ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2008/Ι
Περιεχόμενα
– ΣτΕ 923/2008 [Παράνομη έγκριση λατομείου αδρανών υλικών πλησίον αρχαιολογικού χώρου και διάσπαρτων αρχαιοτήτων και μνημείων]. Σημείωμα της Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 854/2008 [Διαδικασία κατασκευής ΧΥΤΑ]. Σημείωμα της Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 858/2008 [΄Εννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά κανονιστικής πράξης].
– ΣτΕ 887/2008 [ Παράνομος μη χαρακτηρισμός ως διατηρητέου κτηρίου μέρους οικιστικού συνόλου στο Πεδίο του ¶ρεως]. Σχόλιο του Ν. Παπασπύρου, Δικηγόρου, Δ.Ν.
– ΣτΕ 552/2008 [Διοικητικές κυρώσεις για αυθαίρετη τοποθέτηση διαφημιστικής πινακίδας]. Σχόλιο καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου.
– ΣτΕ 548/2008 [Ανέγερση κατοικίας σε εκτός σχεδίου περιοχή της Κηφισιάς που έχει περιληφθεί στην Α΄ Ζώνη Προστασίας του Πεντελικού ΄Ορους]. Σχόλιο του Ν. Παπασπύρου, Δικηγόρου-Δ.Ν.
– ΣτΕ 3606/2007 [Καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης στη Σέριφο]. Σχόλιο του Κωνσταντίνου Γώγου, Επίκουρου Καθηγητή Α.Π.Θ.
– ΣτΕ 390/2008 [Παράνομη η έγκριση διάθεσης εντομοκτόνων για τον ψεκασμό πεύκων σε αστικές και περιαστικές περιοχές]. Σχόλιο του Θ. Ξηρού, Δικηγόρου – Δ.Ν.
– ΣτΕ 263/2008 [Αναγνώριση ιδιωτικής οδού ως προϋφιστάμενης του 1923]. Σχόλιο της Μ. Φλώρου, Δικηγόρου.
– ΣτΕ 391/2008 [Παραδεκτό ευθείας προσβολής με αίτηση ακυρώσεως ατομικής ρύθμισης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Υπόθεση Mall. Παραπομπή στην Ολομέλεια]. Σχόλιο του Απ. Παπακωνσταντίνου, Δρ.Ν.-Δικηγόρου.
ΣτΕ 923/2008
[Παράνομη έγκριση λατομείου αδρανών υλικών
πλησίον αρχαιολογικού χώρου και διάσπαρτων αρχαιοτήτων και μνημείων]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Β. Δωροβίνης, Π. Δημόπουλος
Η έγκριση από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας της λειτουργίας λατομείου αδρανών υλικών στο Σαγκρί Νάξου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει την επίδραση των λατομικών εργασιών σε όλα τα μνημεία της περιοχής.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, κατά το άρθρο 10 του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α΄ 153), «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. Απαγορεύεται η εκμετάλλευση λατομείου,…χωρίς έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του [αρμοδίου, κατά τα άρθρα 49 έως 51 του νόμου – βλ. άρθρο 2 περ. ζ΄ του αυτού νόμου] Συμβουλίου… Η έγκριση δεν χορηγείται εάν, λόγω της απόστασης από ακίνητο μνημείο, της οπτικής επαφής με αυτό, της μορφολογίας του εδάφους και του χαρακτήρα των ενεργειών για τις οποίες ζητείται, κινδυνεύει να προκληθεί άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο. 3…».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, η παρεμβαίνουσα εταιρεία, με την από 7-7-2003 αίτησή της προς την ΚΑ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΚΑ΄ ΕΠΚΑ) του Υπουργείου Πολιτισμού, εζήτησε την, από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, έγκριση εκμεταλλεύσεως λατομείου αδρανών υλικών σε έκταση 103.500 τ.μ. στη θέση «Πλατειά Ράχη», περιφερείας πρώην Κοινότητος Σαγκρίου Νάξου. Η αίτηση αυτή διαβιβάσθηκε προς γνωμοδότηση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), λόγω της υπάρξεως, στην ευρύτερη περιοχή, του προστατευομένου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ21/59271/3340/30-11-1995 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού (ΒΊ036), αρχαιολογικού χώρου «Γύρουλα» Σαγκρίου, αλλά και διάσπαρτων κλασικών και ελληνιστικών αρχαιοτήτων, καθώς και βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, τόσο εντός των ορίων των, κατά την ως άνω απόφαση, Ζωνών Α’ και Β’ προστασίας, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Κατά το προς το ΚΑΣ διαβιβαστικό, υπ’ αριθ. πρωτ. 5746/11-8-2003, έγγραφο της ΚΑ’ ΕΠΚΑ, δεν ήταν ενδεδειγμένη η έγκριση της λειτουργίας του λατομείου, για τον λόγο ότι αυτό θα είναι ορατό από τον «Γύρουλα» και από τους αρχαιολογικούς χώρους που ευρίσκονται στην περιοχή του Πολυχνίου, καθώς και ότι από την λειτουργία του λατομείου υπάρχει κίνδυνος προκλήσεως σοβαρής άμεσης και έμμεσης βλάβης (δονήσεις, παιπάλη) στο ιερό της Δήμητρας, στην περιοχή Σαγκρί. Το ΚΑΣ, κατά την συνεδρίαση 46/21-10-2003, ανέβαλε την έκφραση γνώμης επί του ζητήματος, προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία από μέλη του στην περιοχή. Κατά τα εκτιθέμενα στο οικείο πρακτικό αυτοψίας της 8 και 9-2-2004, η προς τούτο συγκροτηθείσα επιτροπή εισηγήθηκε την μη έγκριση χορηγήσεως της αδείας λειτουργίας του λατομείου, με την αιτιολογία ότι, λόγω της υψομετρικής διαφοράς, το λατομείο θα έχει οπτική επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Δήμητρας και της εκεί παλαιοχριστιανικής βασιλικής, θα επιβαρύνει το άμεσο φυσικό περιβάλλον του και θα προκαλέσει έμμεση βλάβη επί των διάσπαρτων βυζαντινών μνημείων, που ευρίσκονται εντός των Ζωνών προστασίας του αρχαιολογικού χώρου. Το πόρισμα της αυτοψίας συνεζητήθη στην υπ’ αριθ. 11/18-2-2004 συνεδρίαση του ΚΑΣ, κατά την οποία ανεβλήθη εκ νέου η γνωμοδότηση επί του ζητήματος και απεφασίσθη η διενέργεια νέας αυτοψίας. Εν τω μεταξύ, και η κατά τόπο αρμόδια 2η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ), με το υπ’ αριθ. πρωτ. 499/15-3-2004 έγγραφό της, επεσήμανε ότι από την λειτουργία του λατομείου επηρεάζονται κυρίως οι πλησιέστεροι σ’ αυτό προστατευόμενοι ναοί Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στον Γύρουλα, Αγ. Ιωάννου του Μπαούζη, Αγ. Ιωάννου περιοχής «Κακνάδο», Αγ. Φωτεινής, Αγ. Γεωργίου, Αγ. Μαρίνας, Αγ. Ακεψιμά και οικοδομικά λείψανα αγροικίας (μιτάτου). Προ της διενεργείας της νέας αυτοψίας, η παρεμβαίνουσα εταιρεία υπέβαλε αίτηση, με την οποία τροποποίησε το αρχικό αίτημά της και ζήτησε να μειωθεί η έκταση του λατομικού χώρου σε 60.600 τ.μ. Τελικώς, η νέα αυτοψία πραγματοποιήθηκε την 20-10-2004. Κατ’ αυτήν, η οικεία επιτροπή α) διεπίστωσε εκ νέου, επιβεβαιώνοντας το πόρισμα της αρχικής αυτοψίας, ότι ο χώρος του λατομείου, με το αρχικό του εμβαδόν, ήταν ορατός από τον χώρο του «Γύρουλα», β) θεώρησε ότι, μετά την ουσιώδη μείωση του εμβαδού του προς λατόμευση χώρου, ήταν, υπό όρους, δυνατή η εκμετάλλευση του λατομείου, και γ) πρότεινε ομοφώνως την χορήγηση της σχετικής αδείας, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, ότι το προς την κοιλάδα του «Γύρουλα» μέτωπο των λατομικών εργασιών θα απέχει, κατ’ εκτίμηση των υψομετρικών καμπυλών, τουλάχιστον 10 έως 25 μέτρα από το εξωτερικό όριο του χώρου, για το οποίο ζητήθηκε η έγκριση εκμεταλλεύσεως λατομείου. Το ΚΑΣ, κατά την υπ’ αριθ. 43/3-11-2004 συνεδρίασή του, συνεφώνησε με την πρόταση της επιτροπής και γνωμοδότησε υπέρ της υπό όρους χορηγήσεως της αδείας, βάσει δε της γνωμοδοτήσεως αυτής εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, με το αυτό περιεχόμενο.
6. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι, με το ανωτέρω περιεχόμενό της, η προσβαλλομένη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, μεταξύ άλλων, η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει την επίδραση της διενεργείας λατομικών εργασιών σε όλα τα μνημεία της περιοχής. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη η Διοίκηση, ενέκρινε την χορήγηση της αδείας, περιοριζόμενη στην εκτίμηση της ελλείψεως οπτικής επιδράσεως στην περιοχή του «Γύρουλα» από την δημιουργία λατομείου, δεν εξετίμησε δε, κατά τρόπο ειδικό και, αιτιολογημένο, το ζήτημα αν η λειτουργία του λατομείου έχει επίδραση και δυσμενείς συνέπειες τόσο στην συγκεκριμένη περιοχή, όσο και στα λοιπά μνημεία της περιοχής, και ιδίως στα ανωτέρω μνημονευθέντα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία, των οποίων, άλλωστε, δεν παρατίθενται ειδικώς οι αποστάσεις από τον επίμαχο χώρο ούτε τα λοιπά χαρακτηριστικά.
Σημείωμα
1. Με την εξεταζόμενη απόφαση εξειδικεύεται η νομολογία του Δικαστηρίου για την προστασία των αρχαιοτήτων και των μνημείων. Όπως έχει κριθεί παγίως, οι συνταγματικές επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1, 6 Συντ. καθιερώνουν αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και των λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την ενγένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει πρωτίστως τη διατήρηση των ενλόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Επομένως, κάθε επέμβαση επί και πλησίον κείμενου αρχαίου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και την ανάδειξή του, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων ευρημάτων με βάση τα δεδομένα της αρχαιολογικής επιστήμης. Επεμβάσεις ή χρήσεις μη συμβατές προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου είναι παράνομες.
2. Εξ άλλου, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας και τις διατάξεις του ν. 3028/2002, με τις οποίες οργανώνεται και εξειδικεύεται η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, και ειδικότερα του άρθρου 10, με τις οποίες ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επεμβάσεως σε ακίνητο μνημείο και στο περιβάλλον του, έχει προσδιορίσει τις προδιαγραφές για τη νομιμότητα της σχετικής έγκρισης που παρέχει ο Υπουργός Πολιτισμού και την πληρότητα της αιτιολογίας της. Συγκεκριμένα, αποφάνθηκε με την απόφαση 676/2005 της Ολομέλειας (υπόθεση Μουσείου Ακρόπολης), ότι: α) προκειμένου να χορηγηθεί η έγκριση (άδεια) εκτελέσεως έργου επί και πλησίον αρχαίων, πρέπει να αξιολογούνται τα χαρακτηριστικά του έργου και να εκτιμώνται οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεσή του στα ακίνητα μνημεία, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου, και β) για να είναι πλήρης η αιτιολογία της έγκρισης, πρέπει να περιλαμβάνει: i. περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, ii. περιγραφή του προς εκτέλεση έργου, και iii. τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων.
3. Στην κριθείσα υπόθεση εξετάζεται η νομιμότητα της άδειας που χορηγήθηκε σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις για τη λειτουργία λατομείου αδρανών υλικών στη Νάξο, σε περιοχή που γειτνιάζει με κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο αλλά και με διάσπαρτα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Εφαρμόζοντας τον πιο πάνω σαφή νομολογιακό κανόνα, το Δικαστήριο έκρινε σωστά ότι η χορηγηθείσα άδεια δεν ήταν νόμιμα αιτιολογημένη, επειδή η Διοίκηση δεν είχε εξετάσει με πληρότητα την επίδραση που θα είχε η λατομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή, δηλαδή όχι μόνο στον αρχαιολογικό χώρο αλλά και σε καθένα από τα μνημεία της.
Μαρία Φλώρου
Δικηγόρος
ΣτΕ 854/2008
[Διαδικασία κατασκευής ΧΥΤΑ]
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Γ. Γεραπετρίτης, Ι. Μαλταμπές, Αθ. Αλεφάντη
Απόφαση Νομαρχιακού Συμβουλίου, με την οποία οριστικοποιείται η επιλογή χώρου για την εγκατάσταση ΧΥΤΑ στερείται εννόμων συνεπειών, αφού η έκδοσή της δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία ως στάδιο της σχετικής διαδικασίας. Η νομιμότητα της επιλογής του χώρου εγκατάστασης ΧΥΤΑ κρίνεται κατά τον έλεγχο νομιμότητας της πράξης, με την οποία εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου.
Βασικές σκέψεις
5. Επειδή, με την υπ’ αριθ. οικ. 69728/824/16.5.1996 κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.) «Μέτρα και όροι για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων» (Β’ 358) ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα σχετικά με τον σχεδιασμό διαχειρίσεως των στερεών αποβλήτων (άρθρο 9). Ειδικώτερα, ως προς την διαδικασία καταρτίσεως του σχεδιασμού, στην παρ. III του άρθρου αυτού ορίζεται ότι αυτή διακρίνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο καταρτίζεται το πλαίσιο του σχεδιασμού από την οικεία Ν.Α., το πλαίσιο δε αυτό εγκρίνεται με απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου (Ν.Σ.), μετά από εισήγηση του Νομάρχη και γνώμη της Τοπικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) του νομού. Στο δεύτερο στάδιο καταρτίζεται η κυρίως μελέτη σχεδιασμού, η οποία περιέχει, μεταξύ άλλων, και τον εντοπισμό και υπόδειξη των επικρατέστερων χώρων για εκτέλεση των εργασιών διαχειρίσεως των αποβλήτων, οι χώροι δε που τελικώς υποδεικνύονται με την μελέτη αυτή εγκρίνονται ως κατάλληλοι με απόφαση του Νομάρχη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου. Κατά το αυτό άρθρο 9 παρ. ΙΙ, σε περίπτωση αδυναμίας των οργάνων νομαρχιακού επιπέδου να κινήσουν την διαδικασία σχεδιασμού, αυτή κινείται από τα αντίστοιχα όργανα της Περιφέρειας. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 παρ. 1 αυτής της κ.υ.α. ορίζεται ότι για την πραγματοποίηση κάθε έργου ή δραστηριότητος που αναφέρεται στην διαχείριση των στερεών αποβλήτων απαιτείται έγκριση περιβαλλοντικών όρων, κατά το άρθρο 4 του ν. 1650/1986. Η ως άνω κ.υ.α. 69728/824/1996 καταργήθηκε ρητώς με το άρθρο 16 παρ. 3 της υπ’ αριθ. Η.Π. 50910/2727/16.12. 2003 κ.υ.α. «Μέτρα και όροι για τη Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων. Εθνικός και Περιφερειακός Σχεδιασμός Διαχείρισης» (Β’ 1909), με την οποία ορίσθηκε (άρθρο 6) ότι για κάθε Περιφέρεια της χώρας καταρτίζεται Περιφερειακό Σχέδιο Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ), που περιέχει, μεταξύ άλλων, και τον προσδιορισμό των εγκαταστάσεων διαχειρίσεως αποβλήτων (βλ. και άρθρο 7 παρ. 1 περ. β1 και παρ. 2 περ. γ), το δε ΠΕΣΔΑ εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας. Η τελευταία αυτή κ.υ.α., δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 22.12.2003, με αυτήν δε ορίζεται (άρθρο 16 παρ. 2 περ. α) ότι υφιστάμενοι κατά την έναρξη ισχύος της Περιφερειακοί Σχεδιασμοί Διαχειρίσεως Αποβλήτων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την αναθεώρηση ή τροποποίησή τους, προκειμένου να εναρμονισθούν με τις διατάξεις της κ.υ.α. αυτής. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σχεδιασμοί διαχειρίσεως στερεών αποβλήτων, που είχαν εγκριθή σε επίπεδο νομού, από όργανα νομαρχιακού επιπέδου, υπό το κράτος ισχύος της κ.υ.α. 69728/ 824/1996, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος της κ.υ.α. Η.Π. 50910/2727/2003, και μπορούν να εφαρμοσθούν με την έκδοση των εγκριτικών πράξεων και διοικητικών αδειών που απαιτούνται περαιτέρω από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των σχετικών έργων, δεν επιβάλλεται δε για την έκδοση των πράξεων αυτών να προηγηθή ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις της δεύτερης κ.υ.α. σχεδιασμός διαχειρίσεως σε επίπεδο Περιφέρειας. Εξ άλλου, κατά τις αυτές διατάξεις, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως των εντασσομένων στο δεύτερο στάδιο του σχεδιασμού πράξεων, ακολουθεί το στάδιο της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων κατασκευής του έργου, κατά την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για την εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, τα δύο πρώτα στάδια του σχεδιασμού διαχειρίσεως των στερεών αποβλήτων Νομού Κυκλάδων ολοκληρώθηκαν με την έκδοση της υπ’ αριθ. πρωτ. 11204/2.8.2002 αποφάσεως του Γ.Γ.Π. Νοτίου Αιγαίου, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 127/2007 αποφάσεως του Ν.Σ. Κυκλάδων. Με την απόφασή του αυτή, ο Γ.Γ.Π., ο οποίος συμμετέσχε στην διαδικασία κατόπιν σχετικής αρνήσεως της Νομαρχίας Κυκλάδων (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 3446/29.12.2000 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων), υπέδειξε, ως πλέον κατάλληλους χώρους για την κατασκευή του ΧΥΤΑ Νάξου, κατά σειράν, τις θέσεις «Τούμπες» Δήμου Δρυμαλίας και «Κορυφή Ξύδη» Δήμου Νάξου. Κατά την επακολουθήσασα εκπόνηση της μελέτης για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων του έργου, ο μελετητής υπέδειξε ως καταλληλότερη την δεύτερη από τις ανωτέρω θέσεις. Το θέμα συνεζητήθη αρχικώς από το Ν.Σ. την 27.5.2004, το οποίο «ενέκρινε» την θέση αυτή, παραγγέλνοντας και την συνέχιση της διαδικασίας συντάξεως της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου, επιφυλάχθηκε όμως για επανεξέταση του θέματος αν προτεινόταν άλλη λύση (Απόφαση 90/2004). Με την πρώτη προσβαλλομένη πράξη, το Ν.Σ., διαπιστώνοντας ότι δεν υπεβλήθη άλλη πρόταση, «οριστικοποίησε» την ως άνω επιλογή. Κατά της πράξεως αυτής προσέφυγαν στην οικεία Επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 2839/2000 Νομού Κυκλάδων το αιτούν σωματείο και άλλοι αντιτιθέμενοι στην λειτουργία ΧΥΤΑ στην επίμαχη θέση, η προσφυγή όμως αυτή απερρίφθη, ως απαραδέκτως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξεως, με την συμπροσβαλλομένη υπ’ αριθ. 55/11.8.2004 απόφαση της εν λόγω Επιτροπής, που κοινοποιήθηκε στο αιτούν σωματείο μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως εξεδόθη η υπ’ αριθ. πρωτ. 17331/30.11.2005 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιφερείας Νοτίου Αιγαίου, με την οποία έγινε η Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση του έργου. Με τα δεδομένα αυτά, η πρώτη προσβαλλομένη πράξη, η έκδοση της οποίας δεν προβλέπεται άλλωστε από την νομοθεσία ως στάδιο της διαδικασίας κατασκευής ΧΥΤΑ, στερείται εννόμων συνεπειών, αφού με αυτήν η εκδούσα αρχή περιορίζεται σε υπόδειξη προς τον εκπονούντα την Μ.Π.Ε. του έργου ότι μπορεί να συνεχίσει το έργο του, αξιολογώντας την δεύτερη, από τις περιλαμβανόμενες στο δεύτερο στάδιο σχεδιασμού δημιουργίας ΧΥΤΑ, θέση. Η νομιμότητα δε της αντίστοιχης επιλογής θα κριθή κατά τον έλεγχο της νομιμότητος της εγκριτικής των περιβαλλοντικών όρων του έργου πράξεως. Με την πρώτη, δηλαδή, προσβαλλομένη πράξη ούτε ανατρέπονται, ούτε θα μπορούν άλλωστε να ανατραπούν, τα αποφασισθέντα με την ολοκλήρωση του δεύτερου σταδίου του σχεδιασμού ούτε άλλωστε δύναται η πράξη αυτή να ασκήσει οιαδήποτε επιρροή στη νομιμότητα της επιλογής της επίμαχης θέσεως. Συνεπώς, η εν λόγω πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, νομίμως δε απερρίφθη, με την συμπροσβαλλομένη πράξη και με την αυτή αιτιολογία, η κατ’ αυτής ασκηθείσα προσφυγή. Κατόπιν τούτων, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθή.
Σημείωμα
Με την εξεταζόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι η έκδοση απόφασης του οικείου νομαρχιακού συμβουλίου για την επιλογή της θέσης ΧΥΤΑ δεν περιλαμβάνεται στις διαδικασίες που προβλέπονται τόσο για το σχεδιασμό διαχείρισης στερεών αποβλήτων όσο και για την περιβαλλοντική αδειοδότηση κάθε συναφούς έργου ή δραστηριότητας. Τυχόν έκδοση τέτοιας απόφασης δεν συνιστά λοιπόν στάδιο της διαδικασίας για την κατασκευή ΧΥΤΑ. Η επιλογή του χώρου εγκατάστασής του εξετάζεται άλλωστε ως προς τη νομιμότητά της κατά τον έλεγχο της απόφασης, με την οποία εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι του σχετικού έργου. Με αυτά τα δεδομένα, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως.
Μαρία Φλώρου
Δικηγόρος
ΣτΕ 858/2008
[΄Εννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως
κατά κανονιστικής πράξης]
Πρόεδρος: Π.Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Ι. Ματζουράνης
Δικηγόροι: Δ. Μπελαντής, Αικ. Γρηγορίου, Χαρ. Χρυσανθάκης
Οι ιδιοκτήτες οικοδομήσιμων εκτός σχεδίου ακινήτων, που επικαλούνται άνιση μεταχείριση σε σχέση με την ΕΤΑ ΑΕ κατά την εφαρμογή του π.δ. 250/2003 «Καθορισμός ποσοστών τουριστικών καταλυμάτων που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή και να πωλούνται» ή επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, δεν διαθέτουν έννομο συμφέρον για την προσβολή του με αίτηση ακυρώσεως.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 118), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 2741/1999 (Α΄199), το άρθρο 39 παρ. 13 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29) και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 3498/2006 (Α΄ 230), ορίζονται τα εξής: «Τουριστικές επιχειρήσεις. 1. Τουριστικά καταλύματα. -Τουριστικά καταλύματα είναι οι τουριστικές επιχειρήσεις που υποδέχονται τουρίστες και παρέχουν σε αυτούς διαμονή και άλλες συναφείς προς τη διαμονή υπηρεσίες, όπως εστίαση, ψυχαγωγία, αναψυχή, άθληση και διακρίνονται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση 530992/1987 του Γενικού Γραμματέα του Ε.Ο.Τ. με θέμα τεχνικές προδιαγραφές τουριστικών εγκαταστάσεων (ΦΕΚ 557 Β΄), ως εξής: Α. Κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα: α. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου. β. Ξενοδοχεία τύπου ΜΟΤΕΛ. γ. Ξενοδοχεία τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων. δ. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου και επιπλωμένων διαμερισμάτων. ε. Οργανωμένες τουριστικές κατασκηνώσεις με ή χωρίς οικίσκους (ΚΑΜΠΙΝΓΚ). Β. Μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα: α. Τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις ή κατοικίες. β. Ενοικιαζόμενα δωμάτια σε συγκρότημα μέχρι 10 δωματίων. γ. Ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα. 2…. 7. Δεν θεωρούνται τουριστικά καταλύματα τα ακίνητα, τα οποία αποδεδειγμένα εκμισθώνονται εν άλω ή εν μέρει για προσωρινή διαμονή του ίδιου του μισθωτή με μίσθωμα που ορίζεται κατά μήνα, είτε συνολικά για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εφόσον η μίσθωση υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. Η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται: αι επί τουριστικών καταλυμάτων τα οποία ανεγείρονται και λειτουργούν επί εκτάσεων, την κυριότητα ή τη διοίκηση και διαχείριση των οποίων έχει η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.”, και β) επί ενιαίων εκτάσεων άνω των τριακοσίων στρεμμάτων. Τα τουριστικά καταλύματα της παρούσας διάταξης δεν μπορεί να υπερβαίνουν το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της συνολικά δομούμενης επιφάνειας. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, καθορίζεται το ποσοστό των καταλυμάτων αυτών που μπορούν να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται, καθώς και θέματα που αφορούν τη μεταβίβαση του δικαιώματος χρήσης ή κυριότητας από τους χρήστες ή κυρίους των καταλυμάτων αυτών». Βάσει της τελευταίας αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε το προσβαλλόμενο π. δ/γμα 250/2003 (Α΄ 226), στο οποίο ορίζονται τα εξής: «Τα τουριστικά καταλύματα της παρ. 13 του άρθρου 39 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29) υπάγονται κατά παρέκκλιση στις διατάξεις του ν. 3741/1929 (Α’ 4) και του ν.δ. 1024/1971 (Α΄ 232) και των άρθρων 1002 και 1117 του Α. Κ., εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Είναι Τουριστικά καταλύματα της περίπτ. Β της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993. β) Ανεγείρονται σε συνδυασμό με κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα (ξενοδοχεία) της περίπτ. Α της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, κατηγορίας πέντε (5*) και τεσσάρων (4*) αστέρων ή/και με εγκαταστάσεις ειδικής Τουριστικής υποδομής της παρ. 3 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, κατά τους ισχύοντες για κάθε κατηγορία τουριστικής εγκατάστασης ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης. γ) Αποτελούν ποσοστό έως 35% της συνολικά δομούμενης επιφάνειας. δ) Έχουν λάβει τις απαιτούμενες οικοδομικές άδειες και λοιπές αναγκαίες κατά νόμο εγκρίσεις για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών του συνολικού έργου του οποίου αποτελούν τμήμα. ε) Σε περίπτωση γηπέδου εντός του οποίου υφίστανται ήδη Τουριστικές εγκαταστάσεις της ανωτέρω περίπτ. β του παρόντος άρθρου, το τμήμα του γηπέδου επί του οποίου ανεγείρονται οι νέες Τουριστικές εγκαταστάσεις πρέπει να είναι επιφανείας τουλάχιστον 300.000 τ. μ. και το ποσοστό της περίπτ. γ του παρόντος άρθρου υπολογίζεται επί της πραγματικά δομηθείσης επιφάνειας αυτού». (άρθρο 1) «1. Από το συνολικό αριθμό των τουριστικών καταλυμάτων, που υπάγονται στις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, το ποσοστό των δυναμένων να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε 35% της συνολικά δομούμενης επιφάνειας επί γηπέδων μέχρι 1.000.000 τ.μ. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στα μεγαλύτερης έκτασης γήπεδα κατά 2% ανά 100.000 τ.μ. και ορίζεται σε 10% για γήπεδα μεγαλύτερα των 2.000.000 τ.μ. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσδιορισμός του ποσοστού των δυναμένων να μισθώνονται μακροχρονίως ή να πωλούνται τουριστικών καταλυμάτων, γίνεται με τον Κανονισμό που προβλέπεται στο άρθρο 3 του παρόντος. Τα ανωτέρω επιτρέπονται υπό τους ακόλουθους όρους: α) Η μίσθωση έχει διάρκεια μέχρι 60 έτη συνάπτεται δε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 618 ΑΚ και 6 παρ. 17 του ν. 2160/1993. Εφ’ όσον η υπολειπόμενη διάρκεια της μίσθωσης υπερβαίνει τα 9 έτη, ο μισθωτής δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτους τα μισθωτικά του δικαιώματα, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του εκμισθωτή, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, υποκαθιστάμενος πλήρως στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του από τον αποκτώντα νέο μισθωτή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κοινές περί μισθωτικών κατοικιών διατάξεις. β)…». (άρθρο 2) « 1. Η σύσταση των κάθετων ή και οριζόντιων ιδιοκτησιών των τουριστικών καταλυμάτων, και η σύνταξη του κανονισμού που ρυθμίζει τις σχέσεις συνιδιοκτητών μεταξύ τους και σε σχέση με τη λειτουργία των τουριστικών εγκαταστάσεων που λειτουργούν στην ίδια έκταση γίνεται με συμβολαιογραφική μονομερή πράξη από τον ιδιοκτήτη του γηπέδου που εγκρίνεται από την κατά περίπτωση αρμόδια διεύθυνση Τουρισμού της οικείας Περιφέρειας από κοινού με τα αρχιτεκτονικά και λοιπά τεχνικά σχέδια και μελέτες της συνολικής τουριστικής εγκατάστασης…». (άρθρο 3).
5. Επειδή, οι αιτούντες, για να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν το ως άνω π. δ/γμα, επικαλούνται, με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, την ιδιότητά τους ως Ελλήνων πολιτών, ασκούντων το κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμά τους για την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι με το διάταγμα αυτό ανατρέπονται οι γενικές αρχές της χωροταξικής και πολεοδομικής οργάνωσης της Χώρας, επιδεινώνεται το οικιστικό περιβάλλον, αφού επιτρέπεται η δόμηση κατοικιών με όρους τουριστικών καταλυμάτων (με μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης) και ανατρέπεται η «οριοθέτηση» της χρήσεως γης, με συνέπεια την οικιστική και πολεοδομική αναρχία και ανομία.
6. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη και των οποίων τα έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Όπως παγίως γίνεται δεκτό, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον για την τήρηση του νόμου κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, διότι, υπό την αντίθετο εκδοχή, η αίτηση ακυρώσεως θα μετέπιπτε σε καθαρώς λαϊκή αγωγή, η οποία δεν θεσμοθετείται από το Σύνταγμα και το νόμο. Απαιτείται, δηλαδή, το ενδιαφέρον αυτό να είναι αυξημένο, λόγω κάποιου ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προς την προσβαλλόμενη πράξη, ατομική ή κανονιστική, ή λόγω ιδιαίτερης ιδιότητας ή κατάστασης του αιτούντος, ένεκα της οποίας ο αιτών και ο στενός ή ευρύς κύκλος πολιτών, στον οποίο τυχόν ανήκει, ενδιαφέρεται εντονότερα από τους λοιπούς πολίτες για τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως (Σ.Ε. 1051/1959 Ολ., 3606/1071, 2638/1980, 151/1993, 735/2000, 582/2001, 2258/2005, 1253/2006, 3824/2007).
7. Επειδή, κατά την κρατήσασα γνώμη, οι αιτούντες, επικαλούμενοι μόνη την ιδιότητά τους των ελλήνων πολιτών, των ενδιαφερομένων για την προστασία του περιβάλλοντος δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για να προσβάλουν το ως άνω π. δ/γμα, αφού δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, οι ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος για τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την τελευταία αναθεώρηση (2001) του άρθρου 24 του Συντάγματος, στην νέα παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός».
Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Αθ. Ράντος και ο Πάρεδρος Χρ. Λιάκουρας, κατά την γνώμη των οποίων, και μετά τη νέα διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν καταλύεται η απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, κατά τους όρους του άρθρου 47 παρ. 1 του π. δ/τος 18/1989, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεων, με τις οποίες, κατά την αντίληψη του αιτούντος, επέρχεται βλάβη στο περιβάλλον. Στην ειδική, όμως, περίπτωση προσβολής κανονιστικών πράξεων, η ισχύς των οποίων εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια και με τις οποίες τίθενται γενικοί όροι και προϋποθέσεις δομήσεως, εφαρμοστέοι σε αόριστο κύκλο περιπτώσεων και δυσμενέστεροι για το περιβάλλον σε σχέση με τους μέχρι τότε ισχύοντες (λ.χ. γενική αύξηση των συντελεστών δομήσεως ή του αριθμού των ορόφων), τότε, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως του π. δ/τος 18/1989, ερμηνευομένης και εν όψει της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, πρέπει να θεωρηθή ότι οποιοσδήποτε πολίτης, ισχυριζόμενος ότι οι όροι αυτοί είναι βλαπτικοί για το περιβάλλον, έχει έννομο συμφέρον προσβολής τους, προκειμένου να κριθή ευθέως, κατά τον κανόνα, η νομιμότητά τους. ¶λλως, θα απεκλείετο κατ’ ουσίαν παντελώς ο ευθύς έλεγχος της νομιμότητος των πράξεων αυτών από πρόσωπα ισχυριζόμενα ότι οι ως άνω πράξεις βλάπτουν το περιβάλλον, δεδομένου ότι κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει «άμεσο» και «ενεστώς», κατά την έννοια που δίδει η κρατήσασα γνώμη στους όρους, έννομο συμφέρον για την προσβολή τους, με συνέπεια ο κύκλος αυτός προσώπων να αποκλείεται εξ ορισμού από την δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών, γεγονός, όμως, που αντιστρατεύεται τον ως άνω συνταγματικό ορισμό. ¶λλωστε, οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις αναγνωρίσεως εννόμου συμφέροντος έχουν από την φύση τους διαφορετικό περιεχόμενο σε κανονιστικές πράξεις απ’ ότι σε ατομικές.
