώθηκε στην σκέψη 8, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως απαραδέκτως προβάλλεται, πολλώ μάλλον που, στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα έχει σε απώτερο μάλιστα χρόνο, εξετασθεί από πολεοδομικά όργανα και δεν έχει διατυπωθεί, κατ’ αρχήν, αντίρρηση. Η νομιμότητα δε της κρίσεως αυτής δεν είναι αντικείμενο εξετάσεως στην ακυρωτική δίκη με προσβαλλομένη πράξη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος από πλευράς προστασίας του μνημείου και δεν διατυπώνει πολεοδομικού περιεχομένου κρίσεις.
16. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως προς εκείνους από τους αιτούντες, για τους οποίους δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης ή απορρίψεως της αιτήσεως λόγω μη νομιμοποιήσεως του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 4, και να απορριφθούν οι παρεμβάσεις.
ΣτΕ 806/2010
[Έγκριση κατά παρέκκλιση όρων δόμησης για την ανέγερση υπεραγοράς τροφίμων σε εκτός σχεδίου περιοχή]
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Δ. Σμυρνής, Αθ. Αλεφάντη
Στην κατηγορία περιοχών που προορίζονται για δόμηση, αυτή επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης που το συνοδεύουν. Στις εκτός σχεδίου περιοχές επιτρέπεται, ενόψει του ότι δεν είναι δυνατόν, από τη φύση τους και την έλλειψη πολεοδομικής οργάνωσής τους, να εξασφαλισθεί η τήρηση των συνταγματικών σκοπών του άρθρου 24 παρ. 2, η δόμηση μόνο κατ’ εξαίρεση, ή να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαίτερα αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής.
Στις περιοχές εκτός σχεδίου δεν επιτρέπεται να προβλέπονται περαιτέρω εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις, κατά περίπτωση εγκρινόμενες, ευνοϊκότερες για τη δόμηση. Στην περίπτωση αυτή, θα παρεχόταν η δυνατότητα δόμησής τους με αυξημένη πυκνότητα, η οποία θα τους προσέδιδε οικιστικό χαρακτήρα. Οι διατάξεις που επιτρέπουν την κατά περίπτωση έγκριση όρων δόμησης, κατά παρέκκλιση και του ειδικού εξαιρετικού καθεστώτος της δόμησης των εκτός σχεδίου πόλεως γηπέδων, και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, αλλά με απλή απόφαση του οικείου ΓΓΠ, μετά γνώμη του τοπικού ΣΧΟΠ είναι εκτός εξουσιοδότησης και για το λόγο αυτό, ανίσχυρες. (Παραπομπή στην επταμελή).
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η ακύρωση α) της υπ’ αριθ. οικ. 3812/Φ5-4/2005/15-6-2005 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας (ΓΓΠ) Αττικής, με την οποία απερρίφθη αίτημα της αιτούσης εταιρείας για την έγκριση παρεκκλίσεως από τους ισχύοντες όρους δομήσεως για την ανέγερση ισογείου καταστήματος υπεραγοράς τροφίμων σε γήπεδο εμβαδού 3651,87 τετρ. μέτρων, στη θέση «Εικονοστάσι Παναγιάς» Καπανδριτίου Αττικής και β) της σιωπηράς απορρίψεως από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ προσφυγής της αιτούσης κατά της υπό στοιχ. α) προσβαλλομένης πράξεως.
3. Επειδή, η αίτηση είχε αρχικώς κατατεθεί στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο, με την υπ’ αριθ. 736/2006 απόφασή του, την παρέπεμψε προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώπιον του οποίου νομίμως ήδη, εν όψει του ως άνω αντικειμένου της, εισάγεται, δεδομένου ότι η έγκριση παρεκκλίσεων από όρους δομήσεως, αναγόμενη, κατ’ ουσίαν, στη θέσπιση ειδικών όρων δομήσεως, δεν υπάγεται, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. θ του ν. 702/1977 (Α’ 268), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α’ 222), στις κατά την διάταξη αυτή υποθέσεις που αφορούν την έκδοση οικοδομικών αδειών.
4. Επειδή, με το άρθρο 162 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ, π. δ/γμα της 14/27-7-1999, Δ’ 580), που αποδίδει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο του άρθρου 1 του π. δ/τος της 24/31-5-1985 «Τροποποίηση των όρων … δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων …» (Δ’ 270), εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του ν. δ/τος της 17-7-1923 και του ΓΟΚ έτους 1973, καθορίζονται οι γενικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των εκτός σχεδίου πόλεως γηπέδων, οι όροι δε αυτοί αποσκοπούν, κατά τα ρητώς οριζόμενα στη διάταξη, στην παρεμπόδιση δημιουργίας συνοικισμών χωρίς να έχει προηγουμένως εγκριθεί το σχέδιό τους. Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνεται το μέγιστο ποσοστό καλύψεως των γηπέδων (10%, παρ. 3 του άρθρου) και το μέγιστο ύψος του κτιρίου (7,50 μέτρα, παρ. 7 του άρθρου). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 166 του αυτού Κώδικα, που αποδίδει το περιεχόμενο του άρθρου 5 του εν λόγω διατάγματος, «1. Για την ανέγερση κτιρίων που προορίζονται για αμιγή χρήση γραφείων ή καταστημάτων, το κτίριο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εξακόσια (600) τ.μ. στο σύνολο των ορόφων… 2.α. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και του άρθρου 162 επιτρέπεται η ανέγερση αμιγούς χρήσης ειδικών καταστημάτων (υπεραγορές) με τους παρακάτω περιορισμούς, αα) το ποσοστό κάλυψης του γηπέδου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) της επιφάνειάς του, ββ) το ύψος του κτιρίου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα εννέα (9) μέτρα, γγ) η συνολική επιφάνεια ορόφων του κτιρίου μπορεί να υπερβαίνει τα εξακόσια (600) τ.μ. με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής δόμησης δεν υπερβαίνει τα δύο δέκατα (0,2). β) Η παραπάνω παρέκκλιση εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας μετά από γνώμη του ΣΧΟΠ της περιφέρειας».
5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις που ρυθμίζουν τους όρους και προϋποθέσεις δομήσεως γηπέδων σε εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές, ερμηνευόμενες εν όψει των ορισμών του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην προσήκουσα διαμόρφωση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικώς περιοχών, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως, συνάγεται ότι ο νομοθέτης, κοινός και συνταγματικός, επιχειρεί, από πλευράς δυνατότητος δομήσεως, μία θεμελιώδη διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών των αναπτυσσομένων με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οικισμών και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ’ αρχήν, την δόμηση, αλλά την γεωργική ή δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και την αναψυχή του κοινού (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3135/2002 κ.ά.). Στην μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, που προορίζονται προς δόμηση, αυτή επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δομήσεως που το συνοδεύουν. Στην δεύτερη, όμως, κατηγορία περιοχών, εν όψει του ότι δεν είναι δυνατόν, από την φύση τους και την έλλειψη πολεοδομικής οργανώσεώς τους, να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, η δόμηση μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, δυνάμενη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής, (βλ. ΣτΕ 2657/2007). Οι όροι, πάντως, αυτοί, εν όψει του ότι ρυθμίζουν την, κατά τα ανωτέρω, κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπομένη δόμηση των εκτός σχεδίου γηπέδων, δεν επιτρέπεται να περιέχουν περαιτέρω εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις, κατά περίπτωση εγκρινόμενες, ευνοϊκότερες για την δόμηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, παρέχεται εξ ορισμού η δυνατότητα δομήσεως των περιοχών αυτών με αυξημένη πυκνότητα, η οποία θα προσέδιδε στην περιοχή οικιστικό χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 166 του ΚΒΠΝ. που επιτρέπουν την κατά περίπτωση έγκριση όρων δομήσεως, κατά παρέκκλιση και του ειδικού εξαιρετικού καθεστώτος της δομήσεως των εκτός σχεδίου πόλεως γηπέδων, και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, αλλά με απλή απόφαση του οικείου ΓΓΠ, μετά γνώμη του τοπικού ΣΧΟΠ είναι εκτός εξουσιοδοτήσεως και για τον λόγο αυτόν, ανίσχυρες. (Παραπομπή στην επταμελή).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα εταιρεία, φερομένη ως κυρία γηπέδου, εμβαδού 3651,87 τετρ. μέτρων, στη θέση «Εικονοστάσι Παναγιάς» Καπανδριτίου Αττικής και προτιθέμενη να ανεγείρει σε αυτό ισόγειο κατάστημα υπεραγοράς τροφίμων, ζήτησε από τον ΓΓΠ Αττικής την, κατ’ επίκληση του άρθρου 166 παρ. 2 του ΚΒΠΝ, έγκριση παρεκκλίσεως για την ανέγερση του καταστήματος, εγκείμενης σε αναγνώριση της δυνατότητος καλύψεως του 19,99% του γηπέδου. Το αίτημα αυτό απερρίφθη με την υπό στοιχ, α) προσβαλλομένη πράξη, με αιτιολογία αναγόμενη σε απαγορεύσεις χρήσεων γης, προβλεπόμενες από το ισχύον στην περιοχή Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Κατά τα εκτεθέντα, όμως, στην προηγουμένη σκέψη, το εν προκειμένω υποβληθέν από την αιτούσα αίτημα στηριζόταν σε ανίσχυρη διάταξη και ήταν απορριπτέο για τον λόγο προεχόντως αυτόν, νομίμως δε απορρίφθηκε, αν και με άλλη αιτιολογία, και η κρινομένη αίτηση έπρεπε να απορριφθεί. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητος του τεθέντος στην προηγουμένη σκέψη ζητήματος, το Τμήμα, με την παρούσα σύνθεσή του, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π. δ/τος 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθεί δικάσιμος η 3.11.2010 και εισηγητής η Σύμβουλος Μ. Γκορτζολίδου.
