ΑΡΘΡΟ 24: ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ (Ιούλιος 2006)
-
Μ. ΧΑΪΝΤΑΡΛΗΣ, Δρ. Ν. - Δικηγόρος
Παρασκευή 18 Αυγούστου 2006
Είναι κοινός τόπος ότι το Σύνταγμα αποτελεί το θεμελιώδη χάρτη μιας οργανωμένης πολιτείας και η τροποποίηση μιας οποιασδήποτε διάταξής του δεν είναι άμοιρη πρακτικών συνεπειών για τους πολίτες, τα δικαιώματά τους, τη ζωή τους. Η παρούσα παρέμβαση στοχεύει στη διατύπωση κάποιων πρώτων σκέψεων για την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 24.
Προτείνεται από την κυβερνητική πλειοψηφία η σύνδεση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με την προστασία των δασών. Και τούτο υπό την έννοια του να συνιστά ο σχεδιασμός νόμιμο λόγο αποχαρακτηρισμού δασών και δασικών εκτάσεων. Επίσης, προτείνεται ο χαρακτήρας μιας δασικής έκτασης να κρίνεται με βάση τις μετά το έτος 1975 (έτος ψήφισης του Συντάγματος με το άρθρο 24 για το περιβάλλον) αεροφωτογραφίες και όχι τις προγενέστερες.
Μέχρι σήμερα οι συνταγματικές-νομικές προσεγγίσεις από τη μια της προστασίας του περιβάλλοντος και από την άλλη του χωροταξικού-πολεοδομικού σχεδιασμού στεγάστηκαν ορθώς σε διαφορετικές παραγράφους στο άρθρο 24 του Συντάγματος, διότι τα αντίστοιχα πεδία πολιτικής και νομικής φιλοσοφίας διατηρούν σημαντική αυτοτέλεια. Η προτεινόμενη, με τόσο μάλιστα γενικούς όρους, συσχέτιση των δασών και δασικών εκτάσεων, τουτέστιν της προστασίας του περιβάλλοντος, με το σχεδιασμό αλλοιώνει, από νομική άποψη, την ίδια τη φυσιογνωμία της συνταγματικής ρύθμισης της παρ. 1 του άρθρου 24 για το περιβάλλον. Η αλλοίωση δε αυτή γίνεται εντονότερη, αν αναλογιστεί κανείς τη μη ύπαρξη ομοφωνίας γύρω από το περιεχόμενο και την έννοια του σχεδιασμού. Πρόκειται για τον πολεοδομικό σχεδιασμό του ν. 1337/1983, το στρατηγικό χωροταξικό σχεδιασμό του ν. 2742/1999 ή τον κανονιστικό χωροταξικό σχεδιασμό, δηλαδή το σχεδιασμό χρήσεων γης (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΠΟΑΠΔ);
Από μια άλλη, ωστόσο, πλευρά, είναι αναμφίβολο πως η επιθυμία οικοδόμησης εκτός των οργανωμένων οικισμών είναι ισχυρότατη, αποτελεί δε ένα μη αγνοήσιμο φαινόμενο, συνδεόμενο άρρηκτα με τις αδυναμίες του κράτους, την αθλιότητα του αστικού χώρου και την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Η Πολιτεία προσπαθεί να περιορίσει αυτή την ακόρεστη τάση, απαγορεύοντας τη δόμηση στα δάση και τις δασικές εκτάσεις (60% της χώρας), ενώ επιτρέπει την οικοπεδοποίηση της γεωργικής γης (35% της χώρας). Επίσης, απαγορεύοντας την εκτός σχεδίου δόμηση σε οικόπεδα μικρότερα από 4 στρέμματα, αποκλείει τη νόμιμη δημιουργία εξοχικού σε όσους δεν διαθέτουν το αναγκαίο υψηλό εισόδημα.
΄Εχει, όμως, αποδειχτεί ότι η πολιτική αυτή είναι αποτυχημένη, διότι θυσιάζει τη γεωργική γη, ενώ δεν αποτρέπει την υποβάθμιση του δασικού περιβάλλοντος. Προκαλεί εκτεταμένη καταστροφή του φυσικού τοπίου, που καταλαμβάνεται από χιλιάδες κτίσματα εκτός σχεδίου ή αυθαίρετα. Οδηγεί σε εμπρησμούς δασών και καταπατήσεις δασικών εκτάσεων, ενώ εκτρέφει φαινόμενα διαφθοράς, ρουσφετολογίας, συγκάλυψης των αυθαιρεσιών από την Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.λπ.