8. Επειδή, περαιτέρω, οι αιτούντες, επίσης με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, προβάλλουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν το διάταγμα αυτό, με την ιδιότητα των «ιδιοκτητών οικοδομήσιμων ακινήτων σε εκτός σχεδίου περιοχές (όπως οι επίδικες)», οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση εν σχέσει προς την παρεμβαίνουσα Ε.Τ.Α. Α.Ε., η οποία, κατά τις διατάξεις του προσβαλομένου διατάγματος, μπορεί, κατά τους αιτούντες, να οικοδομεί κατοικίες προς πώληση ή μακροχρόνια εκμετάλλευση με όρους ευνοϊκότερους απ’ αυτούς, με τους οποίους μπορούν να οικοδομούν οι αιτούντες ή οι λοιποί έλληνες πολίτες, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Και ο ισχυρισμός, όμως αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως γιατί οι αιτούντες δεν προσκόμισαν στοιχεία αποδεικνύοντα την ιδιότητα τους ως ιδιοκτητών ακινήτων σε εκτός σχεδίου περιοχές.
9. Επειδή, τέλος, με το υπόμνημα που κατέθεσαν οι αιτούντες μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο προθεσμίας, επικαλούνται το πρώτον την ιδιότητά των ως κατοίκων της παραλιακής ζώνης Σαρωνικού της Περιφέρειας Αττικής (Βάρης ο πρώτος και Π. Φαλήρου η τρίτη), ενδιαφερομένων για τη μη πολεοδομική επιβάρυνση της μείζονος αυτής περιοχής εντός της οποίας υπάρχουν εκτάσεις της παρεμβαίνουσας Ε.Τ.Α. Α.Ε. (Αλυκές Αναβύσσου), στις οποίες «προετοιμάζεται η εφαρμογή της υπό κρίση ρύθμισης». Ο πραγματικός, όμως, αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος προεχόντως, διότι υποβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2 και 33 του π. δ/τος 18/1989 η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, αφορώντων ακόμη και το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να γίνεται τουλάχιστον έξι πλήρεις ημέρες προ της συζητήσεως της υποθέσεως, δηλαδή μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο είναι επιτρεπτή η κατάθεση υπομνήματος (Σ.Ε. 3664/1998, 421/1998 κ.ά.).
10. Επειδή, εν όψει της σημασίας των ανωτέρω ζητημάτων που αφορούν στο παραδεκτό της αιτήσεως, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του π. δ/τος 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση, με εισηγητή το Σύμβουλο Ιω. Μαντζουράνη και να οριστεί δικάσιμος η 4.6.2008.
ΣτΕ 887/2008
[ Παράνομος μη χαρακτηρισμός ως διατηρητέου κτηρίου
μέρους οικιστικού συνόλου στο Πεδίο του ¶ρεως]
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου
Δικηγόροι: Μ. Ασημακοπούλου, Ν. Δημόπουλος, Στ. Καμπάνης
Από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του νόμου 3028/2002 συνάγεται ότι η διοίκηση έχει ευχέρεια και όχι υποχρέωση να καλεί τους ενδιαφερόμενους να παραστούν κατά τις συνεδριάσεις των Συμβουλίων για το χαρακτηρισμό κτηρίων ως μνημείων. Στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Αθήνας υπάρχει ειδική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία για την τόνωση της χρήσης της κατοικίας και την αναβάθμιση της ποιότητάς της στο Δήμο Αθηναίων προβλέπεται ο χαρακτηρισμός κτηρίων του μεσοπολέμου ως διατηρητέων.
Η επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία θεμελιώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα εννέα κτηρίων ως οικιστικού προστατευτέου συνόλου, δεν επιτρέπει τη μεμονομένη αντιμετώπιση καθενός από αυτά, χωρίς αιτιολογημένη κρίση, αν αποτελούν ενιαίο οικιστικό σύνολο που χρήζει προστασίας και χωρίς να τεκμηριώνεται η αποσπασματική αντιμετώπιση του επίδικου κτηρίου.
Οικοδομική άδεια, με την οποία επιτράπηκε η ανέγερση οικοδομής στη θέση προϋπάρχοντος κτηρίου, είναι πλημμελής, εφόσον εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η κατεδάφιση του υπάρχοντος στην ίδια θέση κτηρίου αλλά και χωρίς η αρμόδια για την έκδοσή της πολεοδομική αρχή να λάβει υπόψη, κατά την εφαρμογή των ισχυόντων για την περιοχή όρων δόμησης, την ύπαρξη του παλαιού κτηρίου στην ανωτέρω θέση.
Βασικές σκέψεις
3. Επειδή, οι δύο προτασσόμενες στο δικόγραφο προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, εφόσον η άδεια κατεδάφισης του επίδικου κτηρίου εκδόθηκε ύστερα από την άρνηση χαρακτηρισμού του ως μνημείου. Εξάλλου, ναι μεν αρμόδιο για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της άδειας κατεδάφισης είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ’ του ν. 702/1977 [Α’ 268], όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 [Α’ 222]), πλην, λόγω της συνάφειας της άδειας αυτής με την απόφαση περί μη χαρακτηρισμού του κτηρίου ως μνημείου, συντρέχει νόμιμος λόγος να εκδικασθεί η αίτηση και ως προς τις δύο αυτές πράξεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1445/2006). Περαιτέρω, και η τρίτη προσβαλλόμενη και χρονικά προγενέστερη οικοδομική άδεια πρέπει να θεωρηθεί ως συναφής με τις ανωτέρω πράξεις, εφόσον όλες οι πράξεις αφορούν την τύχη του ίδιου ακινήτου που βρίσκεται επί της συμβολής των οδών Λομβάρδου 19 και Ασωπίου 9, η δε εκτέλεση της οικοδομικής άδειας ανέγερσης της νέας οικοδομής εξαρτάται από την ισχύ των πράξεων της άρνησης χαρακτηρισμού και της άδειας κατεδάφισης του παλαιού κτηρίου. Συνεπώς, αν και αρμόδιο για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της οικοδομικής αυτής άδειας, είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, συντρέχει νόμιμος λόγος να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως και ως προς την πράξη αυτή από το Συμβούλιο Επικρατείας. Τέλος, η συμπροσβαλλόμενη εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε., η οποία αποτελεί, κατά νόμο (παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 1577/1988, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 2831/2000), προϋπόθεση για την έκδοση της ανωτέρω άδειας κατεδάφισης, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα του Ε΄ Τμήματος, ως εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος (πρβλ. ΣτΕ 977/2005).
4. Επειδή, η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της και ως προς τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις, ανεξαρτήτως εάν η κατεδάφιση του επίδικου κτηρίου έλαβε ήδη χώρα, διότι η κατεδάφιση αναφέρεται μόνο στην υλική εκτέλεση και δεν συνεπάγεται τη λήξη της ισχύος των διοικητικών αυτών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 977/ 2005, 3611/2007). Συνεπώς ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 (Α’ 210) , όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), ορίζονται τα εξής: «7. Αίτηση για κατεδάφιση, επισκευή ή προσθήκη σε κτήριο που κατά την κρίση της πολεοδομικής υπηρεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως διατηρητέο, παραπέμπονται στην πρωτοβάθμια Ε.Π.Α.Ε. Η παραπομπή αυτή είναι υποχρεωτική, αν το κτήριο βρίσκεται σε παραδοσιακό οικισμό. Αν η επιτροπή κρίνει ότι η επισκευή δεν θίγει το κτήριο ή ότι δεν συντρέχει λόγος να κινηθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου, προωθείται η διαδικασία έκδοσης της οικοδομικής άδειας αν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση, με αιτιολογημένη έκθεση της Ε.Π.Α.Ε. αποστέλλεται στην αρμόδια υπηρεσία του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου…». Η έκδοση οικοδομικής άδειας όσο και πράξης κατεδάφισης ύστερα από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε. και οι σχετικές εγκριτικές πράξεις της επιτροπής αυτής αποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, στη δε τελικώς εκδιδόμενη οικοδομική άδεια αφενός, σε περίπτωση επισκευής ή προσθήκης στο κτήριο και στην άδεια κατεδάφισης αφετέρου, σε περίπτωση κατεδάφισης του, ενσωματώνεται και η αντίστοιχη εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε., η οποία στερείται πλέον της εκτελεστότητάς της, ελεγχόμενη επ’ ευκαιρία προσβολής των αδειών που επακολουθούν (ΣτΕ 977/2005, 1353/1994, 842/2002). Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραδεκτώς προσβάλλεται μόνο η άδεια κατεδάφισης, στην οποία έχει ενσωματωθεί και η υπ’ αριθμ. 46/2007 γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών.
8. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 10 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45), στην οποία αποτυπώνεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές και δεν επιτρέπεται η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων πλην των μελών και του γραμματέα και των ειδικώς οριζόμενων στο νόμο προσώπων, ευχέρεια δε έχει το συλλογικό όργανο να καλέσει τρίτους προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, οι οποίοι οφείλουν να αποχωρούν πριν από τη συζήτηση, διότι, διαφορετικά, η παρουσία τους επάγεται ακυρότητα των πράξεων του συλλογικού οργάνου λόγω κακής σύνθεσής του (πρβλ. ΣτΕ 1317/2005, 3230/2003). Προς τα ανωτέρω συμπορεύονται και οι διατάξεις του νόμου 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α’ 153), ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση των διατάξεων των παρ. 1 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 6 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως νεότερου μνημείου (περιπτ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6) γίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η εισήγηση κοινοποιείται απευθείας, με μέριμνα της Υπηρεσίας, στον κύριο, τον νομέα ή τον κάτοχο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση (παρ. 4 και 5 του άρθρου 6). Στη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι στις συνεδριάσεις των προβλεπόμενων από το νόμο Συμβουλίων μπορούν να παρίστανται και πρόσωπα των οποίων οι υποθέσεις άγονται ενώπιον του Συμβουλίου, προκειμένου να εκθέσουν τις απόψεις τους και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των εισηγητών. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του νόμου 3028/2002 συνάγεται ότι η διοίκηση έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να καλεί τους ενδιαφερομένους να παραστούν κατά τις συνεδριάσεις των Συμβουλίων, όταν εξετάζονται ζητήματα χαρακτηρισμών κτηρίων ως μνημείων. Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός, που προβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, καθόσον οι δύο πρώτοι αιτούντες, οι οποίοι είχαν υποβάλει αντιρρήσεις κατά της από 19.1.2007 εισήγησης της Διεύθυνσης Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς για το ζήτημα του χαρακτηρισμού του επίδικου κτηρίου ως μνημείου, δεν προσκλήθηκαν, ως είχαν δικαίωμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος, να παραστούν κατά τη συνεδρίαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεότερων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.) της 21.6.2007, κατά την οποία το Κ.Σ.Ν.Μ. υιοθέτησε την ανωτέρω αρνητική εισήγηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
9. Επειδή το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζει ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας….. 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές ο συντακτικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, καθιέρωσε, για πρώτη φορά, αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει την πολιτιστική κληρονομιά. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων τόσο των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος και συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής και των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας για την αποκατάσταση στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από το χρόνο ή άλλες ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά (ΣτΕ Ολομ. 2801/1991, 1712/2002, 3050/2004 7μ., 1100/2005, 1445/2006, 3611/2007, 3857/2007).
10. Επειδή, η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), ορίζει στο άρθρο 1 ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομιά» κατά την έννοια της Σύμβασης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών…κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες κατά το άρθρο 28 παραγρ. 1 του Συντάγματος έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον περιβάλλοντα χώρο τους. Περαιτέρω, στο ν. 3028/2002 ορίζονται τα εξής: ¶ρθρο 1: «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος …». ¶ρθρο 2: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 …. ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20 γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό … Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους …». ¶ρθρο 3: «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) …. δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάσταση της, ε) …. στ) στην ανάδειξη και την ένταξη της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά». ¶ρθρο 6: «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 2. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού. 3 … 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Τα ακίνητα των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που αφενός αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, και αφετέρου συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, η οποία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, σημασία αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει π.χ. με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί μέσα από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, ή αξία ιστορική, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρηση του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. Περαιτέρω, κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό (βλ. ΣΕ 3050/2004 7μ., 1100/2005, 1445/2006, 3611/2007, 3857/2007).
11. Επειδή, εξάλλου, στο ισχύον Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Αθήνας (απόφαση 255/45/1988 Αναπλ. Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, Δ΄ 80/1988) υπάρχει ειδική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία για την τόνωση της χρήσης της κατοικίας και την αναβάθμιση της ποιότητας της στο Δήμο Αθηναίων προτείνεται «η αξιοποίηση των υφισταμένων παραδοσιακών κτηρίων και κτηρίων του μεσοπολέμου με παροχή κινήτρων για τη συντήρηση και επισκευή τους παράλληλα με τον χαρακτηρισμό τους σαν “διατηρητέα” κτήρια».
12. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 18.1.2006 επιστολή του προς την Εφορεία Νεότερων Μνημείων Αττικής και την από 22.2.2006 έκθεσή του, την οποία υπέβαλε στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ ο Γ. Γεράκης, Καθηγητής και Πρόεδρος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, με αφορμή την έκδοση από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Αθηνών άδειας κατεδάφισης ημιτριωρόφου κτηρίου στην οδό Λομβάρδου 20 στο Πεδίο του ¶ρεως, επισήμανε την ανάγκη να προστατευθούν και να διατηρηθούν μία σειρά από κτήρια στην περιοχή του Πεδίου του ¶ρεως τα οποία συνιστούν σύνολο «υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας, το οποίο και καθορίζει και την πολεοδομική μορφή μιας «γειτονιάς» του Μεσοπολέμου στην τότε αναπτυσσόμενη Αθήνα και μάλιστα με ενιαία μορφολόγηση υψηλού επιπέδου» (επιστολή της από 18.1.2006). Στην ανωτέρω από 22.2.2006 έκθεσή του ο Γ. Γεράκης επισημαίνει, περαιτέρω, ότι στην περιοχή «υπάρχει … μία ενότητα πολεοδομικής αξίας, που μας ενδιαφέρει από άποψη τόσο περιβαλλοντική όσο και ιστορικής εξέλιξης. Η γρήγορη αστική ανάπτυξη και το πνεύμα του εκσυγχρονισμού/εκμοντερνισμού, που χαρακτήριζαν τη δεκαετία του 1930, έφεραν την πόλη στους πρόποδες του λόφου Φινοπούλου με ένα σύνολο κατοικιών και πολυκατοικιών μικρής κλίμακας σε συνεχές οικοδομικό σύστημα που επιβίωσε σε μεγάλο βαθμό ως τις μέρες μας…». Ακολούθως, η Εφορεία Νεότερων Μνημείων με το από 2.10.2006 εισηγητικό της σημείωμα πρότεινε τον χαρακτηρισμό ως νεότερων μνημείων εννέα (9) κτηρίων στην περιοχή του Πεδίου του ¶ρεως, μεταξύ δε αυτών και του κτηρίου της οδού Λομβάρδου 20 καθώς και του κτηρίου των οδών Λομβάρδου 19 και Ασωπίου 9. Ειδικότερα, η ανωτέρω υπηρεσία αναφέρει στο συγκεκριμένο σημείωμα τα εξής: «Στην οδό Λομβάρδου, που ξεκινά από το Πεδίο του ¶ρεως και καταλήγει στου Γκύζη, και στους κάθετους προς αυτήν, σώζονται αρκετά μοντέρνα μικροαστικά κτίσματα της μεσοπολεμικής περιόδου, κυρίως μικρές οικοδομές και μονοκατοικίες… Στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς Λομβάρδου, Μουστοξύδη Ανδρέα, Παράσχου και Ασωπίου, επί της οδού Λομβάρδου 20 βρίσκεται η μικροαστική κατοικία φερόμενης ιδιοκτησίας… Στο απέναντι μέτωπο του δρόμου βρίσκονται το κτήριο φερόμενης ιδιοκτησίας κ.κ. Δ. Τ. και Μ. Α. (δύο εκ των αιτούντων) επί της οδού Λομβάρδου 15 και τα κτήρια άγνωστης ιδιοκτησίας επί της οδού Λομβάρδου… 19 και Ασωπίου 9. Τα παραπάνω αναφερόμενα κτήρια αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα της μεσοπολεμικής περιόδου. Στην πρόσοψή τους συναντάμε σε μικρότερη κλίμακα μορφολογικά στοιχεία μεγαλοαστικών πολυκατοικιών της περιόδου αυτής. Κατασκευάζονται από οπλισμένο σκυρόδεμα, τα περισσότερα χρονολογούνται τη δεκαετία του 1930 – με όριο το 1937, έτος που καταργήθηκε με νόμο η κατασκευή των «έρκερ», ενώ υπάρχουν και ορισμένα που κτίστηκαν μεταγενέστερα». Ακολουθεί, στο ίδιο σημείωμα, η εξατομικευμένη περιγραφή των κτηρίων, ως προς δε το επίδικο κτήριο αναφέρονται τα εξής: «Στη συμβολή των οδών Λομβάρδου 19 και Ασωπίου 9 βρίσκεται ένα διώροφο κτήριο, το οποίο επί της οδού Ασωπίου λόγω της κλίσης του οικοπέδου είναι ισόγειο με ημιυπόγειο. Στο κτήριο τοποθετούνται δύο είσοδοι. Επί της οδού Ασωπίου η είσοδος βρίσκεται σε κεντρική θέση, ενώ επί της οδού Λομβάρδου τοποθετείται έκκεντρα και σε εσοχή. Στον ά όροφο επί της οδού Λομβάρδου ακριβώς πάνω από την είσοδο διαμορφώνεται ένας εξώστης. Στη στέψη του κτιρίου τρέχει ένα γείσο ορθογωνικής διατομής, που προεξέχει αρκετά. Επί της οδού Λομβάρδου τοποθετείται σε μεγάλο τμήμα της όψης, ενώ επί της οδού Ασωπίου χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα. Πάνω από τα γείσα υψώνεται το στηθαίο, όπου δημιουργούνται οπές στα αντίστοιχα σημεία. Η βάση του κτηρίου διαμορφώνεται με προεξέχον επίχρισμα τύπου αρτιφισιέλ. Τα εξώφυλλα του ημιυπόγειου και του ισογείου είναι γαλλικού τύπου, ενώ του α’ ορόφου είναι ρολά. Οι δύο εξώθυρες είναι μεταλλικές. Η εξώθυρα επί της οδού Ασωπίου τοποθετείται σε εσοχή και έχει μαρμάρινους λαμπάδες με οριζόντιες ραβδώσεις. Στην ίδια όψη υπάρχει και ένας κυκλικός φεγγίτης με περιμετρικό περβάζι και διακοσμητικό κάγκελο. Όλα τα εξωτερικά ανοίγματα πλαισιώνονται με περβάζια μικρής διατομής που διαμορφώνονται στο επίχρισμα.» … Το σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα παραπάνω κτήρια συγκροτούν μια ενότητα πολεοδομικής αξίας, που παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη τόσο περιβαλλοντική όσο και ιστορικής εξέλιξης. Το σωζόμενο σύνολο, αποτελούμενο από παρόμοια κτήρια υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας διαμορφώνει μια «γειτονιά» του Μεσοπολέμου. Για κοινωνικούς λόγους ζητείται η τόνωση της χρήσης της κατοικίας και η αναβάθμιση της ποιότητάς της σε χαρακτηριστικές πολεοδομικές ενότητες, όπως η γειτονιά που συγκροτείται από τα παραπάνω κτήρια, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλεται η διατήρηση και η αξιοποίηση των κτηρίων του μεσοπολέμου, καθώς έχουν αναγνωριστεί διεθνώς, τα τελευταία 20 χρόνια, ως αντιπροσωπευτικά τεκμήρια μιας από τις σημαντικότερες αρχιτεκτονικές περιόδους της ιστορίας». Κατόπιν των ανωτέρω η Εφορεία πρότεινε τον χαρακτηρισμό ως νεότερων μνημείων των εννέα κτηρίων στην περιοχή του Πεδίου του ¶ρεως, μεταξύ δε αυτών και του επίδικου κτηρίου «λόγω της ιδιαίτερης πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, ιστορικής και χρηστικής σημασίας τους, ως χαρακτηριστικά δείγματα του μικροαστικού μοντερνισμού την περίοδο του μεσοπολέμου στην Αθήνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1γ του ν. 3028/2002». Στην από 19.1.2007 εισήγηση της η Διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΔΙΝΣΑΚ) εξέτασε μεμονωμένα την περίπτωση του επίδικου κτηρίου και εισηγήθηκε το μη χαρακτηρισμό του ως νεότερου μνημείου. Ειδικότερα, αφού επανέλαβε στο συγκεκριμένο έγγραφο στοιχεία της περιγραφής του κτηρίου που περιέχονται στο από 22.10.2006 εισηγητικό σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων, η ανωτέρω διεύθυνση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κτήριο «έχει αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία της περιόδου του μεσοπολέμου αλλά επ’ ουδενί λόγω τα στοιχεία αυτά το καθιστούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της εποχής του στην Αθήνα». Κατά της εισήγησης αυτής καθώς και άλλων δύο εισηγήσεων της ιδίας διεύθυνσης, με τις οποίες είχε προταθεί ο μη χαρακτηρισμός ως νεότερων μνημείων των κτηρίων στην οδό Λομβάρδου 19 και Λομβάρδου 15, ο Δ. Τ. και η Μ. Α. (1ος και 2η των αιτούντων και ιδιοκτήτες του κτηρίου στην οδό Λομβάρδου 15) υπέβαλαν τις προβλεπόμενες στην παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3028/2002 αντιρρήσεις. Με αυτές, επικαλούμενοι και το ανωτέρω από 22.10.2006 εισηγητικό σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων, την από 18.1.2006 επιστολή και την από 22.2.2006 έκθεση του Γ. Γεράκη, οι ανωτέρω, ήδη αιτούντες, προέβαλαν ότι ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι η προστασία των εννέα (9) μοντέρνων μικροαστικών κτισμάτων της μεσοπολεμικής περιόδου ως ενός ενιαίου οικιστικού συνόλου, σημαντικού για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης των Αθηνών και όχι η αποσπασματική αντιμετώπιση από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων, ως αυτοτελών περιπτώσεων, καθενός από τα εννέα κτήρια που περιλαμβάνονται στο εισηγητικό σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων. Και τούτο, διότι η διαφοροποίηση αυτή θα παρεμπόδιζε τη δημιουργία ενός προστατευτέου ιστορικού οικιστικού συνόλου, θα ανέτρεπε τη σημερινή φυσιογνωμία της περιοχής και εντέλει θα οδηγούσε σε μια αισθητικά απαράδεκτη αρχιτεκτονική και πολεοδομική εξέλιξή της. Ακολούθησε η έκδοση του πρακτικού 20 της 21.6.2007, με το οποίο το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.) ομόφωνα υιοθέτησε την ανωτέρω εισήγηση της Διεύθυνσης Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς. Ειδικότερα, στο πρακτικό αυτό, αφού επαναλαμβάνονται τα στοιχεία της περιγραφής του κτηρίου που περιέχονται στο από 22.10.2006 εισηγητικό σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων και στην από 19.1.2007 εισήγηση της Διεύθυνσης Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, αναφέρεται ότι το Συμβούλιο, κατόπιν φανερής ψηφοφορίας των μελών του, γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ του μη χαρακτηρισμού του κτηρίου των οδών Λομβάρδου 19 και Ασωπίου 9 ως νεότερου μνημείου. Οι ήδη αιτούντες υπέβαλαν την από 16.7.2007 αίτηση στον Υπουργό Πολιτισμού για την αναπομπή στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του φακέλου του επίδικου κτηρίου προκειμένου να συζητηθεί από κοινού με το φάκελο των υπολοίπων οκτώ (8) κτηρίων που αναφέρονται στο από 2.10.2006 εισηγητικό σημείωμα της Εφορείας Νεότερων Μνημείων. Με το υπ’ αριθ. 3514/20.8.2007 έγγραφό της, απευθυνόμενο προς τη Διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς και το Γραφείο του Υπουργού, η Προϊσταμένη της ανωτέρω Εφορείας εξέφρασε την άποψη ότι έπρεπε να εξεταστεί από κοινού το ζήτημα του χαρακτηρισμού ως νεότερων μνημείων των εννέα κτηρίων. Ακολούθησε η έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία, κατ’ επίκληση της από 19.1.2007 εισήγησης της Διεύθυνσης Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς και του πρακτικού 20 της 21.6.2007 του Κεντρικού Συμβουλίου Νεότερων Μνημείων, το κτήριο στις οδούς Λομβάρδου 19 και Ασωπίου 9 στην περιοχή του «Πεδίου του ¶ρεως» στο Δήμο Αθηναίων δεν χαρακτηρίσθηκε ως μνημείο, διότι δεν διαθέτει τα ιδιαίτερα εκείνα μορφολογικά, αρχιτεκτονικά, πολεοδομικά, ιστορικά και άλλα στοιχεία τα οποία θέτει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 περίπτ. γ΄ του ν. 3028/2002 ως προϋποθέσεις προκειμένου ένα νεότερο των εκατό τελευταίων ετών κτήριο να χαρακτηριστεί μνημείο από το ΥΠΠΟ. Στη συνέχεια, η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων εξέδωσε υπέρ του Ε. Χ., ιδιοκτήτη του επίδικου κτηρίου, σε ικανοποίηση της από 8.11.2006 σχετικής αίτησής του, την υπ’ αριθ. 1516/19.9.2007 άδεια, με την οποία επιτράπηκε η κατεδάφιση του ανωτέρω κτηρίου, προκειμένου αυτός να αρχίσει οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση οικοδομής, βάσει της χρονικώς προγενέστερης και επίσης προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1865/2006 άδειας για την ανέγερση επταώροφης οικοδομής της ιδίας υπηρεσίας. Η άδεια κατεδάφισης στηρίζεται στην 46/2007 εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε. της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το επίδικο κτήριο είναι «μια απλή κατασκευή της εποχής 1950-1955».
13. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται πλημμελώς, διότι, αν και στην από 2.10.2006 εισήγηση της αρμόδιας Εφορείας, στο υπ’ αριθ. 3514/20.8.2007 έγγραφο της Προϊσταμένης της ανωτέρω Εφορείας και στις απόψεις των ενδιαφερομένων, όπως εκφράστηκαν με τις από 5.4.2007 αντιρρήσεις των δύο πρώτων αιτούντων ενώπιον του Κ.Σ.Ν.Μ. και την από 16.7.2007 αίτηση των συνόλου των αιτούντων στον Υπουργό Πολιτισμού για την αναπομπή στο Κ.Σ.Ν.Μ. του φακέλου του επίδικου κτηρίου, γίνεται επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων τα οποία θεμελιώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εννέα (9) κτηρίων ως οικιστικού συνόλου χρήζοντος προστασίας, επελέγη η μεμονωμένη αντιμετώπιση καθενός από αυτά, χωρίς να διαλαμβάνεται αιτιολογημένη κρίση αν τα εννέα αυτά μοντέρνα μικροαστικά κτήρια της μεσοπολεμικής περιόδου, ενόψει των ανωτέρω συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία προσδίδουν στα κτίσματα αυτά ιδιαίτερη ιστορική, κοινωνική, αρχιτεκτονική και πολεοδομική σημασία, αποτελούν ένα ενιαίο οικιστικό σύνολο που χρήζει προστασίας, αλλά και χωρίς να τεκμηριώνεται η αποσπασματική αντιμετώπιση του επίδικου κτηρίου. Εξάλλου, η ελλείπουσα κατά τα ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης του Υπουργού Πολιτισμού δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το από 14.12.2007 «ενημερωτικό σημείωμα υπόψη της ιεραρχίας του ΥΠΠΟ». Και τούτο διότι, αφενός μεν το έγγραφο αυτό είναι μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. το αρ. πρωτ. 5922/134/22.1.2008 διευκρινιστικό έγγραφο της ΔΙΝΣΑΚ, πρβλ. και ΣτΕ 2237/2005, 390/1987, 4411/1987) αφετέρου δε, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ενότητας των εννέα (9) κτηρίων από ιστορική, κοινωνική, αρχιτεκτονική και πολεοδομική άποψη, περιορίζεται στην κρίση ότι τα εν λόγω κτήρια δεν αποτελούν πολεοδομική ενότητα, διότι είναι διάσπαρτα σε τρία οικοδομικά τετράγωνα και κατανεμημένα σε τέσσερις δρόμους εν μέσω πολυκατοικιών. Για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Ενόψει δε αυτού αποβαίνει ακυρωτέα και η δεύτερη προσβαλλόμενη άδεια κατεδάφισης, διότι απώλεσε το νόμιμο έρεισμά της, δηλαδή την ακυρωθείσα απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν χαρακτηρίσθηκε ως μνημείο το επίδικο κτίσμα, ανεξαρτήτως του ότι η άδεια κατεδάφισης είναι ακυρωτέα και ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, διότι στηρίχθηκε στην 46/2007 εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε., η οποία και αυτή αντιμετώπισε το επίδικο κτήριο μεμονωμένα. Ενόψει αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης μη χαρακτηρισμού και της άδειας κατεδάφισης.
14. Επειδή στις σχετικές με την έκδοση και το περιεχόμενο των οικοδομικών αδειών διατάξεις του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο μόνο του από 14.7.1999 π.δ/τος, Δ’ 580 Δ’), στις οποίες κωδικοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του π.δ/τος της 8/13.7.1993 «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών» (Δ’ 795) που εξακολουθούν να ισχύουν δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 3399/2005 (Α’ 255), ορίζονται τα εξής: «1. Επιτρέπεται πάντοτε η ανέγερση και επισκευή, κτιρίου εντός των οικοδομήσιμων χώρων του εγκεκριμένου σχεδίου ή και εκτός αυτού, τηρουμένων των ειδικών όρων δόμησης της περιοχής και των γενικών όρων που προβλέπονται από το παρόν κωδικοποιητικό διάταγμα για την εκτέλεση των εργασιών δόμησης …», (άρθρο 326), «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης γενικά οποιωνδήποτε κατασκευών και εγκαταστάσεων που προβλέπονται από το παρόν κωδικοποιητικό διάταγμα και για την κοπή δένδρων σε οικόπεδο ή γήπεδο εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτείται προηγουμένως έγγραφη άδεια (οικοδομική άδεια). Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως οι εκσκαφές και επιχώσεις, η εγκατάσταση ικριωμάτων, η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση και κατεδάφιση κτιρίων και των παραρτημάτων τους, τα αυτοτελώς κατασκευαζόμενα περιφράγματα…..9. Η οικοδομική άδεια είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και επιτρέπει την εκτέλεση σε οικόπεδο ή γήπεδο των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που τη συνοδεύουν, εφόσον οι εργασίες αυτές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις» (άρθρο 329), «1. Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση της άδειας της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου είναι οι αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή οι αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων ή κοινοτήτων, στις οποίες μεταβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 3 του ν. 947/1979 οι σχετικές αρμοδιότητες ή οι υπηρεσίες που καθορίζονται με τις υπουργικές αποφάσεις της παραγράφου 3 ή τα οριζόμενα στις παρ. 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου…», (άρθρο 330), «1. Η οικοδομική άδεια παρέχεται με τον όρο τήρησης των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και εκτέλεσης του έργου βάσει της εγκεκριμένης από την αρμόδια υπηρεσία μελέτης. … 2. Για τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας απαιτούνται τα ακόλουθα σχέδια και δικαιολογητικά: α) αίτηση του ενδιαφερομένου στην οποία είναι ενσωματωμένα σε ενιαίο τεύχος έντυπα με τις δηλώσεις ανάθεσης-ανάληψης (μελέτης-επίβλεψης), φύλλο ελέγχου, ειδικό έντυπο προϋπολογισμού, β) τοπογραφικό διάγραμμα και διάγραμμα κάλυψης σύμφωνα με τις προδιαγραφές, … ιε) αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού της παρ. 2 του άρθρου 327….» άρθρο (331), «1. Ο έλεγχος των υποβαλλόμενων μελετών γίνεται από εξουσιοδοτημένους από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας υπαλλήλους διπλωματούχους μηχανικούς (αρχιτέκτονες μηχανικούς, πολιτικούς μηχανικούς, τοπογράφους μηχανικούς, μηχανολόγους μηχανικούς, ηλεκτρολόγους μηχανικούς, ανάλογα με την ελεγχόμενη μελέτη) και σε περίπτωση έλλειψής τους από τεχνικούς κατωτέρων βαθμίδων (υπομηχανικούς, τεχνολόγους, εργοδηγούς). 2. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει: Α. Τον έλεγχο της αρχιτεκτονικής μελέτης που αναφέρεται: α) στον πλήρη και λεπτομερή έλεγχο του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ως προς την τήρηση των γενικών και ειδικών πολεοδομικών διατάξεων και προδιαγραφών και τον έλεγχο όσων στοιχείων περιλαμβάνονται σ’ αυτά….7. Οι μελετητές ευθύνονται για την εκπόνηση όλων των επιμέρους μελετών, ενώ οι ιδιοκτήτες δηλώνουν ενυπόγραφα στο τοπογραφικό διάγραμμα και ευθύνονται για την ακρίβεια των δηλουμένων ορίων των οικοπέδων τους και για την ύπαρξη και την αιτία του δικαιώματος αυτών να ζητήσουν την έκδοση της οικοδομικής άδειας» (άρθρο 333).
15. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι τόσο η αίτηση της παρεμβαίνουσας εταιρείας για την κατεδάφιση του επίδικου κτηρίου, η οποία υποβλήθηκε στις 8.11.2006, όσο και η άδεια της κατεδάφισης του κτηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε στις 19.9.2007, είναι μεταγενέστερες της 1865/2006 άδειας οικοδομής που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων στις 25.10.2006 κατόπιν της από 20.12.2005 αίτησης της παρεμβαίνουσας, και με την οποία είχε επιτραπεί στην «Κατασκευαστική Χριστόφορος Ευθυμίου Ε.Ε.» η ανέγερση νέας επταώροφης οικοδομής στην θέση όπου βρίσκεται το επίδικο κτήριο. Ούτε, όμως, στην ίδια την οικοδομική άδεια, ούτε στη συνοδεύουσα αυτήν αιτιολογημένη έκθεση του μηχανικού που εγκρίθηκε με το υπ’ αριθ. 29/27.7.2006 πρακτικό της Ε.Π.Α.Ε., ούτε και στα οικεία τοπογραφικά διαγράμματα γίνεται μνεία ή αποτύπωση της τότε υφιστάμενης στη συγκεκριμένη θέση οικοδομής. Ενόψει αυτών, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1865/2006 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων είναι νομικώς πλημμελής, εφόσον εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η κατεδάφιση του υπάρχοντος στην ίδια θέση κτηρίου αλλά και χωρίς η αρμόδια για την έκδοση της επίδικης οικοδομικής άδειας πολεοδομική αρχή να έχει λάβει υπόψη, κατά την εφαρμογή των ισχυόντων για την περιοχή όρων δόμησης, την ύπαρξη του παλαιού κτηρίου στην ανωτέρω θέση. Για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως και να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 1865/2006 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων.
Σχόλιο
1. Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, το Συμβούλιο Επικρατείας αντιμετωπίζει το ζήτημα του χαρακτηρισμού ενός ακινήτου ως μνημείου χρήζοντος προστασίας λόγω της ένταξής του σε ένα προστατευτέο σύνολο και δη, εν προκειμένω, σε μία ενότητα υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το δικαστήριο ακύρωσε απόφαση περί μη χαρακτηρισμού κτιρίου ως μνημείου με τη σκέψη ότι, ενώ στο διοικητικό φάκελο γίνεται επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων που θεμελιώνουν τον χαρακτήρα 9 κτιρίων ως οικιστικού συνόλου χρήζοντος προστασίας, επελέγη η μεμονωμένη αντιμετώπιση ενός από αυτά, χωρίς να διαλαμβάνεται αιτιολογημένη κρίση αν τα εν λόγω κτίρια αποτελούν ενιαίο οικιστικό σύνολο χρήζοντος προστασίας, αλλά και χωρίς να τεκμηριώνεται η αποσπασματική αντιμετώπιση του υπό κρίση κτιρίου.
Στις σκέψεις που ακολουθούν επιχειρείται η έκθεση ενός αναλυτικού σχήματος, το οποίο μπορεί να διευκολύνει την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων, ιδίως σε περιπτώσεις περισσότερο σύνθετες από την παρούσα, στην οποία δεν εξετάστηκε καν από την αρμόδια αρχή ο προβληθείς στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και με επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων ισχυρισμός περί εντάξεως σε ενότητα υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας.
2. Σημείο εκκίνησης του προβληματισμού μας μπορεί να είναι η διαπίστωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το υπό κρίση κτίριο «έχει αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία της περιόδου του μεσοπολέμου, αλλά επ’ ουδενί λόγω τα στοιχεία αυτά το καθιστούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της εποχής του στην Αθήνα». Στεκόμαστε σε αυτήν τη διαπίστωση για να φωτίσουμε ότι το στοιχείο της ένταξης σε ενότητα μνημειακής αξίας είναι κρίσιμο, εάν το υπό εξέταση ακίνητο δεν έχει από μόνο του, εκτιμώμενο αυτοτελώς και ανεξαρτήτως της χωρικής ή άλλης ένταξής του σε ευρύτερα σύνολα, τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα επέτρεπαν το χαρακτηρισμό του ως μνημείου. Επομένως, μόνο το γεγονός της έλλειψης τέτοιων στοιχείων δίχως αξιολόγηση της προβαλλόμενης ένταξης όχι μόνο δεν απαντά, αλλά φωτίζει το ζήτημα.
Με αυτό το σημείο εκκίνησης, τίθεται το ερώτημα εάν ένα ακίνητο, το οποίο κρινόμενο αυτοτελώς δεν θα είχε ιδιαίτερη αρχιτεκτονική σημασία, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τέτοια σημασία βάσει της ένταξής του σε ευρύτερη αρχιτεκτονική ενότητα. Στο ερώτημα προσήκει καταρχήν θετική απάντηση. Η αρχιτεκτονική και γενικότερα πολιτισμική σημασία ενός ακινήτου μπορεί να συμπροσδιορίζεται από τη διασύνδεσή του με ευρύτερα αρχιτεκτονικά σύνολα. Το αρχιτεκτονικό νόημα ενός ακινήτου αποτελεί πολιτισμικό μέγεθος, το οποίο ενδέχεται να επηρεάζεται από τη διασύνδεση (εν προκειμένω χωρική) αυτού με άλλα ακίνητα. Επομένως, είναι καταρχήν δυνατό η κρίσιμη διασύνδεση να προσδίδει στο ακίνητο ιδιαίτερη αρχιτεκτονική σημασία. Αυτό μάλιστα μπορεί να ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που κανένα από τα κατ’ ιδίαν ακίνητα που συνδέονται, εκτιμώμενο αυτοτελώς, δεν έχει τον απαιτούμενο βαθμό αρχιτεκτονικής σημασίας.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτό το συμπέρασμα δεν προϋποθέτει αμφισβητούμενες οντολογικές παραδοχές και, συγκεκριμένα, δεν προϋποθέτει ότι το αρχιτεκτονικό νόημα γίνεται αντιληπτό μόνο σε επίπεδο ευρύτερης ενότητας. Ζητούμενο εξακολουθεί να είναι το αρχιτεκτονικό νόημα του συγκεκριμένου ακινήτου, νόημα όμως το οποίο συμπροσδιορίζεται ενόψει της διασύνδεσης αυτού με άλλα δημιουργήματα.
3. Πότε όμως μπορεί να γίνει λόγος για ένταξη σε ευρύτερο σύνολο που χρήζει προστασίας; Δύο φαίνεται να είναι τα κρίσιμα στοιχεία. Το πρώτο αφορά στα στοιχεία του ίδιου του ακινήτου και το δεύτερο στον απαιτούμενο σύνδεσμο. Για να γίνει αυτό εύληπτο, ας υποθέσουμε ότι το υπό κρίση ακίνητο αφενός διαθέτει σε πολύ χαμηλό βαθμό τα διακριτικά γνωρίσματα που καθιστούν άξια προστασίας κάποια άλλα, και αφετέρου ότι ο μεταξύ τους σύνδεσμος είναι χαλαρός. Δύσκολα θα λέγαμε ότι αυτό εντάσσεται σε ενότητα που χρήζει προστασίας.
Το παράδειγμα αυτό δίδεται πάντως μόνο για να καταστήσει εύληπτο το επιχείρημα και δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υιοθετείται κάποιο ποσοτικό κριτήριο ή ότι αυτά τα δύο στοιχεία εντάσσονται με κάποιον απλοϊκό τρόπο σε μία αθροιστική αξιολόγηση. Ο τρόπος συνάρθρωσής των ανωτέρω δύο στοιχείων θα πρέπει να αναζητηθεί σε θεωρητική ανάλυση του γνωστικού κλάδου που μελετά την κατά περίπτωση κρίσιμη κατηγορία πολιτισμικής δημιουργίας και, εν προκειμένω, της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.
Για παράδειγμα, στην υπό κρίση περίπτωση, χρειαζόμαστε ένα θεωρητικό σχήμα για την προσέγγιση της αρχιτεκτονικής έννοιας της «γειτονιάς»[1]. Μόνο με τη βοήθεια κάποιου θεωρητικού υποβάθρου αυτού του περιεχόμενου μπορούμε π.χ. να αξιολογήσουμε τον ισχυρισμό της διοίκησης ότι «τα εν λόγω κτίρια είναι διάσπαρτα σε τρία οικοδομικά τετράγωνα και κατανεμημένα σε τέσσερις δρόμους εν μέσω πολυκατοικιών». Αντίστοιχα, ένα τέτοιο θεωρητικό υπόβαθρο μπορεί να αποτρέψει παρερμηνείες, όπως για παράδειγμα τη θεώρηση ότι η ένταξη σε ενότητα πολιτισμικής σημασίας προϋποθέτει αναγκαία αρχιτεκτονική ομοιότητα[2].
Νίκος Παπασπύρου
Δικηγόρος, Δ.Ν.
[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι η εργασία που εισήγαγε την έννοια της γειτονιάς στον κλάδο της πολεοδομίας απέδωσε ειδική έμφαση στο γεγονός ότι η γειτονιά δεν μπορεί να προσδιορισθεί επαρκώς μόνο με χωρικά κριτήρια. C.A. Perry, Neighborhood and Community Planning, Vol. 3. New York: Regional Survey of New York and Its Environs (1929).
[2] A. Rapoport, Neighborhood homogeneity or heterogeneity. 1 Architecture & Behavior, σ, 67-77 (1980-1981).
ΣτΕ 552/2008
[Διοικητικές κυρώσεις για αυθαίρετη τοποθέτηση διαφημιστικής πινακίδας]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: M. Γκορτζολίδου
Δικηγόροι: Π. Αλημίσης, Δ. Πασσάς
Oι διοικητικές πράξεις που ρυθμίζουν την άσκηση του δικαιώματος προβολή μηνυμάτων σε δημόσιους και ιδίως κοινόχρηστους χώρους έχουν ως έρεισμα τις διατάξεις του ν. 2946/2001 και όχι τις γενικές διατάξεις για τη νόμιμη ανέγερση κτισμάτων ή κατασκευών. Η επιβολή διοικητικών κυρώσεων για τοποθέτηση αυθαίρετης διαφημιστικής πινακίδας ή επιγραφής διέπεται από τις πρώτες και όχι από τις διατάξεις του π.δ. 267/1998.
Βασικές σκέψεις
3. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: η «Α.Ε. ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΛΛΑΣ)» με την από 21.6.2002 αίτησή της ζήτησε από το Δήμο Περιστερίου άδεια για την τοποθέτηση φωτεινής επιγραφής στο πεζοδρόμιο της οδού Παν. Τσαλδάρη αριθμ. 65 του Δήμου Περιστερίου, όπου λειτουργεί υποκατάστημα της Τράπεζας αυτής. Η υπηρεσία εσόδων του Δήμου Περιστερίου προέβη στον υπολογισμό των οφειλόμενων, για τη διαφημιστική αυτή επιγραφή, τελών και στη συνέχεια εκδόθηκε, από την οικεία ταμειακή υπηρεσία του εν λόγω Δήμου, το 20412/6.7.2002 διπλότυπο είσπραξης για την καταβολή των τελών της συγκεκριμένης διαφημιστικής πινακίδας. Κατόπιν αυτοψιών που διενήργησαν υπάλληλοι του Γραφείου Αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του π. δ/τος 267/1998 (ΦΕΚ Α’ 195) στις 8.8.2002 και, ακολούθως, στις 20.2.2003, οπότε και συντάχθηκε η με την ίδια ημερομηνία έκθεση αυτοψίας, διαπιστώθηκε η τοποθέτηση διαφημιστικής πινακίδας, διαστάσεων 1,50 Χ 5,00 τ.μ., με περιεχόμενο την επωνυμία της Τράπεζας, στην πρασιά-πεζοδρόμιο του ανωτέρω σημείου του Δήμου Περιστερίου, χωρίς άδεια της δημοτικής αρχής, χαρακτηρίστηκε δε η τοποθέτηση αυτή αυθαίρετη και κατεδαφιστέα και επιβλήθηκαν σε βάρος της Τράπεζας τα προβλεπόμενα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου, ύψους 1.500 και 150 ευρώ αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του παραπάνω π. δ/τος. Κατά της τελευταίας αυτής έκθεσης αυτοψίας η ανωτέρω Τράπεζα άσκησε την υπ’ αριθμ. πρωτ. 12174/26.3.2003 ένσταση ενώπιον της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου, υποστηρίζοντας ότι της είχε χορηγηθεί σχετική έγκριση από το Δήμο για την τοποθέτηση της πινακίδας, βάσει του επισυναπτόμενου στην ένσταση υπ’ αριθμ. 20412/6.7.2002 διπλοτύπου είσπραξης τελών διαφημιστικής πινακίδας της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Περιστερίου. Η αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου, κατά τη συνεδρίαση της 16.9.2003, απέρριψε την ένσταση αυτή, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στην Τράπεζα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 35993/29.9.2003 έγγραφο του Τμήματος Εσόδων του Δήμου Περιστερίου, με ταυτόχρονη ειδοποίηση για απομάκρυνση της διαφημιστικής πινακίδας εντός δέκα (10) ημερών, άλλως επρόκειτο να εφαρμοστεί η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 9 του ν. 2946/2001 (ΦΕΚ Α’ 224). Εν συνεχεία, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 36929/7.10.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου κοινοποιήθηκε στην Τράπεζα το περιεχόμενο του «Πρακτικού απόφασης» της ανωτέρω Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο «τα μέλη της Επιτροπής … αποφασίζουν ότι η πινακίδα κρίνεται αυθαίρετη και παραπέμπεται το θέμα στο τμήμα εσόδων για την απομάκρυνσή της». Η ως άνω απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών κοινοποιήθηκε, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 37967/14.10.2003 έγγραφο του Τμήματος Εσόδων του Δήμου Περιστερίου, στη Διεύθυνση ΗΛ.ΜΗ.ΚΑ του Δήμου, προκειμένου να λάβει μέριμνα για την αφαίρεση της διαφημιστικής πινακίδας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 2946/2001.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί βάσει διατάξεων (π.δ. 267/1998) που αφορούν στο χαρακτηρισμό κτισμάτων και κατασκευών ως αυθαιρέτων και στην επιβολή σχετικών κυρώσεων. Εν όψει τούτου και των οριζομένων στην παρατεθείσα ανωτέρω διάταξη του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε, νομίμως το από 13.10.2003 ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, από το οποίο εκδικάστηκε, σε πρώτο βαθμό, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 702/1977. Επομένως το υπό κρίση ένδικο μέσο, μολονότι τιτλοφορείται «αίτηση αναιρέσεως», έχει χαρακτήρα εφέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 702/1977 και νομίμως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το οποίο εκδικάζεται με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 58 έως 66 του π. δ/τος 18/1989. Ειδικότερα, η εκδίκαση του κρινόμενου ενδίκου μέσου ανήκει στην αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. ε΄ του ισχύοντος εν προκειμένω π. δ/τος 361/2001 (ΦΕΚ Α’ 244). Περαιτέρω η κρινόμενη έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου την 27.4.2005, ασκείται εμπροθέσμως, εντός του έτους από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης (30.12.2004), δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει κοινοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προς τον εκκαλούντα Δήμο και μάλιστα σε χρόνο προγενέστερο του προηγηθέντος της ασκήσεως της κρινόμενης έφεσης εξηκονθήμερου.
7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται κανόνες, οι οποίοι, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του ν. 2946/2001, αποσκοπούν αφενός στη ρύθμιση του τρόπου άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης στο πεδίο της διαφήμισης, η οποία ασκείται σε υπαίθριους και ιδίως κοινόχρηστους χώρους, και, αφετέρου στην προστασία του πολιτιστικού και οικιστικού περιβάλλοντος και γενικότερα, του χώρου από τις υπαίθριες διαφημίσεις, καθώς και της ασφάλειας κατά την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 814/2002). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται και σύστημα κυρώσεων και μέτρων, τα οποία επιβάλλονται στις περιπτώσεις παραβίασης των θεσπιζόμενων ουσιαστικών κανόνων και στα οποία περιλαμβάνεται η αφαίρεση των διαφημιστικών πλαισίων, διαφημίσεων και επιγραφών που τοποθετήθηκαν παρανόμως καθώς και η επιβολή προστίμου. Περαιτέρω, οι διαφορές που γεννώνται από τις πράξεις με τις οποίες διατάσσεται η αφαίρεση διαφημίσεων υπάγονται, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 2946/2001), στην αρμοδιότητα των μονομελών διοικητικών πρωτοδικείων, ή των διοικητικών εφετείων για τις πράξεις που εκδίδονται μετά την τροποποίηση της ως άνω παρ.6 του άρθρου 9 του ν. 2946/2001 με την παρ. 12 εδάφ. ζ΄ αρθρ. 13 ν. 3212/20031 ως διοικητικές διαφορές ουσίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2078-2081/2006).
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, με την από 20.2.2003 έκθεση αυτοψίας των υπαλλήλων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου διαπιστώθηκε η άνευ αδείας της δημοτικής αρχής τοποθέτηση υπαίθριας διαφημιστικής επιγραφής επί κοινοχρήστου χώρου στα διοικητικά όρια του παραπάνω Δήμου, χαρακτηρίστηκε αυτή ως αυθαίρετη και κατεδαφιστέα και επιβλήθηκε πρόστιμο ανέγερσης και πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου κτίσματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του π.δ/τος 267/1998. Κατά της ως άνω έκθεσης αυτοψίας ασκήθηκε η από 26.3.2003 (με αριθμ. πρωτ. 12174/26.3.2003) ένσταση από την ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριάντα ημερών, που ορίζει η προαναφερθείσα παρ. 2 του άρθρου 4 του π. δ/τος 267/1998 από την τοιχοκόλληση της έκθεσης αυτής ημερομηνία τοιχοκολλήσεως 24.2.03, ημερομηνία καταθέσεως της ενστάσεως 26.3.03, επί της οποίας (ένστασης) αποφάνθηκε η αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου με την έκδοση απορριπτικής πράξης, κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου π. δ/τος 267/1998. Ωστόσο, οι διοικητικές πράξεις που αποσκοπούν στη ρύθμιση του τρόπου άσκησης του δικαιώματος της διαφήμισης, η οποία αποτελεί ειδική εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας (βλ. Σ.τ.Ε. 1319/2004), με την προβολή μηνυμάτων με επαρκώς τυποποιημένα γνωρίσματα σε δημόσιους και ιδίως κοινόχρηστους χώρους, εκδίδονται βάσει των ειδικών διατάξεων του ν. 2946/2001 περί υπαίθριας διαφήμισης και όχι των γενικών διατάξεων που διέπουν τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη νόμιμη ανέγερση κτισμάτων ή κατασκευών. Ειδικότερα, με τις αποκλειστικά εφαρμοστέες επί του επίδικου ζητήματος προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2946/2001 καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία για την έκδοση διοικητικής άδειας του οικείου δήμου ή κοινότητας για κάθε διαφήμιση που προβάλλεται και για κάθε ειδικό πλαίσιο που τοποθετείται στους χώρους όπου επιτρέπεται η τοποθέτηση τους. Καθορίζονται, επίσης, οι κυρώσεις, οι οποίες επιβάλλονται στις περιπτώσεις παραβίασης των θεσπιζόμενων ουσιαστικών κανόνων και στις οποίες περιλαμβάνονται η αφαίρεση των διαφημιστικών πλαισίων, διαφημίσεων και επιγραφών που τοποθετήθηκαν παρανόμως, με απόφαση του Δημάρχου ή του Προέδρου της Κοινότητας, όταν πρόκειται για πινακίδα ή επιγραφή που έχει τοποθετηθεί παρανόμως σε κοινόχρηστο χώρο, όπως εν προκειμένω, καθώς και η επιβολή προστίμου, με απόφαση του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, όλες οι διαφορές που γεννώνται από την έκδοση πράξεων, οι οποίες εντάσσονται στο σύστημα επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε βάρος όσων παραβιάζουν τις διατάξεις του ν. 2946/2001 και των κατ’ εξουσιοδότηση του εκδιδόμενων κανονιστικών αποφάσεων, υπάγονται, για την ενότητα της κρίσεως, στην αρμοδιότητα των μονομελών διοικητικών πρωτοδικείων ως διοικητικές διαφορές ουσίας {πρβλ. Σ.τ.Ε. 3505/2006, 2078-81/2006, 4316-18/2005 και Σ.τ.Ε. 183/2006 (εν συμβ.)}. Επομένως, η προσβαλλόμενη με την από 13.10.2003 αίτηση ακυρώσεως της ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Περιστερίου ερείδεται σε εσφαλμένη νομική βάση, και συγκεκριμένα, στις διατάξεις του άρθρου 4 του π. δ/τος 267/1998, που αφορούν τη διαδικασία χαρακτηρισμού κτίσματος ή κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας, ενώ, νόμιμο έρεισμα των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων για τοποθέτηση αυθαίρετης διαφημιστικής πινακίδας ή επιγραφής αποτελεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ανωτέρω ειδικώς ισχύον για τα θέματα αυτά δίκαιο ρύθμισης του δικαιώματος υπαίθριας και δημόσιας προβολής εμπορικών και επαγγελματικών διαφημιστικών μηνυμάτων και ειδικότερα οι διατάξεις περί διενέργειας ελέγχων και επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεως των ουσιαστικών κανόνων που, θεσπίζονται με τις ειδικές διατάξεις περί υπαίθριας διαφήμισης. Επομένως, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ως αναγόμενο στο νόμιμο έρεισμα της προσβαλλόμενης, με την αίτηση ακυρώσεως, πράξης (βλ. Σ.τ.Ε. 5060/1997 7μ.), το Διοικητικό Εφετείο νομίμως ακύρωσε την προσβληθείσα ενώπιον του πράξη, αν και με διαφορετική αιτιολογία, οι δε λόγοι εφέσεως που αναφέρονται στην αιτιολογία της εκκαλουμένης πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αλυσιτελείς.
Σχόλιο
1. Ο ν. 2946/2001 «Υπαίθρια διαφήμιση, Συμπολιτείες Δήμων και Κοινοτήτων και άλλες διατάξεις» θέσπισε για πρώτη φορά μια δέσμη διατάξεων για τη ρύθμιση της υπαίθριας διαφήμισης σε όλες τις μορφές της, αντικαθιστώντας διατάξεις που είχαν ενταχθεί κατά καιρούς, μάλλον αποσπασματικά, σε διάφορα νομοθετήματα. Η πρωτοβουλία του νομοθέτη απέβλεπε στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, το οποίο προσελάμβανε ολοένα και περισσότερο ανησυχητικές διαστάσεις αλλά και στη βελτίωση της αισθητικής εικόνας των πόλεων και της υπαίθρου ενόψει της διεξαγωγής το 2004 των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μετά τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα από την εφαρμογή του, ιδίως στους βασικούς και μνημειακούς χώρους των ολυμπιακών πόλεων και τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες, ο νόμος φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται στην τύχη του. Η υπόθεση που απασχόλησε το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελεί μάλλον εξαίρεση της πραγματικότητας που τείνει να επικρατήσει, δηλαδή της επαναφοράς της αυθαιρεσίας σε μια ευαίσθητη δημόσια λειτουργία που σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών, την αισθητική εικόνα των δημοσίων χώρων και το περιβάλλον.
2. Με απόφαση του Δήμου Περιστερίου χαρακτηρίσθηκε, μετά από διενέργεια αυτοψίας, αυθαίρετη και κατεδαφιστέα φωτεινή επιγραφή τράπεζας, η οποία είχε τοποθετηθεί σε πεζοδρόμιο-πρασιά της πόλης, όπου λειτουργούσε υποκατάστημά της. Επίσης, επιβλήθηκε πρόστιμο τόσο για την εγκατάσταση όσο και για τη διατήρηση της επιγραφής. Κατά της εν λόγω πράξης ασκήθηκε εν πρώτοις ένσταση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής κρίσεως αυθαιρέτων, η οποία απορρίφθηκε. Η θιγόμενη τράπεζα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο την έκανε δεκτή. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκλήθη στη συνέχεια να επιλύσει τη διαφορά. Ως κεντρικό ζήτημα αναδείχθηκε ο προσδιορισμός των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων, εάν δηλαδή έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ν. 2946/2001 για την υπαίθρια διαφήμιση ή οι διατάξεις του π.δ. 267/1998 για το χαρακτηρισμό αυθαίρετων κτισμάτων.
3. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα καταλαμβάνουν, και μάλιστα αποκλειστικά, οι διατάξεις ν. 2946/2001, διευκρινίζοντας ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση δεν προσφέρεται πεδίο εφαρμογής για τις διατάξεις του π.δ. 267/1998. Η απόφασή του είναι και σαφής και ορθή, ενόψει των στόχων και των επιλογών του νόμου που θεσπίσθηκε για να επιβληθεί επιτέλους «ρυθμός» στην υπαίθρια διαφήμιση. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει όλα τα σχετικά ζητήματα με επάρκεια, επέχει θέση ειδικού σε σχέση με τα πολεοδομικά νομοθετήματα και είναι νεότερος σε σχέση με το π.δ. 267/1998.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΣτΕ 548/2008
[Ανέγερσης κατοικίας σε εκτός σχεδίου περιοχή της Κηφισιάς που έχει περιληφθεί στην Α΄ Ζώνη Προστασίας του Πεντελικού Όρους]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Αθ. Ράντος
Δικηγόροι: Κ. Χασάπης, Ειρ. Μουστάκα
Εντός των ορίων της ζώνης προστασίας του Πεντελικού Όρους εντάχθηκαν και εκτάσεις που δεν είχαν περιληφθεί στα όρια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Κηφισιάς και που δεν επιτρέπεται γι’ αυτό να δομηθούν.
Σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη, δυνάμει της οποίας εκδόθηκαν τα διατάγματα για την προστασία του Πεντελικού Όρους, η αναγκαία ζώνη προστασίας δεν περιορίζεται μόνο στα ακριβή γεωφυσικά του όρια. Συνεπώς δεν αποκλείεται η ένταξη σ’ αυτήν και μη δασικών εκτάσεων. Το γεγονός ότι η πέριξ ακινήτου περιοχή είναι πολεοδομημένη και δομημένη δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της οριοθέτησης ζώνης προστασίας.
Η ένταξη περιοχής σε ζώνη προστασίας με τους αναγκαίους αυστηρούς όρους δόμησης και χρήσεων δεν παραβιάζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ούτε τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας, όταν αφορά ακίνητα εκτός σχεδίου που δεν προορίζονται για δόμηση. Οι σχετικές ρυθμίσεις είναι γενικές και αντικειμενικές, επιβάλλονται δε για την προστασία περιαστικού όρους από τη δόμηση.
Βασικές σκέψεις
3. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 1515/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας» (Α’ 18) δίδεται ο ορισμός και το γενικό περιεχόμενο του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας (Ρ.Σ.Α.), ενώ με το άρθρο 2 του νόμου προσδιορίζεται το περιεχόμενο του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της Αθήνας και με το άρθρο 3 καθορίζονται οι γενικότεροι στόχοι και κατευθύνσεις του Ρ.Σ.Α. για την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου προβλέπεται ο τρόπος πραγματοποιήσεως του Ρ.Σ.Α. και του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος Αθήνας, με τα μέτρα του παραρτήματος του νόμου και με τα διαγράμματα που τον συνοδεύουν. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του αυτού άρθρου 4, όπως είχε αρχικώς, ορίζεται, με σκοπό την διευκόλυνση εφαρμογής του Σχεδίου και την προσαρμογή του στις εκάστοτε συνθήκες, ότι «3. Με π. δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, συμπληρώνονται, προσαρμόζονται, εξειδικεύονται, διευκρινίζονται και τροποποιούνται μερικά το ρυθμιστικό σχέδιο και το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος, όπως εξειδικεύονται στο παράρτημα και τα διαγράμματα χωρίς μεταβολή των στόχων και κατευθύνσεών τους. Τα πιο πάνω διατάγματα εκδίδονται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου ρυθμιστικού σχεδίου, που προβλέπεται από το άρθρο 6…». Το εν λόγω συμβούλιο ρυθμιστικού σχεδίου καταργήθηκε με το άρθρο 62 του ν. 1622/1986 (Α’ 92), το οποίο, αφού στην παράγραφο 2 προέβλεψε την σύνθεση του συσταθέντος με τον νόμο περιφερειακού συμβουλίου Αθηνών, όρισε, με την παράγραφο 3, ότι: «3. Το περιφερειακό συμβούλιο της παραγράφου 2, … ασκεί και τις αρμοδιότητες που αφορούν την έγκριση του ενιαίου προγράμματος του Συμβουλίου Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας του άρθρου 6 του ν. 1515/1985, το οποίο και καταργείται.». Οι μνημονευόμενες στην διάταξη αυτή αρμοδιότητες εγκρίσεως του εν λόγω ενιαίου προγράμματος προβλέπονται ειδικώς στα άρθρα 6 παρ. 7 και 10 παρ. 2 του ν. 1515/1985 και είναι άσχετες με την κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του αυτού νόμου γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Μεταγενεστέρως, η τελευταία αυτή παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 1515/1985 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2052/1992 (Α’ 94), ως εξής: «3. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων συμπληρώνονται, εξειδικεύονται, διευκρινίζονται και τροποποιούνται μερικά το ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας και το πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος χωρίς μεταβολή των στόχων και κατευθύνσεών τους ύστερα από γνώμη της Εκτελεστικής Επιτροπής του Οργανισμού Αθήνας». Δυνάμει της παραγράφου αυτής, ως είχε μετά την τροποποίηση της με τον ν. 1622/1986 αλλά πρίν από την αντικατάστασή της με τον ν. 2052/1992, εξεδόθη το από 26-8/21-10-1988 π. δ/μα «Καθορισμός ζωνών προστασίας του όρους Πεντέλη, χρήσεων και όρων δόμησης αυτών» (Δ755). Με το διάταγμα αυτό, σε συνδυασμό με τα διαγράμματα που το συνοδεύουν, καθορίσθηκαν ειδικώς (άρθρο 1) τα όρια του όρους Πεντέλη, το οποίο είχε κηρυχθεί από του έτους 1969 ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (υπ’ αριθ. 25683/27-3-1969 απόφαση του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Β! 236), καθορίσθηκαν δε περαιτέρω (άρθρα 2 έως 4) επτά ζώνες προστασίας του Όρους, με στοιχεία Α έως Ζ, καθώς και οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως σε καθεμία από τις ζώνες αυτές. Το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως με το από 25-4/8-5-1989 π. δ/μα (Δ΄ 253), με το οποίο, μεταξύ άλλων, τροποποιήθηκαν τα όρια της ζώνης Α.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, οι εκκαλούντες φέρονται ως κύριοι γηπέδου, εμβαδού 4.117 τ.μ., κειμένου στην θέση «Παληάγιαννη» Κηφισιάς Αττικής, εκτός ρυμοτομικού σχεδίου, έναντι του εντός σχεδίου ακινήτου στον αριθμό 67 της οδού Καραϊσκάκη. Με την υπ’ αριθ. πρωτ. 14729/2001 αίτησή τους προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Κηφισιάς, οι εκκκαλούντες εζήτησαν τον προέλεγχο μελέτης για την ανέγερση στο γήπεδο αυτό διώροφης οικοδομής, με χρήση κατοικίας. Το αίτημα απερρίφθη με το ταυτάριθμο από 20-6-2001 έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας, με την αιτιολογία ότι το ως άνω γήπεδο είναι εκτός σχεδίου, ευρίσκεται εντός των ορίων της ζώνης Α προστασίας του όρους Πεντέλη, όπως αυτή έχει καθορισθεί με τα διατάγματα που μνημονεύθηκαν στην προηγουμένη σκέψη, στην οποία αφ’ ενός μεν δεν επιτρέπεται η ανέγερση κατοικιών αφ’ ετέρου δε το όριο αρτιότητος είναι 20.000 τ.μ., και ότι, ως εκ τούτου, ούτε το γήπεδο είναι άρτιο ούτε η συγκεκριμένη χρήση είναι επιτρεπτή. Με την ασκηθείσα κατά της πράξεως αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση ακυρώσεως, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, οι εκκαλούντες προέβαλαν λόγους ακυρώσεως, αναγόμενους στο κύρος των π. δ/των καθορισμού των ζωνών προστασίας της Πεντέλης. Το Διοικητικό Εφετείο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, θεώρησε ότι τα διατάγματα αυτά, κατά το μέρος που περιέχουν την οριοθέτηση της προστατευτέας περιοχής και τον καθορισμό των εντός αυτής ζωνών προστασίας, είναι πράξεις ατομικές γενικού περιεχομένου, έκρινε δε, κατόπιν τούτου, ότι δεν ήταν, κατά γενική αρχή, δυνατή η παρεμπίπτουσα εξέταση του κύρους των και ότι, συνεπώς, οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως ήσαν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Έκρινε δε περαιτέρω το Εφετείο ότι ναι μεν τα διατάγματα, κατά το μέρος που περιείχαν καθορισμό χρήσεων γης και ορίων δομήσεως, ήσαν κανονιστικά, θεώρησε, όμως, ότι οι προβληθέντες ως άνω λόγοι ακυρώσεως δεν αφορούσαν το κανονιστικό αλλά το ατομικό μέρος των διαταγμάτων. Με την κρινομένη έφεση προβάλλεται ότι τα διατάγματα αυτά ήσαν στο σύνολό τους κανονιστικά, και ότι, ως εκ τούτου, ήσαν εξεταστέοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους είχε παρεμπιπτόντως αμφισβητηθεί το κύρος των. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι τα ως άνω διατάγματα, τυχόντα άλλωστε στο σύνολό τους επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (π.ε. δ/τος 56, 404/1988 και 150, 256/1989 αντιστοίχως), έχουν, με το προεκτεθέν περιεχόμενο τους, κανονιστικό εν όλω χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν εξαντλούνται στην χάραξη γραμμών προς εξειδίκευση ρυθμίσεως πλήρως κατεστρωμένης στον νόμο, αλλά περιέχουν πρωτογενή ρύθμιση καθορισμού περιοχών, ειδικών χρήσεων γης και όρων δομήσεως, δηλαδή θέσπιση κανόνων δικαίου, οι οποίοι ισχύουν σε ήδη προσδιοριζόμενη κατά τα όριά της περιοχή. Κατόπιν τούτου, η κρινομένη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, το δε δικαστήριο πρέπει να χωρήσει στην εξέτασή της, παραδεκτώς κατ’ αρχήν ασκηθείσης, αιτήσεως ακυρώσεως, για την οποία έχει καταβληθεί το κατά νόμο παράβολο (ειδικό έντυπο παραβόλου αριθ. 2110818, σειρά Α’).