ΣτΕ 4585/2009
[Αυθαίρετες κατασκευές στο Διόνυσο]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Δικηγόροι: Φ. Χατζηφώτης
Η έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής συνιστά πραγματοπαγή διοικητική πράξη, αφού αφορά μόνο την αυθαίρετη κατασκευή και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή της. Η τοιχοκόλλησή της στο αυθαίρετο, συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής. Ως αφετηρία της σχετικής τριακονθήμερης προθεσμίας ορίζεται η τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας στην αυθαίρετη κατασκευή, με στόχο την συντομότερη τελείωση της σχετικής διοικητικής διαδικασίας. Έτσι, εκφέρεται χωρίς καθυστέρηση η οριστική κρίση της Διοικήσεως σχετικά με το χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης ή μη και, καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική προστασία και η ταχεία αποκατάσταση του οικιστικού περιβάλλοντος, που συνιστούν σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
Λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αναφέρονται στη νομιμότητα του χαρακτηρισμού των επίμαχων κατασκευών ως αυθαίρετων, προβάλλονται απαραδέκτως, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη πράξη η ένσταση της αιτούσας κατά της εκθέσεως αυτοψίας απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το νόμο, η καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 2813/2002 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης και ακυρώθηκε η από 29.11.2001 πράξη της, κατ΄ άρθρο 4 παρ. 4 του Π.Δ. 267/1998, Επιτροπής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου. Με την πράξη αυτή είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η από 19.12.2000 ένσταση της αιτούσας κατά της 130/2000 (από 9.11.2000) έκθεσης αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών σε οικοδομή της εφεσίβλητης που βρίσκεται στην οδό Μ…. 23, στο Διόνυσο Αττικής.
4. Επειδή, στο άρθρο 1 του Π.Δ. 267/1998 (ΦΕΚ 195 Α’) ορίζεται ότι: «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαίρετου με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τύπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τύπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. Τα ονόματα των πιο πάνω προσώπων μπορεί ενδεικτικά και μόνο να αναφέρονται στην έκθεση. Η μη αναφορά τους ή η εσφαλμένη αναφορά τους δεν ασκεί επιρροή στην πρόοδο της διαδικασίας. 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (30) ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης, να υποβάλλει ένσταση ή αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων … στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος των υπόχρεων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Ν. 1337/83 όπως ισχύει. 3. Η πιο πάνω έκθεση, που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο η κοινότητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή. Η Αστυνομική Αρχή διακόπτει αμέσως χωρίς άλλη ειδοποίηση τις οικοδομικές εργασίες και παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. 0 Δήμος ή Κοινότητα υποχρεώνεται να τοιχοκολλήσει την ίδια ημέρα την έκθεση στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και να τη διατηρήσει για (30) ημέρες. Η μη τοιχοκόλληση από το δήμο ή την κοινότητα της έκθεσης, δεν εμποδίζει την πρόοδο της περαιτέρω διαδικασίας. Ο δήμος ή η κοινότητα υποχρεώνεται επίσης να ερευνήσει και να ενημερώσει εντός των τριάντα ημερών (30) την πολεοδομική υπηρεσία για την ορθότητα των στοιχείων των αναφερομένων στην έκθεση αυτοψίας υπόχρεων». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ίδιου Π. Δ/τος «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος. 2. Η ένσταση, που ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την τοιχοκόλληση της έκθεσης στο αυθαίρετο, κατατίθεται στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Μαζί με την ένσταση πρέπει να κατατεθούν και αντίγραφα των στοιχείων που αποδεικνύουν τις απόψεις, που υποστηρίζει αυτός που υποβάλλει την ένσταση, και αφορούν την νομιμότητα του κτίσματος ή την εξαίρεση του από την κατεδάφιση. Επιπλέον δύνανται να εκτίθενται απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και υπολογισμού των προστίμων, που αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας. 3. … 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή που αποτελείται από τρεις (3) υπαλλήλους της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και έναν (1) εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων με τους αναπληρωτές τους… Η επιτροπή μπορεί να αναβάλει μόνο μία φορά τη λήψη της απόφασης, ανακοινώνει δε κατά τη συζήτηση αυτή τη νέα ημερομηνία συζήτησης, η οποία δεν μπορεί να γίνει αργότερα από εξήντα (60) ημέρες. Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης με αιτιολογημένη απόφαση …».
5 . Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 παρ. 1 του Π.Δ. 267/1998 έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής συνιστά διοικητική πράξη κατ’ εξοχήν πραγματοπαγή (πρβλ. ΣτΕ 3141/2000), αφού κατά τη ρητή διατύπωση της εν λόγω διάταξης, αφορά την αυθαίρετη κατασκευή και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή της. Ενόψει τον πραγματοπαγούς χαρακτήρα της έκθεσης αυτοψίας, η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 2 του Π.Δ. 267/1998 τοιχοκόλληση της στο αυθαίρετο, συνιστά πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της προς οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να ασκήσει την, κατ’ άρθρο 4 παρ. ι του εν λόγω Πρ. Δ/τος, ένσταση ενώπιον της επιτροπής του ίδιου άρθρου 4 παρ. 4 του Π.Δ. 267/1998, η οποία, κατά τα παγίως κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 251/2007, 2068/2003 κ.ά.), συνιστά ενδικοφανή προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 2 του Π.Δ. 18/1989. Συνεπώς, ως αφετηρία της τριακονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της ένστασης νομίμως ορίζεται η τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας στην αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου και ότι η ρύθμιση αυτή, η οποία εναρμονίζεται με τον, κατά τα ανωτέρω, πραγματοπαγή χαρακτήρα της έκθεσης αυτοψίας, αποβλέπει στην συντομότερη τελείωση της σχετικής διοικητικής διαδικασίας, ώστε να εκφέρεται χωρίς καθυστέρηση η οριστική κρίση της Διοικήσεως σχετικά με το χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης ή μη και, με τον τρόπο αυτό, να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική προστασία και η ταχεία αποκατάσταση του οικιστικού περιβάλλοντος, που συνιστούν σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, τασσόμενο από το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2127/2006). Ενόψει αυτών, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α΄) και εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δίκαιη δίκη, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω τριακονθήμερη προθεσμία μπορεί, κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, είτε να μην κινηθεί είτε, εφόσον έχει κινηθεί, να ανασταλεί σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Ενόψει των ανωτέρω, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να κοινοποιεί την έκθεση αυτοψίας στους εκάστοτε ιδιοκτήτες, νομείς, κατόχους και εργολάβους, καθώς και στους, τυχόν, συνιδιοκτήτες και συννομείς, πρόσωπα, δηλαδή, πολυάριθμα, των οποίων ο εντοπισμός καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, και των οποίων η τυχόν μνεία στην έκθεση αυτοψίας έχει, κατά το ρητό γράμμα της σχετικής διάταξης, ενδεικτικό και μόνο χαρακτήρα. Κατά την άποψη, όμως, του Προέδρου, του Συμβούλου Ν. Ρόζου και των Παρέδρων, η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 παρ. 2 του Π.Δ. 267/1998 τοιχοκόλληση της εκθέσεως αυτοψίας στο αυθαίρετο, συνιστά πράγματι πρόσφορο τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της, νομίμως δε, καταρχήν, η τριακονθήμερη προθεσμία ασκήσεως ενστάσεως ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής κινείται από την ημερομηνία της, κατά τα ως άνω, τοιχοκολλήσεως, τεκμαιρομένης από την ημερομηνία αυτή πλήρους γνώσεως του περιεχομένου της εκθέσεως αυτοψίας εκ μέρους οποιουδήποτε ενδιαφερομένου και, βεβαίως, εκ μέρους των ιδιοκτητών, νομέων, κατόχων και εργολάβων, οι οποίοι διατηρούν, κατά κοινή πείρα, εύλογο ενδιαφέρον για την οικοδομή και επιμελούνται της εκτελέσεως των οικοδομικών εργασιών αυτοπροσώπως ή μέσω εντεταλμένων, για το σκοπό αυτό, προσώπων. Ενόψει, όμως, του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, το οποίο δεν θα μπορούσε λυσιτελώς να ασκηθεί χωρίς την προηγούμενη άσκηση εμπρόθεσμης ένστασης λόγω του χαρακτήρα της τελευταίας ως ενδικοφανούς προσφυγής, το τεκμήριο αυτό κάμπτεται όχι μόνο σε περίπτωση ανωτέρας βίας, αλλά και σε περίπτωση, κατά την οποία ο ιδιοκτήτης, νομέας, κάτοχος ή εργολάβος της αυθαίρετης οικοδομής προβάλλει αιτιολογημένα και αποδεικνύει ότι ο ίδιος δεν έλαβε πλήρη γνώση του περιεχομένου της έκθεσης αυτοψίας λόγω των συντρεχουσών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών, οι οποίες, δεν συγκροτούσαν μεν κατάσταση ανωτέρας βίας, καθιστούσαν, όμως, κατά κοινή πείρα, ιδιαιτέρως δυσχερή την πλήρη εκ μέρους του γνώση του περιεχομένου της έκθεσης, η οποία είχε τοιχοκολληθεί στην αυθαίρετη οικοδομή. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, προκείμενου το Δικαστήριο να εκφέρει κρίση ως προς το ζήτημα αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ανατρέπεται το ως άνω τεκμήριο, πρέπει να συνεκτιμά τον διαδραμόντα χρόνο από την τοιχοκόλληση της εκθέσεως μέχρι την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής σε σχέση με τις συνθήκες της υπόθεσης, όπως ο τόπος κατοικίας, ή διαμονής του ενδιαφερόμενου σε σχέση με την τοποθεσία του ακινήτου και της δυνατότητας παρέμβασης σε αυτό καθώς και συντρέχουσες στο πρόσωπό του, ειδικές υποκειμενικές καταστάσεις, οι οποίες εκτιμώνται κατά περίπτωση με βάση τα προσκομιζόμενα από τον ενδιαφερόμενο στοιχεία (πρβλ. ΣτΕ 2/2001).
