ΤΟ ΑΒΑΣΤΑΧΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ «ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ» (Ιανουάριος 2007)
-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, Δημοσιογράφος
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007
Δυσθεώρητο υπολογίζεται ότι θα είναι το κόστος των κλιματικών αλλαγών για την παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Έρευνα που πραγματοποίησαν Βρετανοί επιστήμονες (Stern Review: the economics of climate change) καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου, το συνολικό κόστος από τη συντελούμενη περιβαλλοντική καταστροφή θα ξεπεράσει (τα επόμενα 50 χρόνια) τα 5,5 τρισ. ευρώ! Σε ετήσια βάση, αντίστοιχα, υπολογίζουν ότι οι κλιματικές αλλαγές από εδώ και στο εξής θα κοστίζουν στην παγκόσμια οικονομία το 5% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος!
Οι δυσοίωνες προβλέψεις των Βρετανών αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, με δεδομένο ότι το συνολικό κόστος υιοθέτησης φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών είναι τουλάχιστον 50 φορές μικρότερο από αυτό που θα κληθεί να επωμιστεί η παγκόσμια οικονομία σε αντίθετη περίπτωση. Εκτιμάται δηλαδή ετησίως μόλις στο 0,1% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος. Τα τελευταία στοιχεία, μεταφρασμένα σε δολάρια και ευρώ αντί για βαθμούς Κελσίου και ύψος βροχόπτωσης, προκαλούν αναταράξεις και δημιουργούν νέα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία.
Όπως επισημαίνει ο Χαρίλαος Λούκος, ιδρυτής της εταιρείας Climpact με έδρα τη Γαλλία, η οποία ειδικεύεται στη διαχείριση κλιματικών κινδύνων για λογαριασμό επιχειρήσεων όλων των κλάδων, ισχυρά επιχειρηματικά λόμπι, όπως αυτά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών (που καλούνται να απορροφήσουν μεγάλο μερίδιο του κόστους από τις κλιματικές αλλαγές) ήδη ασκούν πιέσεις για τον άμεσο περιορισμό της εκπομπής αερίων. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πόλεμος που μαίνεται στις ΗΠΑ μεταξύ του λόμπι των αυτοκινητοβιομηχανιών και των ασφαλιστικών-επενδυτικών επιχειρήσεων, με τις τελευταίες να πιέζουν τις ρυπογόνες βιομηχανίες να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θορυβημένες από την οικονομική ζημιά που τους προκάλεσε ο τυφώνας «Κατρίνα».
Και οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές όμως φαίνεται πως λαμβάνουν πλέον σοβαρά υπόψη τις επιπτώσεις των κλιματικών μεταβολών στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, πριν αποφασίσουν πού να τοποθετήσουν τα χρήματά τους. Η δυνατότητα δηλαδή ή μη μιας επιχείρησης να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα στον πλανήτη αναδεικνύεται σε βασικό κριτήριο για τους επενδυτές: «Όσοι, για παράδειγμα, ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προσπαθούν να προβλέψουν τις επιπτώσεις στον κύκλο εργασιών από μια μέση αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 έως 4 βαθμούς Κελσίου. Αντίστοιχα, όσοι εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τον κλάδο των αερομεταφορών φαίνονται διστακτικοί, με δεδομένο το αυξημένο κόστος που συνεπάγεται για τις εταιρείες μια απόφαση για περιορισμό της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από τα αεροπλάνα», επισημαίνει ο Χ. Λούκος.
Αναταράξεις και έντονη ανησυχία καταγράφεται και στον κλάδο του λιανεμπορίου, καθώς με ιλιγγιώδη ρυθμό αυξάνονται οι παραγωγοί καταναλωτικών προϊόντων (κυρίως τροφίμων και ποτών) που διαμορφώνουν το επιχειρηματικό τους πλάνο, βασιζόμενοι όχι μόνο στις προβλέψεις του μάρκετινγκ αλλά και των μετεωρολόγων! Δεν είναι τυχαίο ότι η εταιρεία Climpact (επεξεργάζεται τις προβλέψεις των ινστιτούτων της Γαλλίας προκειμένου να καταλήξει σε προβλέψεις πωλήσεων για τους πελάτες της) από περιορισμένο αριθμό συνεργατών που αριθμούσε λίγα χρόνια πριν, έχει σήμερα δημιουργήσει νέα αγορά (παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, διαχείρισης κινδύνων από τις κλιματικές αλλαγές) και διευρύνει διαρκώς το δίκτυο των πελατών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τις επιχειρήσεις του κλάδου φαγητού και ποτού, ενδιαφέρον για τις υπηρεσίες διαχείρισης κλιματικών κινδύνων έχουν εκδηλώσει μεγάλα εμπορικά κέντρα, εταιρείες καλλυντικών, αλυσίδες σούπερ μάρκετ καθώς επίσης και το γαλλικό μετρό!
Μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης του 15% το φετινό χειμώνα και 5% στη διάρκεια όλου του χρόνου. Μείωση της ζήτησης για σόμπες υγραερίου και συναφών προϊόντων (φιάλες υγραερίου, μπόιλερ κ.ο.κ.) έως και 37% στο διάστημα Νοεμβρίου-Μαρτίου, κατακόρυφη πτώση της ζήτησης για το αλάτι που χρησιμοποιείται ενάντια στον παγετό έως και 61% για το ίδιο διάστημα. Κάπως έτσι μεταφράζεται με όρους αγοράς, η διαπίστωση των μετεωρολόγων, ότι ο φετινός χειμώνας ήταν ένας από τους ηπιότερους στην ιστορία και το 2006 η τέταρτη θερμότερη χρονιά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας Climpact, που αναλαμβάνει την αναγωγή των μετεωρολογικών προβλέψεων σε προβλέψεις πωλήσεων, η μέχρι τώρα ζήτηση για μια σειρά από αγαπημένα -στη Βόρεια Ευρώπη- προϊόντα, όπως το τσάι, η ζεστή σοκολάτα και οι συσκευασμένες σούπες, ήταν κάτι περισσότερο από υποτονική. Ωστόσο, λόγω της «επιστροφής» του χειμώνα, η ζήτηση γι’ αυτά κατέγραψε αύξηση που άγγιξε το 143% σε διάστημα μιας εβδομάδας! Σύμφωνα πάντως με τον Χ. Λούκο, το κλίμα στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου του τρέχοντος έτους θα έχει ηπιότερα χαρακτηριστικά σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, που σημαδεύτηκε από ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες. Έτσι, στη Γαλλία και κατ’ αναλογία στην υπόλοιπη Ευρώπη αναμένεται μείωση της κατανάλωσης εμφιαλωμένου νερού από 2% στις μεσογειακές περιοχές έως 7% στον Βορρά, καθώς επίσης και μείωση της ζήτησης αναψυκτικών της τάξης του 1% έως 4% στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 28 Ιανουαρίου 2007, σ. 6.