5. Επειδή, προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι η προσβαλλομένη άρνηση προελέγχου της μελέτης ανεγέρσεως κατοικίας δεν είναι νόμιμη, διότι στηρίζεται στα ως άνω διατάγματα, τα οποία, παρεμπιπτόντως ελεγχόμενα, είναι μη νόμιμα, για τον λόγο ότι το πρώτο εξ αυτών έχει εκδοθεί με πρόταση των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ και Βιομηχανίας, λόγω της υπάρξεως στην ευρύτερη περιοχή λατομικών χώρων, το δε δεύτερο με πρόταση μόνον του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, ενώ, κατά τους εκκαλούντες, έπρεπε η έκδοσή τους να έχει προταθεί και από τους Υπουργούς Γεωργίας και Πολιτισμού, λόγω της υπάρξεως στην ευρύτερη περιοχή δασικών εκτάσεων και αρχαιοτήτων. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, κατά την έννοια της παρατεθείσης στην σκέψη 3 εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 1515/1985, όπως ίσχυε αρχικώς, και πριν ακόμη από την αντικατάσταση της με τον ν. 2052/1992, που προέβλεψε και ρητώς αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, η αρμοδιότητα προτάσεως των δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως αυτής εκδιδομένων διαταγμάτων ανήκε, κατ’ αρχήν, στον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ., στον οποίο και υπάγεται ο Οργανισμός Αθήνας. Συμπροτείνοντες δε στην περίπτωση αυτή Υπουργοί ήσαν, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, μόνον εκείνοι, στους οποίους ρητή ειδική διάταξη νόμου απένεμε την σχετική εξουσία και όχι όλοι οι Υπουργοί, των οποίων οι αρμοδιότητες ενέπιπταν, κατά ένα μέρος, έστω και εμμέσως, στο ρυθμιστικό πεδίο του υπό έκδοση διατάγματος. Νομίμως, επομένως, τα ως άνω π. δ/τα, τα οποία, άλλωστε, έτυχαν διπλής έκαστο επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς να διατυπωθεί σχετική παρατήρηση, εξεδόθησαν χωρίς την πρόταση των εν λόγω Υπουργών. Μειοψήφησε ο Αντιπρόεδρος Π.Ν. Φλώρος, προς την γνώμη του οποίου ετάχθη και η Πάρεδρος Μ. Τριπολιτσιώτη, οι οποίοι διετύπωσαν την γνώμη ότι τα εκδιδόμενα δυνάμει του ως άνω άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 1515/1985 π. δ/τα, όταν με αυτά ρυθμίζονται θέματα προστασίας δασικών εκτάσεων ή αρχαιολογικών χώρων, πρέπει να προτείνονται, κατά περίπτωση, και από τους αντιστοίχους Υπουργούς, οι οποίοι, άλλωστε, περιλαμβάνονται μεταξύ των συνυπογραψάντων τον ν. 1515/1985 Υπουργών, και ότι, επομένως, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός.
6. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι τα ως άνω διατάγματα ήσαν μη νόμιμα, διότι εξεδόθησαν χωρίς γνωμοδότηση του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, κατά τα οριζόμενα στην εξουσιοδοτική διάταξη, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τον ν. 1622/1986. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3, οι απονεμηθείσες στο εν λόγω συμβούλιο με τον ν. 1622/1986 αρμοδιότητες δεν περιελάμβαναν και την επίμαχη.
7. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφοι 3 έως 5 και 9 παράγραφος 8 του ν. 1515/1985, οι κατά τον νόμο αυτό αρμοδιότητες του Οργανισμού Αθήνας ασκούνται από τον εν λόγω Οργανισμό μόνον μετά την έκδοση της προβλεπόμενης από τον νόμο αποφάσεως του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, με την οποία διαπιστώνεται η επαρκής στελέχωση του, ενώ, μέχρι τότε, οι ανάγκες του Οργανισμού καλύπτονται από το προσωπικό και τις υπηρεσίες του Υπουργείου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1495/2002, 258/2004). Εφ’ όσον, επομένως, η κατ’ αρχήν επαρκής στελέχωση του Οργανισμού διαπιστώθηκε το πρώτον με την υπ’ αριθ. 3.9962/1037/16-5-1990 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Β’ 327), ενώ τα επίμαχα π. δ/τα είχαν εκδοθεί προγενεστέρως, κατά τα έτη 1988 και 1989, αβασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση ότι μη νομίμως τα εν λόγωδιατάγματα εξεδόθησαν επί τη βάσει εισηγήσεως της Διευθύνσεως Γ2 του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ και του Οργανισμού Αθήνας.
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από τις γνωμοδοτήσεις που το συνοδεύουν, με το π. δ/μα της 25-4/8-5-1989 εξαιρέθηκε από την ζώνη Α προστασίας της Πεντέλης ένα τμήμα της ευρύτερης περιοχής, με την αιτιολογία ότι είχε προηγουμένως προταθεί η ένταξή του στα όρια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Κηφισιάς. Δεν εθίγη όμως, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από τις ρυθμίσεις αυτές το φερόμενο ως ανήκον στους αιτούντες ακίνητο, το οποίο είχε ενταχθεί στην ζώνη Α με το αρχικό από 26-8/21-10-1988 π. δ/μα. Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως που στρέφονται ειδικώς κατά του τροποποιητικού από 25-4/8-5-1988 π. δ/τος, το οποίο κατ’ ουδένα τρόπο αφορά το εν λόγω ακίνητο, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.
9. Επειδή, προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι μη νομίμως το φερόμενο ως ανήκον στους αιτούντες ακίνητο εντάχθηκε στην ζώνη Α προστασίας Πεντέλης, ενώ, κατ’ αυτούς, το εν λόγω ακίνητο περιβάλλεται από πολεοδομημένη περιοχή, δεν αποτελεί, κατά τα κριθέντα με απόφαση ποινικού αλλά και πολιτικού δικαστηρίου, αποφανθέντος επί της νομιμότητος εκδοθέντος εις βάρος των πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, δάσος ή δασική έκταση, δεν αποτελεί, γεωγραφικώς, τμήμα του Πεντελικού όρους, το κάλλος του οποίου σκοπεί να προστατεύσει το επίμαχο διάταγμα, και έπρεπε, συνεπώς, να εξαιρεθεί από τα όρια της ως άνω ζώνης. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εντός των ορίων της ζώνης προστασίας του Πεντελικού όρους στην συγκεκριμένη περιοχή ενετάχθησαν οι εκτάσεις που δεν είχαν περιληφθεί στα όρια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Κηφισιάς, δηλαδή οι εκτός σχεδίου πόλεως εκτάσεις που, κατά την εκτίμηση των οργάνων πολεοδομικού σχεδιασμού, δεν έπρεπε να δομηθούν. Νομίμως, επομένως, σε αντιστοιχία με την ανωτέρω πρόβλεψη, υπήχθη με τα επίμαχα διατάγματα η εξαιρεθείσα από τον πολεοδομικό σχεδιασμό περιοχή σε ζώνη προστασίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι, κατά την έννοια της προμνημονευθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως, δυνάμει της οποίας εξεδόθησαν τα εν λόγω διατάγματα, ουδόλως επιβάλλεται να περιορίζεται η, κατά την εκτίμηση της Διοικήσεως, αναγκαία ζώνη προστασίας στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, όπως το όρος, μόνον στα ακριβή γεωφυσικά του όρια ούτε, εν πάση περιπτώσει, αποκλείεται η συμπερίληψη σε ζώνη προστασίας όρους και μη δασικών εκτάσεων. Επομένως, οι συναφείς ισχυρισμοί των αιτούντων, ανεξαρτήτως του αναποδείκτου της πραγματικής των βάσεως, πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αλυσιτελείς. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η πέριξ του ακινήτου περιοχή είναι πολεοδομημένη και δομημένη δεν αποτελεί αντίφαση ούτε επηρεάζει την νομιμότητα της οριοθετήσεως ζώνης προστασίας, δεδομένου ότι η διαφοροποίηση αυτή είναι σύμφυτη με την χάραξη ορίων μεταξύ αφ’ ενός μεν περιοχών υπό πολεοδόμηση και αφ’ ετέρου προστατευτέων περιοχών. Εφ’ όσον δε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η συμπερίληψη του ως άνω ακινήτου στη ζώνη προστασίας είναι, κατ’ αρχήν, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και δεν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα, δεν αποτελεί, κατά τα λοιπά, αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου η εκτίμηση της Διοικήσεως για τα ιδιαίτερα μορφολογικά και άλλα χαρακτηριστικά μιας περιοχής, προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε συγκεκριμένη ζώνη κανονιστικών ρυθμίσεων. Επομένως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί το μεν ως αβασίμως, κατά τα λοιπά δε ως απαραδέκτως προβαλλόμενος.
10. Επειδή, προβάλλεται, ως λόγος ακυρώσεως, ότι η ένταξη του επιμάχου ακινήτου σε ζώνη προστατευτικών ρυθμίσεων και, κατά συνεκδοχή, η προσβαλλομένη άρνηση εγκρίσεως μελέτης για την ανέγερση κατοικίας στο ακίνητο προσβάλλουν το κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος δικαίωμα ιδιοκτησίας των αιτούντων, διότι συνιστούν, κατ’ αυτούς, απαλλοτρίωση του ακινήτου χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, καθώς και την αρχή της αναλογικότητος κατά την εφαρμογή της αρχής της ισότητος, διότι, κατ’ αυτούς, όλη η πέριξ περιοχή είναι δομημένη και μόνον το ακίνητό τους δεν δύναται, πλέον, να δομηθεί. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, πλην του ότι προβάλλεται αναποδείκτως κατά την πραγματική του βάση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η νομίμως ενεργηθείσα, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, ένταξη της περιοχής σε ζώνη προστασίας, με τους αναγκαίους αυστηρούς όρους δομήσεως και χρήσεων, δεν συνιστά παράβαση των ως άνω αρχών και διατάξεων, εφ’ όσον αφορά ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως, μη προοριζόμενα, κατά τα παγίως κριθέντα, προς δόμηση, οι δε ρυθμίσεις είναι γενικές και αντικειμενικές και επιβάλλονται για τον δημοσίου συμφέροντος λόγο της προστασίας περιαστικού όρους από την δόμηση. Δεδομένου δε ότι οι ρυθμίσεις των επιμάχων διαταγμάτων ισχύουν ήδη επί εικοσιπενταετία στην περιοχή, χωρίς μάλιστα να αμφισβητηθεί ευθέως από τους αιτούντες το κύρος τους, η εν τω μεταξύ δημιουργηθείσα δυνάμει αυτών πραγματική κατάσταση και οι εντεύθεν διαφοροποιήσεις δεν αποτελούν, βεβαίως, στοιχείο ικανό να θεμελιώσει αιτιάσεις για άνιση και δυσαναλόγως δυσμενή μεταχείριση του φερομένου ως ανήκοντος σ’ αυτούς ακινήτου.
Σχόλιο
2. Στην πρώτη από τις ανωτέρω δύο θέσεις διατυπώθηκε μειοψηφία κατά την οποία συναρμόδιοι υπουργοί ήταν εν προκειμένω και οι υπουργοί Γεωργίας και Πολιτισμού, διότι με τα ελεγχόμενα διατάγματα ρυθμίστηκαν και θέματα προστασίας των δασικών εκτάσεων και των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται στις καθοριζόμενες με αυτά ζώνες. Αυτή η γνώμη είναι μεν εύλογη, ενόψει της παντελώς αορίστου διατύπωσης της εξουσιοδοτικής διάταξης, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η συμμετοχή των εν λόγω υπουργών στην προπαρασκευαστική διαδικασία θα ήταν πρόσφορη για την πληρέστερη αντιμετώπιση της προστασίας των οικείων χώρων. Από την άλλη πλευρά όμως, η αποδοχή της θα προκαλούσε ανασφάλεια δικαίου, και μάλιστα σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως αυτό της προτάσεως διαταγμάτων προς συμπλήρωση, εξειδίκευση ή τροποποίηση του ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας. Σημειωτέον ότι ανασφάλεια δικαίου είχε προκληθεί από την παρόμοιας διατύπωσης διάταξη του ν. 1650/1986 περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων έργων και δραστηριοτήτων. Σειρά υποθέσεων είχε αχθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, ενώ αρχικά φαίνεται να δέχθηκε ότι η συναρμοδιότητα προσδιορίζεται και με βάση τις δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον (ΟλΣτΕ 1040/1993), κατέληξε εν τέλει ότι αυτή προσδιορίζεται αποκλειστικά με βάση τη φύση του έργου ή της δραστηριότητας (ΟλΣτΕ 3445/1998 με μειοψηφία[1], 4498/1998, 3478/2000). Τελικά, ο νομοθέτης επανήλθε και τροποποίησε την οικεία διάταξη του ν. 1650/1986 με το ν. 3010/2002. Τη σημασία της ασφάλειας δικαίου στο ζήτημα που εδώ μας απασχολεί δέχθηκε και ο ίδιος ο νομοθέτης του ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας, τροποποιώντας την εφαρμοστέα διάταξη και περιορίζοντας πλέον την οικεία αρμοδιότητα μόνο στον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ (άρθρο 11 παρ. 2 ν. 2052/1992)[2]. Για αυτούς του λόγους, η λύση της πλειοψηφίας παρίσταται πιο πειστική.
3. Ως προς το δεύτερο από τα ανωτέρω δύο καινοτόμα στοιχεία της απόφασης, η σκέψη του δικαστηρίου φαίνεται ορθή. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 1515/1985, μεταξύ των ειδικότερων στόχων του ρυθμιστικού σχεδίου είναι η οικολογική ανασυγκρότηση, ανάδειξη και προστασία των ορεινών όγκων[3] και των τοπίων φυσικού κάλλους (όπως έχει χαρακτηρισθεί η Πεντέλη). Περαιτέρω, κατά την κοινή πείρα, η ένταξη σε ζώνη προστασίας περιοχής ευρύτερης από τα γεωφυσικά όρια του εν λόγω ορεινού όγκου και τοπίου φυσικού κάλλους είναι καταρχήν πρόσφορη για την επιδίωξη του προαναφερθέντος σκοπού. Πράγματι, η επιβάρυνση της περιοχής πέριξ των γεωφυσικών ορίων του όρους, ιδίως με την αλόγιστη επέκταση του οικιστικού πλέγματος[4], είναι ικανή να έχει δυσμενή επενέργεια στο ίδιο το όρος (ενόψει της αλληλεπίδρασης των όμορων οικοσυστημάτων) και πάντως να δυσχεράνει την ανάδειξη και προστασία του. Συνεπώς, η πολιτική προστασίας ενός μεγάλου ορεινού όγκου που ήδη απειλείται, ιδίως μάλιστα εάν είναι προληπτική (24 παρ. 1 Συντ.), ευλόγως περιλαμβάνει τη ρύθμιση χρήσεων γης και όρων δόμησης σε όμορες περιοχές.
Από την άλλη όμως πλευρά, και ενόψει των δυσμενών συνεπειών για τα θιγόμενα ιδιοκτησιακά και λοιπά συναφή δικαιώματα, θα πρέπει να τεκμηριώνεται[5] και εν τοις πράγμασι η προσφορότητα και αναγκαιότητα ένταξης τέτοιας μείζονος περιοχής σε ζώνη προστασίας. Υπό αυτήν τη θεώρηση του ζητήματος, τίθεται το περαιτέρω ερώτημα εάν περιστάσεις όπως αυτές που (έστω αναπόδεικτα) προβάλλονται στη σχολιαζόμενη απόφαση (πολεοδόμηση και πυκνοδόμηση των γειτονικών ιδιοκτησιών) νοθεύουν την ορθολογικότητα του σχεδιασμού και κλονίζουν την προσφορότητα και αναγκαιότητα της ένταξης.
4. Καταρχήν, ένα πλέγμα πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, όπως αυτό που περιγράφεται στην απόφαση, εξεταζόμενο σε συνδυασμό με τους πραγματικούς ισχυρισμούς του αιτούντος, ενδεικνύει ανορθολογικό σχεδιασμό. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται από μόνο του ότι η εν λόγω πλημμέλεια πλήττει τον εδώ κρίσιμο καθορισμό των ζωνών προστασίας, και μάλιστα κατά το μέρος που καταλαμβάνει την ιδιοκτησία του αιτούντος. Τα επίμαχα διατάγματα προστασίας της Πεντέλης εκδόθηκαν με δεδομένη την πολεοδόμηση των όμορων ιδιοκτησιών και ο κανονιστικός νομοθέτης, σταθμίζοντας τα διακυβευόμενα αγαθά, εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής τους περιοχές που είχαν ήδη περιληφθεί εντός του Γ.Π.Σ. Κηφισιάς βάσει έτερης, προϋφιστάμενης ρύθμισης. Με αυτά τα δεδομένα, οι ανεπάρκειες ορθολογικότητας που προκύπτουν από την έλλειψη συνάρθρωσης του όλου πλέγματος των ρυθμίσεων θα έπληττε κατά τούτο την ένταξη της ιδιοκτησίας του αιτούντος σε ζώνη προστασίας μόνο εάν, ενόψει της πολεοδόμησης της πέριξ περιοχής, τέτοια ένταξη θα ήταν απρόσφορη για την προαγωγή του επιδιωκόμενου σκοπού.
Σε κάθε δε περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει η απόφαση, μόνο το γεγονός της διαφοροποίησης σε όμορα ακίνητα μεταξύ της υπαγωγής σε καθεστώς πολεοδόμησης και της ένταξης σε ζώνη υπό προστασία δε στοιχειοθετεί νόθευση του χωροταξικού σχεδιασμού ή άνιση μεταχείριση, καθώς «τέτοια διαφοροποίηση είναι σύμφυτη με τη χάραξη ορίων». Πράγματι, συχνά παρατηρείται ότι τα κανονιστικά κριτήρια που διέπουν τη χάραξη ορίων είτε δεν προσδιορίζουν με σαφήνεια το ακριβές όριο που πρέπει να επιλεγεί είτε, ενόψει του πεπερασμένου της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας, το ακριβές προσήκον όριο δεν είναι διαγνώσιμο[6]. Επομένως, μόνο το γεγονός ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί θετικά το προσήκον του ακριβούς ορίου δε συνιστά και παράβαση των οικείων κριτηρίων. Από την άλλη πάντως πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα εν λόγω κανονιστικά κριτήρια (εν προκειμένω ορθολογικού σχεδιασμού και ίσης μεταχείρισης) μπορεί να ενσωματώνουν τεχνικές διαχείρισης της αβεβαιότητας[7] και πάντως να εφαρμόζονται υπό όρους αντικειμενικότητας (π.χ. σταθερότητα στην εφαρμογή, ιδίως προς αποτροπή της εμφιλοχώρησης -δυσχερώς διαγνώσιμων- αθέμιτων σκοπών). Τέτοιοι προβληματισμοί ενδέχεται να απασχολήσουν στο μέλλον τη νομολογία στο πλαίσιο πρόσφορων ισχυρισμών και πραγματικής βάσης.
Η απόφαση καταλήγει με την επάλληλη σκέψη ότι «δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις ισχύουν ήδη επί εικοσιπενταετία στην περιοχή, χωρίς μάλιστα να αμφισβητηθεί ευθέως από τους αιτούντες το κύρος τους, η εν τω μεταξύ διαμορφωθείσα δυνάμει αυτών πραγματική κατάσταση και οι εντεύθεν διαφοροποιήσεις δεν αποτελούν βεβαίως στοιχείο ικανό να θεμελιώσει αιτιάσεις για άνιση μεταχείριση». Πράγματι, μόνη η διαμόρφωση πραγματικής κατάστασης βάσει κανονιστικού ερείσματος που δεν αμφισβητήθηκε καθεαυτό δεν θεμελιώνει (αυτοτελή) αιτίαση στο έρεισμα.
5. Η διατύπωση όμως της σκέψης, και ιδίως η υπολανθάνουσα αντιδιαστολή ευθέως και παρεμπίπτοντος ελέγχου, φαίνεται να εγείρει περαιτέρω ζητήματα. Το δικαστήριο φαίνεται να προβληματίζεται ως προς τη δυνατότητα παρεμπίπτουσας προσβολής της διάταξης, μετά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρόνου απρόσβλητης εφαρμογής της, για λόγο που μπορούσε να είχε προβληθεί με ευθεία προσβολή. Αυτός ο προβληματισμός σχετίζεται με το ζήτημα του καταρχήν επιτρεπτού και του εύρους του παρεμπίπτοντος ελέγχου κανονιστικής διατάξεως σε περιπτώσεις μακροχρόνιας εφαρμογής αυτής με δικαιολογημένη πεποίθηση ως προς την ισχύ της και διαμόρφωσης καταστάσεων που χρήζουν προστασίας, ζήτημα που εκκρεμεί ενώπιον της ολομέλειας του δικαστηρίου[8].
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η μειοψηφούσα γνώμη σχετικά με τον κύκλο των συμπροτεινόντων υπουργών επικρατούσε και γινόταν δεκτό ότι τα διατάγματα έπρεπε να είχαν προταθεί π.χ. και από τον υπουργό Πολιτισμού. Θα έπρεπε το δικαστήριο να θεωρούσε ανεφάρμοστο το διάταγμα και, επομένως, να θεωρούσε ότι, παρά την παρέλευση εικοσιπενταετίας από την έκδοσή του, ο αιτών δεν δεσμεύεται από το καθεστώς προστασίας του Πεντελικού όρους; Τέτοια λύση θα εξέφραζε άραγε τον προσήκοντα συγκερασμό, από τη μία πλευρά, της απαίτησης δραστικών εγγυήσεων τήρησης της νομιμότητας και, από την άλλη, της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης που διαμορφώθηκε στην ισχύ του οικείου καθεστώτος περιβαλλοντικής προστασίας;
Το ζήτημα δεν μπορεί να εξετασθεί στο πλαίσιο του παρόντος σχολίου[9]. Συνοπτικά μόνο θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι ο περιορισμός του εύρους του παρεμπίπτοντος ελέγχου δεν είναι ίσως ο καταλληλότερος μηχανισμός για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ούτε η δημιουργία μίας τρίτης κατηγορίας πλημμελειών που θα προτείνονται επιτρεπτά στο πλαίσιο του ευθέως ελέγχου, αλλά όχι στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος. Τέτοιες λύσεις οδηγούν αυθαίρετα και αδιάκριτα σε νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας. Αλλά ακόμη κι αν εξαιρούν κατηγορίες πλημμελειών από τέτοια «νομιμοποίηση» (π.χ. πλημμέλειες ουσιαστικής νομιμότητας), εξίσου αδιάκριτα διατηρείται κατά τούτο το πρόβλημα που εμφανίζει το ισχύον σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου.
Αυτό το οποίο αξίζει να εξετασθεί προσεκτικά είναι η δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επέρχεται το ανεφάρμοστο πλημμελούς διατάξεως (ή το ακυρωτικό αποτέλεσμα, σε περίπτωση ευθύ ελέγχου) σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου πρόσκτησης τυπικής υπόστασης της οικείας ρύθμισης. Αυτή η λύση προσφέρεται για τη διαμόρφωση, κατά περίπτωση, της πλέον αρμονικής σύζευξης των εμπλεκόμενων συνταγματικών αγαθών. Μάλιστα, επιτρέπει ο προβληματισμός να αναδεικνύεται και σε περιπτώσεις πλημμελειών ουσιαστικής νομιμότητας. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε εν προκειμένω ότι γινόταν δεκτό πως δεν τεκμηριώνεται η συμβατότητα των ελεγχόμενων ρυθμίσεων με την αρχή του ορθολογικού σχεδιασμού και την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Σε τέτοια περίπτωση, η προσήκουσα λύση ενδέχεται να ήταν -καθώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί η νόμιμη επάνοδος του κανονιστικού νομοθέτη σε λύση που και πάλι θα ενέτασσε το ακίνητο του αιτούντος σε ζώνη προστασίας- όχι το ανεφάρμοστο του διατάγματος κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης εφαρμογής, αλλά η επέλευση του ανίσχυρου σε μελλοντικό χρόνο, οπότε και ο αιτών θα μπορεί να επανέλθει με ευθεία προσβολή είτε τυχόν νέας κανονιστικής ρύθμισης είτε/και της ατομικής απάντησης σε νέα αίτησή του[10].
Νίκος Παπασπύρου
Δικηγόρος, Δ.Ν.
[1] Πβλ. σχόλιο Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Νόμος + Φύση, 1999, σ. 165.
[2] Η νέα διάταξη προσδιορίζει τη συναρμοδιότητα με βάση τη φύση του έργου ή της δραστηριότητας, παράλληλα όμως θεσπίζει συναρμοδιότητα και σε περίπτωση συνδρομής ειδικών κατηγοριών επιπτώσεων, που έχουν αντιμετωπισθεί με φειδώ από τη νομολογία (πβλ. ΣτΕ Ε΄ 3841/2006).
[3] Ως προς τη συνταγματική προστασία των ορέων βλ. ΟλΣτΕ 1672/2005, ΕφημΔΔ 1/2006, σ. 50 επ., με σχόλιο Ν. Παπασπύρου, ΣτΕ Ε΄ 965/2007 και ΣτΕ ΠΕ 305/2006 (καθορισμός ζωνών προστασίας Πάρνηθας), ΕφημΔΔ 6/2006, σ. 727 επ. με σχόλιο Γ. Παπαδημητρίου.
[4] Πβλ. ΣτΕ Ε΄ 2444/1993, η οποία ομιλεί για τον «συνεχώς περισφιγγόμενον βρόχον οικισμών επεκτεινόμενων εις τας υπωρείας αυτού [του Πεντελικού όρους]». Σημειωτέον ότι με την εν λόγω απόφαση ελέγχθηκε ευθέως (ακυρωτικά) το κύρος του βασικού διατάγματος καθορισμού ζωνών προστασίας της Πεντέλης, το οποίο κρίθηκε προσηκόντως αιτιολογημένο και τεκμηριωμένο, και απορρίφθηκαν οι εκεί προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.
[5] Ως προς την εν γένει υποχρέωση τεκμηρίωσης των διαταγμάτων εξειδίκευσης του ρυθμιστικού σχεδίου πβλ. ΣτΕ Ε΄3222/2006.
[6] Τη φιλοσοφική σκέψη έχει εκτενώς απασχολήσει το λεγόμενο «παράδοξο του σωρού», όπου εκδηλώνεται ασάφεια του ορίου ανάμεσα στην κατάφαση ενός κατηγορήματος (π.χ. αυτός ο αριθμός κόκκων αποτελεί σωρό) και την άρνησή του (δηλαδή δεν αποτελεί σωρό). Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία βλ. εισαγωγικά R. M. Sainsbury, Paradoxes (2η εκδ., 1995), σ. 23-51. Για την «επιστημολογική» εξήγηση του εν λόγω παράδοξου βλ. T. Williamson, Vagueness (1994) και Knowledge and its Limits (2000).
[7] Π.χ. κανόνες σχετικά με τη διαχείριση περιπτώσεων που εμπίπτουν στην ασαφή περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, αβεβαιότητα καταλείπεται και ως προς την εφαρμογή τέτοιων κανόνων ενόψει της συναφούς ασάφειας ως προς τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής τους (π.χ. ασάφεια δεύτερου βαθμού ως προς την ακριβή διάκριση ανάμεσα σε περιπτώσεις σαφείς και περιπτώσεις ασαφείς, βλ. ενδεικτικά T. Endicott, Vagueness in Law, 2000).
[8] ΣτΕ Ε΄ 764/2006 (παρ.), ΕφημΔΔ 2/2006, σ. 186 επ. με σχόλιο Κ. Γιαννακόπουλου, καθώς και www.nomosphysis.org.gr (2006) με σχόλιο Α. Παπακωνσταντίνου. Πβλ. επίσης και την (περιορισμένου πεδίου εφαρμογής) νομολογία που εφαρμόζει την αρχή του επίκαιρου της προσβολής προς αποκλεισμό της παρεμπίπτουσας αμφισβήτησης του κύρους διακήρυξης δημόσιου διαγωνισμού από συμμετέχοντα σε αυτόν. Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Διακηρύξεις δημοσίων έργων και παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, ΔτΑ 14/2002, σ. 516 επ. και Ν. Παπασπύρου, Η συμμετοχή σε διαγωνιστική διαδικασία και το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προσβολής της διακήρυξης, ΤοΣ 6/2003, σ. 1059 επ.
[9] Βλ. (ως προς τις θέσεις του γράφοντος) Ν. Παπασπύρου, Ο δικαστικός έλεγχος των κανονιστικών πράξεων: η κλασική θεώρηση και η αμφισβήτησή της, ΕφημΔΔ 4/2006, σ. 526 επ. Πβλ. επίσης τα σχόλια στην ΣτΕ 764/2006 που παραπέμπονται στη σημείωση 8.
[10] Το πιο σημαντικό πρόβλημα αυτής της λύσης είναι ο κίνδυνος ανασφάλειας δικαίου που προκαλείται όταν η απόφανση περί του χρόνου επέλευσης του ανίσχυρου δεν εξοπλίζεται με διαπλαστική δύναμη με την οποία να διαμορφώνεται αντικειμενικά τέτοια κανονιστική κατάσταση, αλλά διατυπώνεται στο πλαίσιο παρεμπίπτοντος ελέγχου με αφορμή προσβολή πράξης εφαρμογής. Μία πρώτη σκέψη προς άρση της ανασφάλειας είναι η θέσπιση δικονομικού κανόνα ο οποίος να προβλέπει ότι η οικεία απόφανση, εφόσον ενεργείται από το δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο και για τον ευθύ έλεγχο (δηλαδή το ΣτΕ) θα είναι δεσμευτική erga omnes.
ΣτΕ 3606/2007
[Καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης στη Σέριφο]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Δικηγόρος: Λ. Ροϊλός, Κ. Χαραλαμπίδης
Με την απαγόρευση δόμησης στην παραλία της Ψιλής ¶μμου στη Σέριφο θεσπίζεται μείζων προστασία σε σχέση με τη γενική νομοθεσία για την εκτός σχεδίου δόμηση. Η ρύθμιση, εναρμονίζεται προς τις προτάσεις της σχετικής Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης και προσιδιάζει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της νήσου, είναι νόμιμη.
Οι συναφείς περιορισμοί που επιβάλλονται με αντικειμενικά κριτήρια σε ιδιοκτησίες είναι θεμιτοί, διότι αφενός υπαγορεύονται από σκοπό δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου αφορούν εκτός σχεδίου περιοχές που δεν προορίζονται για δόμηση.
Οι περιορισμοί δεν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή σε σχέση με τον προορισμό της, αφού συνίστανται μόνο σε απαγόρευση δόμησης και, συνεπώς, δεν αντίκεινται προς το άρθρο 17 του Συντάγματος. Οι επίμαχες ρυθμίσεις κρίθηκαν αναγκαίες και πρόσφορες για την ανάσχεση της δόμησης κοντά στις ακτές της νήσου Σερίφου, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητο οικοσύστημα και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.
Με την υπόψη ρύθμιση δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της ισότητας. Κατά τη θέσπιση όρων και περιορισμών δόμησης λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη φύση και ο συγκεκριμένος χαρακτήρας των προς προστασία περιοχών, το μέγεθος των προβλημάτων τους και άλλοι παράγοντες, όπως μορφολογικοί, πληθυσμιακοί, τουριστικής ανάπτυξης, που διαφοροποιούνται ουσιωδώς από νησί σε νησί. Συνεπώς, αξιολογούνται αυτοτελώς και με βάση τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 334381 και 390952/2002).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση του από 17.9.2002 προεδρικού διατάγματος «Ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης στους οικισμούς και τις εκτός σχεδίου περιοχές της νήσου Σερίφου» (ΦΕΚ Δ΄ 930/24.10.2002).
3. Επειδή, οι αιτούσες, οι οποίες φέρονται ως ιδιοκτήτριες ακινήτων στην παραλία της Ψιλής ¶μμου, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση κατά του προσβαλλομένου διατάγματος, με το άρθρο 5 του οποίου χαρακτηρίζονται παραλίες της νήσου Σερίφου, μεταξύ των οποίων και η προαναφερόμενη, ως αξιόλογες παραλίες για κολύμβηση και αναψυχή του κοινού και καθορίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και ζώνη όπου απαγορεύεται οποιαδήποτε δόμηση.