6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, με την 130/2000 (από 9-11-20Ο0) έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, διαπιστώθηκε ότι σε ακίνητο ευρισκόμενο επί της οδού Μεσσηνίας 23, στο Οικοδομικό Τετράγωνο 55 του ρυμοτομικού σχεδίου Διονύσου Νομού Αττικής, είχαν ανεγερθεί «αυθαίρετες κατασκευές χωρίς οικοδομική άδεια σε οικοδομή που βρίσκεται σε διακοπή και που έχει στο παρελθόν συνταχθεί έκθεση αυτοψίας για εργασίες καθ’ υπέρβαση της 332/97 οικοδομικής αδείας, η οποία στη συνέχεια ανεκλήθη. Ήτοι: επέκταση υπαρχόντων τοιχίων στην πρόσοψη, καθώς και κατασκευή πλάκας επί παλαιών και νέων τοιχίων από οπλισμένο σκυρόδεμα με περιμετρικά τοιχία και προεξοχές στη στέψη αυτών. Τμήμα πλευρικού τοιχίου περίφραξης στο όριο της ιδιοκτησίας και κλίμακες, η μία εντός της Δ, ύψους 2 ορόφων (28 βαθμίδων), κατά παράβαση του Ν. 1337/1983 και του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ./1985. Στάδιο εργασιών: οικοδομή, τοιχία και πλάκα στα μπετά, τμήμα τοιχίου και σκάλες στον ξυλότυπο με οπλισμό». Η εν λόγω έκθεση αυτοψίας τοιχοκολλήθηκε αυθημερόν, δηλαδή, στις 9.11.2000 παρουσία των πολεοδομικών υπαλλήλων, Ι. Σ. και Γ. Ρ., οι οποίοι διενήργησαν την αυτοψία, όπως, βεβαιώνεται στο σώμα της έκθεσης αυτής καθώς και στο 6866/2026/2000/Σχετ. 7096/2051/2000-7100/ 2052/2000/9-11-2000 έγγραφο Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου με το οποίο διαβιβάσθηκε η έκθεση αυτοψίας στο Αστυνομικό Τμήμα Εκάλης, στην Κοινότητα Διονύσου και σε άλλες υπηρεσίες και ενδιαφερόμενους. Κατά της εν λόγω εκθέσεως αυτοψίας η εφεσίβλητη άσκησε την από 19.12.2000 ένσταση ενώπιον της οικείας Επιτροπής Ενστάσεων, την οποία κατέθεσε στις 22.12.2000, δηλαδή, μετά την εκπνοή της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 4 παρ. 2 του Π.Δ. 267/1998, η ένσταση δε αυτή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την από 29.11.2001 απόφαση της κατ’ άρθρο 4 του Π.Δ. 267/1998 Επιτροπής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου. Επί αιτήσεων ακυρώσεως της εφεσίβλητης στρεφομένων, αντιστοίχως κατά της απόφασης αυτής και κατά του προγενέστερου εγγράφου 8571/2466/200/18.1.2001 του Προϊσταμένου του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, αντιστοίχως, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη ότι η ως άνω ένσταση της κατά της εκθέσεως αυτοψίας ασκήθηκε εκπροθέσμως, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν οι δύο αυτές αιτήσεις και έγινε δεκτή η αίτηση κατά της πράξης της Επιτροπής, η δε δίκη επί της αιτήσεως κατά του προαναφερόμενου εγγράφου κηρύχθηκε καταργημένη. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή του Διοικητικού Εφετείου η πράξη της Επιτροπής Ενστάσεως κρίθηκε μη νόμιμη με τη σκέψη ότι η τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτοψίας στο ακίνητο, για το οποίο πρόκειται, δεν αρκούσε για την κίνηση της προθεσμίας ασκήσεως ενστάσεως στην προκείμενη περίπτωση, διότι το ακίνητο δεν εχρησιμοποιείτο από την ιδιοκτήτριά του, οι οικοδομικές εργασίες σ’ αυτό είχαν ήδη διακοπεί και η ιδιοκτήτρια κατοικούσε στην περιοχή Δήμου ή Κοινότητας άλλου από εκείνο, στην περιοχή του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο.
7. Επειδή, η κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι η προθεσμία για την υποβολή από την ήδη εφεσίβλητη ένσταση κατά της έκθεσης αυτοψίας δεν κινήθηκε από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτής είναι, ενόψει όσων εκτίθενται στην πέμπτη σκέψη, μη νόμιμη. Πρέπει, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί κατά το μέρος, με το οποίο ακυρώθηκε η εν λόγω πράξη της Επιτροπής, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο εφέσεως. Αν και κατά την ως άνω μειοψηφούσα γνώμη, ο λόγος εφέσεως ότι η προθεσμία για την άσκηση της ένστασης κινήθηκε με μόνη την τοιχοκόλληση της έκθεσης, ουδεμία δε επίδραση ασκούν κατά νόμο άλλα γεγονότα, είναι, όπως προβάλλεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αποτελεί δε διαφορετικό ζήτημα αν τα στοιχεία του φακέλου και όσα είχε προσκομίσει η εφεσίβλητη, ήταν επαρκή για την ανατροπή του το τεκμήριο γνώσης της έκθεσης αυτοψίας, το οποίο θεμελιώνεται, κατά νόμο στην τοιχοκόλληση.
8. Επειδή, μετά την εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Π.Δ. 18/1989, να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή από το διοικητικό εφετείο, κατά το μέρος που με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της εν λόγω αιτήσεως ακυρώσεως, ακυρώθηκε η από 29.11.2001 πράξη της, κατ’ άρθρο 4 παρ. 4 του Π.Δ. 267/1998 Επιτροπής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου.
9. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης, όπως αυτή συμπληρώνεται με τα από 1.5.2002 και 13.5.2002 δικόγραφα προσθέτων λόγων, προβάλλεται ότι η από 29.11.2001 προσβαλλόμενη πράξη της αρμόδιας Επιτροπής Ενστάσεων, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η ένσταση της εφεσίβλητης-αιτούσας κατά της προαναφερόμενης 130/2000 έκθεσης αυτοψίας του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, είναι μη νόμιμη, διότι αφετηρία της οικείας προθεσμίας μπορούν να αποτελέσουν μόνον η κοινοποίηση της έκθεσης αυτοψίας στον ιδιοκτήτη ή η πλήρης γνώση του περιεχομένου της από αυτόν και, πάντως, όχι η τοιχοκόλληση της στο κτίσμα, η δε διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Π.Δ. 267/1998, η οποία ορίζει ότι η σχετική προθεσμία κινείται από την τοιχοκόλληση, είναι αντισυνταγματική. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2ο παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
10. Επειδή με το από 13.5.2002 δικόγραφο προσθέτων λόγων της εφεσίβλητης-αιτούσας προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη από 29.11.2001 πράξη της, κατ’ άρθρο 4 παρ. 4 του Π.Δ. 267/1998, Επιτροπής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, εκδόθηκε αναρμοδίως κατά χρόνο, δεδομένου ότι το όργανο αυτό εξέδωσε την εν λόγω απορριπτική της ένστασης της εφεσίβλητης – αιτούσας πράξη μετά την πάροδο έντεκα μηνών από την άσκηση της ένστασης, δηλαδή, μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου όφειλε να αποφανθεί. Ενόψει, όμως, αφενός του γεγονότος ότι αμέσως μετά την κατάθεση της ένστασης της εφεσίβλητης -αιτούσας (22.12.2000) και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης της Επιτροπής, εκδόθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, η 8571/2466/2000/18.1.2001 πράξη της Προϊσταμένης του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου, στην οποία διατυπώνεται άποψη περί εκπροθέσμου της ένστασης της ως άνω εφεσίβλητης-αιτούσας και ότι η εκτέλεση της πράξης αυτής ανεστάλη με την 118/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σε Συμβούλιο, δημοσιευθείσα στις 4-5-2001, λόγω πρόδηλης βασιμότητας του προβληθέντος λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας του οργάνου που την είχε εκδώσει, και αφετέρου της αμφισβήτησης που ανέκυψε ως προς το ζήτημα αν οι επίμαχες κατασκευές είχαν ανεγερθεί, σε εφαρμογή προσωρινής διαταγής του Προέδρου του αρμοδίου σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος είχε επιληφθεί, σε προηγούμενο στάδιο της υπόθεσης, σχετικού αιτήματος κατά πράξης ανακλητικής της οικοδομικής άδειας που είχε εκδοθεί για την οικοδομή της εφεσίβλητης-αιτούσας, το διάστημα των έντεκα μηνών, που μεσολάβησε από την κατάθεση της ένστασης μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν υπερβαίνει, πάντως, τον εύλογο χρόνο (πρβλ. ΣτΕ 2314/2002). Πρέπει, επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί.
11. Επειδή, τέλος, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αναφέρονται στη νομιμότητα του χαρακτηρισμού των επίμαχων κατασκευών ως αυθαίρετων, προβάλλονται απαραδέκτως, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη πράξη η ένσταση της αιτούσας κατά της εκθέσεως αυτοψίας απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
12. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
ΣτΕ 4541/2009
[Νόμιμη ανοικοδόμηση οικοπέδου σε αρχαιολογικό χώρο στο Γαλαξείδι]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Δικηγόροι: Σπ. Βλαχόπουλος, Αγγ. Καστανά, Αθ. Σανιδάς
Οικόπεδο θεωρείται έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, το οποίο ανήκει σε έναν ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Για να χαρακτηρισθεί συνεχόμενη έκταση εδάφους οικόπεδο, απαιτείται να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, εφόσον η συνέχειά της δεν διασπάται από μεσολαβούσες ιδιοκτησίες τρίτων ή χώρους κοινής χρήσης. Κατά την εφαρμογή των δημοσίου δικαίου κανόνων περί δομήσεως, δεν έχουν επίδραση οι κατά το ιδιωτικό δίκαιο δηλώσεις ή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων.
Οι δικαιοπραξίες που αποβλέπουν σε δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων, όταν η μείζων έκταση, της οποίας επιχειρείται κατάτμηση, είναι άρτια είτε κατά τον κανόνα είτε κατά παρέκκλιση πάσχουν απόλυτη ακυρότητα.
Με την επιβολή των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση όρων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν, μέριμνα για την προστασία των παρακείμενων. Οι όροι αυτοί κρίθηκαν από τη Διοίκηση, κατά την ανεξέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων, επαρκείς, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η πλήρης δέσμευση επίδικου ακινήτου.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση: α) της Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./758/31.3.2003 απόφασης της Γ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία εγκρίνεται, υπό όρους, η ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Ε. Σ. στη θέση «Χηρόλακκας» Γαλαξειδίου Νομού Φωκίδας (Ο.Τ. 70) και β) της 248/26.6.2003 άδειας οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας, με την οποία επετράπη η κατασκευή διώροφης κατοικίας με υπόγειο, συνολικής επιφάνειας 63,928 τ.μ. από την Ε. Σ. στο ανωτέρω οικόπεδο.
3. Επειδή, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως είναι, καθόσον μεν αυτή στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία εγκρίνεται από αρχαιολογικής απόψεως, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3028/2002 (Α’ 153), η ανέγερση της επίδικης οικοδομής, το Συμβούλιο της Επικρατείας και μάλιστα το Ε’ Τμήμα αυτού (ΣΤΕ 3224, 2967/2006), καθόσον δε στρέφεται κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας το Διοικητικό Εφετείο (άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ’ του ν. 702/1977, Α’ 268, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001, Α’ 222). Λόγω, όμως, της συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να διακρατηθεί η υπόθεση και να εκδικασθεί, στο σύνολο της, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α’ 150) (βλ. ΣτΕ 2967/2006, 3487/2003 κ.α).
4. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ακινήτου ομόρου προς το επίδικο, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση.
5. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη η Ε. Σ., φερόμενη ως ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, κατόπιν αιτήσεων της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις.
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η δεύτερη των αιτούντων Π. Κ. με την από 7.10.2003 αίτησή της (αρ. πρωτ. 4276/7.10.2003) προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Ν.Α. Φωκίδας ζήτησε να πληροφορηθεί αν έχει κατατεθεί φάκελος μελέτης ανέγερσης οικοδομής στο όνομα της ήδη παρεμβαίνουσας Ε. Σ., στο Ο.Τ. 70 στη θέση «Χηρόλακας» ή αν έχει εκδοθεί σχετική οικοδομική άδεια με πιθανό αριθμό 248/2003 και να της χορηγηθούν αντίγραφα «πλήρους αρχιτεκτονικής μελέτης των εσωτερικών χώρων, διαγράμματος κάλυψης, τοπογραφικού διαγράμματος και διαμόρφωσης ακαλύπτου χώρου, άδεια-γνωμάτευση αρχαιολογίας. Ομοίως αντίγραφα των κατατεθέντων τίτλων…». Σε απάντηση προς την αίτηση αυτή η ως άνω Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως (στις 7.7.2004), με το 4491/25.7.2005 έγγραφό της, ενημέρωσε την αιτούσα ότι ο φάκελος της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας δεν βρέθηκε στο αρχείο της και με το ίδιο έγγραφο ζητήθηκε από την παρεμβαίνουσα να προσκομίσει στην Υπηρεσία όλα τα στοιχεία από το φάκελο της 248/2003 οικοδομικής άδειας ώστε να γίνει ανασύσταση του φακέλου. Τέλος, με το 4276/03/5.8.2005 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας απεστάλησαν στην αιτούσα αντίγραφα της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας, του τοπογραφικού διαγράμματος κάλυψης και συμβολαίου. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει μεν ότι η ως άνω αιτούσα πληροφορήθηκε το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων πριν της αποσταλούν, μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως, από τη Διοίκηση με το τελευταίο ως άνω έγγραφο τα σχετικά στοιχεία, όμως, και ο χρόνος, κατά τον οποίο έλαβε γνώση των στοιχείων αυτών. Εξάλλου, ναι μεν επί της από 7.7.2003 αιτήσεως της αιτούσας Π. Κ. προς τη Δ/νση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Ν.