Είναι φανερό ότι η καταστολή δεν αρκεί, ενώ το πρόβλημα θα λυνόταν οριστικά μόνον αν έφτανε κάποτε σε κορεσμό η ασίγαστη ζήτηση για οικόπεδα. Αυτό πάντως δεν αναμένεται να συμβεί στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, αφού η οικοδόμηση σπιτιών συνιστά μέρος της παραδοσιακής κουλτούρας του Έλληνα, ενώ ανάλογες τάσεις υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Αναπτύσσονται προσδοκίες για κατασκευή άπειρων ιδιωτικών εξοχικών, τα οποία θα καταλαμβάνουν μεν το φυσικό τοπίο, θα παραμένουν δε κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, ενώ η προώθηση εναλλακτικών τρόπων ικανοποίησης των αναγκών, π.χ. της εναλλάξ χρήσης ή άλλων συλλογικών λύσεων, δεν τίθεται προς το παρόν επί τάπητος στην Ελλάδα. Η πλήρης ικανοποίηση της ζήτησης με διαδικασίες πολεοδόμησης δεν είναι δυνατή, αφού θα έπρεπε να ενταχθούν μαζικά σε «σχέδια πόλεων» εκατομμύρια στρέμματα παράκτιων εκτάσεων, θέσεων με πανοραμική θέα και γενικά χαρισματικών περιοχών.
Αν αγνοηθεί το πολιτικό κόστος, θεωρητικά σωστή λύση θα ήταν η άμεση και πλήρης απαγόρευση της εκτός σχεδίου δόμησης. Ένα μέρος της ζήτησης θα μπορούσε να εκτονωθεί με την ταχεία αποδέσμευση και ένταξη σε σχέδιο αρκετών αγροτικών ή και δασικών εκτάσεων με κριτήρια περιβαλλοντικά, δηλαδή την απουσία σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων στο φυσικό και πολιτιστικό τοπίο ή στις οικοσυστημικές λειτουργίες. Έτσι, η σοβαρή επιστημονική πιστοποίηση θα έδινε μια αποδεκτή διέξοδο στις πιέσεις για δόμηση.
Είναι γενικά λάθος να οδηγείται η Πολιτεία σε δογματική ή αδιαπραγμάτευτη απαγόρευση για να αποφύγει τις γνωστές πρακτικές αποχαρακτηρισμού μέσω παράνομων διαδικασιών. Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαία η τροποποίηση του χαρακτήρα δασικής έκτασης (ή και δάσους ακόμη) είτε επειδή έχουν διαμορφωθεί πολυετείς καταστάσεις που είναι αδύνατον εξ αντικειμένου να ανατραπούν, είτε επειδή η ήπιας μορφής οικονομική αξιοποίηση κάποιων δασικών εκτάσεων δεν δημιουργεί σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, αντίθετα μάλιστα μπορεί να συμβάλει στην ευρύτερη βιωσιμότητα μιας περιοχής.
Υπό το φως των ανωτέρω, αλλά και σε συνδυασμό με το ότι οι σχέσεις του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο του δεν μπορεί να νοηθούν ως απολύτως αμετάβλητες, η προαναφερόμενη υπαρκτή ανάγκη κάποιας ευελιξίας ως προς τη δυνατότητα περιορισμένης αλλαγής της χρήσης δασικών εκτάσεων θεωρούμε πως θα μπορούσε να καλυφθεί από την υφιστάμενη διατύπωση του Συντάγματος, που επιτρέπει την αλλαγή αυτή για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η απάντηση, συνεπώς, στις προηγούμενες ανάγκες θα πρέπει να είναι η τεκμηριωμένη προσέγγισή τους με όρους γενικού συμφέροντος και συγκεκριμένων πάγιων δικαιικών αρχών, προσέγγιση την οποία και τα δικαστήρια δύσκολα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν. Η τεκμηρίωση δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον δια της μεθόδου της αντικειμενικής προσέγγισης των συνεπειών με επιστημονική μελέτη.