4. Επειδή, στο άρθρο 4 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140 Α΄), ορίζονται τα εξής: «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από αιτιολογική έκθεση της κατά περίπτωση αρμόδιας υπηρεσίας του, γνώμη του αρμόδιου Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Συμβουλίου του αρμόδιου Υπουργείου και του Α.Π.Α.Σ. εάν ζητηθεί από τον Υπουργό και γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους, μπορεί να χαρακτηρίζονται: α) οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών ή αυτοτελή οικιστικά σύνολα εκτός αυτών, ως παραδοσιακά σύνολα, β) χώροι, τόποι, τοπία ή ζώνες ιδιαιτέρου κάλλους και φυσικοί σχηματισμοί που συνοδεύουν ή περιβάλλουν ακίνητα και στοιχεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως χώροι, τόποι ή ζώνες προστασίας των παραδοσιακών συνόλων, όπως και αυτοτελείς φυσικοί σχηματισμοί ανθρωπογενούς χαρακτήρα, εντός ή εκτός οικισμών, ως περιοχές που έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη προστασία, και να θεσπίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης και να καθορίζονται χρήσεις, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 του π.δ. 437/1985 «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» (ΦΕΚ 157 Α΄). Αν η γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου δεν περιέλθει στην αρμόδια υπηρεσία του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη λήψη του σχετικού εγγράφου από αυτόν, το διάταγμα εκδίδεται και χωρίς τη γνωμοδότηση αυτή. Ο χαρακτηρισμός σύμφωνα με την περίπτωση β’, εφόσον δεν θεσπίζονται ειδικοί όροι, μορφολογικοί περιορισμοί δόμησης και χρήσεις γης, μπορεί να γίνεται με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ύστερα από αιτιολογική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Εξάλλου, στο άρθρο 4 του ν. 1577/1985, στο οποίο διευκρινίζεται η έννοια όρων που χρησιμοποιούνται στο νομοθέτημα αυτό, προστέθηκε, με το άρθρο 1 παρ. 7 του ανωτέρω ν. 2831/2000, παράγραφος 46, στην οποία ορίζεται ότι: «Ακίνητα ή στοιχεία αρχιτεκτονικής ή φυσικής κληρονομιάς είναι οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών ή αυτοτελή οικιστικά σύνολα εκτός οικισμών, κτίρια ή συγκροτήματα κτιρίων ή στοιχεία του άμεσου φυσικού ή ανθρωπογενούς περιβάλλοντός τους, ιδίως αυλές, κήποι, θυρώματα και κρήνες, στοιχεία πολεοδομικού εξοπλισμού αστικού ή αγροτικού ή δικτύων ιδίως πλατείες, κρήνες, διαβατικά, λιθόστρωτα και γέφυρες, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό, κοινωνικό, αρχιτεκτονικό, πολεοδομικό, επιστημονικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Στα ακίνητα αγαθά φυσικής κληρονομιάς περιλαμβάνονται και χώροι, τόποι, τοπία ιδιαιτέρου κάλλους και φυσικοί σχηματισμοί, ιδίως βράχια, λόφοι ρεματιές και δενδροστοιχίες που συνοδεύουν ή περιβάλλουν ακίνητα αγαθά αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον». Ακολούθως, με το άρθρο 34 παρ. 5 του ν. 2971/2001 (ΦΕΚ 285 Α΄/19.12.2001) ορίσθηκε ότι «α) Κατά την αληθή έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000, ως κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός νοείται ο Υπουργός Αιγαίου στα νησιά που υπάγονται στην περιφέρεια του. β) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000, προστίθεται νέο εδάφιο γ΄ ως ακολούθως: «γ) Κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ της διάταξης μπορεί να χαρακτηρίζονται φυσικοί σχηματισμοί ως τόποι ιδιαίτερου κάλλους ευρύτεροι χώροι τοπίων, ευρύτερες ζώνες και ολόκληρα νησιά». Το τελευταίο αυτό εδάφιο γ’ καταργήθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α΄). Από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, με τις οποίες, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000, πριν εκδοθεί ο ν. 2791/2001, ως αρμόδιος να προτείνει την έκδοση προεδρικού διατάγματος για το χαρακτηρισμό στοιχείων, του φυσικού, αστικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος με βάση τις διατάξεις αυτές ορίζεται όχι μόνον ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, επιλαμβανόμενος ύστερα από γνώμη του οικείου Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, αλλά διαζευκτικώς και ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός, ο οποίος επιλαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση του αρμόδιου συμβουλίου του Υπουργείου του, συνάγεται ότι κατά τις διατάξεις αυτές, δηλαδή και πριν την φερόμενη ως ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 34 παρ. 5 του ν. 2971/2001, η αρμοδιότητα πρότασης της έκδοσης του κατά τα προαναφερόμενα προεδρικά διατάγματα περιοχές υπαγόμενες στην περιφέρεια του Υπουργείου Αιγαίου ανήκει στον Υπουργό Αιγαίου. Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000, δεν αποκλείεται ο χαρακτηρισμός ως τόπων ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και η θέσπιση ειδικών όρων δόμησης και χρήσης βάσει των διατάξεων αυτών, για ευρύτερες περιοχές που έχουν τα χαρακτηριστικά, τα οποία δικαιολογούν κατά νόμο τη σχετική ρύθμιση, ακόμη και αν καλύπτουν ολόκληρη την έκταση ενός νησιού, όπως η Σέριφος.
5. Επειδή, με την ΔΠΑ/9385/11.9.2000 απόφαση του Υπουργού Αιγαίου (ΦΕΚ 1176 Β΄) η νήσος Σέριφος και οι νησίδες Σεριφοπούλα, Βους και Γλαρονήσι του Νομού Κυκλάδων χαρακτηρίσθηκαν ως τοπία ιδιαιτέρου κάλλους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 3, παρ. 1 του ν. 2831/2000, με στόχο την προστασία και ανάδειξη του φυσικού, ιστορικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Προηγουμένως, με το άρθρο 1 του από 19.10.1978 π.δ/τος «Περί χαρακτηρισμού ως Παραδοσιακών Οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» (ΦΕΚ 594 Δ΄) είχε χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακός οικισμός, μεταξύ άλλων, η Χώρα της νήσου Σερίφου και είχαν καθορισθεί όροι και περιορισμοί δόμησης και οι επιτρεπόμενες χρήσεις για τους χαρακτηριζόμενους με το προεδρικό αυτό διάταγμα οικισμούς, ενώ με το άρθρο 1 του από 17.6.1988 π.δ/τος «Χαρακτηρισμός οικισμών του Νομού Κυκλάδων ως παραδοσιακών και καθορισμός ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης αυτών» (ΦΕΚ 504 Δ΄) χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί, μεταξύ άλλων, οι οικισμοί Γαλανή, Κένταρχος και Παναγιά της Σερίφου και με το άρθρο 2 αυτού του δ/τος καθορίστηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης και οι επιτρεπόμενες χρήσεις για τους κατά το προηγούμενο άρθρο 1 χαρακτηριζόμενους οικισμούς. Με το ήδη προσβαλλόμενο από 17.9.2002 προεδρικό διάταγμα καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης για τους οικισμούς και τις εκτός σχεδίου περιοχές της νήσου Σερίφου. Στο διάταγμα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 8, προσαρτήθηκε ως παράρτημα απόσπασμα του χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, στον οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 2 και 5 παρ. 14 του π.δ/τος. Ο χάρτης αυτός, έκδοσης του 1976, ο οποίος δημοσιεύθηκε σε σμίκρυνση με κλίμακα 1:50000 και στον οποίο αποτυπώνεται η εδαφική έκταση ισχύος των κανονιστικών όρων του π. δ., αρκεί, κατ’ αρχήν, σε συνδυασμό προς την αναγραφή στο κείμενο του διατάγματος των περιοχών του νησιού, στις οποίες επιβάλλονται ειδικότεροι όροι, περιορισμοί δόμησης και χρήσης για να γίνουν κατανοητές οι θεσπιζόμενες με το προσβαλλόμενο διάταγμα ρυθμίσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η απεικόνιση στο χάρτη αυτό των υφιστάμενων γραμμών αιγιαλού, των ορίων οικισμών γενικά, των δασών και των φυσικών δρυμών, των δασικών εκτάσεων, των αρχαιολογικών χώρων, των χορτολιβαδικών περιοχών, των αξιόλογων περιοχών, για τις οποίες επιβάλλονται ειδικότεροι όροι δόμησης, των οδών, των μονοπατιών, των ρυακιών, των ποταμών, της μορφής και της κλίσης του εδάφους.
¶λλωστε, τα ανωτέρω στοιχεία, όπως η χάραξη της γραμμής αιγιαλού, η οριοθέτηση ρεμάτων, ο καθορισμός ορίων οικισμών και αρχαιολογικών χώρων, καθορίζονται με διαδικασία διεπόμενη από ειδικούς κανόνες δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων μάλιστα επιβάλλεται η δημοσίευση της αντίστοιχης πράξης και του σχετικού διαγράμματος, η δε εφαρμογή των θεσπιζόμενων με το προσβαλλόμενο διάταγμα ρυθμίσεων σε κάθε ατομική περίπτωση πραγματοποιείται με καταμέτρηση και εκτίμηση των συγκεκριμένων δεδομένων, σε συνάρτηση με τη θέση του σε σχέση με τις αναφερόμενες στο διάταγμα προστατευόμενες περιοχές καθώς και με τις περιοχές που υπάγονται σε καθεστώς προστασίας με βάση το νόμο ή άλλες διοικητικές πράξεις, όπως είναι τα δασικά οικοσυστήματα, οι αρχαιολογικοί χώροι και ο αιγιαλός, η οριοθέτηση του οποίου με διοικητική πράξη δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του διατάγματος και ειδικότερα του άρθρου 5 αυτού, από τις οποίες θίγονται οι αιτούσες κατά τους ισχυρισμούς τους.
Εξάλλου, στο 120/2002 πρακτικό επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με βάση το οποίο εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα και συγκεκριμένα στην υπ’ αριθμ. 21 παρατήρηση, αναφέρεται ότι επιβάλλεται να διατυπωθεί με σαφήνεια το εδ. β της παρ. 3 του άρθρου 6 του σχεδίου και ήδη άρθρου 5 του δ/τος, ώστε να προκύπτει η περιμετρική ζώνη προστασίας και ότι η αποσαφήνιση αυτή μπορούσε να γίνει είτε με αποτύπωση της προστατευτέας ζώνης σε χάρτη που θα συνοδεύει το σχέδιο είτε με ακριβέστερη διατύπωση, η οποία υποδεικνύεται στο πρακτικό και έχει περιληφθεί τελικώς στη σχετική διάταξη του προσβαλλομένου π.δ. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι ο χάρτης που συνδημοσιεύθηκε με το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι ελλιπής, περιέχει αποσπασματικές απεικονίσεις και δεν επαρκεί για την κατανόηση των σχετικών ρυθμίσεων.
6. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το αρμόδιο κατά το άρθρο 3 του ν. 2831/2000 Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αιγαίου δεν εξέφερε δική του γνώμη, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι με το 1/28.6.2001 πρακτικό του, που μνημονεύεται στο στοιχείο 4 του προοιμίου του προσβαλλομένου π. δ/τος, το ως άνω Σ.Χ.Ο.Π. διατύπωσε τη γνώμη του, κατ’ αποδοχήν της από 21.6.2001 εισηγήσεως της Διευθύνσεως Περιφερειακής Ανάπτυξης του Υπουργείου Αιγαίου.
7. Επειδή, όπως αναφέρεται στο τέλος του προοιμίου του προσβαλλόμενου διατάγματος, τούτο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Αιγαίου, ο οποίος και συνυπογράφει το διάταγμα. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι σε κανένα σημείο του σώματος του διατάγματος αυτού δεν αναφέρεται ότι εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Αιγαίου. Εξάλλου, η εσφαλμένη αναγραφή στο προοίμιο του προσβαλλόμενου διατάγματος του έτους 2000 ως έτους εκδόσεως του ν. 2971, αντί του ορθού 2001, δεν επηρεάζει το κύρος του διατάγματος αυτού και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ο σχετικός λόγος ακυρώσεως. Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου δεν αναφέρεται στο προοίμιο η Ειδική Χωροταξική Μελέτη που συντάχθηκε για τη νήσο Σέριφο, διότι η μη αναγραφή στο προοίμιο, η οποία μάλιστα δεν περιλαμβάνεται στις προπαρασκευαστικές πράξεις της σχετικής διαδικασίας, η έκδοση των όποιων επιβάλλεται από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1577/1985, ως ουσιώδης τύπος, δεν επηρεάζει το κύρος του προσβαλλόμενου διατάγματος.
8. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1577/1985, το προεδρικό διάταγμα, με το οποίο χαρακτηρίζονται α) οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών ή αυτοτελή οικιστικά σύνολα εκτός αυτών, ως παραδοσιακά σύνολα και β) χώροι, τόποι, τοπία ή ζώνες ιδιαιτέρου κάλλους και φυσικοί σχηματισμοί που συνοδεύουν ή περιβάλλουν ακίνητα και στοιχεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως χώροι, τόποι ή ζώνες προστασίας των παραδοσιακών συνόλων, όπως και αυτοτελείς φυσικοί σχηματισμοί ανθρωπογενούς χαρακτήρα, εντός ή εκτός οικισμών, ως περιοχές που έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη προστασία, θεσπίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης και καθορίζονται χρήσεις εκδίδεται και χωρίς τη γνωμοδότηση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, αν η γνώμη του δεν περιέλθει στην αρμόδια υπηρεσία σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη λήψη του σχετικού εγγράφου από αυτό.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το Δημοτικό Συμβούλιο Σερίφου, κατόπιν του ΔΠΑ/4503/26.3.2001 εγγράφου της Δ/νσης Περιφερειακής Ανάπτυξης του Υπουργείου Αιγαίου, το οποίο έλαβε στο Δήμο Σερίφου αριθμό πρωτοκόλλου 909/27.3.2001, γνωμοδότησε επί του σχεδίου διατάγματος με την 57/23.5.2001 πράξη του που περιήλθε στο Υπουργείο Αιγαίου εντός της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας των δύο μηνών (αρ. πρωτ. Υπ. Αιγαίου 6884/25.5.2001). Ειδικότερα, στην Εισηγητική Έκθεση της ως άνω Δ/νσης, που συνόδευε το διαβιβασθέν στο Δήμο Σερίφου σχέδιο π.δ/τος αναφέρεται ότι: «…επείγει ιδιαίτερα η λήψη μέτρων προστασίας του τοπίου της νήσου Σερίφου, γιατί διατηρείται ακόμα ανέγγιχτο από πρόσφατες ανθρωπογενείς επεμβάσεις… Υπάρχει όμως ήδη έντονη τάση οικοδόμησης της παράκτιας ζώνης και ιδιαίτερα των περιοχών με τις σημαντικότερες παραλίες του νησιού», καθώς και ότι «στις εκτός των οικισμών περιοχές λαμβάνονται μέτρα προστασίας του τοπίου ιδιαίτερα αυστηρά στα παραλιακά τοπία και μάλιστα στις αμμουδιές, στους ορεινούς όγκους, στις περιοχές με έντονες κλίσεις εδάφους και τέλος στα ρέματα. Στην αποτροπή της υποβάθμισης της αισθητικής αξίας του τοπίου αποβλέπουν… η προτεινόμενη μείωση του δικαιώματος δόμησης των γηπέδων. Γιατί πιστεύουμε ότι η κάλυψη των πιέσεων για την κατασκευή παραθεριστικών κατοικιών πρέπει να γίνει μέσω των οικισμών και όχι με τη δόμηση του αγροτικού χώρου καταστρέφοντας το τοπίο…». Εν τούτοις, το Δημοτικό Συμβούλιο Σερίφου, όπως προκύπτει από την ως άνω γνωμοδότησή του, απέρριψε στο σύνολό της καταρχήν την ως άνω εισήγηση, επιφυλάχθηκε δε περαιτέρω για την κατάθεση «λεπτομερών, αναλυτικών και τεκμηριωμένων προτάσεων» εντός προθεσμίας 6 μηνών, ενέκρινε δε τη σύσταση Επιτροπής για τη μελέτη του ως άνω ζητήματος.
Εξάλλου, σχέδιο προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης για τις εκτός σχεδίου και εντός ορίων παραδοσιακών οικισμών περιοχές της νήσου Σερίφου είχε το πρώτον υποβληθεί στο Δικαστήριο προς επεξεργασία το έτος 2001. Επ’ αυτού του σχεδίου εκδόθηκε το πρακτικό επεξεργασίας 534/2001, με το οποίο το Β΄ Τμήμα Διακοπών του Συμβουλίου της Επικρατείας απείχε της επεξεργασίας του σχεδίου ενόψει του ΓΥΑ 505/9.8.2001 εγγράφου του Υπουργού Αιγαίου, με το οποίο ζητήθηκε η απόσυρση του σχεδίου. Επί του τότε υποβληθέντος σχεδίου, όπως προκύπτει από το φάκελο του ως άνω 534/2001 πρακτικού επεξεργασίας, ο Δήμος Σερίφου είχε υποβάλει υπόμνημα, την 67/2001 γνωμοδότησή του επί των προτάσεων της συσταθείσας με την 57/2001 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Επιτροπής και την 101/1999 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου επί της εκπονηθείσας στα πλαίσια του κοινοτικού προγράμματος ENVIREG Εδικής Χωροταξικής Μελέτης της νήσου Σερίφου. Μεταξύ του αρχικού σχεδίου προεδρικού διατάγματος, επί του οποίου γνωμοδότησε το Δημοτικό Συμβούλιο Σερίφου (57/2001 γνωμοδότηση) και του τελικού σχεδίου επί του οποίου εκδόθηκε το πρακτικό επεξεργασίας 120/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις, αλλά όπως έγινε δεκτό και με το ως άνω πρακτικό επεξεργασίας, αυτές δεν συνιστούν ουσιώδεις μεταβολές του αρχικού σχεδίου ώστε να επιβάλλεται η εκ νέου αποστολή του σχεδίου στον οικείο Ο.Τ.Α. Εξάλλου, η διατύπωση της αφορώσας ειδικά τις παραλίες, μεταξύ των οποίων και η Ψιλή ¶μμος, ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του προσβαλλόμενου διατάγματος, από την οποία βασικώς θίγονται οι αιτούσες, εφόσον οι ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονται στη ζώνη της ως άνω παραλίας, στην οποία απαγορεύεται απολύτως η δόμηση, είναι σύμφωνη με σχετική υπόδειξη του 120/2002 πρακτικού επεξεργασίας. Με τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα είναι μη νόμιμο διότι εκδόθηκε χωρίς να ζητηθεί η γνωμοδότηση του Δήμου Σερίφου (βλ. ΣτΕ 2605/2005).
10. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 3 εδ. α΄ και β΄ του προσβαλλόμενου διατάγματος ορίζεται ότι: «α) Οι παραλίες ¶γιος Γιάννης, Ψιλή ¶μμος… χαρακτηρίζονται ως αξιόλογες παραλίες για κολύμβηση και αναψυχή του κοινού και ως εκ τούτου επιβάλλεται η διαφύλαξη της φυσικής τους κατάστασης και του δημόσιου χαρακτήρα τους … β) Σε απόσταση 200 μ. από την γραμμή αιγιαλού του αμμώδους τμήματος της ακτής της Βαγιάς και σε ζώνη με ακτίνα 200 μ. από τα ακραία σημεία της γραμμής αυτής, καθώς και 100 μ. από την γραμμή αιγιαλού του αμμώδους τμήματος των λοιπών ακτών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και σε ζώνη με ακτίνα 200 μ. από τα ακραία σημεία της γραμμής αυτής απαγορεύεται οποιαδήποτε δόμηση, περίφραξη, εκσκαφή, επιχωμάτωση ή αμμοληψία, κοπή αυτοφυούς βλάστησης και γενικά οποιαδήποτε δραστηριότητα που αλλοιώνει το περιβάλλον ή παρεμποδίζει την ελεύθερη χρήση της παραλίας από το κοινό. Επιτρέπεται η συνέχιση της λειτουργίας των υφισταμένων εγκαταστάσεων (ταβέρνες, εστιατόρια), η επισκευή τους, η συντήρησή τους, αλλά όχι η επέκτασή τους». Προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι η ως άνω ρύθμιση, με την οποία απαγορεύεται απολύτως η δόμηση σε απόσταση 100 μέτρων από τη γραμμή αιγιαλού του αμμώδους τμήματος και σε ζώνη με ακτίνα 200 μ. από τα άκρα αυτού είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζεται από τα ακραία σημεία τίνος τμήματος της γραμμής αιγιαλού, του αμμώδους ή του βραχώδους τμήματος, προσδιορίζεται η ακτίνα των 200 μ. όταν η γραμμή αιγιαλού καταλήγει σε βραχώδη τμήματα της ακτής, όπως στην περίπτωση της Ψιλής ¶μμου. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι σαφώς προκύπτει από την εκτεθείσα ως άνω διάταξη ότι η ζώνη, στην οποία ισχύουν οι ως άνω απαγορεύσεις, εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων από το αμμώδες τμήμα της γραμμής αιγιαλού και σε ακτίνα 200 μέτρων από τα ακραία σημεία επίσης του αμμώδους τμήματος της γραμμής αιγιαλού.
11. Επειδή προβάλλεται επίσης ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του προσβαλλομένου διατάγματος, η οποία απαγορεύει απολύτως τη δόμηση στην προσδιοριζόμενη με τη διάταξη αυτή ζώνη, δεν βρίσκει έρεισμα στην εξουσιοδιοτική διάταξη του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, διότι με την εξουσιοδότηση αυτή δεν παρέχεται δυνατότητα επιβολής πλήρους απαγορεύσεως της δόμησης, εφόσον δεν περιέχεται πρόβλεψη στο νόμο ειδικώς για τον περιορισμό αυτό. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατά την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη, ερμηνευόμενη εν όψει και του σκοπού της που είναι εναρμονισμένος προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1, 2 και 6 του Συντάγματος, επιτρέπεται η επιβολή οποιωνδήποτε περιορισμών δόμησης κρίνονται κάθε φορά αναγκαίοι για να επιτευχθεί ο σκοπός της διάταξης, δηλαδή η αποτροπή κινδύνου καταστροφής ή αλλοίωσης του προστατευόμενου αντικειμένου του φυσικού, οικιστικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, οι περιορισμοί δε αυτοί μπορούν να περιλάβουν και ολοσχερή απαγόρευση της δόμησης και μάλιστα σε εκτός σχεδίου περιοχές, ιδίως αν πρόκειται για περιοχές με ευαίσθητο οικοσύστημα, στις οποίες περιλαμβάνονται οι παραλιακές περιοχές, όπως η επίμαχη.
12. Επειδή, από τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 6 του άρθρου 24 καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προβεί σε χωροταξική οργάνωση της χώρας, η οποία θα διασφαλίζει την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος, τους άριστους δυνατούς όρους διαβιώσεως του πληθυσμού και την οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης ανάπτυξης). Μέχρις ότου εκπονηθούν ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια, εθνικό, περιφερειακό, ειδικό κατά τις διακρίσεις του ν. 2742/1999 επίπεδο, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη, η Διοίκηση οφείλει να προσφεύγει σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαίο σε μέσα και διαδικασίες μερικού τουλάχιστον σχεδιασμού και προγραμματισμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως η έγκριση Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου, των Ρυθμιστικών Σχεδίων, ώστε να διαφυλάσσονται οι δυνατότητες της ευρύτερης χωροταξικής οργανώσεως. Στόχος της θέσπισης ζωνών, στις οποίες επιβάλλεται ειδικό καθεστώς χρήσεων γης και συναφείς περιορισμοί, είναι ο ορθολογικός έλεγχος των έργων και δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τη φέρουσα ικανότητα (αντοχή) της κάθε περιοχής, η αποφυγή ή ρύθμιση συγκρούσεων από τις πιέσεις που εκδηλώνονται για την ανάπτυξη μιας περιοχής, η προστασία των μη ανανεώσιμων και των ευαίσθητων φυσικών πόρων καθώς και του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Εξάλλου, σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία αποτελούν σχετικά απομονωμένα οικοσυστήματα με εύθραυστη ισορροπία και ως εκ τούτου είναι δεκτικά μόνο ήπιας ανάπτυξης, και για την προστασία των οποίων ουσιώδη όρο αποτελεί ο χωροταξικός σχεδιασμός, με τον οποίο πρέπει να επιδιώκεται η διατήρηση αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου και των οικοσυστημάτων του νησιού και η αποτροπή εκείνων των μορφών ανάπτυξης που δεν είναι συμβατές προς τον πιο πάνω σκοπό. Οι αρχές αυτές είναι εφαρμοστέες και για τη θέσπιση, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 1577/1985 (Α΄ 210), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2831 /2000, ρυθμίσεων για μικρά νησιά, ιδίως αν αφορούν ευρύτερες ενότητες ή ολόκληρο νησί [βλ. σχετικά ΣτΕ 5933/1996, 1643/1998, 1129, 1522, 1588/1999, 2239, 2425/2000).
13. Επειδή, για την υλοποίηση όσων αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, καταρτίσθηκε και προωθήθηκε το Κοινοτικό Πρόγραμμα ENVIREG, στο πλαίσιο του οποίου εκπονήθηκε για τη νήσο Σέριφο Ειδική Χωροταξική Μελέτη. Σύμφωνα με τις προτάσεις της εν λόγω μελέτης, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο 1995, η νήσος πρέπει να διαιρεθεί σε τομείς ως εξής: Τομέας Ι (με χρήσεις τουριστικών εγκαταστάσεων, αναψυχής και κατοικίας), Τομέας II (γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας), Τομέας II 1 (γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας με προστασία του υδροφόρου ορίζοντα), Τομέας III (ειδική προστασία φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος), Τομέας III 1 (αυστηρή προστασία φυσικού περιβάλλοντος), Τομέας IV (ήπια προστασία φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος), Τομέας Α (Ζώνη Α χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος) και Τομέας Β (Ζώνη χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπου απαιτείται έλεγχος εκσκαφών από την αρχαιολογική υπηρεσία). Προτείνεται ακόμη ο καθορισμός συγκεκριμένων περιοχών ως ζωνών προστασίας της φύσης και του τοπίου, σύμφωνα με το Ν. 1650/1986, και προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι «Επιβάλλεται κατά την ανέγερση κτιρίων οιασδήποτε χρήσης η τήρηση των παρακάτω αποστάσεων, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν άλλες: α)… β) … γ) Από τη γραμμή αιγιαλού 50 μ. για κατοικία και 70 μ. για όλες τις άλλες χρήσεις. Ως γραμμή αιγιαλού νοείται το προς την ξηρά όριο του αιγιαλού κι αν η οριογραμμή αυτή δεν έχει προσδιοριστεί κατά τις κείμενες διατάξεις, νοείται η διαχωριστική γραμμή ξηράς-θάλασσας και τότε η απόσταση αυτή δύναται να προσαυξηθεί αντίστοιχα σε 60 και 100 μ. κατά την κρίση της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας. Ειδικά στην παραλία της Βαγιάς στον Όρμο Κουταλά Σερίφου, η απόσταση αυτή προσαυξάνεται για όλες τις χρήσεις σε 300 μ. με σκοπό την προστασία των αμμοθινών» (Γ΄Φάση σελ. 39). Με το προσβαλλόμενο διάταγμα καθορίζονται, μεταξύ άλλων, γενικοί όροι και περιορισμοί στην εκτός σχεδίου περιοχή της Νήσου Σερίφου καθώς και πρόσθετοι όροι σε ορισμένες περιοχές της, όπως η προαναφερόμενη απαγόρευση δόμησης στην παραλία της Ψιλής ¶μμου που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 3 εδ. β. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία θεσπίζεται για την ευαίσθητη αυτή περιοχή προστασία μείζων σε σχέση με τη γενική νομοθεσία για την εκτός σχεδίου δόμηση, είναι νόμιμη, διότι δεν ανατρέπει τις βασικές προτάσεις της πιο πάνω Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης, αλλ’ αντιθέτως είναι εναρμονισμένη προς τις προτάσεις αυτές και προσιδιάζει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της νήσου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι σχετικές ρυθμίσεις είναι αντίθετες με τις προβλέψει της Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης του Ιουνίου 1995, η οποία δεν προβλέπει τη θέσπιση ζωνών όπου θα ισχύει απόλυτη απαγόρευση δόμησης και κρίνει ως ιδιαίτερα προστατευτέα μόνο την περιοχή της Βαγιάς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
14. Επειδή, και ο περαιτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του προσβαλλομένου διατάγματος δεν είναι νόμιμη, διότι η απόλυτη απαγόρευση δόμησης καθιστά αδρανή την ιδιοκτησία των αιτουσών, συνεπάγεται αναγκαστική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας τους χάριν δημοσίου συμφέροντος, χωρίς την πρόβλεψη αποζημίωσης, κατά παράβαση του άρθρου 17 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος. Οι τιθέμενοι, όμως με τις παρατεθείσες διατάξεις, με αντικειμενικά κριτήρια, περιορισμοί στην ιδιοκτησία των αιτουσών είναι κατ’ αρχή θεμιτοί, διότι αφενός υπαγορεύονται από σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα, αποσκοπούν στην προστασία της επίμαχης ευαίσθητης περιοχής και αφετέρου αφορούν εκτός σχεδίου περιοχές, που δεν προορίζονται για δόμηση. Ως εκ τούτου, με τα δεδομένα της κρινόμενης υπόθεσης, εφόσον όι περιορισμοί αυτοί θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, τεκμηριώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και δεν εξαφανίζουν, ούτε καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή σε σχέση με τον προορισμό της, αφού συνίσταται μόνον σε απαγόρευση δόμησης, δεν προσκρούουν στο άρθρο 17 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2605/2005) και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο παραπάνω λόγος ακυρώσεως.
15. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι με τις ρυθμίσεις του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, κατά τα άρθρα 25 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι ο σκοπός της προστασίας των ακτών θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί στην προκείμενη περίπτωση με το ήπιο μέτρο της απαγόρευσης δόμησης σε απόσταση 50 μέτρων από τη γραμμή αιγιαλού. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, οι επίμαχες ρυθμίσεις κρίθηκαν αναγκαίες και πρόσφορες για την ανάσχεση της δόμησης κοντά στις ακτές της νήσου Σερίφου, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητο οικοσύστημα που χρήζει προστασίας η κρίση δε αυτή του κανονιστικού νομοθέτη, θεμελιώνεται στα στοιχεία του φακέλου και δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα διδάγματα της κοινής πείρας.
16. Επειδή, οι αιτούσες προβάλλουν ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας με το προσβαλλόμενο διάταγμα αφενός επιβάλλεται για τη Σέριφο απαγόρευση δόμησης σε απόσταση 100 μ. και 200 μ. από τις ακτές, η οποία δεν ισχύει σε άλλα νησιά των Κυκλάδων και αφετέρου προβλέπεται μέγιστη δομήσιμη επιφάνεια 150 τ.μ. για κτίρια κατοικίας, ενώ για τουριστικές εγκαταστάσεις η μέγιστη επιφάνεια ορίζεται με το ίδιο διάταγμα σε 1.500 τ.μ.. Παράβαση, όμως, της αρχής της ισότητας των πολιτών κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, συντρέχει στην περίπτωση που τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως όμοιες περιπτώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, τα δεδομένα που επικαλούνται οι αιτούσες για να θεμελιώσουν το λόγο περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας δεν συνιστούν όμοιες περιπτώσεις. Ειδικότερα, κατά τη θέσπιση όρων και περιορισμών δόμησης κατ’ εφαρμογή των εξουσιοδοτικών διατάξεών του αναφέρονται στη σκέψη 4, λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη φύση και ο συγκεκριμένος χαρακτήρας των προς προστασία περιοχών, το μέγεθος των προβλημάτων τους και ποικίλοι παράγοντες, όπως μορφολογικοί, πληθυσμιακοί, τουριστικής ανάπτυξης, δηλαδή παράμετροι που διαφοροποιούνται ουσιωδώς από νησί σε νησί και, συνεπώς, αξιολογούνται αυτοτελώς και αναφορικά με τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι στην κρινόμενη υπόθεση αφενός ελήφθησαν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Σερίφου, ως μικρού νησιού με ευπαθές οικοσύστημα και η διαμόρφωση των ακτών της, οι δε σχετικές ρυθμίσεις στηρίζονται σε νόμιμα και αντικειμενικά κριτήρια και αφετέρου ότι η ανέγερση κατοικίας και η ανέγερση τουριστικών εγκαταστάσεων αποτελούν ουσιωδώς διαφορετικές περιπτώσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο παραπάνω λόγος ακυρώσεως.
17. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 2831/2000, όπως ίσχυε κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, δηλαδή πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3212/2003 (ΦΕΚ 308 Α). «Όταν μετά την ισχύ του παρόντος νόμου τροποποιούνται οι γενικές ή ειδικές πολεοδομικές διατάξεις ή οι κανονισμοί που ισχύουν σε περιοχές εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή σε οικισμούς γενικά ή σε εκτός σχεδίου περιοχές, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες διατάξεις, εάν πριν από την θέσπιση τους : α) είχε εκδοθεί και εξακολουθεί να ισχύει νόμιμη άδεια οικοδομής, β) είχε υποβληθεί στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία αίτηση για την έκδοση ή την αναθεώρηση άδειας οικοδομής με όλα τα στοιχεία και δικαιολογητικά, που απαιτούνται από τις οικείες διατάξεις, γ) είχε εγκριθεί από τον αρμόδιο φορέα μέσα στην τελευταία τριετία και ισχύει μελέτη ειδικού κτιρίου σχετική με τη λειτουργικότητά του με ή χωρίς παρεκκλίσεις με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, δ) ….. ε) …..». Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις και ειδικότερα την περιεχόμενη σε αυτές επιφύλαξη, ως προς το άρθρο 4 του ν. 1577/1985, από τους μεταβατικού χαρακτήρα κανόνες που εισάγονται με τις διατάξεις αυτές εξαιρούνται οι περιοχές που έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη, προστασία, περί των οποίων προβλέπει το εν λόγω άρθρο 4 του ν. 1577/1985 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000), διότι δεν συνάδουν προς τον χαρακτήρα των περιοχών αυτών και έρχονται σε αντίθεση με την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ανατιθέμενη στο Κράτος υποχρέωση προστασίας τους (πρβλ. Π.Ε. 838/2003, 396/2002). Εξ άλλου, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, οι διοικητικές πράξεις διέπονται από το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεώς τους. Συνεπώς, νομίμως προβλέπεται με το άρθρο 7 του προβαλλομένου διατάγματος ότι εκτελούνται ή αναθεωρούνται, χωρίς αύξηση του όγκου του κτιρίου, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις εκείνες μόνο οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του προσβαλλόμενου διατάγματος, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δεν προβλέπεται η δυνατότητα αυτή και όταν έχει υποβληθεί στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία πλήρης φάκελος για την έκδοση οικοδομικής άδειας, όπως στην περίπτωση της πρώτης των αιτουσών, η οποία είχε υποβάλει την 1978/25.10.2001 αίτηση εκδόσεως οικοδομικής άδειας με πλήρη φάκελο».