Α. Φωκίδας, υπάρχει επισημείωση εννέα στοιχείων του φακέλλου, μεταξύ των οποίων και «έγκριση αρχαιολογίας» και «έντυπο αδείας», δεν αποδεικνύεται όμως από σχετική υπογραφή της αιτούσας, ή από άλλο στοιχείο ότι αυτή παρέλαβε τα ως άνω απαριθμούμενα στοιχεία και μάλιστα αυθημερόν, όπως ισχυρίζεται η παρεμβαίνουσα. Συνεπώς, η άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως στις 7.7.2004, ένα έτος περίπου μετά την έκδοση, στις 26.6.2003, της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας και εννέα περίπου μήνες από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση αντιγράφου αυτής και των σχετικών στοιχείων, δεν υπερβαίνει το εύλογο χρονικό όριο που, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων για την τύχη της αιτήσεώς τους προς τη Διοίκηση για την λήψη των αιτηθέντων στοιχείων, θα θεμελίωνε τεκμήριο γνώσης των προσβαλλομένων πράξεων σε χρόνο ώστε η κρίση υπό αίτηση να καθίσταται εκπρόθεσμη, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει το στάδιο των εργασιών κατασκευής της επίδικης οικοδομής κατά το διάστημα μεταξύ της υποβολής της παραπάνω αιτήσεως προς τη Διοίκηση και της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Κατ’ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται από άλλα στοιχεία του φακέλου ο χρόνος κατά τον οποίο οι αιτούντες έλαβαν γνώση των προσβαλλόμενων πράξεων, ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται εκπροθέσμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
7. Επειδή, με το άρθρο 69 του «Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης» που εγκρίθηκε με το π. δ/γμα 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α’) ορίζεται ότι: “Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη επιτρέπεται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, προσφυγή για παράβαση νόμου στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή αν η απόφαση δεν δημοσιεύεται από την κοινοποίηση ή διαφορετικά αφότου έλαβε γνώση. Η προσφυγή κατατίθεται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ή στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας με απόδειξη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/ 1955 “περί διοικητικής αποκέντρωσης”, όπως ισχύει κάθε φορά …..”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η άσκηση προσφυγής κατά νομαρχιακής πράξης δεν συνεπάγεται επανεξέταση της υποθέσεως κατ’ ουσίαν, αλλά μόνο έλεγχο της νομιμότητας της πράξεως (ΣτΕ 490, 1719/2002, 3336/1996, 5472/1995 κ.ά.) και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην έννοια της κατά το άρθρο 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία καθιστά δυνατή την κατ’ ουσίαν επανεξέταση της υποθέσεως και δημιουργεί, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, απαράδεκτο προσβολής με αίτηση ακυρώσεως της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξεως (βλ.ΣτΕ 1200/2007, 2131/2002, 2097/2000). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας ότι απαραδέκτως η κρινόμενη αίτηση στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας λόγω μη ασκήσεως κατ’ αυτής προσφυγής ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας ότι απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση η Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./758/31.3.2003 απόφαση της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού ως υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Διευθυντή Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, διότι τέτοια προσφυγή δεν προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία, η δε προβλεπόμενη από το άρθρο 24 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45) ιεραρχική προσφυγή δεν συνιστά ενδικοφανή προσφυγή κατά την παραπάνω έννοια.
8. Επειδή, στο άρθρο 4 του β.δ. της 9.8/30.9.955 «Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους» (Α’ 226), οριζόταν ότι «1. Ως οικόπεδον νοείται γενικώς συνεχόμενη έκτασις γης, αποτελούσα αυτοτελή ενιαίαν ιδιοκτησίαν και ανήκουσα είς ένα και τον αυτόν κύριον ή εις πλείονας εξ αδιαιρέτου. 2…4. Όμορα ή συνοδεύοντα ή γειτονικά οικόπεδα καλούνται τα έχοντα μεταξύ των κοινήν πλαγίαν ή οπισθίαν πλευράν». Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.δ. 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» (Α΄124), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 205/1974 (Α’ 363) «Οικόπεδον θεωρείται συνεχόμενη έκτασις γης αποτελούσα αυτοτελές ενιαίον ακίνητον ανήκον εις ένα ή πλείονας κυρίους εξ αδιαιρέτου. Συνενούμεναι εφ’ εξής εκτάσεις δύναται να θεωρηθούν ως ενιαίον κατά τα ανωτέρω οικόπεδον εάν η ελαχίστου μήκους γραμμή επαφής αυτών είναι τουλάχιστον: α) όσον το επιτρεπόμενον δια το οικοδομικόν τετράγωνον, ένθα το θεωρούμενον οικόπεδον, ελάχιστον πρόσωπον του οικοπέδου κατά τον κανόνα ή την παρέκκλισιν εφ’ όσον τούτο είναι μέχρις 6 μέτρων και β) 6 μέτρων δια την περίπτωσιν μεγαλυτέρου ως άνω προσώπου». Τέλος, κατά το άρθρο 2 παρ. 12 και 13 του ισχύοντος ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α’ 210) «Γήπεδο είναι η συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου» (παρ. 12), ενώ «Οικόπεδο είναι κάθε γήπεδο, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο» (παρ. 13). Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων οικόπεδο θεωρείται έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, το οποίο ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Όπως δε έχει κριθεί για να χαρακτηρισθεί συνεχόμενη έκταση εδάφους ως αποτελούσα ένα οικόπεδο κατά τις ως άνω διατάξεις απαιτείται να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία υπό την έννοια ότι αφενός η συνέχειά της δεν διασπάται από μεσολαβούσες ιδιοκτησίες τρίτων ή χώρους ανήκοντες στην κοινή χρήση, αφετέρου δε ανήκει στην κυριότητα ενός προσώπου ή πλειόνων προσώπων εξ αδιαιρέτου σε ποσοστό συνιδιοκτησίας καθενός το αυτό για όλη την έκταση (βλ. ΣτΕ 3159/1998, 3100/1997, 2846/1994, 46/1990, 4895/1988, 3630/1987, 2223/1982, 2317/1979, 3810/1978, 621/1965). Ως προς την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων και την εφαρμογή των δημοσίου δικαίου κανόνων περί δομήσεως, δεν έχουν επίδραση οι κατά το ιδιωτικό δίκαιο δηλώσεις ή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων (πρβλ. 2666/2007, 2846/1994). Εξάλλου, κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο κρίνεται εάν μια έκταση γης είναι συνεχόμενη, πληρούσα τις παραπάνω προϋποθέσεις, προκειμένου να χορηγηθεί ή αναθεωρηθεί οικοδομική άδειας είναι η ενεστώσα κατάσταση από απόψεως ιδιοκτησιών (βλ. ΣτΕ 3810/1978, πρβλ. 3100/1997, 4895/1988), κατά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως. Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 690/1948, η οποία είχε καταργηθεί με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 625/1968 (Α΄ 266) και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 651/1977 (ΦΕΚ Α’ 207), ορίζεται ότι: «Απαγορεύεται η μεταβίβασις της κυριότητας οικοπέδων, επαγόμενη την δημιουργίαν οικοπέδων μη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστον εμβαδόν, είτε κατά το ελάχιστον πρόσωπον ή το βάθος», σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του ίδιου ν.δ/τος «Πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου έχουσα αντικείμενον απαγορευμένην κατά τας προηγούμενος παραγράφους μεταβίβασιν κυριότητος είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος». Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 651/1977, η σύναψη της οριστικής συμβάσεως αν είχε συνταγεί εγκύρως προσύμφωνο από την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 625/1968 μέχρις της 6ης Ιουλίου 1977 και υπό τους όρους αυτού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι απολύτως άκυρη κάθε δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, η οποία καταρτίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 651/1977 και έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση κυριότητας οικοπέδων με συνέπεια τη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων κατά το ελάχιστο εμβαδόν ή το ελάχιστο πρόσωπο ή το βάθος, εκτός αν η δικαιοπραξία γίνεται σε εκτέλεση προσυμφώνου που έχει εγκύρως συνταγεί από την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 625/1968 μέχρι την 6.7.1977 (βλ. ΣτΕ 3628/2000, 3400/1973, 1151/1965, 2367/1952). Κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών απόλυτη ακυρότητα πάσχουν οι δικαιοπραξίες που αποβλέπουν σε δημιουργία μη αρτίων οικοπέδων όταν η μείζων έκταση, της οποίας επιχειρείται κατάτμηση, είναι άρτια είτε κατά τον κανόνα είτε κατά παρέκκλιση.