Η αποτελεσματική εφαρμογή της θεώρησης αυτής προϋποθέτει τη σύλληψη και οργάνωση μιας αξιόπιστης νομοθετικής πολιτικής στους τομείς του περιβάλλοντος, της πολεοδομίας και της χωροταξίας. Ο νομοθέτης είναι εκείνος που θα πρέπει να θέσει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα κριθεί, για παράδειγμα, ως συμβατή με το δημόσιο συμφέρον η οικιστική ή τουριστική ανάπτυξη μιας αγροτικής ή δασικής περιοχής. Με τον τρόπο, μάλιστα, αυτό αποφεύγονται και οι αλλεπάλληλες, για υποδεέστερης σημασίας θέματα, τροποποιήσεις του Συντάγματος, που συνάδουν περισσότερο με το ρόλο του κοινού νομοθέτη, παρά με το διαχρονικό χαρακτήρα ενός καταστατικού χάρτη.
Από όσα ήδη ειπώθηκαν προκύπτει ότι η παρούσα παρέμβαση δεν συμμερίζεται την άποψη πως είναι ανεπίτρεπτο να αλλάξει μορφή έστω και το μικρότερο τμήμα δάσους ή δασικής έκτασης. Κάτι τέτοιο βρίσκεται σε αντινομία με την ίδια την ιστορικότητα των σχέσεων του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και η προτεινόμενη ρύθμιση ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, η φυσιογνωμία μιας έκτασης θα κρίνεται αποκλειστικά από αποδεικτικά στοιχεία μετά το έτος 1975. Το εντελώς γενικό αυτό κριτήριο είναι αυθαίρετο και άδικο. Και εδώ, σύμφωνα με μια πιο ισόρροπη προσέγγιση, η επίλυση των όποιων προβλημάτων έχουν δημιουργηθεί θα πρέπει να επιδιωχθεί επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και αρχών και όχι μέσα από τη γενικευμένη δικαίωση, συνταγματική μάλιστα, των προ του 1975 καταπατήσεων.
Κατά την άποψη μας, ενδεχόμενη αναθεώρηση του άρθρου 24 θα μπορούσε να κινηθεί σε άλλες, τολμηρότερες κατευθύνσεις, που αποτυπώνουν και τη σύγχρονη προβληματική για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση του χώρου.
• Πρώτον, ως προς την προστασία του περιβάλλοντος καθαυτήν, η έμφαση από τη συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να δοθεί στην αρχή της προφύλαξης και στις μεθόδους εφαρμογής της, την ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών, την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης του περιβάλλοντος, και ειδικότερα της φυσικής κληρονομιάς (δάση αλλά επίσης υγρότοποι, άλλα οικοσυστήματα κ.λπ.). Σε αυτά θα πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσει κανείς την προστασία του τοπίου, αν ληφθεί υπόψη ότι η έννοια του τοπίου εκφράζει σήμερα όχι μόνο την αισθητική αξία, αλλά τη σύνθετη πραγματικότητα ορισμένων τόπων, όπως αυτή διαπλάστηκε μέσα στον χρόνο από την αδιάκοπη «διαλεκτική» σχέση ανθρώπινου πολιτισμού-φυσικού περιβάλλοντος.
• Δεύτερον, ως προς την εν γένει διαχείριση του χώρου, η συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να στραφεί προς την αποσύνδεση της δυνατότητας δόμησης από την έννοια της ιδιοκτησίας, αναγνωρίζοντας, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, ότι μόνον οι εντός σχεδίου περιοχές προορίζονται για δόμηση, παροτρύνοντας έτσι τον κοινό νομοθέτη να οργανώσει σταδιακά και δραστικά τον χωρικό περιορισμό της. Πιστεύουμε πως η σταδιακή παύση της εκτός σχεδίου δόμησης, η εκτόνωση ορισμένων οικιστικών πιέσεων με διάθεση δασικών εκτάσεων όταν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι ασήμαντες, η προώθηση εναλλακτικών τρόπων ικανοποίησης της ζήτησης για εξοχικές κατοικίες είναι ιδέες που θα συνέβαλαν ουσιαστικά στην επιζητούμενη προστασία του περιβάλλοντος και του τοπίου, καθώς και στην ορθολογικότερη οργάνωση του χώρου.
Τελικά, μια κοινωνία δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αντιφάσεις της χωρίς τολμηρούς νεωτερισμούς. Αυτός είναι και ο σκοπός της παρούσας παρέμβασης. Αν η προστασία του περιβάλλοντος επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά, ταυτόχρονα, βρίσκεται χαμηλά στις προτεραιότητες των ιδιοκτητών γης, που αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, τότε οφείλει ο επιστημονικός και πολιτικός κόσμος, με αίσθημα ευθύνης, να αναζητήσει προτάσεις που να εμπεριέχουν διεξόδους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 29 Ιουλίου 2006, σ. 68.