Σχόλιο
Στην υπόθεση που αφορά η σχολιαζόμενη απόφαση προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως προεδρικό διάταγμα, με το οποίο επιβλήθηκε σε παράκτια εκτός σχεδίου περιοχή της Σερίφου πλήρης απαγόρευση δόμησης σε ορισμένη απόσταση από τον αιγιαλό. Το Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί επί μεγάλου αριθμού λόγων ακυρώσεως, πολλοί από τους οποίους αφορούσαν στοιχεία της εξωτερικής νομιμότητας του εν λόγω προεδρικού διατάγματος. Στο επίκεντρο της διαφοράς βρέθηκε πάντως το ουσιαστικό ζήτημα περί του θεμιτού της απαγόρευσης δόμησης που επιβλήθηκε.
Η προβληματική του επιτρεπτού της εκτός σχεδίου δόμησης συνιστά μία από τις κλασικές θεματικές της νομολογίας του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας, πρόσφατα τέθηκε όμως και στο επίκεντρο του ευρύτερου ενδιαφέροντος της κοινωνίας ενόψει της σύνταξης του Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το ΥΠΕΧΩΔΕ και το οποίο περιέχει συναφώς ορισμένες ειδικές αναφορές[1]. Το Συμβούλιο Επικρατείας κρίνει ότι η δόμηση στις εκτός σχεδίου περιοχές συνιστά μια κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπτή μορφή χρήσης του ακινήτου, την οποία ο νομοθέτης μπορεί να περιορίσει ή και να απαγορεύσει πλήρως χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος[2]. Η σχολιαζόμενη απόφαση επιβεβαιώνει τον νομολογιακό κανόνα, διευκρινίζει δε, σε αρμονία με προηγηθείσα θεωρητική ανάλυση[3], ότι ο νομοθέτης προβαίνει εν προκειμένω σε έναν επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ιδίως ενόψει του επιδιωκόμενου περιβαλλοντικού σκοπού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τμήμα της απόφασης όπου αντιμετωπίζεται ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η προσβληθείσα ρύθμιση αντίκειται στην Ειδική Χωροταξική Μελέτη που είχε συνταχθεί για τη Σέριφο. Στην περίπτωση αυτή καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ήδη γνωστή από τη νομολογία απαίτηση προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού από την αντίστροφη όψη της: Εάν πράγματι οι αποφάσεις της διοίκησης για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων συγκεκριμένων έργων και δραστηριοτήτων που θα πλήξουν το περιβάλλον είναι ακυρωτέες, όταν δεν ακολουθούν προηγούμενες χωροταξικές επιλογές[4], δεν θα έπρεπε άραγε και αντίστροφα ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος με την επιβολή περιορισμών και απαγορεύσεων να εναρμονίζονται με τυχόν προηγηθέντα χωροταξικό σχεδιασμό; Η σχολιαζόμενη απόφαση δίνει καταφατική μεν απάντηση, ερμηνεύει όμως τις προβλέψεις του οικείου χωροταξικού σχεδίου κατά τρόπον ώστε να δικαιολογείται η προσβληθείσα ρύθμιση: Ακόμη και αν οι προβλεπόμενοι στην Ειδική Χωροταξική Μελέτη της Σερίφου περιορισμοί είναι ηπιότεροι και δεν περιλαμβάνουν την επίμαχη ρύθμιση, κρίσιμο είναι κατά το Δικαστήριο το γεγονός ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός απέβλεψε επίσης στην προστασία του νησιωτικού τοπίου με τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης, κατά τρόπον ώστε να προκύπτει αρμονία σε ένα γενικό επίπεδο στοχοθέτησης. Βαρύνουσα σημασία για την κρίση αυτή φαίνεται να έχει και ο νησιωτικός χαρακτήρας της περιοχής, ο οποίος κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας καθιστά επιτακτική την αυξημένη προστασία του περιβάλλοντός της.
Γενικότερα, η απαίτηση προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού δεν αποτελεί νομολογιακό καπρίτσιο, αλλά επιβάλλεται προκειμένου να μειωθούν οι δυσμενείς- περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές- συνέπειες που έχουν οι αντιφατικές χρήσεις γης και εν γένει ανθρώπινες δραστηριότητες[5]. Οι δραστηριότητες που έχουν επίδραση στο χώρο προφανώς δεν μπορεί να κατανέμονται τυχαία, αλλά επί τη βάσει κρατικής απόφασης, η οποία πρέπει να εδράζεται σε μία επιστημονική στάθμιση των αναγκών και των δυνατών τρόπων ικανοποίησής τους σε ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο. Η χωροταξική απόφαση, για την ακρίβεια η επιστημονική στάθμιση στην οποία αυτή βασίζεται, αποτελεί το λογικό έρεισμα της απόφασης περί χωροθέτησης συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας. Η σημασία αντιθέτως του προηγούμενου χωροταξικού σχεδιασμού σε περιπτώσεις μέτρων που απλώς απαγορεύουν δραστηριότητες ως μη φιλικές προς το περιβάλλον είναι διαφορετική και σαφώς μειωμένη, διότι εν προκειμένω δεν ελλοχεύει κίνδυνος νέων συγκρούσεων στις χρήσεις γης, αλλά διατηρείται απλώς η υφιστάμενη κατάσταση. Κατά τρόπο αντίστοιχο, η σχολιαζόμενη απόφαση μειώνει στην προκείμενη περίπτωση τις απαιτήσεις που τίθενται ως προς τη δεσμευτικότητα της χωροταξικής μελέτης: Ενώ, όπως κρίθηκε στην περίπτωση της επέκτασης του λιμένα της Νάξου[6], προκειμένου για έργα με μείζονος σημασίας περιβαλλοντικές συνέπειες απαιτείται η προηγούμενη ειδική έγκριση στο χωροταξικό επίπεδο του συγκεκριμένου έργου, η ΣτΕ 3606/2007 αρκείται απλώς στην αρμονία σε επίπεδο σκοπών και κατευθύνσεων μεταξύ του υπερκείμενου σχεδιασμού και των επιβληθέντων περιορισμών δόμησης.
Κωνσταντίνος Γώγος
Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.
[1] Βλ. ιδίως το άρθρο 10 παρ. 3 του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, όπως αυτό εγκρίθηκε από την Κυβερνητική Επιτροπή τον Φεβρουάριο 2008.
[2] Βλ. ΣτΕ 2657/2007, ΣτΕ 3901/2006, ΣτΕ 3848-50/2005, ΣτΕ 784/1999, ΣτΕ 2690/1994, ΤοΣ 1995, σ. 729=ΕΔΔΔ 1996, σ. 429, ΣτΕ 1169/1994, ΤοΣ 1995, σ. 734, ΣτΕ (Ολομ.) 219/1987, ΕλλΔνη 1987, σ. 937, ΣτΕ (Ολομ.) 695/1986, ΕΔΔΔ 1986, σ. 82.
[3] Βλ. Ν. Ρόζου, Πολεοδομικό δίκαιο και περιορισμοί της ιδιοκτησίας. Ο πρωτογενής καθορισμός του περιεχομένου της κυριότητας επί ακινήτων και ειδικών αγαθών και οι περαιτέρω περιορισμοί του (Ιούλιος 2007), www.nomosphysis.org.gr.
[4] Ενδεικτικά ΣτΕ 1563/2007 (δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., παραπεμπτική στην Ολομέλεια), ΣτΕ 1340/2007 (επέκταση λιμένα Νάξου), ΣτΕ Ολομ. 2489/2006 (ιχθυοκαλλιέργειες), ΣτΕ 3249/2000 (σωφρονιστικά καταστήματα).
[5] Για την έννοια και την αποστολή του χωροταξικού σχεδιασμού βλ. Β. Σκουρή, Χωροταξικό και πολεοδομικό δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 28 επ. καθώς και Ν. Ρόζου, Η νομική προβληματική του χωροταξικού σχεδιασμού, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 11 επ.
[6] ΣτΕ 1340/2007.
ΣτΕ 390/2008
[Παράνομη η έγκριση διάθεσης εντομοκτόνων
για τον ψεκασμό πεύκων σε αστικές και περιαστικές περιοχές]
Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης
Εισηγητής: Ηλ. Μάζος, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Γ. Μπάλιας, Ε. Λευθεριώτου
Οι αποφάσεις του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τις οποίες εγκρίθηκε η προσωρινή διάθεση (έως τις 30.6.2007) εντομοκτόνων για τον ψεκασμό πεύκων σε αστικές και περιαστικές περιοχές, είναι παράνομες, ως αναιτιολόγητες. Η έξαρση της προσβολής των πεύκων από το έντομο Marchalina hellenica δεν συνιστά απρόβλεπτο κίνδυνο. Επίσης, δεν υπήρχε απόφαση των αρμόδιων κοινοτικών οργάνων που ήταν αναγκαία, επειδή ανάλογα μέτρα είχαν ληφθεί το 2005 και το 2006.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, η αιτούσα, κάτοικος Αθηνών (περιοχής δηλαδή που καταλαμβάνεται από τις επίδικες ρυθμίσεις), ζητεί με έννομο συμφέρον, και παραδεκτώς κατά τα λοιπά, την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, με τις οποίες επιτρέπεται, όπως ισχυρίζεται, η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά τρόπο επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.
5. Επειδή, η έγκριση, η διάθεση στην αγορά και ο έλεγχος των φυτοπροστατευτικών προϊόντων ρυθμίζονται από το π.δ. 115/1997 (ΦΕΚ Α΄ 104), με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου («σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων», ΕΕ L. 230). Στο προεδρικό διάταγμα αυτό ορίζεται (άρθρο 3 παρ. 1) ότι επιτρέπεται, καταρχήν, η διάθεση στην αγορά και η χρήση στη χώρα φυτοπροστατευτικών προϊόντων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 το προϊόν εγκρίνεται, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων εφόσον (στοιχ. α΄) οι δραστικές ουσίες, που περιέχει, έχουν καταχωρισθεί στο Παράρτημα Ι του διατάγματος και πληρούνται οι όροι καταχωρίσεως, και εφόσον (στοιχ. β’), υπό το φως των τρεχουσών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αποδεικνύεται ότι, «χρησιμοποιούμενο σωστά» κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3, το προϊόν «ιν. δεν έχει επιβλαβή άμεση ή έμμεση επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων (π.χ. μέσω ποσίμου ύδατος, τροφών ή ζωοτροφών) ή στα υπόγεια ύδατα, [και] ν. δεν έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον αφού ληφθούν ιδίως υπόψη η τύχη και η συμπεριφορά του στο περιβάλλον, ιδίως η ρύπανση των υδάτων περιλαμβανομένων των ποσίμων και των υπόγειων, [και] η επίδραση του σε είδη μη στόχους». Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 ορίζεται ότι «στην έγκριση πρέπει να αναφέρονται ρητά οι προϋποθέσεις διάθεσης στην αγορά και χρήσης του προϊόντος και οπωσδήποτε εκείνες οι οποίες εξασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 στοιχείο β΄». Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο Παράρτημα Ι γίνεται αφού ληφθεί σχετική απόφαση από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 6 παρ. 1), εφόσον, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5, «με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν ικανοποιούν τους ακόλουθους όρους: α. τα υπολείμματα τους, που προέρχονται από εφαρμογή σύμφωνη με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, και μπορούν, εφόσον είναι σημαντικά από τοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης, β. η χρήση τους, που είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχει βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β, σημεία iν και ν».
6. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 8 του διατάγματος θεσπίζονται μεταβατικές διατάξεις και παρεκκλίσεις. Προβλέπεται ειδικότερα, αφενός, η χορήγηση προσωρινής, για περίοδο μέχρι 3 ετών, εγκρίσεως διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν νεοφανή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστική ουσία, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι, και, αφετέρου, η χορήγηση, για ορισμένο χρονικό διάστημα, εγκρίσεων κυκλοφορίας σε προϊόντα που περιέχουν γνωστές στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ρητώς ορίζεται ότι αναμένεται να πληρούνται ή ότι εφαρμόζονται οι προμνησθείσες απαιτήσεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. β΄ ως προς τις επιδράσεις του προϊόντος στην υγεία των ανθρώπων και στο περιβάλλον (8 παρ. 1 στοιχ. β΄, 2, 3). Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου 8, «κατά περαιτέρω παρέκκλιση του άρθρου 4 σε ειδικές περιπτώσεις, εγκρίνεται, προσωρινά και για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 120 ημέρες, η διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, που δεν συμφωνούν με τις διατάξεις του άρθρου 4, για περιορισμένη και ελεγχόμενη χρήση, εάν το μέτρο αυτό κρίνεται αναγκαίο λόγω απρόβλεπτου κινδύνου που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλα μέσα. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των άλλων Κρατών Μελών και την Επιτροπή σχετικά με το μέτρο που ελήφθη». Προβλέπεται δε από την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ (άρθρο 8 παρ. 4) ότι αποφασίζεται χωρίς καθυστέρηση από τα κοινοτικά όργανα, με τη διαδικασία του άρθρου 19 αυτής, «εάν και με ποιους όρους το μέτρο αυτό του κράτους μέλους μπορεί να παραταθεί για περίοδο που θα καθοριστεί, να επαναληφθεί ή να ανακληθεί».
7. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην από 18.4.2006 εισήγηση του Προϊσταμένου του Τμήματος Γεωργικών Φαρμάκων της Διεύθυνσης Προστασίας Φυτικής Παραγωγής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς το Ανώτατο Συμβούλιο Γεωργικών Φαρμάκων, τα τελευταία χρόνια στα πεύκα των αστικών και περιαστικών περιοχών της Αττικής παρατηρείται έξαρση προσβολής από το έντομο Marchalina hellenica. Είναι μία από τις αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν καχεξία και ξηράνσεις κλάδων των δένδρων αλλά και άλλες δευτερογενείς προσβολές και ρύπανση του περιβάλλοντος. Έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία από μελισσοκομικής πλευράς, δεδομένου ότι ποσοστό 60% της ετήσιας παραγωγής μελιού στην Ελλάδα είναι «πευκόμελο», παραγόμενο από μελιτώματα και εκκρίματα του εντόμου αυτού στα πεύκα, για το λόγο δε αυτό η έξαρση της προσβολής των πεύκων, που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, αποδίδεται στην εξάπλωση του από τους μελισσοκομικούς συνεταιρισμούς, με «εμβολιασμό» των πευκοδασών και των πεύκων των περιαστικών περιοχών με το εν λόγω έντομο. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος εκρίθη απαραίτητη η λήψη μέτρων, ειδικότερα δε με τη υπουργική απόφαση 93926/1741/27.5.2005 απαγορεύθηκε η συνέχιση της τεχνητής μετάδοσης του εντόμου («εμβολιασμός») των πευκόδενδρων στην περιφέρεια του νομού Αττικής. Περαιτέρω, δοθέντος ότι δεν υπήρχε εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν για την καταπολέμηση του εντόμου, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων διενήργησε τον μήνα Ιούνιο 2005, υπό την εποπτεία Επιστημονικής Επιτροπής, πρόγραμμα δοκιμαστικών εφαρμογών φυτοπροστατευτικών προϊόντων, σε περιαστικά άλση της Αττικής, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας τους και του κατάλληλου χρόνου επέμβασης, εν συνεχεία δε ενέκρινε τη διάθεση στην αγορά, κατ’ επίκληση του άρθρου 8 παρ. 4 του π.δ/τος 115/1997, αρχικώς για το διάστημα από 20 Μαΐου 2006 μέχρι τις 20 Ιουνίου 2006 και ακολούθως μέχρι τις 15 Ιουλίου 2006, επτά εντομοκτόνων σκευασμάτων, μεταξύ των οποίων και τα έξι επίδικα, για την αντιμετώπιση του εντόμου με τη διενέργεια ψεκασμών στα πεύκα των αστικών και περιαστικών περιοχών της Αττικής. Αίτηση αναστολής που άσκησε η και ήδη αιτούσα κατά των πράξεων με τις οποίες είχε εγκριθεί η διάθεση πέντε από τα σκευάσματα, στα οποία αφορούν και οι προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση πράξεις, απερρίφθη με την απόφαση 647/2006 της Επιτροπής Αναστολών του Δικαστηρίου (με την ίδια απόφαση ανεστάλη η έγκριση διαθέσεως στην αγορά άλλου φυτοπροστατευτικού προϊόντος, η οποία δεν επανελήφθη για το έτος 2007). Με τις ήδη προσβαλλόμενες πράξεις εγκρίθηκε, και πάλι κατ’ επίκληση του άρθρου 8 παρ. 4 του π.δ/τος 115/1997, η προσωρινή διάθεση στην αγορά, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2007, έξι εντομοκτόνων σκευασμάτων για την αντιμετώπιση του εντόμου Marchalina hellenica σε πεύκα των αστικών και περιαστικών περιοχών των Δήμων της Αττικής και άλλων περιοχών της χώρας. Τα σκευάσματα αυτά περιέχουν μεν δραστικές ουσίες που δεν έχουν καταχωρισθεί στο Παράρτημα Ι του π.δ/τος 115/1997 και της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, έχουν, όμως, χορηγηθεί σχετικές εγκρίσεις κυκλοφορίας υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ή κατ’ εφαρμογήν των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 2 και 3 του π.δ/τος 115/1997. Εξεδόθησαν δε οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, του από 20.4.2007 σημειώματος του Εργαστηρίου Γεωργικής Εντομολογίας του Μπενακείου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, με το οποίο αξιολογούνται τα αποτελέσματα της χρήσεως εντομοκτόνων το έτος 2006, εκτιμάται ότι η επαναφορά του εντόμου στους ακίνδυνους για το πεύκο πληθυσμούς θα συντελεσθεί μετά από την πάροδο 4-5 ετών, λαμβανομένων υπόψη της συμμετοχής των φυσικών ανταγωνιστών του, της δράσης των εντομοκτόνων και του χρόνου εφαρμογής των ψεκασμών, και καλείται η Διοίκηση, όπως επί λέξει αναφέρεται στο εν λόγω σημείωμα, «προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους βιολογικής ισορροπίας του [εντόμου] Marchalina hellenica εντός της προσεχούς πενταετίας … για το 2007 να προωθήσει εγκαίρως το θέμα της επανέγκρισης της αδείας χρήσεως σκευασμάτων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν χωρίς περιορισμούς κατά τον ψεκασμό το 2006 προκειμένου σύντομα το [έντομο], [ο φυσικός ανταγωνιστής του Neuleucopis] Kartliana και το πεύκο να βρεθούν εκ νέου στη βιολογική ισορροπία, η οποία υπήρχε πριν το 1996, οπότε άρχισε η διαταραχή του οικοσυστήματος αυτού».
8. Επειδή, η δημοσίευση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, που δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δεν προβλέπεται από το νόμο. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.
9. Επειδή, στο άρθρο 9 παρ. 1 του π.δ/τος 115/1997, με το οποίο μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, ορίζονται τα εξής : «1. Η αίτηση για την έγκριση φυτοπροστατευτικού προϊόντος υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή από ή νια λογαριασμό του υπευθύνου για την πρώτη διάθεση του στη χώρα. Επίσημοι ή επιστημονικοί φορείς του γεωργικού τομέα και επαγγελματικές γεωργικές οργανώσεις καθώς και επαγγελματίες χρήστες μπορούν να ζητούν διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ήδη εγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος, για σκοπούς άλλους από εκείνους που καλύπτονται από την ισχύουσα έγκριση. Επιτρέπεται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του εγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος και επιβάλλεται μια τέτοια διεύρυνση, εφόσον υπάρχει δημόσιο συμφέρον, στο βαθμό που: – ο αιτών υποβάλλει έγγραφα και πληροφορίες που υποστηρίζουν τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής, -διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημεία iii), iv) και ν), – πρόκειται για χρήση μικρής σημασίας, – εξασφαλίζεται πλήρης και εξειδικευμένη ενημέρωση των χρηστών, όσον αφορά τον τρόπο χρήσης, με την αναγραφή συμπληρωματικών ενδείξεων στην ετικέτα ή, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατόν, με επίσημη δημοσίευση».
10. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 8 παρ. 4 και 9 παρ. 1 του π.δ/τος 115/1997 προκύπτει ότι, για την αντιμετώπιση απρόβλεπτου κινδύνου, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα πρόσφορα μέσα, επιτρέπεται η προσωρινή διάθεση στην αγορά, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 120 ημέρες, φυτοπροστατευτικών προϊόντων που έχουν ήδη εγκριθεί για άλλες χρήσεις. Νομίμως, συνεπώς, από την άποψη αυτή, εγκρίθηκε, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, η διάθεση στην αγορά, για την αντιμετώπιση του εντόμου Marchalina hellenica, φυτοπροστατευτικών προϊόντων που είχαν εγκριθεί για άλλες χρήσεις υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του ν. 721/1977 (ΦΕΚ Α’ 298) ή κατά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 και 3 του π.δ/τος 115/1997. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως ότι επιχειρείται, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής εγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ/τος 115/1997. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, από την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-400/96, Ποινική Δίκη κατά Jean Harpegnies (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, I-5121), με την οποία έγινε μεν δεκτό (σκέψη 8) ότι «τόσο η διαδικασία που θεσπίζεται με το άρθρο 4 όσο και η διαδικασία που θεσπίζεται με το άρθρο 8 της οδηγίας [91/414/ΕΟΚ και τα αντίστοιχα άρθρα του π.δ/τος 115/1997] αφορούν αποκλειστικά την περίπτωση της πρώτης αιτήσεως χορηγήσεως εγκρίσεως για φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο δεν έχει ακόμα εγκριθεί εντός του Κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η έγκριση», χωρίς όμως να εξετασθεί και να αποκρουσθεί ειδικώς η περίπτωση διαθέσεως στην αγορά, κατά το άρθρο 8 παρ. 4, φυτοπροστατευτικού προϊόντος που έχει εγκριθεί για άλλες χρήσεις.
11. Επειδή, η διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά την εξαιρετική διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του π.δ/τος 115/1997, προϋποθέτει απρόβλεπτο κίνδυνο που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλα μέσα. Εν προκειμένω, ούτε από το σημείωμα (από 20.4.2007) του Εργαστηρίου Γεωργικής Εντομολογίας του Μπενακείου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, στο οποίο γίνεται αναφορά σε προηγούμενη σκέψη, ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (εισηγήσεις της Υπηρεσίας και γνωμοδοτήσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Γεωργικών Φαρμάκων, συνεδριάσεις 3/27.4.2007 και 4/4.5.2007) προκύπτει τέτοιος απρόβλεπτος κίνδυνος, η δε έξαρση της προσβολής των πεύκων από το έντομο Marchalina hellenica, στις αστικές και περιαστικές περιοχές της χώρας, την οποία επικαλείται η Διοίκηση με το υπ’ αριθμ. 119483/23.5.2007 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς το Δικαστήριο, δεν αποτελεί καταρχήν «απρόβλεπτο κίνδυνο» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 8 παρ. 4, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, πρόκειται για φαινόμενο των τελευταίων ετών, για την αντιμετώπιση του οποίου ελήφθησαν μέτρα τα έτη 2005 και 2006, μεταξύ άλλων και κατ’ επίκληση της ίδιας διάταξης. Εξάλλου, για την επανάληψη των μέτρων αυτών (τον ψεκασμό δηλαδή των πεύκων με τα ίδια φυτοπροστατευτικά προϊόντα) και κατά το έτος 2007, ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαραίτητη, σύμφωνα με την δεκτική αμέσου εφαρμογής διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 8 παρ. 4 της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, προηγούμενη σχετική απόφαση των αρμοδίων κοινοτικών οργάνων λαμβανομένη κατά τη διαδικασία του άρθρου 19 της Οδηγίας, δεν συνιστά δε τέτοια απόφαση η από 21.3.2007 προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οποία καλείται η Ελληνική Δημοκρατία να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή της υποβάθμισης των φυσικών οικοτόπων από το έντομο Marchalina hellenica, σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206). Συνεπώς, ενόψει τούτων, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογούνται νομίμως και για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να ακυρωθούν, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Σχόλιο
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η προστασία του περιβάλλοντος σε όλες τις επιμέρους πτυχές του αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της. Το ομώνυμο δικαίωμα κατοχυρώνεται άλλωστε στα άρθρα 191 επ. της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι σχετικοί ορισμοί εξειδικεύονται πρωταρχικά σε Οδηγίες και Κανονισμούς, συνθέτοντας ένα διαρκώς εμπλουτιζόμενο σώμα κανόνων παράγωγου κοινοτικού δικαίου με δεσμευτική ισχύ για τα κράτη-μέλη. Την επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος απασχόλησε στην παρουσιαζόμενη απόφασή του διαφορά που ανέκυψε κατά την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του π.δ. 115/1997, δηλαδή της πράξης ενσωμάτωσης στην έννομη τάξη μας της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ «σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων».
2. Το νομικό πλαίσιο
Η χρήση τους υπόκειται σε καθεστώς προηγούμενης έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα είναι επιβλαβής στην υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς επίσης στο περιβάλλον (άρθρο 4 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Όσα προϊόντα εγκρίνονται μετά από έλεγχο (άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997) καταχωρούνται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας και ήδη της πράξης ενσωμάτωσης (άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Η έγκρισή τους προϋποθέτει την υποβολή σχετικού αιτήματος στην αρμόδια αρχή κάθε κράτους-μέλους από ή για λογαριασμό του υπεύθυνου του προϊόντος (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 1 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Εξάλλου, επιστημονικοί φορείς του γεωργικού τομέα, μεταξύ άλλων, μπορεί να ζητήσουν τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ήδη εγκεκριμένου προϊόντος για σκοπούς άλλους αυτών της αρχικής και ισχύουσας έγκρισής τους (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 2 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Τέλος, η διεύρυνση επιβάλλεται, όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και εφόσον πληρούνται οι βασικοί όροι των γενικών κανόνων για την παροχή έγκρισης (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1β iii-v της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997).
Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να θεσπίζονται εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις (άρθρο 8 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Έτσι, είναι δυνατόν και για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, προσωρινή άδεια τριών ετών, όταν περιέχουν νεοφανή δραστική ουσία (παρ. 1). Εάν όμως πρόκειται για γνωστή ουσία, η άδεια έχει ορισμένη αλλά μη καθορισμένη εκ των προτέρων διάρκεια (παρ. 3). Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να πληρούνται οι γενικοί όροι για την επίδραση του προϊόντος στην υγεία και το περιβάλλον (άρθρο 4 παρ. 1β της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997).
Εξάλλου, επιτρέπεται η -κατά παρέκκλιση και περιορισμένη χρονικά έως εκατόν είκοσι ημέρες- διάθεση στην αγορά μη εγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος για να αντιμετωπιστεί απρόβλεπτος κίνδυνος, όταν το εγκεκριμένο δεν προσφέρεται προς τούτο (άρθρο 8 παρ. 4 της Οδηγίας και του π.δ. 115/1997). Σχετικά αποφασίζει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ενημερώνοντας αμέσως τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η τελευταία μπορεί, τέλος, να παρατείνει τη διάθεσή του ή να επιτρέψει την επανάληψη της έγκρισης, καθορίζοντας τους όρους και τη διάρκειά της (άρθρο 19 της Οδηγίας).
3. Το ζήτημα
Τα πεύκα αστικών και περιαστικών περιοχών της Αττικής αλλά και, γενικότερα, της χώρας προσβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια από το έντομο Marchalina hellenica. Τούτο τους προκάλεσε καχεξία και ξήρανση, ενώ επέφερε σημαντική μείωση στην παραγωγή «πευκόμελου». Εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν για την αντιμετώπιση του προβλήματος δεν υπάρχει. Γι’ αυτό ακριβώς, εγκρίθηκε το 2006 η, κατά παρέκκλιση των γενικών κανόνων και σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 π.δ. 115/1997, διάθεση και η χρήση επτά εντομοκτόνων σε ψεκασμούς επί ογδόντα πέντε συνολικά ημέρες. Επειδή όμως δεν αντιμετωπίστηκε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε την 21η Μαρτίου 2007 προειδοποιητική επιστολή, ζητώντας από την Ελλάδα να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να αποτραπεί η υποβάθμιση του περιβάλλοντος από την προσβολή του εντόμου σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις αρχές Μαΐου, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ενέκρινε και πάλι την, κατά παρέκκλιση, διάθεση από την 15η του ίδιου μήνα έως την 30ή Ιουνίου 2007 των έξι από τα παραπάνω σκευάσματα. Το έβδομο αποκλείστηκε, επειδή στο μεταξύ είχε διαταχθεί με την 647/2006 απόφαση της οικείας Επιτροπής του Συμβουλίου Επικρατείας η αναστολή της έγκρισής του. Όλα τα άλλα περιείχαν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονταν στο Παράρτημα Ι, αλλά είχαν εγκριθεί με βάση είτε την προϊσχύουσα εθνική νομοθεσία (ν. 721/1977) είτε τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 2-3 του άρθρου 8 του π.δ. 115/1997. Προηγήθηκε την 20ή Απριλίου 2007 σημείωμα του Εργαστηρίου Γεωργικής Εντομολογίας του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, το οποίο, αφού αξιολόγησε τα αποτελέσματα των ψεκασμών του 2006, καλούσε το Υπουργείο να εγκρίνει εκ νέου την άδεια χρήσης των έξι εντομοκτόνων.
4. Οι λόγοι
α. Η νομιμότητα των εγκριτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αμφισβητήθηκε με την υποβολή την 15η Μαΐου 2007 ισάριθμων αιτήσεων ακυρώσεως. Λόγω μείζονος σημασίας συζητήθηκαν στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος την 5η Ιουνίου και η απόφαση εκδόθηκε μόλις την 12η Φεβρουαρίου 2008. Δηλαδή, σε χρονική στιγμή που η εκτέλεσή της ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη, αφού η, έτσι και αλλιώς βραχείας διάρκειας, ισχύς των προσβαλλομένων είχε ήδη εκπνεύσει και μάλιστα προ επταμήνου.
Η καθυστέρηση δεν θα έπρεπε να αποδοθεί αποκλειστικά στο Δικαστήριο, έστω και αν ακολούθησε τους συνήθεις αργούς ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης. Το Δ΄ Τμήμα κλήθηκε τάμει τη διαφορά με την υποβολή των εισαγωγικών της τακτικής διαδικασίας δικογράφων. Ταχύτερη, όχι όμως και πάλι επίκαιρη, έκδοση απόφασης θα μπορούσε να επιδιωχθεί μέσω αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως. Η συζήτησή της θα προηγούνταν σημαντικά της ακυρωτικής δίκης, αλλά σχετικό αίτημα δεν φαίνεται να υποβλήθηκε.
β. Φυτοπροστατευτικό προϊόν που δεν περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι διατίθεται προσωρινά στην αγορά, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων του π.δ. 115/1997, με απόφαση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την αντιμετώπιση απρόβλεπτου κινδύνου, όταν τα εγκεκριμένα δεν προσφέρονται και σύμφωνα με τους ορισμούς της παρ. 4 του άρθρου 8. Από την προσωρινή έγκριση διακρίνεται σαφώς η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους μετά από αίτηση, μεταξύ άλλων, επιστημονικού φορέα του γεωργικού τομέα ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 2 και, αντίστοιχα, 3).
Τα προϊόντα που εγκρίθηκαν δυνάμει του προϊσχύσαντος ν. 721/1977 ή των μεταβατικών διατάξεων του π.δ. 115/1997 δεν πρέπει να θεωρούνται, κατά την ορθότερη άποψη, εγκεκριμένα υπό την έννοια του άρθρου 9. Και τούτο, επειδή στον πρώτο δεν προβλέπονται αυστηρές προδιαγραφές για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, όπως επιτάσσουν η κοινοτική και η σχετική εθνική νομοθεσία. Εξάλλου, οι εγκρίσεις με βάση τις δεύτερες υπόκεινται, λόγω της φύσης και της βραχείας διάρκειάς τους, σε προδιαγραφές σαφώς υπολειπόμενες των γενικών.
γ. Αλλά και αν ακόμη υποτεθεί ότι μπορούσε νόμιμα να απασχολήσει το ενδεχόμενο, προβληματισμός ανακύπτει τόσο ως προς το αίτημα καθαυτό όσο και ως προς την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι τα έξι εντομοκτόνα διέθεταν, κατά παρέκκλιση πάντως των γενικών διατάξεων, έγκριση, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι τίθεται ζήτημα διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της. Πράγματι, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και αντικείμενο με εκείνες της περασμένης χρονιάς, δηλαδή αφορούν ψεκασμούς κατά του εντόμου Marchalina hellenica. Ο σκοπός παραμένει, λοιπόν, αδιαφοροποίητος.
Εξάλλου, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ήδη εγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος προϋποθέτει, εκτός των ουσιαστικών λόγων, και την υποβολή σχετικού αιτήματος από συγκεκριμένο επιστημονικό φορέα του γεωργικού χώρου. Τέτοιος είναι αναμφίβολα το Εργαστήριο Γεωργικής Εντομολογίας του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Κέντρου. Το σημείωμά του της 20ής Απριλίου 2007 δεν αποτελεί πάντως αίτημα-πρόταση, όπως την απαιτεί το άρθρο 9 του π.δ. 115/1997. Αλλά και στην περίπτωση που ίσχυε το αντίθετο, θα έπρεπε να ζητείται η διεύρυνση σε άλλους, πέραν των εγκεκριμένων, σκοπών. Ωστόσο, και το 2007 ως μόνος στόχος, όπως σημειώθηκε ήδη, εξακολουθεί η προστασία των πεύκων από το ίδιο έντομο.