9. Επειδή, με το από 18.1.1977 π.δ. (Δ’ 27) καθορίστηκαν οι όροι δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου του Γαλαξειδίου κατά τομείς Α, Β και Γ. Για τα οικόπεδα του τομέα Α, ορίστηκε ότι ως προς το οικοδομικό σύστημα, τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων και το ποσοστό καλύψεως εξακολουθούν να ισχύουν οι όροι που καθορίστηκαν για το κεντρικό τμήμα των οικισμών με το από 25.8.1969 β.δ. «περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων των κειμένων εντός των ορίων Οικισμών εχόντων εγκεκριμένον ρυμοτομικό σχέδιον» (Δ’ 164). Στο δε άρθρο 1 του ως άνω β.δ/τος, η παράγραφος 1 αυτού τροποποιήθηκε με το από 8/26.2.1980 π.δ. (Δ’ 131), ορίζεται ότι: «1. Τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων των οικοπέδων των περιλαμβανομένων εντός των ορίων οικισμών εχόντων εγκεκριμένον ρυμοτομικόν σχέδιον και στερουμένων παντελώς όρων δομήσεως ή στερουμένων συντελεστού δομήσεως και συγχρόνως αριθμού ορόφων ή ποσοστού καλύψεως ή και αμφοτέρων ορίζονται ως ακολούθως: α) Εις το κεντρικόν τμήμα του οικισμού, ως τούτο προσδιορίζεται δια πράξεως του οικείου Νομάρχου (δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) μετά γνώμην του Τμήματος του Περιφερειακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων: Ελάχιστον πρόσωπον 8 μέτρα. Ελάχιστον βάθος 12 μέτρα. Ελάχιστον εμβαδόν 150 τετρ. μέτρα. β)…2. Κατά παρέκκλισιν από της προηγουμένης παραγράφου, θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα τα οικόπεδα άτινα κατά την δημοσίευση του παρόντος δεν έχουσιν μεν τα ως άνω καθοριζόμενα ελάχιστα όρια, πλην όμως ταύτα έχουσι: α) Εις το κεντρικόν τμήμα του Οικισμού: Ελάχιστον πρόσωπον 5 μέτρα. Ελάχιστον βάθος 6 μέτρα. Ελάχιστον εμβαδόν 60 τετρ. μέτρα. β)…». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 αυτού του β.δ/τος ορίζεται ότι: «Ος οικοδομικόν σύστημα ορίζεται δια μεν τα οικόπεδα του κεντρικού τμήματος του Οικισμού το συνεχές …». Μεταγενεστέρως εκδόθηκε το από
19.10.1978 π.δ/γμα «περί χαρακτηρισμού των Παραδοσιακών Οικισμών τινων του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» (Δ’ 594), με το άρθρο 1 του οποίου χαρακτηρίσθηκε, μεταξύ άλλων, το «Γαλαξείδιον» ως παραδοσιακός οικισμός. Με το άρθρο 2 αυτού του π.δ/τος καθορίστηκαν τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων καθώς και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δομήσεως των χαρακτηριζομένων με το άρθρο 1 του ιδίου π. δ/τος ως παραδοσιακών οικισμών ως εξής: «…α) Τα οικόπεδα του κεντρικού τμήματος του οικισμού θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα εφ’ όσον έχουν: Ελάχιστον πρόσωπον: δώδεκα (12) μέτρα. Ελάχιστον βάθος: δέκα οκτώ (18) μέτρων. Ελάχιστον εμβαδόν: τριακόσια (300) τετρ. μέτρα. Κατά παρέκκλισιν από του προηγουμένου εδαφίου (α) θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα τα οικόπεδα με τας διαστάσεις και το εμβαδόν τα οποία είχαν κατά την 2.7.1968 ημέραν δημοσιεύσεως του από 15 Ιουνίου 1968 Β.Δ/τος «περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων, των κειμένων εντός των νομίμων υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου» (Δ’ 111)». β) Ωσαύτως θεωρούνται κατά παρέκκλισιν άρτια και οικοδομήσιμα τα οικόπεδα τα οποία μέχρι δημοσιεύσεως του παρόντος έχουν διαστάσεις: Ελάχιστον πρόσωπον: οκτώ (8) μέτρα. Ελάχιστον βάθος: δώδεκα (12) μέτρα, ελάχιστον εμβαδόν: εκατόν πεντήκοντα (150) τετρ. μέτρα. 2…5. Ως σύστημα δομήσεως ορίζεται το των πτερύγων … 6. Μέγιστον ποσοστόν καλύψεως των οικοπέδων ορίζεται, εις μεν το κεντρικό τμήμα του οικισμού εις ογδοήκοντα τοις εκατόν (80%) της επιφανείας αυτών … 7. Συντελεστής δομήσεως ορίζεται, δια μεν το κεντρικόν τμήμα του οικισμού εις ογδόντα εκατοστά (0,80) …». Με το από 5.10.1984 π.δ/γμα (Δ’ 571) αναθεωρήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Γαλαξειδίου και, με το άρθρο 2 αυτού, καθορίστηκαν τα όρια των τομέων Α, Β και Γ στην περιοχή, της οποίας αναθεωρείται το ρυμοτομικό σχέδιο, και ορίστηκε ότι για τους τομείς αυτούς ισχύουν οι αυτοί όροι και περιορισμοί δόμησης, που καθορίστηκαν, για τους αντίστοιχους τομείς με το από 18.1.1977 π.δ/γμα. Ακολούθως, με το από 17.12.1994 π.δ/γμα (Δ’ 4/13.1.1995) τροποποιήθηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης στους τομείς Α και Β του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Γαλαξειδίου και με το άρθρο 2 ορίστηκε ότι: «1. Ο Συντελεστής Δόμησης των οικοπέδων που εμπίπτουν στον τομέα Α καθορίζεται σε οκτώ δέκατα (0,8). 2. Ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός ορόφων των ανεγερθησομένων κτιρίων στους τομείς Α και Β ορίζεται σε δύο (2) με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος αυτών επτά μέτρα (7,00)… 3. Στους τομείς Α και Β απαγορεύεται η συνένωση των οικοπέδων με σκοπό την ανέγερση κτιρίων μεγάλης επιφάνειας και όγκου…».
10. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στη δικαιοπάροχο της παρεμβαίνουσας Ε. Π. περιήλθαν, μεταξύ άλλων, τα εξής ακίνητα στη θέση «Χηρόλακκας» του Γαλαξειδίου: α) μία διώροφος οικία, επιφάνειας 54 περίπου τ.μ. ανά όροφο, επί οικοπέδου με πρόσοψη και επί της οδού Βαρώνου και β) οικόπεδο εκτάσεως 82,00 τ.μ., που συνορεύει με τις οδούς Βαρώνου και Μητροπούλου, την ως άνω ιδιοκτησία, επί πλευράς 6.00 μέτρων, και την ιδιοκτησία των αιτούντων. Τα ακίνητα αυτά απέκτησε η Ε. Π. κατά τα 3/4 ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος το 1942 πατέρα της Ι.Α.Π. και κατά το 1/4 ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης το 1959 μητέρας της Χ. χήρας Ι.Π. (βλ. την 7900/8.6.2001 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Άμφισσας Χ. Α.-Κ.). Η παρεμβαίνουσα Ε. Σ. αγόρασε και τα ως άνω δύο ακίνητα, και ειδικότερα, το οικόπεδο των 82 τ.μ. κατά πλήρη κυριότητα με το 7901/8.6.2001 συμβόλαιο της ως άνω Συμβολαιογράφου και τη διώροφη οικία με το αντίστοιχο οικόπεδο το οποίο, κατά το πρασαρτηθέν στο ως άνω σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα-μηχανικού Α. Γ., έχει έκταση, μετά τη ρυμοτόμηση, 70,50 τ.μ. κατά τη πλήρη κυριότητα με το 7927/20.6.2001 συμβόλαιο αυτής. Το οικόπεδο των 82 τ.μ. βρίσκεται στη θέση «Χηρόλακκας»του Γαλαξειδίου εντός της πιθανής πορείας του αρχαίου τείχους της αρχαίας λοκρικής πόλεως «Χάλειον», το τμήμα δε αυτό του οικισμού του Γαλαξειδίου, στο οποίο υπάρχουν σημαντικά λείψανα του αρχαίου τείχους και ελληνιστικό νεκροταφείο, έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος με την Α1/Φ10/47354/1784/27.9.1985 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 641/25.10.1985), ενώ με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/ Φ10/51350/ 2132/π.ε./1990′ απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β’ 427) καθορίστηκε ζώνη προστασίας τριών μέτρων εκατέρωθεν της πορείας του ως άνω τείχους (ορατής και νοητής), για λόγους προστασίας, ανάδειξης και προβολής του αρχαιολογικού χώρου της οχύρωσής του. Η τελευταία αυτή απόφαση συνοδεύεται από απόσπασμα του ρυμοτομικού σχεδίου, στο οποίο αποτυπώνεται διαγράμμιση διερχόμενη και από το επίδικο οικόπεδο των 82 τ.μ., με την οποία δηλώνεται η ύπαρξη σημαντικών λειψάνων της οχύρωσης. Σύμφωνα δε με το Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./2092/20.7.2004 έγγραφο της Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων από το αρχαίο τείχος και από το παράλληλο με την πορεία του τείχους ανάλημμα σώζεται ο κατώτατος δόμος. Προκειμένου να ανεγείρει επί του ως άνω οικοπέδου διώροφη οικοδομή η παρεμβαίνουσα με την από 6.9.2001 αίτησή της προς την Γ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού ζήτησε την κατά τον αρχαιολογικό νόμο έγκριση της σχετικής μελέτης. Το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Στερεάς Ελλάδος κατά τη συνεδρίαση της 17.3.2003 (Συν. 4) γνωμοδότησε υπέρ της ανεγέρσεως της οικοδομής με τους ακόλουθους όρους: «1. Θα επεκταθεί η ζώνη προστασίας κατά 1,40 μ., επί πλέον των τριών (3) μέτρων, προκειμένου να διατηρηθεί ορατό και το τμήμα του αναλημματικού τοίχου. 2. Η οικία μετατοπίζεται και απέχει από την εξωτερική παρειά του τοίχους 7,40 μ. 3. Το τμήμα του οικοπέδου που θα παραμείνει αδόμητο, θα παραχωρηθεί με σύσταση δουλείας υπέρ του Δημοσίου με σκοπό την ανάδειξη των προαναφερθέντων αρχαιοτήτων». Με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη την Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./758/ 31.3.2003 πράξη της Προϊσταμένης της Ι’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων εγκρίθηκε η ανέγερση της επίδικης οικοδομής υπό τους αναφερόμενους στην ως άνω γνωμοδότηση όρους. Στη συνέχεια μετά από αίτηση της παρεμβαίνουσας (αρ. πρωτ. 1483/18.4.2003) εκδόθηκε η συμπροσβαλλόμενη 248/26.6.2003 άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας, με την οποία επετράπη η ανέγερση διώροφης κατοικίας με υπόγειο, συνολικής επιφάνειας 63,928 τ.μ., ενώ με την 17/8.7.2003 δήλωση της παρεμβαίνουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Δελφών Αικατερίνης Καραλιώτη συστήθηκε, με δωρεά εν ζωή, δουλεία υπέρ του Δημοσίου σε τμήμα, εμβαδού 38,16 τ.μ., του ως άνω οικοπέδου και σε τμήμα, εμβαδού 9,20 τ.μ., το οποίο θα παραμείνει ακάλυπτο και στο οποίο θα είναι δυνατή η επίσκεψη από εξωτερική πόρτα που θα κατασκευασθεί στην πλευρά της οδού Βαρώνου.
11. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, τα ως άνω δύο οικόπεδα στη θέση «Χηρόλακκας» του οικισμού του Γαλαξειδίου (Ο.Τ. 70) που αναφέρονται στην 7900/8.6.2001 πράξη της συμβολαιογράφου Άμφισσας Χ. Α.-Κ., με την οποία δηλώθηκε το δικαιοπάροχο της παρεμβαίνουσας Ε.Π. αποδοχή κληρονομιάς είναι όμορα, καθώς έχουν κοινή πλευρά μήκους περίπου 6,00 μέτρων. Και τα δύο ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στον Ι. Π., πατέρα της δικαιοπαρόχου της παρεμβαίνουσας, τον οποίο, αποβιώσαντα το 1942, κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου κατά τα 3/4 η κόρη του Ε. Π. και κατά το 1/4 η μητέρα της τελευταίας, η οποία απεβίωσε το 1959. Η δικαιοπάροχος της παρεμβαίνουσας, μετά το θάνατο της μητέρας της απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα τα ως άνω φερόμενα στην 7900/2001 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ως χωριστά ακίνητα, τα οποία μεταβίβασε στην παρεμβαίνουσα με δύο διακεκριμένα συμβόλαια. Συγκεκριμένα μεταβίβασε το μεν οικόπεδο των 82 τ.μ. κατά πλήρη κυριότητα με την 7901/8.6.2001 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου και το γειτονικό ακίνητο κατά ψιλή κυριότητα με την 7927/20.6.2001 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου. Ωστόσο τα ακίνητα αυτά, αν και ανήκαν στα αυτά πρόσωπα κατά το ίδιο ποσοστό ιδιοκτησίας από το χρόνο κτήσεως τους από τον Ιωάννη Περδικούλη έως την 2.7.1968, ημερομηνία δημοσιεύσεως του από 15.6.1968 β.δ/τος (Δ’ 111), στο οποίο παραπέμπει το προαναφερόμενο από 19.10.1978 π.δ/γμα (Δ’ 594), για τον καθορισμό των κατά παρέκκλιση αρτίων οικοπέδων, και στη συνέχεια, ως την 8.2.1977, ημερομηνία δημοσιεύσεως του παραπάνω από 18.1.1977 π.δ/τος, (Δ΄27), με το οποίο καθορίστηκαν οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Γαλαξειδίου, και ως τη σύνταξη των ανωτέρω συμβολαίων αγοραπωλησίας ουδέποτε κατέστησαν ένα ενιαίο οικόπεδο, διότι, όπως προκύπτει από την κάτοψη ανασκαφής της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του επίδικου οικοπέδου, και τα έγγραφα Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ/568/6.3.2993, Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ/2092/20.7.2004 και Φ. ΟΙΚ.ΓΑΛ/538/18.2.2007 της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, μεταξύ των δύο αυτών ακινήτων διέρχεται το αρχαίο τείχος οχύρωσης, του οποίου σώζεται ο κατώτατος δόμος στο όριο του επίδικου οικοπέδου με το όμορο οικόπεδο της παρεμβαίνουσας, μάλιστα δε όριο των δύο οικοπέδων αποτελεί η εξωτερική παρειά του τείχους [βλ. γνωμοδότηση του Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδος (Συν.4/17.3.2003)], ενώ το παράλληλο προς το τείχος ανάλλημα, του οποίου σώζεται επίσης ο κατώτατος δόμος, απέχει από το τείχος περίπου 5,50 μέτρα. Ειδικώτερα, η ύπαρξη των λειψάνων αυτών του αρχαίου τείχους δεν επιτρέπει να θεωρηθούν πολεοδομικώς τα ως άνω οικόπεδα της παρεμβαίνουσας ως συνεχόμενη έκταση ενός ενιαίου οικοπέδου και, ως εκ τούτου, νομίμως μεταβιβάστηκαν στην παρεμβαίνουσα ως διακεκριμένες ιδιοκτησίες με τα ως άνω 7901 και 7927/2001 συμβόλαια αγοραπωλησίας και, κατά συνέπεια, νομίμως το επίδικο οικόπεδο, εμβαδού 82,00 τ.μ., το οποίο, όπως βεβαιώνεται στο 1999/6.6.2003 έγγραφο του Αντιδημάρχου Γαλαξειδίου, είναι προϋφιστάμενο του 1968, θεωρήθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας ως κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδομήσιμο. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η μεταβίβαση των ως άνω οικοπέδων με δύο χωριστά συμβόλαια συνιστά κατάτμηση κατά παράβαση του απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 2 του ν.δ. 690/1948, και, ως εκ τούτου, μη νομίμως επετράπη με τις προσβαλλόμενες πράξεις η ανέγερση της επίδικης οικοδομής 63,928 τ.μ., καθ’ υπέρβαση του ισχύοντος συντελεστή δόμησης, εφόσον στα παραπάνω ακίνητα, που πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαίο οικόπεδο και έχουν συνολικό εμβαδόν 140 τ.μ., με τον ισχύοντα συντελεστή δόμησης 0,8, επιτρεπόταν δόμηση 112 τ.μ. συνολικά, δηλαδή μόνο 12 τ.μ. επί πλέον των 100 τ.μ. της υπάρχουσας στο οικόπεδο των 60,00 τ.μ. παλαιάς διώροφης οικίας.
12. Επειδή, η παράβαση εγκυκλίου, η οποία δεν αποτελεί κανόνα δικαίου, και, συνεπώς, στερείται δεσμευτικού χαρακτήρα, δεν συνιστά πλημμέλεια συνεπαγόμενη ακύρωση διοικητικής πράξεως. (ΣτΕ 838/2007, 453/2003, 2085/1996, 1967/1985). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της εγκυκλίου 7/1992 του ΥΠΕΧΩΔΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
13. Επειδή, στο άρθρο 25 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ν. 1577/1985) ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η δουλεία διόδου, εφόσον αποτελεί τη μοναδική δίοδο προς κοινόχρηστο χώρο οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς από πλευράς δόμησης ορόφου. Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στις διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι απολύτως άκυρες. 2. Δουλείες που έχουν συσταθεί έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν παρεμποδίζουν την έκδοση οικοδομικής άδειας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι δουλείες αυτές καταργούνται κατά τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων, αν εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια για να γίνουν στο δουλεύον ακίνητο κατασκευές ή εγκαταστάσεις που καθιστούν αδύνατη, εν όλω ή εν μέρει, την άσκηση της δουλείας. Κατ’ εξαίρεση δεν υπάγονται στην παράγραφο αυτή η δουλεία κοινού σκελετού και η δουλεία διόδου, όπως αυτή ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. 3….». Αντίστοιχη δε ρύθμιση είχε περιληφθεί και στον προϊσχύοντα Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ν. δ/γμα 8/1973).
14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με την ανέγερση της οικοδομής, την οποία αφορά η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, καταργείται η δουλεία φωτισμού και αερισμού της οικοδομής των αιτούντων από δύο παράθυρα του ισογείου, στο κοινό όριο της ιδιοκτησίας τους με το επίδικο οικόπεδο της παρεμβαίνουσας, τα οποία δεν αποτυπώνονται στα σχέδια που κατατέθηκαν ενώπιον της Ετχιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και συνεπώς, τόσο η οικοδομική αυτή άδεια όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων αιτιολογούνται μη νομίμως και ανεπαρκώς. Ανεξαρτήτως, όμως, του γεγονότος ότι από το σχεδιάγραμμα του Σεπτεμβρίου 1980 του Υπομηχανικού Κλ. Σ., το οποίο συνοδεύει την 79/1981 άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Άμφισσας για την επισκευή επιχρισμάτων, κορνίζας στέγης, αλλαγή κουφωμάτων, ανακατασκευή μπαλκονιού της οικοδομής των αιτούντων, και για την ανακατασκευή της ανατολικής τοιχοποιίας της, η οποία στο σχεδιάγραμμα αυτό χαρακτηρίζεται ως μεσοτοιχία, προκύπτει ότι στην ανακατασκευαζόμενη ανατολική τοιχοποιία της οικοδομής, στο κοινό όριο με το ήδη επίδικο οικόπεδο, προβλέπεται ένα παράθυρο στο ισόγειο και όχι δύο, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, ο παραπάνω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, πάντως, κατά την ως άνω παράγραφο 2 του άρθρου 25 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, δουλείες που έχουν συσταθεί έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν παρεμποδίζουν την έκδοση οικοδομικής άδειας σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (βλ. ΣτΕ 4196/1998, 1450/1992, 953/1990). Εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως, ότι, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 1 με το οποίο απαγορεύεται πλέον η σύσταση δουλειών που συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων η σύσταση δουλείας στο αδόμητο τμήμα του επίδικου οικοπέδου, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως προβαλλόμενος χωρίς έννομο συμφέρον, εφόσον το βάρος από τη δουλεία αυτή φέρει η παρεμβαίνουσα και όχι οι αιτούντες.
15. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας … 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. . .”. Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου (ΣτΕ 2540/2005). Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, με τις οποίες ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επεμβάσεως σε ακίνητο μνημείο και στο περιβάλλον του. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2 εδ. β’ του ως άνω νόμου, «αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 … ββ) …» γγ) Ως ακίνητα μνημεία νούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σ’ αυτό… Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 10 του νόμου αυτού και υπό τον τίτλο “Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους” ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα: “1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του… 3. Η εγκατάσταση ή λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης … καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου…». Σύμφωνα δε με την παρ. 4 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους. Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 14 προβλέπεται ότι «2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματα τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β)…». Τέλος, κατά το άρθρο 73 παρ. 10 του ως άνω ν. 3028/2002 «Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου…». Οι πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται σε επεμβάσεις αφενός επί και αφετέρου πλησίον ακινήτου μνημείου. Ειδικότερα, οι επεμβάσεις πλησίον μνημείου καταρχήν είναι επιτρεπτές, αλλά μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες ή έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο Υπουργός Πολιτισμού προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) εκτελέσεως έργου πλησίον μνημείου αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του έργου στα ακίνητα μνημεία, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου. Η αιτιολογία της χορηγούμενης εγκρίσεως (αδείας) ελέγχεται συνεπώς ως προς τα ζητήματα αυτά, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 3454/2004).
16. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε στην ένατη σκέψη, με την προσβαλλόμενη Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./758/ 31.3.2003 πράξη της Προϊσταμένης της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων εγκρίθηκε η ανέγερση της επίδικης οικοδομής στο οικόπεδο των 82,00 τ.μ. της παρεμβαίνουσας στη θέση «Χηρόλακκας» του Γαλαξειδίου που προστατεύεται ως αρχαιολογικός χώρος. Το οικόπεδο αυτό βρίσκεται εντός της πιθανής πορείας του αρχαίου τείχους, σημαντικά λείψανα της οχύρωσης του οποίου σώζονται μέσα στο ακίνητο αυτό, ειδικότερα σώζονται ο κατώτατος δόμος του τείχους και του παράλληλου με την πορεία του τείχους αναλήμματος. Στη συνέχεια δε της πορείας του τείχους βρίσκεται η οικοδομή των αιτούντων και σύμφωνα με το Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ./2092/20.7.2004 έγγραφο της Ι΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, «δεν υπάρχει προς το παρόν δυνατότητα δημιουργίας ενιαίου αρχαιολογικού χώρου, με ανάλογη προβολή του αρχαίου τείχους». Η ως άνω έγκριση χορηγήθηκε με τους ακόλουθους όρους: α) να επεκταθεί η ζώνη προστασίας κατά 1,40 μ., επί πλέον των τριών (3) μέτρων που προβλέπονται από την προαναφερόμενη ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ10/51350/2132/ π.ε./1990 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, προκειμένου να διατηρηθεί ορατό και το τμήμα του αναλημματικού τοίχου, β) να μετατοπισθεί η οικία ώστε να απέχει από την εξωτερική παρειά του τοίχους 7,40 μ. και γ) το τμήμα του οικοπέδου που θα παραμείνει αδόμητο, να παραχωρηθεί με σύσταση δουλείας υπέρ του Δημοσίου με σκοπό την ανάδειξη των προαναφερθέντων αρχαιοτήτων. Εξάλλου, όπως αναφέρεται και στο Φ.ΟΙΚ.ΓΑΛ.538/18.2.2007 έγγραφο Ι΄ Εφορείας προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, η διαμόρφωση της ως άνω ζώνης προστασίας των τριών μέτρων εκατέρωθεν της πορείας, ορατής και νοητής, του αρχαίου τείχους είναι δυνατή μόνο σταδιακά, εφόσον τα λείψανα της αρχαίας οχύρωσης του Γαλαξειδίου διατηρούνται μέσα στον πολεοδομικό ιστό του παραδοσιακού οικισμού. Με την επιβολή των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση όρων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν, μέριμνα για την προστασία των εν λόγω αρχαιοτήτων, δηλαδή τόσο του οχυρωματικού τείχους, όσο και του αποκαλυφθέντος αναλημματικού τοίχου. Οι όροι δε αυτοί κρίθηκαν από τη Διοίκηση, κατά την περαιτέρω ανεξέλεγκτη αουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων, επαρκεί ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό από τη δόμηση του επίδικου ακινήτου, χωρίς να καθίσταται αναγκαία για το σκοπό αυτό η πλήρης δέσμευσή του. Ειδικότερα με τον ως άνω όρο της συστάσεως δουλείας υπέρ του Δημοσίου επί του υποχρεωτικώς αδόμητου τμήματος του οικοπέδου, αποσκοπείται η εξασφάλιση της προστασίας του αρχαίου μνημείου, με την εκτέλεση των κατάλληλων εργασιών από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, καθώς και της διατήρησης της οπτικής επαφής και της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτό. Με τα δεδομένα αυτά, νομίμως και με επαρκή αιτιολογία εγκρίθηκε υπό τους ως άνω όρους η ανέγερση της επίδικης οικοδομής από την αρμόδια υπηρεσία, αφού περιγράφονται τα προστατευτέα μνημεία, η οικοδομή της οποίας ζητείται να εγκριθεί η ανέγερση, και τεκμηριώνεται η εκτίμηση των επιπτώσεων της ανέγερσης αυτής επί των μνημείων και η επάρκεια των επιβαλλομένων όρων. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι δεν εξετάστηκε προσηκόντως το ενδεχόμενο να επιβληθεί πλήρης απαγόρευση της ανοικοδόμησης του ακινήτου για την προστασία του μνημείου και ότι με την ανέγερση της επίδικης οικοδομής αποκόπτεται πλήρως η οπτική επαφή του μνημείου από τις συμβαλλόμενες οδούς Βαρώνου και Μητροπούλου. Ο δε ισχυρισμός, με τον οποίο αμφισβητείται η επάρκεια της συσταθείσης υπέρ του Δημοσίου δουλείας επί του επιδίκου ακινήτου ως μέτρου για την προστασία των μνημείων είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανεξέλεγκτη από τον ακυρωτικό δικαστή ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως.
17. Επειδή, κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.