Υπό αυτά τα δεδομένα, παραμένει ασαφής η επιλογή του Δικαστηρίου στη δέκατη σκέψη της απόφασης να προσφύγει στα άρθρα 8 παρ. 4 και 9 παρ. 1 του π.δ. 115/1997 για να απορρίψει την αιτίαση ότι με τις προσβαλλόμενες επιχειρείται, προφανώς παράνομα και αβάσιμα, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ήδη εγκεκριμένων προϊόντων. Ενόψει όσων εκτέθηκαν προηγουμένως, ο συγκεκριμένος λόγος είναι καθαυτός απορριπτέος, χωρίς να απαιτηθεί η επίκληση διατάξεων που δεν μπορεί να εφαρμόζονται συνδυασμένα. Στην ίδια ακριβώς κρίση, αν και με διαφορετική νομική βάση, κατέληξε το Δ΄ Τμήμα.
δ. Οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν, όπως αναφέρεται στο προοίμιό τους, με βάση την πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 8 του π.δ. 115/1997. Δηλαδή, με την προσφυγή στην, κατά παρέκκλιση, έγκριση διάθεσης φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Προς τούτο απαιτείται, μεταξύ άλλων, να συντρέχει απρόβλεπτος κίνδυνος. Η προσβολή των πεύκων στις αστικές και τις περιαστικές περιοχές της Αττικής και, γενικότερα, της χώρας θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοιος την πρώτη μόνο φορά που εντοπίστηκε και οδήγησε στην έγκριση των ψεκασμών από τα επίδικα εντομοκτόνα. Η διατήρηση ή, ενδεχομένως, και η έξαρσή του, την οποία επικαλείται η διοίκηση στις απόψεις της, δεν μπορεί να καταστήσει πλέον τον κίνδυνο απρόβλεπτο. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εκδόθηκαν, λοιπόν, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας.
ε. Για την αντιμετώπιση του εντόμου με τα επίδικα προϊόντα και μέσω των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπεται σχετικά ως μοναδική δυνατότητα προβάλλει η ειδική διαδικασία του άρθρου 19 της Οδηγίας. Αν και δεν έχει ενσωματωθεί στην έννομη τάξη μας, πρόκειται, λόγω της φύσης και του περιεχομένου του, για κανόνα άμεσης εφαρμογής. Σύμφωνα με αυτόν, είναι δυνατή η παράταση, η επανάληψη και η ανάκληση έγκρισης διάθεσης, που δόθηκαν κατά παρέκκλιση. Η σχετική απόφαση, οι όροι και η διάρκειά της ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην κριθείσα υπόθεση θα μπορούσε να αποφασιστεί η παράταση ή η επανάληψη της, κατά παρέκκλιση, έγκρισης των έξι εντομοκτόνων. Από το φάκελό της απουσιάζει όμως η απαιτούμενη απόφαση των κοινοτικών οργάνων. Ούτε, βέβαια, η προειδοποιητική επιστολή της 21ης Μαρτίου 2007 θα μπορούσε να εκληφθεί ως τέτοια. ¶λλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι σε αυτή διατυπώνονται αιτιάσεις και καλείται η Ελλάδα να προστατεύσει τους φυσικούς οικοτόπους καθώς επίσης την άγρια χλωρίδα και πανίδα.
5. Η απόφαση
Το Δικαστήριο έκανε ομόφωνα δεκτές και τις έξι αιτήσεις. Ελλείψει αφενός της συνδρομής απρόβλεπτου κινδύνου και αφετέρου απόφασης των αρμοδίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επανάληψη ή την παράταση της, κατά παρέκκλιση, έγκρισής τους, έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δεν ήταν νόμιμα αιτιολογημένες. Διέταξε, γι’ αυτό, ετεροχρονισμένα και ανεπίκαιρα την ακύρωσή τους.
Στην ίδια ακριβώς κρίση θα κατέληγε πάντως και στην περίπτωση που δεχόταν ότι δεν υφίσταται απρόβλεπτος κίνδυνος, τον οποίο αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα λοιπά εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Σχετικό λόγο φαίνεται ότι είχε προβάλει η αιτούσα, χωρίς όμως να απασχολήσει τελικά το Δικαστήριο. Αναγκάζεται, έτσι, να υιοθετήσει αμήχανα την έλλειψη αιτιολογίας, αποφεύγοντας να εξετάσει στην ουσία της την υπόθεση και να τάμει με «ισχύ δεδικασμένου» μια διαφορά που με όμοιο ή ανάλογο πραγματικό αναμένεται να το απασχολήσει και στο μέλλον.
Θανάσης Ξηρός
Δικηγόρος – Δ.Ν.
ΣτΕ 263/2008
[Αναγνώριση ιδιωτικής οδού ως προϋφιστάμενης του 1923]
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Δικηγόροι: Σ. Πουλακίδας, Αθ. Καρέλας, Στ. Κόκκαλης, Κων. Μυλωνάς
Η προθεσμία προσβολής της νομαρχιακής απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται οδός εκτός σχεδίου πόλεως ως προϋφιστάμενη του 1923, αρχίζει από τη γνώση της. Στην ειδική αυτή διαδικασία δεν προβλέπεται στάδιο υποβολής ενστάσεων και συμμετοχής του κοινού πριν από την ολοκλήρωσή της, ώστε η απόφαση να καταστεί γνωστή στον ευρύτερο κύκλο όσων έχουν έννομο συμφέρον για την προσβολή της.
Βασικές Σκέψεις
4. Επειδή, στο άρθρο 20 του Ν.Δ. της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων» (ΦΕΚ 228 Α’) ορίζονται τα εξής : «1. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μεταβίβασις της κυριότητος μέρους ή του όλου γηπέδου, εφ’ ου ο ιδιοκτήτης εσχημάτισεν ή ανεγνώρισεν σχηματισθέντας τυχόν άνευ της θελήσεως του κοινοχρήστους χώρους (ιδιωτικάς οδούς και πλατείας κ.λπ.) ή δεν εσχημάτισεν ουδ’ ανεγνώρισεν μεν τοιούτους, αλλ’ επιδιώκει το σχηματισμόν ή την αναγνώρισίν των διά της τοιαύτης μεταβιβάσεως. Εν τη έννοια του σχηματισμού κοινοχρήστων χώρων περιλαμβάνεται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον ιδιωτική πρωτοβουλία ή συμφωνία γινόμενος περιορισμός ή παραίτησις δικαιωμάτων επί των ειρημένων γηπέδων επί τω τέλει αμέσου ή εμμέσου σχηματισμού των εν λόγω χώρων. Πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γινομένη παρά τας ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Η περί ακυρότητος διάταξις αύτη ισχύει και αν ακόμη δεν εγένετο εν επισήμω τινί πράξει σαφής μνεία περί του σχηματισμού των ειρημένων κοινοχρήστων χώρων αλλ’ εμμέσως προκύπτει εκ των γενομένων μεταβιβάσεων ότι αύται εγένοντο επί τω τέλει του τοιούτου σχηματισμού και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας. 2. Διά τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων, κωμών, κ.τ.λ. γήπεδα επιτρέπεται εις ωρισμένας προϋποθέσεις και όρους η παρέκκλισις από των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου μέχρις οιουδήποτε βαθμού. Τα της παρεκκλίσεως και των προϋποθέσεων και όρων αυτής κανονίζονται δια Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Δημοσίων Έργων εφ’ άπαξ δι’ εκάστην πόλιν, κώμην και λοιπά ή δι’ έκαστον αυτών τμήμα ή και δι’ έκαστην ειδικήν περίπτωσιν. 3….. Επίσης δεν ισχύουσιν αι διατάξεις της αυτής παραγράφου 1 : “α) Διά πάσαν περαιτέρω μεταβίβασιν της κυριότητος γηπέδων, ων μετεβιβάσθη ήδη αύτη παρά τας διατάξεις της εν λόγω παραγράφου προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, εφ’ όσον δεν επέρχεται αύξησις της επιφανείας των προ της ισχύος του άρθρου τούτου σχηματισθέντων ιδιωτική πρωτοβουλία κοινοχρήστων χώρων και β) Ως προς τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων κ.λπ. γήπεδα, εφ’ ων εσχηματίσθησαν ιδιωτική πρωτοβουλία προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, κοινόχρηστοι χώροι (ιδιωτικαί οδοί κ.λ.π.) εφ’ όσον η κυριότης τμημάτων των εν λόγω γηπέδων μετεβιβάσθη ήδη προ της ισχύος του άρθρου τούτου, μετά δε την ισχύν αυτού, ουδεμία αύξησις των αρχικώς σχηματισθέντων κοινοχρήστων χώρων έλαβεν χώραν”. 4. Αρμόδιος όπως αποφανθή διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν η μεταβίβασις της κυριότητος επί γηπέδων εγένετο επί τω σκοπώ σχηματισμού επ’ αυτών κοινοχρήστων χώρων και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας…, εάν επήλθεν ή ου αύξησις της εκτάσεως των κοινοχρήστων τούτων χώρων και οποία η θέσις και έκτασις αυτών και ειδικώτερον πότε υφίσταται περίπτωσις εφαρμογής των εξαιρέσεων α’ και β’ της προηγουμένης παραγράφου, είναι ο επί της Συγκοινωνίας Υπουργός, όστις αποφαίνεται επί πάντων των ζητημάτων τούτων, μετά γνώμην του Συμβουλίου των δημοσίων έργων…».
5. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17-7/16-8-1923, οι οποίες αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας, απαγορεύεται να σχηματίζονται εντός των σχεδίων πόλεων κοινόχρηστοι χώροι από ιδιωτική βούληση. Κατ’ εξαίρεση, όμως, από τον κανόνα αυτό, ο νομοθέτης ανέχεται την διατήρηση κοινοχρήστων χώρων που δημιουργήθηκαν με ιδιωτική βούληση πριν από την έναρξη ισχύος του παραπάνω άρθρου, δηλαδή πριν από την 16-1-1924 (β.δ. από 4-1-1924, ΦΕΚ Α΄ 8/ 16-1-1924), ενώ με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου θεσπίζεται αρμοδιότητα του Υπουργού Συγκοινωνιών (μετέπειτα του Υπουργού Δημοσίων Έργων και ήδη του οικείου Νομάρχη) να διαπιστώνει, μετά από γνώμη του αρμοδίου Συμβουλίου, κατά πόσον εδαφική λωρίδα έχει πράγματι αφεθεί στην κοινή χρήση, πριν από την παραπάνω ημερομηνία (πρβλ. ΣτΕ 5211/1997, 1352/1991, 4360/1987).
6. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες οριζόντιων αυτοτελών ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, έκτασης 341 τ.μ., εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Πατρών και ειδικότερα στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 110, ασκούν με έννομο συμφέρον την κρινομένη αίτηση. Τούτο, δοθέντος ότι μετά την αναγνώριση της ένδικης οδού, που ευρίσκεται στο αυτό οικοδομικό τετράγωνο με την ιδιοκτησία, ως προϋπάρχουσας του έτους 1923 το οικόπεδο ιδιοκτησίας της πρώτης και δεύτερης των παρεμβαινόντων, το οποίο έχει πρόσωπο στην αναγνωρισθείσα οδό δεν δομείται πλέον ως τυφλό (με μικρότερο ποσοστό καλύψεως, συντελεστή δόμησης, αριθμό ορόφων και ύψος οικοδομής), αλλά με βάση τους ισχύοντες γενικούς όρους δόμησης για τα λοιπά παρακείμενα, μη τυφλά οικόπεδα, οι οποίοι επιτρέπουν ανέγερση κτισμάτων με μεγαλύτερη καλυπτόμενη επιφάνεια, συντελεστή δόμησης, αριθμό ορόφων και επιτρεπόμενο ύψος. Ήδη, δε, έχει χορηγηθεί, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, άδεια ανεγέρσεως οικοδομής επί του οικοπέδου των δύο πρώτων παρεμβαινουσών. Επομένως, το έννομο συμφέρον των αιτούντων για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δικαιολογείται από την αύξηση της οικιστικής πυκνότητας στο οικοδομικό τετράγωνο, όπου ευρίσκεται η ιδιοκτησία τους.
7. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, η προθεσμία προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως στρεφόμενης κατά πράξεως ρυμοτομικής ρυθμίσεως αρχίζει, κατά κανόνα, από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΣτΕ 1759/1988, 3710/82 κ.ά.). Περαιτέρω, έχει επίσης κριθεί ότι όταν πρόκειται για όλως εντοπισμένη, σε μικρή έκταση, ρυμοτομική ρύθμιση που θίγει ορισμένα μόνο ακίνητα, η προθεσμία αυτή αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως στους ιδιοκτήτες των ρυμοτομουμένων ακινήτων ή από της γνώσεως του περιεχομένου της υπό τούτων. Η παραπάνω όμως κοινοποίηση, ή γνώση της πράξεως, αφορά μόνο τους έχοντες εμπράγματο δικαίωμα επί της εκτάσεως που θίγει η ρυμοτομική τροποποίηση και όχι τους τρίτους που έχουν απλώς έννομο συμφέρον προς προσβολή της εν λόγω τροποποιήσεως (ΣτΕ 3113/1998, 4599/1988, 4807/1987).
8. Επειδή, κατά τη ομόφωνη γνώμη των μελών του Τμήματος η προθεσμία προσβολής της νομαρχιακής αποφάσεως, με την οποία αναγνωρίζεται οδός, καίτοι δεν υπάρχει στο σχέδιο πόλεως, ως προϋφισταμένη του 1923, αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την γνώση της αποφάσεως αυτής, για τους έχοντες έννομο συμφέρον προσβολής της. Και τούτο, διότι στην ειδική αυτή πολεοδομική διαδικασία, δεν προβλέπεται στάδιο υποβολής ενστάσεων και συμμετοχής του κοινού, πριν από την ολοκλήρωση της, ώστε αυτή, διό της σχετικής δημοσιότητος να καταστεί γνωστή στον ευρύτερο κύκλο των εχόντων έννομο συμφέρον για την προσβολή της.
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Η προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, η οποία αποτελεί εν τοις πράγμασι, εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως (ΣτΕ 5005/1988), δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 08.07.2002. Η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Πατρών στις 25.11.2002, δηλαδή μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την δημοσίευση της. Πλην, όμως, εκ μόνου του λόγου τούτου, σύμφωνα με τη γνώμη του Τμήματος που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η κρινόμενη αίτηση δεν ασκείται εκπροθέσμως, διότι η 6Οήμερη προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να αρχίζει από την ημέρα που οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση της προσβαλλόμενης πράξης.
Σχόλιο
1. Με την εξεταζόμενη απόφαση επαναπροσδιορίζεται το ζήτημα της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως σε μία ιδιαίτερη περίπτωση εντοπισμένης τροποποίησης σχεδίου πόλεως, όταν δηλαδή προσβάλλεται απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ιδιωτική οδός ως προϋφιστάμενη του 1923. Ως γνωστόν, πρόκειται για τη διοικητική πράξη, με την οποία ολοκληρώνεται η ειδική διαδικασία του άρθρου 20 παρ. 4 του ν.δ. της 17.7.1923. Η εν λόγω διάταξη εισάγει εξαίρεση από την απαγόρευση δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική πρωτοβουλία εντός σχεδίου πόλεως. Κάθε ρυμοτομική ρύθμιση πρέπει άλλωστε να στηρίζεται σε πολεοδομικά κριτήρια που ανάγονται στην υγιεινή, την ασφάλεια, την κυκλοφορία, την οικονομία, την αισθητική και την εν γένει αρτιότερη πολεοδομική διαρρύθμιση της πόλης.
2. Στην περίπτωση ωστόσο εδαφικών λωρίδων που είχαν αφεθεί από ιδιώτες στην κοινή χρήση, ο νομοθέτης ανέχεται τον επιγενόμενο -μετά την έκδοση του οικείου σχεδίου πόλεως- χαρακτηρισμό τους ως οδών, δηλαδή ως κονόχρηστων χώρων, εφόσον διαπιστωθεί ότι η περιέλευσή τους στην κοινή χρήση ανάγεται χρονικά πριν από την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων (16.1.1924).
Η σχετική απόφαση που εκδίδει ο Νομάρχης επιφέρει εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, η οποία πάντως -εκτός από την ευμενή συνέπεια της αύξησης των κοινόχρηστων χώρων- δεν αποκλείεται να οδηγεί σε οικιστική επιβάρυνση. Τούτο γίνεται πρόδηλο, αν σκεφθεί κανείς ότι ορισμένες φορές συνεπάγεται την αναβάθμιση των οικοπέδων που εφάπτονται με την οδό, τα οποία -αν και αρχικά είχαν απομειωθεί κατά την επιφάνεια της εδαφικής λωρίδας που αφέθηκε στην κοινή χρήση- αποκτούν «πρόσωπο» σε οδό. Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί να οικοδομούνται όχι ως τυφλά αλλά με βάση ευνοϊκότερους όρους δόμησης, δηλαδή με αύξηση της καλυπτόμενης επιφάνειας, του συντελεστή δόμησης, του αριθμού ορόφων και του ύψους. Προφανής συνέπεια είναι σε αυτές τις περιπτώσεις η αύξηση της οικιστικής πυκνότητας στο οικοδομικό τετράγωνο του ακινήτου και η επιδείνωση των όρων του δομημένου περιβάλλοντος, η οποία δικαιολογεί το έννομο συμφέρον των ιδιοκτητών γειτονικών ακινήτων να προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως σχετική απόφαση του Νομάρχη.
3. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της πράξης για την τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου αρχίζει, κατά κανόνα, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εάν όμως η τροποποίηση είναι εντοπισμένη, η προθεσμία αρχίζει για τους αμέσως ενδιαφερομένους -όπως είναι οι ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων- από την κοινοποίηση της πράξης αυτής ή τη γνώση του περιεχομένου της, ενώ για τους τρίτους από τη δημοσίευσή της (ΣτΕ Ολ. 969/1998, 2797/2002, 3432/2002, 1375/2003, 3432/2004, 2956/2005).
4. Στην περίπτωση της αναγνώρισης ιδιωτικής οδού ως προϋφιστάμενης του 1923, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αποκλίνοντας από τη νομολογία του, ότι η προθεσμία αρχίζει και για τους τρίτους όχι από τη δημοσίευση αλλά από τη γνώση της προσβαλλόμενης νομαρχιακής απόφασης. Ως λόγο επικαλείται την έκδοσή της με ειδική διαδικασία που -αντίθετα από τη διαδικασία που ισχύει για την τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου- δεν περιλαμβάνει στάδιο διαβούλευσης και υποβολής ενστάσεων. Η ιδιαιτερότητα αυτή έχει ως συνέπεια να μην τηρείται καμία διαδικασία δημοσιότητας και να μην παρέχεται έτσι στους ενδιαφερόμενους πολίτες η δυνατότητα να ενημερώνονται έγκαιρα για τη σχεδιαζόμενη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, από την οποία ενδέχεται να θίγονται εύλογα περιβαλλοντικά ενδιαφέροντά τους.
5. Η θέση του Δικαστηρίου για το εξεταζόμενο ζήτημα είναι ορθή, αφού οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται για την έκδοση των σχετικών διοικητικών πράξεων με μεγάλη καθυστέρηση και με ακόμη μεγαλύτερη λαμβάνουν γνώση του πλήρους περιεχομένου τους. ΄Ετσι όμως καθίσταται πρακτικά αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας για υποθέσεις που σχετίζονται με την ορθολογική πολεοδομική οργάνωση του περιβάλλοντος.
Μαρία Φλώρου
Δικηγόρος
ΣτΕ 391/2008
[Παραδεκτό ευθείας προσβολής με αίτηση ακυρώσεως ατομικής ρύθμισης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Υπόθεση Mall.
Παραπομπή στην Ολομέλεια]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Π. Πικραμμένος
Δικηγόροι: Π. Χρυσοστομίδης, Αν. Ζαφειριάδου, Φ. Σπυρόπουλος, Κ. Αλεξίου, Β. Γιαννόπουλος
Η θέσπιση ατομικής ρύθμισης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ οι λόγοι προσφυγής στη λύση αυτή πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του.
Η συνταγματικότητά της δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί δικαστικώς, εκτός αν καταλείπεται στάδιο εκδόσεως ατομικών διοικητικών πράξεων. Ένδικα βοηθήματα που ασκούνται με βάση το άρθρο 57 ΑΚ δεν παρέχουν ισοδύναμη προστασία με την αίτηση ακυρώσεως. Ο αποκλεισμός της, όταν είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση της ρύθμισης χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης, θα οδηγούσε σε ματαίωση της αποστολής των διοικητικών δικαστηρίων και, γενικότερα, στην ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των τριών λειτουργιών του Κράτους. Στην περίπτωση αυτή αμφισβητείται παραδεκτώς μόνον η συμφωνία της ρύθμισης με κανόνες υπέρτερης ισχύος του νόμου. Αν ο σχετικός λόγος κριθεί βάσιμος, ακυρώνεται η ατομική ρύθμιση, ώστε να αποκλείεται η εκτέλεσή της με υλικές ενέργειες.
Στην περίπτωση προσβολής «απλώς τυπικού νόμου», ο οποίος προβαίνει σε εξαντλητική ατομική ρύθμιση και, συνεπώς, αποκλείει τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με ευθεία προσβολή του θεμελιώνεται παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά της «σιωπηρής έγκρισης» της εκτέλεσης της ατομικής αυτής ρυθμίσεως από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα για την εκτέλεση των νόμων.
Τέλος, είναι αναγκαία η διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος, εάν η προστασία που παρέχει ο Έλληνας πολιτικός δικαστής συνιστά αποτελεσματική εγγύηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο.
Βασικές σκέψεις
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Η Α.Ε «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 Α.Ε.», στο πλαίσιο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, ανέλαβε την υποχρέωση να εξασφαλίσει επαρκή και κατάλληλη φιλοξενία στους διαπιστευμένους, κατά την διάρκεια των Αγώνων, εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). Ενόψει της υποχρεώσεως της αυτής υπέγραψε μνημόνιο στις 20.3.2001 και, ακολούθως, στις 13.12.2001, σύμβαση με τον Δήμο Αμαρουσίου, με την οποία ο Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση να διαμορφώσει κατάλληλα και να παραδώσει στην Α.Ε. «ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 Α.Ε.» την χρήση χώρου ιδιοκτησίας αυτού για την φιλοξενία των εν λόγω εκπροσώπων των ΜΜΕ. Ο χώρος αυτός αποτελείται από ιδιωτικά ακίνητα του Δήμου ή από ακίνητα που ο Δήμος απέκτησε εξ αγοράς από ιδιώτες ή κατόπιν απαλλοτριώσεως ή πολεοδομήσεως, βάσει πράξεων εφαρμογής, και ευρίσκεται δίπλα στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών, στην Πολεοδομική Ενότητα υπ’ αριθμ. 6 του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου.
Εξάλλου, ο αυτός Δήμος μαζί με την Α.Ε. υπό την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας του Δήμου Αμαρουσίου Α.Ε.» (ήδη LAMDA OLYMPIA VILLAGE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ) υπέγραψαν στις 20 Νοεμβρίου 2001 προγραμματική συμφωνία με τον Ο.Ε.Κ. για την εκμετάλλευση ακινήτου ιδιοκτησίας του τελευταίου, εκτάσεως 43.711 τ.μ., συνορεύοντος με τον προαναφερθέντα χώρο ιδιοκτησίας του Δήμου. Στο πλαίσιο της προγραμματικής αυτής συμφωνίας ανελήφθη από τον Δήμο και την προαναφερθείσα Α.Ε. η υποχρέωση να κατασκευάσουν αυτοτελές κτίριο γραφείων, για λογαριασμό του Ο.Ε.Κ. Το εν λόγω ακίνητο ευρίσκεται σε περιοχή στερούμενη εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως κατά το χρόνο υπογραφής της εν λόγω συμφωνίας αλλά μέσα στα όρια της Πολεοδομικής Ενότητας υπ’ αριθμ. 17 του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (εφεξής Γ.Π.Σ.) του Δήμου Αμαρουσίου. Και για τις δύο αυτές Πολεοδομικές Ενότητες (υπ’ αριθμ. 6 και 17), το Γ.Π.Σ. του Δήμου, με την τελευταία του τροποποίηση πριν από την θέση σε ισχύ του νόμου 2947/2001, προέβλεπε μέσο συντελεστή δόμησης 0,8.
Η τροποποίηση αυτή θεσπίστηκε, όπως προκύπτει από το προοίμιο της σχετικής υπουργικής αποφάσεως (υπ’ αριθμ. 31477/6487/27.10.1997 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, 977 Δ’ /11.11.1997), ύστερα από εκτίμηση των στόχων και κατευθύνσεων του ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας (ν. 1515/1985 – Α’ 18). Σε ό,τι δε αφορά τις χρήσεις γης των συγκεκριμένων περιοχών των Πολεοδομικών Ενοτήτων υπ’ αριθμ. 6 και 17 (δηλαδή των ως άνω χώρων ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου και του Ο.Ε.Κ., αντίστοιχα), είχε με την εν λόγω τροποποίηση του Γ.Π.Σ. καθορισθεί ως χρήση εκείνη της «αμιγούς κατοικίας». Στις 9.10.2001 δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ (Α’ 228) ο νόμος 2947/2001 («Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας, Έργων Ολυμπιακής Υποδομής κλπ»). Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού καθορίζονται διάφορες περιοχές για την υποδοχή εγκαταστάσεων φιλοξενίας των εκπροσώπων των ΜΜΕ (τα επονομαζόμενα «χωριά τύπου»), όπως οι περιοχές αυτές απεικονίζονται σε θεωρημένο διάγραμμα υπό κλίμακα 1:25.000, αντίγραφο του οποίου σε φωτοσμίκρυση δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ. Μεταξύ των περιοχών αυτών είναι και περιοχή προσδιοριζόμενη ως εξής: «Εκτάσεις ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου, ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. και ιδιοκτησίας ιδιωτών στον Δήμο Αμαρουσίου Αττικής» (παρ. 1 περιπτ. δ του εν λόγω άρθρου 2).
Στην ίδια διάταξη ορίζεται, περαιτέρω, αφ’ ενός μεν ότι ο συντελεστής δόμησης για το σύνολο των οικοδομήσιμων χώρων των παραπάνω εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1, αφ’ ετέρου δε ότι από τις επίμαχες περιοχές η μεν περιοχή ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. (περιοχή για την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επί τη βάσει της προαναφερθείσης προγραμματικής συμφωνίας ο Δήμος Αμαρουσίου ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει για λογαριασμό του εν λόγω Οργανισμού κτίριο γραφείων) θα λειτουργήσει μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, ως χώρος υποδοχής χρήσεων πολεοδομικού κέντρου, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές (οι εκτάσεις δηλαδή ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου) ως χώροι αμιγούς κατοικίας. Ακολούθως στην παρ. 2α του ίδιου άρθρου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι με κοινές αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.Χ..Ω.Δ.Ε. και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδονται ύστερα από γνώμη του Κ.Σ.Χ.Ο.Π., οριοθετούνται οι παραπάνω περιοχές και καθορίζονται και εγκρίνονται ειδικότερα οι γενικοί και ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως, οι τυχόν ειδικότερες χρήσεις γης, η γενική διάταξη των σχετικών εγκαταστάσεων και των συνοδευτικών τους δραστηριοτήτων καθώς και τα προβλεπόμενα δίκτυα υποδομής.
Τέλος, στην παρ. 2β του αυτού άρθρου ορίζεται ότι με τις κοινές αυτές υπουργικές αποφάσεις εγκρίνεται ή τροποποιείται επιπλέον και το ρυμοτομικό σχέδιο των παραπάνω περιοχών και ότι η δημοσίευση των σχετικών εγκριτικών αποφάσεων έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά το ν. δ/μα της 17.7/16.8.1923. Στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εκτάσεις οι επιλεγείσες ως χώροι υποδοχής φιλοξενίας των εκπροσώπων του Τύπου, που θα καλύψουν δημοσιογραφικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004, επελέγησαν λόγω της εγγύτητας και συλλειτουργίας τους με το βασικό σύστημα Ολυμπιακών πόλων, ότι η χωροταξική τους επιλογή θα καλύψει μεταολυμπιακά τις γενικότερες λειτουργικές ανάγκες της Αθήνας ως Μητροπολιτικού Κέντρου ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ότι οι δημιουργούμενες εγκαταστάσεις φιλοξενίας θα δημιουργήσουν ένα μόνιμο οικιστικό απόθεμα στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας και, τέλος, ότι οι επιλεγόμενες εκτάσεις δεν είναι ούτε δασικές ούτε αναδασωτέες ούτε αρχαιολογικοί χώροι. Ειδικότερα δε, σχετικά με το άρθρο 2 του νόμου, αναφέρεται στην αυτή αιτιολογική έκθεση ότι οι προτεινόμενοι όροι δόμησης και χρήσεις γης επιδιώχθηκε να είναι συμβατοί με ήπια ανάπτυξη και με τον γενικότερο πολεοδομικό σχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής καθώς και ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι όροι αυτοί δεν αποκλίνουν από τα ήδη ισχύοντα με βάση το πολεοδομικό καθεστώς κάθε περιοχής. Ακολούθησε στις 25.4.2002 η δημοσίευση στην ΕτΚ (Α’ 91) του νόμου 3010/2002 («Εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε., διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις»). Με το άρθρο 11 παρ. 2 περιπτ. β΄ αυτού αντικαταστάθηκε η διάταξη του προπαρατεθέντος άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. δ’ του ν. 2947/2001, με την οποία είχε ορισθεί, ότι ο συντελεστής δόμησης για το σύνολο των οικοδομήσιμων χώρων των επίμαχων εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 και ορίστηκε, αντ’ αυτού: «Ο μέσος συντελεστής δόμησης για το σύνολο των οικοδομήσιμων χώρων των παραπάνω εκτάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 και ο συντελεστής δόμησης κάθε οικοδομικού τετραγώνου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 2». Η διάταξη αυτή προτάθηκε ενώπιον της Βουλής με τροπολογία της 8ης Μαρτίου 2002 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπως δε ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική της έκθεση, με την νέα αυτή ρύθμιση επιδιώχθηκε να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ήδη καθορισθείς με το νόμο 2947/2001 γιά την επίμαχη περιοχή συντελεστής δόμησης 1 είναι ο μέσος και ότι το όριο αυτό του 1 έχει τεθεί για το σύνολο των οικοδομήσιμων χώρων.
Περαιτέρω από τις συζητήσεις ενώπιον της Βουλής σχετικά με την τροπολογία αυτή (Βλ. παρεμβάσεις της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. κυρίως κατά τη συνεδρίαση ΡΙΔ’ 3.4.2002 -Πρακτικά Ολομελείας Ι Περιόδου Συνόδου Β’ σελ. 4935, 4936 και 4950) προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή προτείνεται για να δοθεί η προαναφερθείσα διευκρίνιση, αλλά και προκειμένου να καταστεί εφικτό να καθορισθεί συντελεστής δόμησης ακόμη μεγαλύτερος από τον συντελεστή 1 (που είχε, κατά τα ανωτέρω, ήδη προβλεφθεί κατ’ ανώτατο όριο με την προαναφερθείσα διάταξη του ν. 2947/2001) και μέχρι 2 στον χώρο ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ., για τον οποίο η τελευταία αυτή διάταξη είχε προβλέψει ως χρήσεις γης τις χρήσεις πολεοδομικού κέντρου και για τον οποίο υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί, εκτός από γραφεία του Ο.Ε.Κ., και για την εγκατάσταση εμπορικού κέντρου. Κατ’ επίκληση των διατάξεων αυτών του άρθρου 2 παρ. 1 (περ. δ) και παρ. 2 (περ. α, β) του ν. 2947/2001, όπως τροποποιηθείσες κατά τα ανωτέρω με το ν. 3010/2002 ισχύουν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 16043/12-8-2002 κοινή υπουργική απόφαση (Δ΄705), με την οποία οριοθετήθηκε η επίμαχη έκταση του χώρου φιλοξενίας των εκπροσώπων των ΜΜΕ και του προσωπικού ασφαλείας για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων (παρ. Ι 1), εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της προοριζομένης, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2947/2001, για την υποδοχή εγκαταστάσεων φιλοξενίας των εκπροσώπων των Μ.Μ.Ε. περιοχής, που αποτελούσε την Πολεοδομική Ενότητα υπ’ αριθμ. 17 του Γ.Π.Σ. του Δήμου Αμαρουσίου, τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο (παρ. Ι 2) και καθορίστηκαν η γενική διάταξη των κτιρίων (παρ. Ι 3) καθώς και οι όροι και περιορισμοί δόμησης της περιοχής αυτής αναλυτικά (παρ. II), στο πλαίσιο της προαναφερθείσης διατάξεως του ν. 2947/2001 (αρθρ. 2 παρ. 1 περ. δ – όπως ήδη κατά τα ανωτέρω ισχύει).
Συγκεκριμένα, με την προαναφερόμενη διοικητική πράξη η περιοχή διαιρέθηκε σε 4 οικοδομικά τετράγωνα (εφεξής Ο.Τ.) και σε χώρο παιδικού σταθμού-αναψυχής. Για το Ο.Τ. υπ’ αριθμ. 1 (έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ.) καθορίστηκε συντελεστής δόμησης 2 (κατ’ εξάντληση του ανωτάτου ορίου της επίμαχης διατάξεως του ν. 2947/2001, όπως τροποποιήθηκε), σε ό,τι δε αφορά τις χρήσεις γης απλώς επαναλήφθηκε η πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη και ορίστηκε ότι το Ο.Τ. αυτό θα υποδεχθεί τις εν γένει χρήσεις πολεοδομικού κέντρου (κατά την έννοια του από 23.2.1987 π.δ/τος), με εξαίρεση τα επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης, τα πρατήρια βενζίνης και τις εγκαταστάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Για τα υπόλοιπα οικοδομικά τετράγωνα (τα αντιστοιχούντα δηλ. στις εκτάσεις ιδιοκτησίας του Δήμου Αμαρουσίου), σε ό,τι μεν αφορά τις χρήσεις γης επαναλήφθηκε με την παραπάνω απόφαση η ρύθμιση του νόμου, που προέβλεπε γι’ αυτά χρήση αμιγούς κατοικίας, σε ό,τι δε αφορά τον συντελεστή δόμησης και ενόψει του ότι για το Ο.Τ. υπ’ αριθμ. 1 είχε καθορισθεί συντελεστής 2 καθορίστηκαν γι’ αυτά συντελεστές δόμησης από 0,55 μέχρι 0,85, προκειμένου να καταστεί εφικτή η τήρηση της επιταγής του νόμου, δηλαδή ο μέσος συντελεστής όλων των Ο.Τ. να μην υπερβαίνει το 1. Η ως άνω ΚΥΑ ακυρώθηκε τελικώς με την υπ’ αριθμ. 1528/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και με την ακόλουθη αιτιολογία: «Με τη διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 1 περίπτ. δ του ν. 2947/2001, ο νομοθέτης αφενός μεν προέβη στον καθορισμό ως χρήσεων γης για την έκταση ιδιοκτησίας του Ο.Ε.Κ. καθόσον αφορά για την χρονική περίοδο μετά την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων προβλέποντας τη χρήση του «πολεοδομικού κέντρου» ενώ … σύμφωνα με το προϊσχύον πολεοδομικό καθεστώς (απόφαση υπ’ αριθμ. 31477/6487/27.10.1997 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ περί τροποποιήσεως του Γ.Π.Σ.) είχε θεσπισθεί για την έκταση αυτή η χρήση της αμιγούς κατοικίας, αφετέρου δε προέβη σε αύξηση του συντελεστού δόμησης για το σύνολο της επίμαχης περιοχής από 0,8 κατά μέσο όρο που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε επί τη βάσει του προϊσχύοντος πολεοδομικού καθεστώτος, σε 1, ενώ με την νεότερη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2β του ν. 3010/02 τροποποιήθηκε περαιτέρω η εν λόγω διάταξη για να διευκρινισθεί ότι ο νέος αυτός αυξημένος στο 1 συντελεστής νοείται ως μέσος συντελεστής για το σύνολο των οικοδομικών τετραγώνων της επίμαχης περιοχής.
Με τα δεδομένα όμως αυτά, οι συγκεκριμένες αυτές ρυθμίσεις του ν. 2947/2001 επιφέρουν … ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, όπως είχαν διαμορφωθεί με το προϊσχύσαν πολεοδομικό καθεστώς, εφ’ όσον με αυτές μεταβάλλονται στη συγκεκριμένη περιοχή επί τα χείρω οι χρήσεις γης με την επιβολή δυσμενέστερων από την άποψη της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος χρήσεων, αυξάνεται δε σ’ αυτήν ο μέσος συντελεστής δόμησης, με συνέπεια να αυξάνεται σε σχέση με το παρελθόν ο αριθμός των δυναμένων να οικοδομηθούν συνολικά στην περιοχή επιφανειών. Περαιτέρω οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες μάλιστα προβλέπονται ως πάγιες για την περίοδο μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, θεσπίστηκαν χωρίς ούτε στον ίδιο το νόμο ούτε στην εισηγητική του έκθεση να γίνεται επίκληση ειδικού πολεοδομικού λόγου, ο οποίος επέβαλλε την μεταβολή προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση των πολεοδομικών ρυθμίσεων που είχαν καθιερωθεί με το μέχρι τότε ισχύον οικείο ΓΠΣ (με πράξη δηλαδή εκδοθείσα επί τη βάσει σταθμίσεων και εκτιμήσεων προβλεπομένων από την πάγια πολεοδομική διαδικασία) σχετικά με τις χρήσεις γης στο συγκεκριμένο Ο.Τ. και με τον μέσο συντελεστή δόμησης στην οριοθετούμενη περιοχή. Τέλος, ούτε από τα οικεία πρακτικά των συζητήσεων του νόμου ενώπιον του οικείου Τμήματος διακοπής εργασιών της Βουλής του θέρους 2001 ούτε εξ άλλου από τα πρακτικά συζητήσεων της Βουλής σχετικά με το μεταγενέστερο νόμο 3010/2002, προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη τέτοιος ειδικός και συγκεκριμένος πολεοδομικός λόγος, ο οποίος, συνδυαζόμενος τυχόν με στάθμιση και άλλων μη αμιγώς πολεοδομικών αναγκών, θα καθιστούσε ενδεχομένως, μετά από εκτίμηση των επιπτώσεων στο οικιστικό περιβάλλον, επιτρεπτές συνταγματικά τις συγκεκριμένες δυσμενείς, κατ’ αρχήν, για το περιβάλλον μεταβολές.
Συνεπώς, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής ως αντικείμενες στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι εν λόγω διατάξεις του ν. 2947/2001 (αρθρ. 2 παρ. 1 περιπτ. δ εδάφια δεύτερο και τέταρτο) όπως ήδη ισχύουν, τροποποιηθείσες κατά τα ανωτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2β του ν. 3010/2002. Δοθέντος δε ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης στις περιοχές των πολεοδομικών ενοτήτων εν γένει (χρήσεις γης, συντελεστές δόμησης, ρυμοτομικό σχέδιο, οριοθέτηση) τελούν σε πλήρη αλληλεξάρτηση και είναι άδηλον αν ο κανονιστικός νομοθέτης θα έστεργε στη διατήρηση σε ισχύ επί μέρους ρυθμίσεων, πρέπει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, που ερείδεται στις εν λόγω αντίθετες με το Σύνταγμα νομοθετικές διατάξεις, να ακυρωθεί στο σύνολο της». Μετά ταύτα εκδόθηκε ο ν. 3207/2003 «Ρύθμιση Θεμάτων Ολυμπιακής προετοιμασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 302). Με την παρ. 1 α του άρθρου 6 του νόμου αυτού εγκρίθηκε ρυμοτομικό σχέδιο στον υπερτοπικό πόλο του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθήνας, με τον καθορισμό οικοδομήσιμων χώρων, οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστου χώρου πρασίνου και τη δημιουργία δευτερεύοντος δικτύου πρασίνου αποκλειστικά για πεζούς, τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο με την κατάργηση οικοδομικών τετραγώνων, οδών, κοινοχρήστων χώρων, τη δημιουργία νέων οικοδομικών τετραγώνων και τον καθορισμό οδών, πεζοδρόμων, κοινοχρήστων χώρων πρασίνου και χώρου παιδικού σταθμού-αναψυχής-αθλητισμού, όπως οι ρυθμίσεις αυτές φαίνονται στο διάγραμμα κλίμακας 1:2000 που θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του οποίου αντίτυπο σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκε με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, με την ως άνω παράγραφο ορίσθηκε ότι η έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου επέχει θέση έγκρισης Πράξης Εφαρμογής για την παραπάνω περιοχή και ότι για τον σκοπό αυτόν, προτάσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 2947/2001 (Α΄ 228) θεωρείται ότι επάγονται όλα τα έννομα αποτελέσματα τους και για την παρούσα ρύθμιση. Ακολούθως, με την παρ. 1β του ως άνω άρθρου 6 καθορίσθηκαν όροι και περιορισμοί δόμησης ανά οικοδομικό τετράγωνο. Στην συνέχεια με την παρ. 1γ προβλέφθηκε ότι στα οικοδομικά τετράγωνα που αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση επιτρέπεται η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων για τη δημιουργία Ολυμπιακού Χωριού Φιλοξενίας των Δημοσιογράφων και ότι «μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στο οικοδομικό τετράγωνο 1 επιτρέπονται οι χρήσεις που προβλέπονται στην περ. ε της παρ. 2.3 του Παρατήματος Α’ του άρθρου 15 του ν. 1515/1985 (Α’ 18), όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2730/1999 (Α’ 130), με εξαίρεση τις χρήσεις των περιπτώσεων 2, 12, 14, 16, 17, 18 και 19 του άρθρου 8 του από 23.2/6.3.1987 προεδρικού διατάγματος (Δ΄166), όπως ισχύει. Στα οικοδομικά τετράγωνα 2 και 3 επιτρέπεται η χρήση αμιγούς κατοικίας. Στο οικοδομικό τετράγωνο 4 επιτρέπεται η χρήση κατοικίας και η χρήση γραφείων. Στο οικοδομικό τετράγωνο 5 επιτρέπεται η χρήση παιδικού σταθμού, αθλητισμού και αναψυχής». Οι ανωτέρω ρυθμίσεις απεικονίζονται σε δύο (2) σχέδια γενικής διάταξης ολυμπιακής και μεταολυμπιακής χρήσης σε κλίμακα 1:2000, τα οποία θεωρήθηκαν από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και των οποίων αντίτυπα σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκαν με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στη συνέχεια, με την παρ. 2. του ίδιου άρθρου 6 ορίσθηκε ότι στους πιο πάνω καθοριζόμενους χώρους εγκρίνεται η θέση και η διάταξη των κτιρίων, όπως φαίνονται σε τρία (3) τοπογραφικά διαγράμματα κλίμακας 1:200 και σε ένα (1) τοπογραφικό διάγραμμα 1:500, καθώς και σε τρία (3) διαγράμματα κάλυψης 1:200 και σε ένα (1) διάγραμμα κάλυψης 1:1000, που θεωρήθηκαν από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών του ΥΠΕΧΩΔΕ και των οποίων αντίτυπα σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύθηκαν με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην ίδια παράγραφο ορίσθηκε ότι «η παρούσα έγκριση επέχει θέση αδείας της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής για την εκτέλεση των εργασιών που αφορούν την Ολυμπιακή και μεταολυμπιακή χρήση του έργου» και ότι «οι απαιτούμενες σύμφωνα με τις οικίες προδιαγραφές μελέτες για την εκτέλεση των πιο πάνω εργασιών κατατίθενται στην υπηρεσία που ορίζεται στην παρ. α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2947/2001, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Μελέτες που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού συνεχίζουν να ισχύουν, εφόσον είναι σύμφωνες με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου».
Τέλος με την παρ. 4 του ως άνω άρθρου 6 ορίσθηκε ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2947/2001, όπως τροποποιήθηκε με τις περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 3010/2002 (Α’ 91), β) Η υπ αριθμ. 16043/12-8-2002 κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( Δ’ 705/14-8-2002), γ) Η υπ αριθμ. 61312/25-10-2002 απόφαση του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία χορηγήθηκε η άδεια εκτέλεσης εργασιών για την ανέγερση χωριού Φιλοξενίας Δημοσιογράφων στον ¶γιο Θωμά Αμαρουσίου». Σε εκτέλεση της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3207/2003 η εταιρεία «LAMDA OLYMPIA VILLAGE» υπέβαλε στη Δ.Ο.Κ.Κ με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΧΩΔΕ 3275/26-1-2004 έγγραφο της, σε ηλεκτρονική μορφή, τα σχέδια ολυμπιακής και μεταολυμπιακής χρήσης του χωριού Φιλοξενίας Δημοσιογράφων στο Μαρούσι 2004. Κατόπιν αιτήσεων του πρώτου αιτούντος , με τις οποίες αυτός ζητούσε να εγκριθούν οι ως άνω μελέτες από την Δ.Ο.Κ.Κ, η τελευταία με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 9275/8-3-2004 έγγραφο της απάντησε, αφού παρέθεσε τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3207/2003, ότι σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της Ενότητας Β΄ του άρθρου 2 της υπ’ αριθμ. 59936/24-7-2002 απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Β΄ 956) «την ευθύνη της τήρησης των ειδικών και γενικών κανονισμών κατά τη σύνταξη των μελετών και κατά την κατασκευή των έργων την έχει ο αρμόδιος φορέας», περαιτέρω, δε, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 16056/3-5-2004 έγγραφο της προς τον αυτό αιτούντα διευκρίνισε ότι φορέας του έργου δεν είναι η υπηρεσία αυτή αλλά η «LAMDA OLYMPIA VILLAGE» όπως αναγράφεται στα υποβληθέντα σχέδια.
Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται από τους αιτούντες, από τους οποίους ο πρώτος φέρεται ως δημότης του Δήμου Αμαρουσίου και το τρίτο αποτελεί σωματείο που κατά το οικείο καταστατικό έχει ως σκοπό την συμβολή στην αναβάθμιση και προστασία του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των κατοίκων του Αμαρουσίου, η ακύρωση «των εις το ΦΕΚ Α 302/24.12.2003, υπό το ένδυμα νόμου (3207/03, αρθ. 6), εμπεριεχομένων πολεοδομικών ρυθμίσεων, ήτοι εγκρίσεως ρυμοτομικού σχεδίου στον χώρον Ο.Α.Κ.Α. Αμαρουσίου, εγκρίσεως πράξεων εφαρμογής, αδείας κατασκευής εγκαταστάσεων, καθορισμού χρήσεων, εγκρίσεως της θέσεως και διατάξεως των κτιρίων δια χαρακτηρισμού της τοιαύτης εγκρίσεως ως πολεοδομικής αδείας και, τέλος, αδείας απ’ ευθείας εκποιήσεως των ακινήτων του Ο.Ε.Κ.».
5. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη η Α.Ε. με την επωνυμία «LAMDA OLYMPIA VILLAGE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ», η οποία έχει αναλάβει την υποχρέωση να κατασκευάσει, με δαπάνες, επιμέλεια και φροντίδα της, κατοικίες και λοιπές εγκαταστάσεις φιλοξενίας για 1.600 δημοσιογράφους, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της «ΑΘΗΝΑ 2004», οι οποίες περιλαμβάνονται στη Σύμβαση μεταξύ «ΑΘΗΝΑ 2004» και Δήμου Αμαρουσίου για την παραχώρηση χρήσης χώρου φιλοξενίας. Περαιτέρω, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ», ενόψει όσων εκτίθενται ανωτέρω στην υπ’ αριθμ. 4 σκέψη.
6. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης». Περαιτέρω, στο άρθρο 26 ορίζεται ότι: «1. Η. νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια οι αποφάσεις του εκτελούνται στα όνομα του Ελληνικού Λαού». Τέλος, στο άρθρο 28 ορίζεται ότι: «1. Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωση τους με νόμο, και της θέσης τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου …. 2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση του νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών ….».
7. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μεν η, κατ’ απόκλιση από την συνήθη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες κανονιστικού χαρακτήρα νομοθετικές διατάξεις, θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι πρόκειται πάντως για απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και επομένως, οι λόγοι προσφυγής στην διαδικασία αυτή πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου (ΣτΕ 1567/2005).
8. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει, ενώ στο άρθρο 87 αυτού ορίζεται ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2…», στο αρθρ. 93 ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. 2… 3… 4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», στο αρθρ. 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας διαδικασίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4…» και στο αρθρ. 95 ότι «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως : α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου β) … γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σε αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. 2… 3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορούν να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητα τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει».
9. Επειδή, ο Αντιπρόεδρος Κ. Μενουδάκος και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος και Αικ. Σακελλαροπούλου υπεστήριξαν την ακόλουθη γνώμη: Με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες οργανώνεται η δικαστική λειτουργία στο πλαίσιο της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών, η απονομή της δικαιοσύνης κατανέμεται, αναλόγως του είδους των διαφορών, σε δικαστήρια διαφορετικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων τα πολιτικά και τα διοικητικά, που συγκροτούν ιδιαίτερες κατηγορίες δικαστηρίων. Ενώπιον των τελευταίων, στα οποία υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, προσβάλλονται οι πράξεις των διοικητικών αρχών, στις οποίες ανατίθεται η εφαρμογή των ψηφιζόμενων από τη Βουλή νόμων. Κατά το δικαστικό αυτό έλεγχο των διοικητικών πράξεων εξετάζεται και η ισχύς του νόμου, κατ’ εφαρμογή του οποίου εκδόθηκαν, από την άποψη της μη αντιθέσεως του προς το Σύνταγμα και άλλους κανόνες που, κατά το αρθρ. 28 του Συντάγματος, έχουν υπερνομοθετική ισχύ. Συνεπώς, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να ακυρώσουν την προσβαλλόμενη πράξη όχι μόνο για παράβαση του νόμου βάσει του οποίου εκδόθηκε, αλλά και λόγω του ανισχύρου του νόμου αυτού. Με την επίλυση της διοικητικής διαφοράς από εξειδικευμένο δικαστή και κατά διαδικασία, η οποία παρέχει την δικονομική δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους που θεμελιώνουν έννομο συμφέρον να προβάλλουν λυσιτελώς τις πλημμέλειες της πληττόμενης πράξεως και η οποία καταλήγει στην ακύρωση της κρινομένης ως μη νόμιμης πράξεως, εξασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία, η οποία επιτάσσεται και από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., αποτελεί δε και γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Εξ άλλου, και με αποκλειστικό σκοπό να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατίθεται από το νόμο στα πολιτικά δικαστήρια, κατά διασταύρωση της ανωτέρω λειτουργικής διακρίσεως των δικαστηρίων, η εκδίκαση κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας και, πάντως, όχι μεμονωμένων υποθέσεων, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα έχει προβλεφθεί και κατάλληλη διαδικασία, ώστε να επιτυγχάνεται ο αυτός βαθμός δικαστικής προστασίας που παρείχε η επίλυση των διαφορών αυτών από τον διοικητικό δικαστή.
10. Επειδή, περαιτέρω, κατά την γνώμη των ανωτέρω μελών του Δικαστηρίου, το Σύνταγμα με το άρθρο 95 παρ. 1 προβλέπει την ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα διοικητικά δικαστήρια των πράξεων διοικητικών αρχών και, συνεπώς δεν χωρεί ευθεία προσβολή ενώπιον αυτών διατάξεων ψηφισθέντος από τη Βουλή νόμου. Το απαράδεκτο αυτό ισχύει κατ’ αρχήν και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες με το νόμο θεσπίζεται ατομική ρύθμιση, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή έχει τυπική ισχύ νόμου, δηλαδή την αυτή ισχύ με κάθε άλλη ρύθμιση περιεχόμενη σε νόμο. Ο ανωτέρω δικαιολογητικός λόγος του απαραδέκτου όμως δεν συντρέχει και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου αυτού, στον οποίο, κατά τα επίσης αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, υπόκειται κάθε ψηφιζόμενος από τη Βουλή νόμος. Με την εκδοχή, όμως, ότι αποκλείεται η ευθεία, ενώπιον του διοικητικού δικαστή, προσβολή ατομικής ρυθμίσεως που έχει περιβληθεί τη μορφή νόμου, η συνταγματικότητα της ρυθμίσεως αυτής δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί δικαστικώς εκτός αν καταλείπεται στάδιο εκδόσεως περαιτέρω ατομικών διοικητικών πράξεων υποκειμένων σε προσβολή ή αν ανακύψει ιδιωτική διαφορά αγομένη παραδεκτώς προς εκδίκαση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση, με την εκδοχή αυτή δημιουργείται έλλειμμα έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
11. Επειδή, εξάλλου, κατά την αυτή γνώμη, σε περιπτώσεις ρυθμίσεων που αφορούν το περιβάλλον, παρέχεται η δυνατότητα προστασίας από τον πολιτικό δικαστή κατ’ εφαρμογή του αρθρ. 57 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), κατά το οποίο «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον …. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Τα ένδικα όμως βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν με βάση τη διάταξη αυτή δεν παρέχουν ισοδύναμη προστασία με εκείνη, την οποία παρέχει το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, διότι α) η έννοια του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πάντως, δεν ταυτίζεται με τη νομιμοποίηση για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων με βάση την ανωτέρω διάταξη του Α.Κ. και β) τα πολιτικά δικαστήρια έχουν, βάσει της διατάξεως αυτής, την εξουσία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απαγορεύσουν την εκτέλεση υλικών πράξεων ή να διατάξουν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όχι, όμως, να ακυρώσουν την πράξη επιβολής της πληττόμενης ρυθμίσεως και, με τον τρόπο αυτό, να παρεμποδίσουν τη δυνατότητα επιβολής περαιτέρω ατομικών ρυθμίσεων που έχουν ως προϋπόθεση και έρεισμα τη, μη δυνάμενη να ακυρωθεί από τον πολιτικό δικαστή, προηγούμενη ρύθμιση.
12. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, ο αποκλεισμός της αμφισβητήσεως με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως της συμφωνίας με το Σύνταγμα αλλά και με κανόνες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος ατομικών ρυθμίσεων που έχουν θεσπισθεί με νόμο κατ’ απόκλιση, έστω και συνταγματικώς κατ’ αρχήν επιτρεπόμενη, της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών, στις περιπτώσεις, τουλάχιστον, κατά τις οποίες είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση της ρυθμίσεως, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η περαιτέρω έκδοση διοικητικής πράξεως, θα οδηγούσε σε ματαίωση της αποστολής των διοικητικών δικαστηρίων, όπως αυτή προβλέπεται στο Σύνταγμα και, γενικότερα, σε ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των τριών λειτουργιών του Κράτους, στην οποία αποβλέπει ο συντακτικός νομοθέτης με τις ανωτέρω διατάξεις. Κατά συνέπεια, κατά την έννοια τόσο της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό προς τις παρατιθέμενες στις σκέψεις 6 και 8 διατάξεις των άρθρων 20, 28 και 93 αυτού και προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ενόψει της οποίας είναι εφαρμοστέες οι συνταγματικές διατάξεις που αφορούν το σύστημα οργανώσεως της δικαιοσύνης, όσο και της παρ. 1 του άρθρου 45 του π. δ/τος 18/1989, κατά την οποία «1. Η αίτηση ακυρώσεως για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου», δεν αποκλείεται στις ανωτέρω περιπτώσεις η ευθεία προσβολή με αίτηση ακυρώσεως ατομικής ρυθμίσεως που έχει μορφή διατάξεως τυπικού νόμου. Ειδικότερα, με το ένδικο βοήθημα παραδεκτώς αμφισβητείται, στην περίπτωση αυτή, μόνον η συμφωνία της ρυθμίσεως με κανόνες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος, και, αν ο σχετικός λόγος κριθεί βάσιμος, ακυρώνεται η δια του νόμου επιβαλλόμενη ατομική ρύθμιση κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εκτέλεση της με υλικές ενέργειες. Εν προκειμένω, οι διατάξεις του επίμαχου νόμου, κατά των οποίων στρέφεται η κρινόμενη αίτηση, περιέχουν ατομική ρύθμιση αμέσως εφαρμοστέα χωρίς να καταλείπεται στάδιο εκδόσεως διοικητικής πράξεως, αφού, όπως ρητώς αναφέρεται στις πληττόμενες διατάξεις, η ρύθμιση αυτή επέχει θέση οικοδομικής άδειας, η οποία, συνεπώς, έχει ενσωματωθεί στις διατάξεις αυτές του τυπικού νόμου. Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση, κατά τη γνώμη των ανωτέρω μελών του Δικαστηρίου, παραδεκτώς κατ’ αρχήν στρέφεται κατά της επίμαχης ρυθμίσεως.
13. Επειδή, κατά τη γνώμη του Συμβούλου Ι. Μαντζουράνη και των Παρέδρων Ο. Παπαδοπούλου και Χρ. Λιάκουρα, από τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στ. α του Συντάγματος, κατά την οποία η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά «πράξεων των διοικητικών αρχών», προκύπτει ότι το ένδικο αυτό βοήθημα είναι απαράδεκτο, όταν στρέφεται ευθέως κατά τυπικού νόμου, έστω και αν αυτός περιέχει ατομική ρύθμιση. Στην περίπτωση όμως αυτή, δηλαδή της προσβολής «απλώς τυπικού νόμου», ο οποίος προβαίνει σε εξαντλητική ατομική ρύθμιση και, συνεπώς, αποκλείει τη δυνατότητα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δια της ευθείας προσβολής του κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., πρέπει να θεωρηθεί ότι η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά της «σιωπηρής έγκρισης» της εκτέλεσης της ατομικής αυτής ρυθμίσεως από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι η κατά το Σύνταγμα αρμόδια για την εκτέλεση των νόμων εξουσία. Η σιωπηρή αυτή έγκριση τεκμαίρεται είτε από σχετικά, μεταγενέστερα του νόμου, έγγραφα της Διοικήσεως μη συνιστώντα εκτελεστές διοικητικές πράξεις, πάντως δε από την έναρξη των υλικών ενεργειών εκτέλεσης της περιεχόμενης στο νόμο ατομικής ρύθμισης.
14. Επειδή ο Σύμβουλος Παν. Πικραμμένος διατύπωσε την ακόλουθη άποψη: Η επίμαχη ρύθμιση του νόμου εμπίπτει, ως εκ του περιεχομένου της (χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός έργου, το οποίο λόγω της φύσης, του μεγέθους και της έκτασης του είναι πιθανό να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον) στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 27ης Ιουνίου 1985, όπως μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 97/11/Ε.Κ. του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαρτίου 1997 και 2003/35/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Μαΐου 2003 και ως εκ τούτου η ένδικη διαφορά διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο. ¶λλωστε, το αυτό προβλέπεται και από την Κ.Υ.Α. 15393/2332/5.8.2002 (Β Ί022) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3010/2002, ο οποίος με τη σειρά του εκδόθηκε με σκοπό την εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις προαναφερθείσες οδηγίες 97/11/Ε.Κ. και 96/61/Ε.Κ.
Ειδικότερα για τον πολεοδομικό σχεδιασμό προβλέπεται στο Παράρτημα 1 Πίνακα 6 περ. 23 Τουριστικές Εγκαταστάσεις – Εργασίες Πολεοδομίας της ως άνω ΚΥΑ ότι εντάσσεται στην Α’ κατηγορία (έργο, δηλαδή, που λόγω της φύσης του ή του μεγέθους ή της έκτασης του είναι πιθανό να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον) εφόσον η έγκριση του σχεδιασμού γίνεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τις Κεντρικές υπηρεσίες. Εξάλλου, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, έχει, δε, καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Ως εκ τούτου εναπόκειται στα Δικαστήρια των Κρατών Μελών να διασφαλίζουν κατ’ εφαρμογή της αρχής της συνεργασίας του άρθρου 10 Ε.Κ. την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο (Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, United London Ltd κ.λ.π.). Στην προκειμένη περίπτωση όμως, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, όπως έχουν μέχρι τούδε ερμηνευθεί από την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν επιτρέπουν την άσκηση ευθείας προσφυγής στο ως άνω δικαστήριο η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της επίμαχης ρυθμίσεως, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή θεσπίσθηκε με διάταξη τυπικού νόμου. Αντιθέτως, υφίσταται δυνατότης παροχής προστασίας από τον πολιτικό δικαστή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα κατά το οποίο «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον …. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Η παρεχομένη, όμως, από τον πολιτικό δικαστή προστασία, συνιστά μεν κατ’ αρχήν περίπτωση παροχής εννόμου προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, πλην δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την ευθεία ακύρωση της πράξεως επιβολής της ατομικής ρυθμίσεως.
Ενόψει των ανωτέρω, του γεγονότος δηλαδή ότι δεν παρέχεται επί του παρόντος ευθεία προσφυγή άγουσα στην ακύρωση ατομικής ρυθμίσεως, πρέπει κατά την παραπάνω άποψη να απευθυνθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εάν, προκειμένου περί σχεδιασμού και εκτελέσεως έργου, το οποίο θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ως εκ τούτου είναι αμέσου κοινοτικού ενδιαφέροντος, η παρεχόμενη από τον έλληνα πολιτικό δικαστή προστασία συνιστά αποτελεσματική ένδικη προστασία των απονεμομένων στους πολίτες από το κοινοτικό δίκαιο δικαιωμάτων.
Σχόλιο
Η αυστηρή περιβαλλοντική νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας οδηγεί τα τελευταία χρόνια σε έναν ιδιότυπο θεσμικό ανταγωνισμό με την Κυβέρνηση και, συνακόλουθα, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ολοένα και συνηθέστερη πρακτική να θεσπίζονται με τυπικό νόμο «ατομικές ρυθμίσεις», που αποτελούν, ενόψει της φύσης του περιεχομένου τους, αντικείμενο διοικητικών πράξεων. Περιάπτονται έτσι την ισχύ νόμου διοικητικές πράξεις με προφανή στόχο την παράκαμψη του ακυρωτικού ελέγχου, με τον οποίο επιφορτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 Συντ. το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι να μην μπορεί να ελεγχθεί ακυρωτικά η νομιμότητα κατ’ ουσίαν διοικητικών πράξεων και, μάλιστα, σε σχέση με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος, δηλαδή το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο.
Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ιδιαίτερα προβληματικό, θεσμικά και πολιτικά, φαινόμενο, το οποίο προσλαμβάνει, ιδίως όταν καθίσταται σύνηθες, χαρακτηριστικά μείζονος θεσμικής παθογένειας. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω πρακτική τείνει να κλονίσει βασικές όψεις του φιλελεύθερου και δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, θεμελιώδεις αρχές του οποίου αποτελούν αφενός η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και, αφετέρου, η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Υπαίτιος για το ανωτέρω φαινόμενο είναι ασφαλώς η Κυβέρνηση και, κατ’ επέκταση, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την επιστηρίζει και υιοθετεί τέτοιες πρακτικές, οι οποίες αποβλέπουν κατ’ ουσίαν στην καταστρατήγηση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Θα ήταν όμως άστοχο εάν υποστήριζε κανείς ότι μέρος της «ευθύνης» για την εμφάνιση του φαινομένου αυτού βαρύνει και το Δικαστήριο; Πράγματι, ορισμένες –ελάχιστες ευτυχώς- περιπτώσεις νομολογιακής υπερβολής επάγονται συχνά ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την ομαλή εξέλιξη της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας[1]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, δίχως αμφιβολία, η αυστηρή ορισμένες φορές εφαρμογή ενός «απόλυτου οικιστικού κεκτημένου», το οποίο δεν προκύπτει -τουλάχιστον ως απόλυτο- από κάποια συνταγματική διάταξη ή άλλο κανόνα υπερνομοθετικής ισχύος, συνιστά δε -ενδεχομένως παγκόσμια- πρωτοτυπία. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται ανεπιεικείς καταστάσεις, αφού οι σχετικές κρίσεις δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις που επιβάλλει η οικιστική ανάπτυξη της χώρας. Οικιστική ανάπτυξη, για την οποία η πολιτική ευθύνη, ας μην το ξεχνούμε, ανήκει στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, κατά τα γνωστά και παραδεδεγμένα πρότυπα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Ωστόσο, σε ένα ώριμο θεσμικό σύστημα η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία οφείλει, στο πλαίσιο ιδίως της διάκρισης των λειτουργιών, να σέβεται απόλυτα τον θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης και τις δικαστικές αποφάσεις, καθώς και την κομβική θεσμική σημασία της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Τούτο αποτελεί αυτονόητο όρο για τη λειτουργία κάθε δικαιοκρατούμενης δημοκρατικής πολιτικής.
Στην προκειμένη περίπτωση η προαναφερόμενη πρακτική της νομοθετικής λειτουργίας προκαλεί, πέραν των προφανών θεσμικών τριβών με τη δικαστική λειτουργία, σοβαρά δογματικά προβλήματα. Η εξεταζόμενη απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας επιχειρεί, για πρώτη φορά, να αντιμετωπίσει κατά τρόπο ολοκληρωμένο το ζήτημα και να εντοπίσει διεξόδους που επιτρέπουν, στο σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας, να ελεγχθούν ακυρωτικά οι ανωτέρω διοικητικές κατ’ ουσίαν πράξεις, οι οποίες έχουν περιαφθεί την ισχύ τυπικού νόμου.
Είναι χαρακτηριστικό της δυσχέρειας του σχετικού διαβήματος, ότι οι τρεις απόψεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση προτείνουν στην πράξη τέτοιες διεξόδους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη, η οποία θεμελιώνεται στη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 20, 28, 93 και 95 παρ. 1 Συντ., δεν αποκλείεται στις ανωτέρω περιπτώσεις η ευθεία προσβολή με αίτηση ακυρώσεως ατομικής ρύθμισης που έχει επενδυθεί σε διάταξη τυπικού νόμου. Παρά τον ενδιαφέροντα ερμηνευτικό συλλογισμό της, η εν λόγω άποψη έχει το μειονέκτημα ότι οδηγείται σε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, από τη μια πλευρά, και της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, από την άλλη, ενώ τα κριτήρια που υιοθετεί για να αναγνωρίσει προτεραιότητα στο πρώτο δεν φαίνεται να είναι απολύτως ευκρινή. Επιπλέον, δεν μπορεί να υπερβεί ευχερώς τη ρητή διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 περιπτ. α΄ Συντ., που υπαγάγει στον ακυρωτικό έλεγχο του Δικαστηρίου τις «εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών»[2].
Ανάλογα δογματικά προβλήματα παρουσιάζουν και οι δύο άλλες απόψεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση. Σύμφωνα με την πρώτη, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι «στρέφεται κατά της “σιωπηρής έγκρισης” της εκτέλεσης της ατομικής ρυθμίσεως από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας». Τέλος, κατά τη δεύτερη, επιβάλλεται να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα σύνθετο και εξαιρετικά δυσχερές πρόβλημα, το οποίο δεν είναι μόνον -ίσως μάλιστα να μην είναι τόσο- δογματικό, αλλά -πρωτίστως- θεσμικό και πολιτικό. Δεν θα ήταν υπερβολή λοιπόν να υποστηριχθεί ότι η σχετική απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία παραπέμφθηκε το ζήτημα, θα διευκρινίσει τους όρους λειτουργίας του πολιτεύματός μας σε μια κρίσιμη ασφαλώς στιγμή.
Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Δρ.Ν. – Δικηγόρος
[1] Βλ. σχετικά Απ. Παπακωνσταντίνου, Δικαστικός ακτιβισμός και Σύνταγμα. Το παράδειγμα της περιβαλλοντικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Περιβάλλον και Δίκαιο 2006, σ. 222 επ.
[2] Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε άλλωστε να αναρωτηθεί κανείς ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα του ακυρωτικού ελέγχου. Θα μπορούσε έτσι να απαγγείλει την ακυρότητα διατάξεως τυπικού νόμου;